Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή: Αντιμέτωπη με μεγάλες εστίες κινδύνου η οικονομία
Αντιμέτωπες με έξι μεγάλες εστίες κινδύνου από την ενδυνάμωση της πανδημικής κρίσης έρχονται οι οικονομίες της ευρωζώνης.
Τους κινδύνους αυτούς περιγράφει το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή στην έκθεση για το β’ τρίμηνο του 2020 που δόθηκε στην δημοσιότητα και μεταξύ αυτών είναι: η έξαρση ανεργίας, μαζικά λουκέτα στην αγορά από την χρεοκοπία των εταιριών, η αύξηση των κόκκινων δανείων, νέες κρίσεις χρέους για τις ευάλωτες οικονομίες, κ.α.
Εν τω μεταξύ αίσθηση προκαλεί το γεγονός πως η ανακοίνωση που εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην οποία αναφέρει ότι «αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της διοίκησης του ΕΦΚΑ να συνεχίσει να παρέχει τα στοιχεία τα οποία παρείχε μέχρι πρότινος».
Πόλεμος ανακοινώσεων
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις, η Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν περιέχει στοιχεία εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και την εκτιμώμενη δαπάνη τους. Δυστυχώς, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και στην συνέχεια τον Διοικητή του ΕΦΚΑ δεν λάβαμε τα συγκεκριμένα στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2020, ούτε και καμία εξήγηση για αυτό.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της διοίκησης του ΕΦΚΑ να συνεχίσει να παρέχει τα στοιχεία που παρείχε μέχρι πρότινος και συνδέονται άμεσα με την παρακολούθηση των δημοσιονομικών μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης. Ουδέποτε στο παρελθόν είχαμε συναντήσει παρόμοιο πρόβλημα από τις δημόσιες υπηρεσίες και φορείς που συνεργαζόμαστε και μας παρέχουν ανελλιπώς τα στοιχεία που χρειαζόμαστε.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θα υπερασπιστεί με κάθε νόμιμο μέσο τη διασφάλιση του θεσμικού του ρόλου και την απαρέγκλιτη τήρηση του άρθρου 28 του Ν. 4270/2014 που ορίζει ρητά ότι «όλοι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να παρέχουν στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή κάθε πληροφορία που εκείνο κρίνει αναγκαία για την επιτέλεση του έργου του».
Να σημειωθεί πάντως ότι με νεώτερη ανακοίνωση του το ΓΠΚΒ γνωστοποιεί ότι μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, έλαβε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ που επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής τους.
Tο Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή (ΓΠΒ) εξέδωσε και νέα ανακοίνωση, με την οποία αναφέρει ότι «μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, λάβαμε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ»
O ΕΦΚΑ «επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής τους»
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας που είχε μέχρι πρότινος με τον ΕΦΚΑ».
Σημαντικές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας
1. Το ενδεχόμενο επιτάχυνσης της εξάπλωσης της πανδημίας με την ίδια ή και με μεγαλύτερη ένταση από τον Οκτώβριο και έως το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Τα κρούσματα θα μπορούσαν να αυξηθούν πάλι σε χώρες όπου η επιδημία είχε ήδη κορυφωθεί απαιτώντας την επαναφορά, τουλάχιστον ορισμένων, μέτρων περιορισμού της δραστηριότητας των πολιτών.
2. Μια πιο παρατεταμένη μείωση της δραστηριότητας θα μπορούσε να αφήσει βαθιά σημάδια στην οικονομία οδηγώντας σε αναστολή επενδύσεων και σε χρεωκοπίες εταιρειών.
Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου με αποτέλεσμα τον περιορισμό των πιστώσεων ακόμα και σε υγιείς επιχειρήσεις.
3. Οι επιχειρήσεις που επιβιώνουν της κρίσης θα διστάζουν να προσλάβουν προσωπικό που αναζητά εργασία μετά από παρατεταμένη περίοδο ανεργίας ενώ ένα μέρος των ανέργων εγκαταλείπει εντελώς το εργατικό δυναμικό.
4.Οι χρηματοδοτικές συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν όπως τον Ιανουάριο - Μάρτιο, εκθέτοντας τρωτά σημεία μεταξύ των δανειστών.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει ορισμένες οικονομίες σε κρίσεις χρέους και να επιβραδύνει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα.
5. Γενικότερα, η συγχρονισμένη ασθενής εξωτερική ζήτηση μεταξύ των χωρών και οι αυστηρότερες χρηματοδοτικές συνθήκες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους ήδη ισχυρότατους κραδασμούς που πλήττουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
6. Η εκτεταμένη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε μετά τα αρχικά περιοριστικά μέτρα μπορεί να διακοπεί πρόωρα ή να στοχεύσει προς την λάθος κατεύθυνση λόγω προβλημάτων σχεδιασμού και εφαρμογής, συμβάλλοντας σε στρεβλή κατανομή των παραγωγικών πόρων.
Διαχειρίσιμες παραμένουν οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας
Διαχειρίσιμες παραμένουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, αλλά αυτό δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού, αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα.
Αυτό διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης του για την πορεία της οικονομίας το β΄ τρίμηνο του έτους, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή τονίζει τα ακόλουθα:
«Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι δραματικές συνέπειες της πανδημίας στην ελληνική οικονομία.
Η πρωτοφανής ύφεση της τάξης του 15,2% σε ετήσια βάση αποτελεί την κύρια εκδήλωση της διαταραχής που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του COVID-19.
Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας ήταν οριακά εντονότερη από την πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού τον Απρίλιο (-13,7%) κάτι που σε συνδυασμό με τη μικρή ύφεση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο και δεν είχε συμπεριληφθεί στις προβλέψεις μας, υποδηλώνει την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας πέραν του αναμενομένου.
Παράλληλα, με τη μείωση του ΑΕΠ, καταγράφηκε μείωση του πληθωρισμού σε αρνητικά επίπεδα (κοντά στο -2% από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο) και σημαντική επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από έλλειμμα 4 δισ. σε έλλειμμα 7 δισ.). Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% είναι μάλλον συγκρατημένη για το ύψος της ύφεσης.
Η σημαντική μείωση των προσλήψεων φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μείωση των απολύσεων όσο παραμένουν σε ισχύ οι υποχρεώσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Στο επόμενο διάστημα αναμένεται να αρχίσει η σταδιακή επαναφορά της οικονομίας στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Ωστόσο, η αναζωπύρωση των κρουσμάτων από τον Αύγουστο και η χαμηλότερη του αναμενομένου πορεία του τουρισμού, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την έκταση και την διάρκεια της κρίσης και δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Επισημαίνουμε επίσης, ότι η άρση των περιορισμών για τις απολύσεις ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ανεργίας στο επόμενο διάστημα.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία καταγράφουν σημαντική επιδείνωση, με το πρωτογενές αποτέλεσμα του επτάμηνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 να διαμορφώνεται σε έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος περίπου 1 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδείνωσης, δηλαδή σχεδόν τα 8 από τα 8,7 δισ. ευρώ, προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Με δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.
Η επιδείνωση αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, όπως και ολόκληρης της Ευρωζώνης, είναι σε αναστολή και η φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου δεν έχει πληγεί, όπως φαίνεται από τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική επιδείνωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Όσο τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ παραμένουν σε ισχύ, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διατηρούνται χαμηλά και επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Θετικά επίσης επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του επίσημου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα.
Με δεδομένο όμως ότι τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν εσαεί, είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Το παραπάνω θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο επόμενο διάστημα, καθώς θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ.
Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε τον κίνδυνο αντιστροφής της προόδου που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα στη διετία 2018-19, όσον αφορά το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτεί το σχεδιασμό και εφαρμογή ενός εκτεταμένου πλαισίου δράσεων τόσο στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας όσο και σε εκείνο της αγοράς εργασίας.
Το πρώτο αφορά τη διασφάλιση των εισοδημάτων όσων θα μείνουν άνεργοι, ώστε να συνεχίσουν να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, και το δεύτερο την εκπαίδευση και κατάρτισή τους με νέες γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να διεκδικήσουν με αξιώσεις την επαναφορά τους στην απασχόληση.
Συμπερασματικά, τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, παρότι δραματικές, παραμένουν διαχειρίσιμες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό ωστόσο δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην ενδιάμεση Έκθεση "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία" που καταθέτει μια σειρά από διαπιστώσεις, στόχους και προτάσεις για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Στην ενότητα 1.2 της έκθεσής μας καταθέτουμε κάποιες σύντομες παρατηρήσεις για το Σχέδιο Ανάπτυξης και συμπεραίνουμε ότι οι προτάσεις του θα πρέπει να αποτελέσουν βάση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και θα βρουν τρόπους να αντισταθμίσουν το πολιτικό και δημοσιονομικό τους κόστος.
Επισημαίνουμε, τέλος, ότι παραδοσιακά στη χώρα μας τέτοιες ολιστικές εκθέσεις είτε θεοποιούνται, είτε δαιμονοποιούνται, σπάνια όμως λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην πραγματική πολιτική διαδικασία.
Συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά κάποιες εύκολες προτάσεις τους, επικαλούμενες μάλιστα το κύρος των σχετικών εκθέσεων, και τα δύσκολα ζητήματα παραπέμπονται στις καλένδες.
Ελπίζουμε να μην έχει τέτοια κατάληξη».
www.bankingnews.gr
Τους κινδύνους αυτούς περιγράφει το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή στην έκθεση για το β’ τρίμηνο του 2020 που δόθηκε στην δημοσιότητα και μεταξύ αυτών είναι: η έξαρση ανεργίας, μαζικά λουκέτα στην αγορά από την χρεοκοπία των εταιριών, η αύξηση των κόκκινων δανείων, νέες κρίσεις χρέους για τις ευάλωτες οικονομίες, κ.α.
Εν τω μεταξύ αίσθηση προκαλεί το γεγονός πως η ανακοίνωση που εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην οποία αναφέρει ότι «αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της διοίκησης του ΕΦΚΑ να συνεχίσει να παρέχει τα στοιχεία τα οποία παρείχε μέχρι πρότινος».
Πόλεμος ανακοινώσεων
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις, η Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν περιέχει στοιχεία εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και την εκτιμώμενη δαπάνη τους. Δυστυχώς, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και στην συνέχεια τον Διοικητή του ΕΦΚΑ δεν λάβαμε τα συγκεκριμένα στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2020, ούτε και καμία εξήγηση για αυτό.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της διοίκησης του ΕΦΚΑ να συνεχίσει να παρέχει τα στοιχεία που παρείχε μέχρι πρότινος και συνδέονται άμεσα με την παρακολούθηση των δημοσιονομικών μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης. Ουδέποτε στο παρελθόν είχαμε συναντήσει παρόμοιο πρόβλημα από τις δημόσιες υπηρεσίες και φορείς που συνεργαζόμαστε και μας παρέχουν ανελλιπώς τα στοιχεία που χρειαζόμαστε.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θα υπερασπιστεί με κάθε νόμιμο μέσο τη διασφάλιση του θεσμικού του ρόλου και την απαρέγκλιτη τήρηση του άρθρου 28 του Ν. 4270/2014 που ορίζει ρητά ότι «όλοι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να παρέχουν στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή κάθε πληροφορία που εκείνο κρίνει αναγκαία για την επιτέλεση του έργου του».
Να σημειωθεί πάντως ότι με νεώτερη ανακοίνωση του το ΓΠΚΒ γνωστοποιεί ότι μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, έλαβε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ που επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής τους.
Tο Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή (ΓΠΒ) εξέδωσε και νέα ανακοίνωση, με την οποία αναφέρει ότι «μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, λάβαμε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ»
O ΕΦΚΑ «επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής τους»
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας που είχε μέχρι πρότινος με τον ΕΦΚΑ».
Σημαντικές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας
1. Το ενδεχόμενο επιτάχυνσης της εξάπλωσης της πανδημίας με την ίδια ή και με μεγαλύτερη ένταση από τον Οκτώβριο και έως το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Τα κρούσματα θα μπορούσαν να αυξηθούν πάλι σε χώρες όπου η επιδημία είχε ήδη κορυφωθεί απαιτώντας την επαναφορά, τουλάχιστον ορισμένων, μέτρων περιορισμού της δραστηριότητας των πολιτών.
2. Μια πιο παρατεταμένη μείωση της δραστηριότητας θα μπορούσε να αφήσει βαθιά σημάδια στην οικονομία οδηγώντας σε αναστολή επενδύσεων και σε χρεωκοπίες εταιρειών.
Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου με αποτέλεσμα τον περιορισμό των πιστώσεων ακόμα και σε υγιείς επιχειρήσεις.
3. Οι επιχειρήσεις που επιβιώνουν της κρίσης θα διστάζουν να προσλάβουν προσωπικό που αναζητά εργασία μετά από παρατεταμένη περίοδο ανεργίας ενώ ένα μέρος των ανέργων εγκαταλείπει εντελώς το εργατικό δυναμικό.
4.Οι χρηματοδοτικές συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν όπως τον Ιανουάριο - Μάρτιο, εκθέτοντας τρωτά σημεία μεταξύ των δανειστών.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει ορισμένες οικονομίες σε κρίσεις χρέους και να επιβραδύνει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα.
5. Γενικότερα, η συγχρονισμένη ασθενής εξωτερική ζήτηση μεταξύ των χωρών και οι αυστηρότερες χρηματοδοτικές συνθήκες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους ήδη ισχυρότατους κραδασμούς που πλήττουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
6. Η εκτεταμένη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε μετά τα αρχικά περιοριστικά μέτρα μπορεί να διακοπεί πρόωρα ή να στοχεύσει προς την λάθος κατεύθυνση λόγω προβλημάτων σχεδιασμού και εφαρμογής, συμβάλλοντας σε στρεβλή κατανομή των παραγωγικών πόρων.
Διαχειρίσιμες παραμένουν οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας
Διαχειρίσιμες παραμένουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, αλλά αυτό δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού, αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα.
Αυτό διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης του για την πορεία της οικονομίας το β΄ τρίμηνο του έτους, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή τονίζει τα ακόλουθα:
«Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι δραματικές συνέπειες της πανδημίας στην ελληνική οικονομία.
Η πρωτοφανής ύφεση της τάξης του 15,2% σε ετήσια βάση αποτελεί την κύρια εκδήλωση της διαταραχής που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του COVID-19.
Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας ήταν οριακά εντονότερη από την πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού τον Απρίλιο (-13,7%) κάτι που σε συνδυασμό με τη μικρή ύφεση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο και δεν είχε συμπεριληφθεί στις προβλέψεις μας, υποδηλώνει την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας πέραν του αναμενομένου.
Παράλληλα, με τη μείωση του ΑΕΠ, καταγράφηκε μείωση του πληθωρισμού σε αρνητικά επίπεδα (κοντά στο -2% από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο) και σημαντική επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από έλλειμμα 4 δισ. σε έλλειμμα 7 δισ.). Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% είναι μάλλον συγκρατημένη για το ύψος της ύφεσης.
Η σημαντική μείωση των προσλήψεων φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μείωση των απολύσεων όσο παραμένουν σε ισχύ οι υποχρεώσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Στο επόμενο διάστημα αναμένεται να αρχίσει η σταδιακή επαναφορά της οικονομίας στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Ωστόσο, η αναζωπύρωση των κρουσμάτων από τον Αύγουστο και η χαμηλότερη του αναμενομένου πορεία του τουρισμού, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την έκταση και την διάρκεια της κρίσης και δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Επισημαίνουμε επίσης, ότι η άρση των περιορισμών για τις απολύσεις ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ανεργίας στο επόμενο διάστημα.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία καταγράφουν σημαντική επιδείνωση, με το πρωτογενές αποτέλεσμα του επτάμηνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 να διαμορφώνεται σε έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος περίπου 1 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδείνωσης, δηλαδή σχεδόν τα 8 από τα 8,7 δισ. ευρώ, προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Με δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.
Η επιδείνωση αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, όπως και ολόκληρης της Ευρωζώνης, είναι σε αναστολή και η φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου δεν έχει πληγεί, όπως φαίνεται από τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική επιδείνωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Όσο τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ παραμένουν σε ισχύ, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διατηρούνται χαμηλά και επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Θετικά επίσης επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του επίσημου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα.
Με δεδομένο όμως ότι τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν εσαεί, είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Το παραπάνω θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο επόμενο διάστημα, καθώς θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ.
Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε τον κίνδυνο αντιστροφής της προόδου που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα στη διετία 2018-19, όσον αφορά το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτεί το σχεδιασμό και εφαρμογή ενός εκτεταμένου πλαισίου δράσεων τόσο στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας όσο και σε εκείνο της αγοράς εργασίας.
Το πρώτο αφορά τη διασφάλιση των εισοδημάτων όσων θα μείνουν άνεργοι, ώστε να συνεχίσουν να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, και το δεύτερο την εκπαίδευση και κατάρτισή τους με νέες γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να διεκδικήσουν με αξιώσεις την επαναφορά τους στην απασχόληση.
Συμπερασματικά, τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, παρότι δραματικές, παραμένουν διαχειρίσιμες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό ωστόσο δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην ενδιάμεση Έκθεση "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία" που καταθέτει μια σειρά από διαπιστώσεις, στόχους και προτάσεις για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Στην ενότητα 1.2 της έκθεσής μας καταθέτουμε κάποιες σύντομες παρατηρήσεις για το Σχέδιο Ανάπτυξης και συμπεραίνουμε ότι οι προτάσεις του θα πρέπει να αποτελέσουν βάση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και θα βρουν τρόπους να αντισταθμίσουν το πολιτικό και δημοσιονομικό τους κόστος.
Επισημαίνουμε, τέλος, ότι παραδοσιακά στη χώρα μας τέτοιες ολιστικές εκθέσεις είτε θεοποιούνται, είτε δαιμονοποιούνται, σπάνια όμως λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην πραγματική πολιτική διαδικασία.
Συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά κάποιες εύκολες προτάσεις τους, επικαλούμενες μάλιστα το κύρος των σχετικών εκθέσεων, και τα δύσκολα ζητήματα παραπέμπονται στις καλένδες.
Ελπίζουμε να μην έχει τέτοια κατάληξη».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών