«Είναι αναγκαίο οι τράπεζες να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες. Η κυβέρνηση πρέπει να βοηθήσει σε αυτό», τονίζει ο κ. Θεμιστοκλέους
To 2020 είναι προ των πυλών και οι διεθνείς οίκοι δημοσιεύουν τις εκτιμήσεις τους για το επόμενο έτος, ενώ οι επενδυτές προσπαθούν να τις αποκωδικοποιήσουν για να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματά τους.
Κατά κοινή ομολογία των ειδικών, το 2020 θα είναι περισσότερο ένα έτος σταθεροποίησης της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς πλήθος πηγών αβεβαιότητας παραμένουν, με κυριότερη τις εμπορικές σχέσεις δύο εκ των μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως, αυτή της Κίνας και των ΗΠΑ.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, είναι ευρέως αποδεκτό, ότι πλέον έχει επιστρέψει σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητας, η απουσία της οποίας, τα προηγούμενα 4 χρόνια είχε δημιουργήσει δυσπιστία και αβεβαιότητα για τους επενδυτές, οι οποίοι δεν τολμούσαν να "βάλουν" τα λεφτά τους στη χώρα.
Με δεδομένο, επομένως, της ύπαρξης μιας περισσότερο "business friendly" κυβέρνησης, που δείχνει να έχει ως βασικό στόχο να προσελκύσει νέους και πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές στη χώρα, το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο το εγχείρημα αυτό θα στεφθεί με επιτυχία, και πόσος χρόνος θα χρειαστεί για κάτι τέτοιο, αλλά συνυφασμένο με το παραπάνω είναι και ποιος θα είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι τράπεζες.
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, μεταξύ άλλων, έδωσε ο κ. Θεμιστοκλής Θεμιστοκλέους, Επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Γραφείου Επενδύσεων της UBS Wealth Management.
Ο κ. Θεμιστοκλέους, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα, μίλησε αποκλειστικά στο Banking News (BN), τόσο για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και τις μορφές επενδύσεων που θα πρωταγωνιστήσουν το 2020, όσο και για την επόμενη μέρα στην ελληνική οικονομία.
Σε ότι αφορά τις προοπτικές επενδύσεων στη χώρα μας, εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος, τονίζοντας ότι θα χρειαστεί χρόνος και ακόμα μεγαλύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και δουλειά από την κυβέρνηση, προκειμένου να γίνει μια επενδυτική έκρηξη, ενώ τόνισε ότι οι τράπεζες θα πρέπει να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες για να επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους ρόλο, που είναι η στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω νέων δανείων.
Συνέντευξη στη Σοφία Ροδοπούλου
Καθώς κλείνει το τρέχον έτος, μπαίνουμε στο συνήθη απολογισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Σε ποιά επίπεδα πιστεύετε εσείς ότι θα διαμορφωθεί το ΑΕΠ του 2019, αλλά και του 2020 και από ποιους παράγοντες κατά τη γνώμη σας θα στηριχθεί περισσότερο;
Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο δρόμο της ανάπτυξης.
Βέβαια, όταν είσαι εξωτερικός παρατηρητής, αναρωτιέσαι γιατί δεν αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς.
Για το τρέχον έτος, αναμένουμε ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 1,8% ενώ για το επόμενο έτος αναμένουμε περαιτέρω επιτάχυνση του ΑΕΠ περί του 2,4% με 2,5%.
Αυτό θα προκύψει από την υψηλότερη οικονομική εμπιστοσύνη, από το νομοθετικό πλαίσιο και τη "χαλάρωση" κάποιων νομικών θεμάτων που θα δείξει στους δυνητικούς επενδυτές ότι το κλίμα είναι πιο φιλικό.
Έτσι θα δούμε κορύφωση των επενδύσεων.
Κάτι που επίσης θα βοηθούσε την ανάπτυξη, είναι η αύξηση της κατανάλωσης, που δεν αναπτύχθηκε φέτος, όσο θα ήταν αναγκαίο. Αν και οι επενδύσεις κατέγραψαν μια αύξηση, οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν, παρότι έχει καταγραφεί μείωση της ανεργίας και περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται.
Λογικά, θα έπρεπε να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια να ξοδέψουν χρήματα, γεγονός το οποίο φυσικά θα βοηθούσε την ανάπτυξη της οικονομίας.
-Πόσο εύκολο θα είναι να επιτευχθεί κορύφωση των επενδύσεων; Όπως είπατε η αρχή έγινε, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Τι θα ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο τους επενδυτές κατά την άποψή σας;
Έχουμε ξεκινήσει να βλέπουμε τα πρώτα σημάδια τόνωσης των επενδύσεων, αλλά χρειάζεται χρόνος.
Οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες πρέπει να εμπιστευθούν το νομοθετικό περιβάλλον, που αφορά κυρίως στη φορολογία και την γενικότερη προσέγγιση της κυβερνητικής πολιτικής.
Αλλά χρειάζεται χρόνος.
Πιστεύω ότι αυτό που θα ενθάρρυνε περισσότερο τους δυνητικούς επενδυτές είναι η συνέχιση μεταρρυθμίσεων, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτό που είδαμε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η Ελλάδα έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις, το οποίο είναι πολύ καλό, αλλά δεν αρκεί.
Αν η Ελλάδα θέλει να έχει διατηρήσιμη ανάπτυξη και σε υψηλά επίπεδα, θα πρέπει να κάνει ακόμα περισσότερα.
Μπορεί να ξεκίνησε η μείωση της φορολογίας, μπορεί να έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις και το επενδυτικό περιβάλλον σταδιακά να γίνεται πιο φιλικό, αλλά αν συγκρίνετε την Ελλάδα με άλλες χώρες, είτε ευρωπαϊκές είτε αναδυόμενες, σε απόλυτους αριθμούς, θα δείτε ότι δεν είναι ακόμα τόσο ανταγωνιστική.
Οπότε αν θέλουμε να δούμε την Ελλάδα να αναπτύσσεται με ρυθμούς που να φτάνουν το 3% για τα επόμενα δέκα χρόνια, χρειαζόμαστε πολλές περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
-Οι επενδύσεις ναι μεν έχουν τονωθεί, αλλά προέρχονται κυρίως κερδοσκοπικά κεφάλαια και όχι τόσο από μακροπρόθεσμους επενδυτές. Πότε κατά την άποψή σας θα αλλάξει αυτό;
Για να έχεις μακροπρόθεσμους επενδυτές πρέπει να έχεις ένα ιστορικό προηγούμενο, για να σε εμπιστευτούν.
Οι επενδυτές χρειάζονται χρόνο για να αποκτήσουν ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και αυτό χτίζεται σταδιακά μέσω της συνεχιζόμενης βελτίωσης των συνθηκών.
Δεν μπορώ να σας δώσω ένα καθαρό χρονοδιάγραμμα ενός, δύο ή τριών ετών, μέσα στο οποίο θα αρχίσουν να επενδύουν στην Ελλάδα μακροπρόθεσμοι επενδυτές, αλλά θέλει δουλειά για να γίνει αυτό και σίγουρα όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως.
Αυτό που φοβούνται κυρίως είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα σταθερό περιβάλλον.
Γίνονται αλλαγές κάθε φορά που αλλάζουν κυβερνήσεις.
Αλλάζουν πολιτικές, νόμοι, φορολογικό πλαίσιο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στον ίδιο βαθμό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όταν λοιπόν θες να επενδύσεις μακροπρόθεσμα σε μία χώρα, απαιτείς να έχεις την ασφάλεια και τη βεβαιότητα ότι με την επόμενη πολιτική αλλαγή, δεν θα βρεθείς σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.
-Βλέπουμε ωστόσο, ότι παρά τις δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, αν και απέχει ακόμα αρκετά από την επενδυτική βαθμίδα, που θα μας επέτρεπε και φθηνότερο δανεισμό από την ΕΚΤ. Πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να φτάσει η χώρα το πολυπόθητο "investment grade" και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να το επιτύχουμε;
Πιστεύω ότι θα χρειαστεί χρόνος και βιώσιμη ανάπτυξη για τρία με τέσσερα χρόνια, μέχρι οι οίκοι αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα και προφανώς, αυτό που χρειάζονται να δουν, είναι μια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, που σε συνδυασμό με πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, θα οδηγούσε τη χώρα σε υψηλότερες θέσεις ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, το υψηλό χρέος παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα.
Γνωρίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ που φέρουν και το υψηλότερο επιτόκιο και να μειώσει το ύψος του χρέους, αλλά ακόμη και η αποπληρωμή αυτή να γίνει, το ύψος του χρέους θα εξακολουθεί να είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Και την ίδια ώρα, παρατηρούμε ότι υπάρχει ένα περιβάλλον με πολλές αβεβαιότητες παγκοσμίως, γεγονός το οποίο επηρεάζει και την Ελλάδα. Αν για παράδειγμα η ανάπτυξη στην Ευρώπη επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο, αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στον τουρισμό, σε έναν κλάδο στον οποίο στηρίζεται πολύ η ελληνική οικονομία.
Οπότε, πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα, μέχρι η Ελλάδα να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα.
- Σε επίπεδο αγορών πάντως, η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλά το 2019. Οι ελληνικές μετοχές υπεραπέδωσαν παγκοσμίως με κέρδη που ξεπέρασαν το 50%, ενώ το ίδιο συνέβη και στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία κατέγραψαν ένα εντυπωσιακό ράλι κυρίως το πρώτο 10μηνο του 2019. Τι να αναμένουν οι επενδυτές από την αγορά κρατικών ομολόγων στο εξής;
Θα πρέπει καταρχάς να διαχωρίσουμε τα ομόλογα σε μακράς και μικρής διάρκειας.
Τα ομόλογα μικρής διάρκειας εμφανίζουν ένα ενδιαφέρον, αν και προφανώς αρκετά υψηλές προσδοκίες έχουν πλέον τιμολογηθεί στις τρέχουσες αποτιμήσεις.
Στα ομόλογα μακράς διάρκειας είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί, διότι όπως είπατε κι εσείς έχουν καταγράψει ένα σημαντικό ράλι.
Κατά την άποψη μας έχουν πλέον περισσότερο καθοδικό κίνδυνο παρά ανοδικό διότι το χρέος - επιστρέφω σε αυτό - είναι πολύ υψηλό.
Αν έχεις ομόλογα 10ετους διάρκειας, είσαι εκτεθειμένος σε όσα συμβούν τα επόμενα δέκα χρόνια στη χώρα.
Στο ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης για παράδειγμα, η Ελλάδα θα επηρεαστεί άμεσα και εξακολουθεί πάντα να υπάρχει το θέμα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Πιστεύω ότι τα ελληνικά ομόλογα θα υποαποδόσουν σε δύσκολες συνθήκες.
Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί με τα ομόλογα μακράς διάρκειας.
- Οπότε αυτό σημαίνει ότι οι τιμές των ομολόγων είναι σε δίκαια επίπεδα και ενδεχομένως η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα έχει προεξοφληθεί;
Θα έλεγα ναι ότι είναι σε δίκαια επίπεδα, έχοντας πλέον προεξοφλήσει τα περισσότερα θετικά νέα.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι δεν μπορούμε να κοιτάμε τίποτα μεμονωμένα.
Αν αντιπαραβάλουμε την Ελλάδα με την Ιταλία ή την Πορτογαλία για παράδειγμα, θα δούμε πως τα spreads των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα ιταλικά και τα πορτογαλικά έχουν υποχωρήσει πάρα πολύ, παρότι οι χώρες αυτές βρίσκονται πιο μπροστά σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων.
Αυτό μας δείχνει ότι η αγορά 10ετών ομολόγων στηρίζεται υπερβολικά στις προσδοκίες.
-Θα ήθελα ένα σχόλιο από εσάς και για τις ελληνικές τράπεζες. Πως βλέπετε τις προοπτικές του κλάδου και πόσο πιστεύετε θα βοηθήσει το σχέδιο Ηρακλής στην μείωση των NPEs;
Είμαι βέβαιος ότι το σχέδιο Ηρακλής θα βοηθήσει τις τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Πρέπει να μειώσουν να μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ακόμα περισσότερο.
Είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πρέπει να γίνουν κι άλλες κινήσεις, συνδυαστικά, προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιτυχώς το πρόβλημα και είναι υψίστης σημασίας, διότι οι τράπεζες επηρεάζουν άμεσα την ελληνική οικονομία.
Μέχρι να γίνει μια αξιοσημείωτη μείωση των NPEs, οι τράπεζες δεν θα μπορούν να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων και κατά συνέπεια να στηρίξουν την πραγματική οικονομία. Τα δάνεια είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση σίγουρα κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι αναγκαίο οι τράπεζες να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες.
-Μας είπατε ότι είναι αναγκαία η επιστροφή των τραπεζών στον παραδοσιακό τους ρόλο, που είναι η στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω νέων δανείων, για να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η ανάπτυξη της οικονομίας. Πόσο καιρό θα χρειαστούν για να το επιτύχουν;
Αυτό εξαρτάται από το τι θα κάνουν και πόσο σύντομα, για να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
Πρέπει να μειώσουν δραστικά τα NPLs.
Η κυβέρνηση πρέπει να βοηθήσει σε αυτό.
Οργανικά όμως θα πάρει αρκετό χρόνο μέχρι να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμε ανοίγματα, σε σχέση με άλλες αγορές.
Μιας και κλείνει η αυλαία για το 2019 θα θέλαμε να μας πείτε τις εκτιμήσεις σας για το 2020 σε επίπεδο επενδύσεων. Ποια assets πιστεύετε ότι θα είναι οι πρωταγωνιστές του 2020;
Αν κάναμε μια σύγκριση της πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2019 και των προοπτικών της για το 2020, θα διαπιστώναμε ότι με βάση τις εκτιμήσεις, δεν θα υπάρξει μεγάλη απόκλιση στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Για το 2019 η παγκόσμια οικονομία θα τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης 3,1% περίπου και στα ίδια επίπεδα θα κινηθεί και το 2020, ποσοστό το οποίο δεν είναι θεαματικό, αλλά είναι ικανοποιητικό.
Το πρόβλημα για το επόμενο έτος είναι ότι υπάρχουν και ανοδικοί και καθοδικοί κίνδυνοι ισόποσα κατανεμημένοι.
Είναι πιθανό, για παράδειγμα, η επόμενη χρονιά να είναι καλύτερη, αν η Κίνα και οι ΗΠΑ επιλύσουν τις εμπορικές τους διαφωνίες και οι εμπορικοί δασμοί αναιρεθούν, διότι αυτό θα σήμαινε και θετική επίδραση στη μεταποίηση, που έχει υποφέρει αρκετά, και θα βοηθούσε στην περεταίρω ανάπτυξη της οικονομίας.
Αλλά αν μείνουμε στη βασική μας πρόβλεψη, ότι θα υπάρξουν παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης το 2020 σε σχέση με το τρέχον έτος, τότε αναμένουμε τις μετοχές να καταγράψουν μικρή, σίγουρα μονοψήφια άνοδο και την αγορά ομολόγων να κινηθεί στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 2019.
Αν εξετάσουμε τα λιγότερο ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, αυτά έχουν ένα καλό premium απόδοσης, λόγω της χαμηλής εμπορευσιμότητας τους, και γι αυτό το λόγο πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο.
Ωστόσο, δεν μπορείς να εκτιμήσεις την πορεία τους σε ετήσια βάση, αλλά σε βάθος 5ετίας.
Αν κάποιος διακρατήσει αυτά τα assets για πέντε με δέκα χρόνια μπορεί να επιτύχει πολύ καλές αποδόσεις, αλλά επειδή είναι λιγότερο εύκολα ρευστοποιήσιμα πρέπει να καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος του κάθε χαρτοφυλακίου.
Η συμβουλή προς τους πελάτες μας είναι να είναι πλήρως διαφοροποιημένοι σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία, και από γεωγραφική άποψη, διότι δεν είναι απίθανο να συμβεί ένα αρνητικό γεγονός, όπως για παράδειγμα με τις επερχόμενες εκλογές των ΗΠΑ το 2020, ή με το BREXIT, ή με κάποιο άλλο γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές.
Επίσης, παρατηρούμε να εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον για τις βιώσιμες επενδύσεις και αυτή είναι μια τάση που ήρθε για να μείνει και να επιταχύνει ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το κομμάτι μια ευκαιρία είναι τα "πράσινα" ομόλογα και σε επίπεδο μετοχών οι εταιρείες που εμπλέκονται με θέματα βιωσιμότητας, όχι μόνο για το επόμενο έτος αλλά μακροπρόθεσμα.
Σοφία Ροδοπούλου
www.bankingnews.gr
Κατά κοινή ομολογία των ειδικών, το 2020 θα είναι περισσότερο ένα έτος σταθεροποίησης της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς πλήθος πηγών αβεβαιότητας παραμένουν, με κυριότερη τις εμπορικές σχέσεις δύο εκ των μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως, αυτή της Κίνας και των ΗΠΑ.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, είναι ευρέως αποδεκτό, ότι πλέον έχει επιστρέψει σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητας, η απουσία της οποίας, τα προηγούμενα 4 χρόνια είχε δημιουργήσει δυσπιστία και αβεβαιότητα για τους επενδυτές, οι οποίοι δεν τολμούσαν να "βάλουν" τα λεφτά τους στη χώρα.
Με δεδομένο, επομένως, της ύπαρξης μιας περισσότερο "business friendly" κυβέρνησης, που δείχνει να έχει ως βασικό στόχο να προσελκύσει νέους και πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές στη χώρα, το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο το εγχείρημα αυτό θα στεφθεί με επιτυχία, και πόσος χρόνος θα χρειαστεί για κάτι τέτοιο, αλλά συνυφασμένο με το παραπάνω είναι και ποιος θα είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι τράπεζες.
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, μεταξύ άλλων, έδωσε ο κ. Θεμιστοκλής Θεμιστοκλέους, Επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Γραφείου Επενδύσεων της UBS Wealth Management.
Ο κ. Θεμιστοκλέους, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα, μίλησε αποκλειστικά στο Banking News (BN), τόσο για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και τις μορφές επενδύσεων που θα πρωταγωνιστήσουν το 2020, όσο και για την επόμενη μέρα στην ελληνική οικονομία.
Σε ότι αφορά τις προοπτικές επενδύσεων στη χώρα μας, εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος, τονίζοντας ότι θα χρειαστεί χρόνος και ακόμα μεγαλύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και δουλειά από την κυβέρνηση, προκειμένου να γίνει μια επενδυτική έκρηξη, ενώ τόνισε ότι οι τράπεζες θα πρέπει να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες για να επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους ρόλο, που είναι η στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω νέων δανείων.
Συνέντευξη στη Σοφία Ροδοπούλου
Καθώς κλείνει το τρέχον έτος, μπαίνουμε στο συνήθη απολογισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Σε ποιά επίπεδα πιστεύετε εσείς ότι θα διαμορφωθεί το ΑΕΠ του 2019, αλλά και του 2020 και από ποιους παράγοντες κατά τη γνώμη σας θα στηριχθεί περισσότερο;
Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο δρόμο της ανάπτυξης.
Βέβαια, όταν είσαι εξωτερικός παρατηρητής, αναρωτιέσαι γιατί δεν αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς.
Για το τρέχον έτος, αναμένουμε ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 1,8% ενώ για το επόμενο έτος αναμένουμε περαιτέρω επιτάχυνση του ΑΕΠ περί του 2,4% με 2,5%.
Αυτό θα προκύψει από την υψηλότερη οικονομική εμπιστοσύνη, από το νομοθετικό πλαίσιο και τη "χαλάρωση" κάποιων νομικών θεμάτων που θα δείξει στους δυνητικούς επενδυτές ότι το κλίμα είναι πιο φιλικό.
Έτσι θα δούμε κορύφωση των επενδύσεων.
Κάτι που επίσης θα βοηθούσε την ανάπτυξη, είναι η αύξηση της κατανάλωσης, που δεν αναπτύχθηκε φέτος, όσο θα ήταν αναγκαίο. Αν και οι επενδύσεις κατέγραψαν μια αύξηση, οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν, παρότι έχει καταγραφεί μείωση της ανεργίας και περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται.
Λογικά, θα έπρεπε να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια να ξοδέψουν χρήματα, γεγονός το οποίο φυσικά θα βοηθούσε την ανάπτυξη της οικονομίας.
-Πόσο εύκολο θα είναι να επιτευχθεί κορύφωση των επενδύσεων; Όπως είπατε η αρχή έγινε, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Τι θα ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο τους επενδυτές κατά την άποψή σας;
Έχουμε ξεκινήσει να βλέπουμε τα πρώτα σημάδια τόνωσης των επενδύσεων, αλλά χρειάζεται χρόνος.
Οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες πρέπει να εμπιστευθούν το νομοθετικό περιβάλλον, που αφορά κυρίως στη φορολογία και την γενικότερη προσέγγιση της κυβερνητικής πολιτικής.
Αλλά χρειάζεται χρόνος.
Πιστεύω ότι αυτό που θα ενθάρρυνε περισσότερο τους δυνητικούς επενδυτές είναι η συνέχιση μεταρρυθμίσεων, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτό που είδαμε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η Ελλάδα έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις, το οποίο είναι πολύ καλό, αλλά δεν αρκεί.
Αν η Ελλάδα θέλει να έχει διατηρήσιμη ανάπτυξη και σε υψηλά επίπεδα, θα πρέπει να κάνει ακόμα περισσότερα.
Μπορεί να ξεκίνησε η μείωση της φορολογίας, μπορεί να έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις και το επενδυτικό περιβάλλον σταδιακά να γίνεται πιο φιλικό, αλλά αν συγκρίνετε την Ελλάδα με άλλες χώρες, είτε ευρωπαϊκές είτε αναδυόμενες, σε απόλυτους αριθμούς, θα δείτε ότι δεν είναι ακόμα τόσο ανταγωνιστική.
Οπότε αν θέλουμε να δούμε την Ελλάδα να αναπτύσσεται με ρυθμούς που να φτάνουν το 3% για τα επόμενα δέκα χρόνια, χρειαζόμαστε πολλές περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
-Οι επενδύσεις ναι μεν έχουν τονωθεί, αλλά προέρχονται κυρίως κερδοσκοπικά κεφάλαια και όχι τόσο από μακροπρόθεσμους επενδυτές. Πότε κατά την άποψή σας θα αλλάξει αυτό;
Για να έχεις μακροπρόθεσμους επενδυτές πρέπει να έχεις ένα ιστορικό προηγούμενο, για να σε εμπιστευτούν.
Οι επενδυτές χρειάζονται χρόνο για να αποκτήσουν ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και αυτό χτίζεται σταδιακά μέσω της συνεχιζόμενης βελτίωσης των συνθηκών.
Δεν μπορώ να σας δώσω ένα καθαρό χρονοδιάγραμμα ενός, δύο ή τριών ετών, μέσα στο οποίο θα αρχίσουν να επενδύουν στην Ελλάδα μακροπρόθεσμοι επενδυτές, αλλά θέλει δουλειά για να γίνει αυτό και σίγουρα όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως.
Αυτό που φοβούνται κυρίως είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα σταθερό περιβάλλον.
Γίνονται αλλαγές κάθε φορά που αλλάζουν κυβερνήσεις.
Αλλάζουν πολιτικές, νόμοι, φορολογικό πλαίσιο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στον ίδιο βαθμό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όταν λοιπόν θες να επενδύσεις μακροπρόθεσμα σε μία χώρα, απαιτείς να έχεις την ασφάλεια και τη βεβαιότητα ότι με την επόμενη πολιτική αλλαγή, δεν θα βρεθείς σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.
-Βλέπουμε ωστόσο, ότι παρά τις δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, αν και απέχει ακόμα αρκετά από την επενδυτική βαθμίδα, που θα μας επέτρεπε και φθηνότερο δανεισμό από την ΕΚΤ. Πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να φτάσει η χώρα το πολυπόθητο "investment grade" και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να το επιτύχουμε;
Πιστεύω ότι θα χρειαστεί χρόνος και βιώσιμη ανάπτυξη για τρία με τέσσερα χρόνια, μέχρι οι οίκοι αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα και προφανώς, αυτό που χρειάζονται να δουν, είναι μια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, που σε συνδυασμό με πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, θα οδηγούσε τη χώρα σε υψηλότερες θέσεις ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, το υψηλό χρέος παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα.
Γνωρίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ που φέρουν και το υψηλότερο επιτόκιο και να μειώσει το ύψος του χρέους, αλλά ακόμη και η αποπληρωμή αυτή να γίνει, το ύψος του χρέους θα εξακολουθεί να είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Και την ίδια ώρα, παρατηρούμε ότι υπάρχει ένα περιβάλλον με πολλές αβεβαιότητες παγκοσμίως, γεγονός το οποίο επηρεάζει και την Ελλάδα. Αν για παράδειγμα η ανάπτυξη στην Ευρώπη επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο, αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στον τουρισμό, σε έναν κλάδο στον οποίο στηρίζεται πολύ η ελληνική οικονομία.
Οπότε, πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα, μέχρι η Ελλάδα να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα.
- Σε επίπεδο αγορών πάντως, η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλά το 2019. Οι ελληνικές μετοχές υπεραπέδωσαν παγκοσμίως με κέρδη που ξεπέρασαν το 50%, ενώ το ίδιο συνέβη και στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία κατέγραψαν ένα εντυπωσιακό ράλι κυρίως το πρώτο 10μηνο του 2019. Τι να αναμένουν οι επενδυτές από την αγορά κρατικών ομολόγων στο εξής;
Θα πρέπει καταρχάς να διαχωρίσουμε τα ομόλογα σε μακράς και μικρής διάρκειας.
Τα ομόλογα μικρής διάρκειας εμφανίζουν ένα ενδιαφέρον, αν και προφανώς αρκετά υψηλές προσδοκίες έχουν πλέον τιμολογηθεί στις τρέχουσες αποτιμήσεις.
Στα ομόλογα μακράς διάρκειας είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί, διότι όπως είπατε κι εσείς έχουν καταγράψει ένα σημαντικό ράλι.
Κατά την άποψη μας έχουν πλέον περισσότερο καθοδικό κίνδυνο παρά ανοδικό διότι το χρέος - επιστρέφω σε αυτό - είναι πολύ υψηλό.
Αν έχεις ομόλογα 10ετους διάρκειας, είσαι εκτεθειμένος σε όσα συμβούν τα επόμενα δέκα χρόνια στη χώρα.
Στο ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης για παράδειγμα, η Ελλάδα θα επηρεαστεί άμεσα και εξακολουθεί πάντα να υπάρχει το θέμα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Πιστεύω ότι τα ελληνικά ομόλογα θα υποαποδόσουν σε δύσκολες συνθήκες.
Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί με τα ομόλογα μακράς διάρκειας.
- Οπότε αυτό σημαίνει ότι οι τιμές των ομολόγων είναι σε δίκαια επίπεδα και ενδεχομένως η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα έχει προεξοφληθεί;
Θα έλεγα ναι ότι είναι σε δίκαια επίπεδα, έχοντας πλέον προεξοφλήσει τα περισσότερα θετικά νέα.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι δεν μπορούμε να κοιτάμε τίποτα μεμονωμένα.
Αν αντιπαραβάλουμε την Ελλάδα με την Ιταλία ή την Πορτογαλία για παράδειγμα, θα δούμε πως τα spreads των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα ιταλικά και τα πορτογαλικά έχουν υποχωρήσει πάρα πολύ, παρότι οι χώρες αυτές βρίσκονται πιο μπροστά σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων.
Αυτό μας δείχνει ότι η αγορά 10ετών ομολόγων στηρίζεται υπερβολικά στις προσδοκίες.
-Θα ήθελα ένα σχόλιο από εσάς και για τις ελληνικές τράπεζες. Πως βλέπετε τις προοπτικές του κλάδου και πόσο πιστεύετε θα βοηθήσει το σχέδιο Ηρακλής στην μείωση των NPEs;
Είμαι βέβαιος ότι το σχέδιο Ηρακλής θα βοηθήσει τις τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Πρέπει να μειώσουν να μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ακόμα περισσότερο.
Είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πρέπει να γίνουν κι άλλες κινήσεις, συνδυαστικά, προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιτυχώς το πρόβλημα και είναι υψίστης σημασίας, διότι οι τράπεζες επηρεάζουν άμεσα την ελληνική οικονομία.
Μέχρι να γίνει μια αξιοσημείωτη μείωση των NPEs, οι τράπεζες δεν θα μπορούν να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων και κατά συνέπεια να στηρίξουν την πραγματική οικονομία. Τα δάνεια είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση σίγουρα κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι αναγκαίο οι τράπεζες να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες.
-Μας είπατε ότι είναι αναγκαία η επιστροφή των τραπεζών στον παραδοσιακό τους ρόλο, που είναι η στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω νέων δανείων, για να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η ανάπτυξη της οικονομίας. Πόσο καιρό θα χρειαστούν για να το επιτύχουν;
Αυτό εξαρτάται από το τι θα κάνουν και πόσο σύντομα, για να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
Πρέπει να μειώσουν δραστικά τα NPLs.
Η κυβέρνηση πρέπει να βοηθήσει σε αυτό.
Οργανικά όμως θα πάρει αρκετό χρόνο μέχρι να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμε ανοίγματα, σε σχέση με άλλες αγορές.
Μιας και κλείνει η αυλαία για το 2019 θα θέλαμε να μας πείτε τις εκτιμήσεις σας για το 2020 σε επίπεδο επενδύσεων. Ποια assets πιστεύετε ότι θα είναι οι πρωταγωνιστές του 2020;
Αν κάναμε μια σύγκριση της πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2019 και των προοπτικών της για το 2020, θα διαπιστώναμε ότι με βάση τις εκτιμήσεις, δεν θα υπάρξει μεγάλη απόκλιση στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Για το 2019 η παγκόσμια οικονομία θα τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης 3,1% περίπου και στα ίδια επίπεδα θα κινηθεί και το 2020, ποσοστό το οποίο δεν είναι θεαματικό, αλλά είναι ικανοποιητικό.
Το πρόβλημα για το επόμενο έτος είναι ότι υπάρχουν και ανοδικοί και καθοδικοί κίνδυνοι ισόποσα κατανεμημένοι.
Είναι πιθανό, για παράδειγμα, η επόμενη χρονιά να είναι καλύτερη, αν η Κίνα και οι ΗΠΑ επιλύσουν τις εμπορικές τους διαφωνίες και οι εμπορικοί δασμοί αναιρεθούν, διότι αυτό θα σήμαινε και θετική επίδραση στη μεταποίηση, που έχει υποφέρει αρκετά, και θα βοηθούσε στην περεταίρω ανάπτυξη της οικονομίας.
Αλλά αν μείνουμε στη βασική μας πρόβλεψη, ότι θα υπάρξουν παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης το 2020 σε σχέση με το τρέχον έτος, τότε αναμένουμε τις μετοχές να καταγράψουν μικρή, σίγουρα μονοψήφια άνοδο και την αγορά ομολόγων να κινηθεί στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 2019.
Αν εξετάσουμε τα λιγότερο ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, αυτά έχουν ένα καλό premium απόδοσης, λόγω της χαμηλής εμπορευσιμότητας τους, και γι αυτό το λόγο πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο.
Ωστόσο, δεν μπορείς να εκτιμήσεις την πορεία τους σε ετήσια βάση, αλλά σε βάθος 5ετίας.
Αν κάποιος διακρατήσει αυτά τα assets για πέντε με δέκα χρόνια μπορεί να επιτύχει πολύ καλές αποδόσεις, αλλά επειδή είναι λιγότερο εύκολα ρευστοποιήσιμα πρέπει να καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος του κάθε χαρτοφυλακίου.
Η συμβουλή προς τους πελάτες μας είναι να είναι πλήρως διαφοροποιημένοι σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία, και από γεωγραφική άποψη, διότι δεν είναι απίθανο να συμβεί ένα αρνητικό γεγονός, όπως για παράδειγμα με τις επερχόμενες εκλογές των ΗΠΑ το 2020, ή με το BREXIT, ή με κάποιο άλλο γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές.
Επίσης, παρατηρούμε να εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον για τις βιώσιμες επενδύσεις και αυτή είναι μια τάση που ήρθε για να μείνει και να επιταχύνει ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το κομμάτι μια ευκαιρία είναι τα "πράσινα" ομόλογα και σε επίπεδο μετοχών οι εταιρείες που εμπλέκονται με θέματα βιωσιμότητας, όχι μόνο για το επόμενο έτος αλλά μακροπρόθεσμα.
Σοφία Ροδοπούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών