Το συμπέρασμα είναι ότι το Ταμείο Ανάκαμψης ίσως να μην αποδειχθεί επαρκές για το ρόλο που έχει κληθεί να διαδραματίσει.
Η ΕΕ βρίσκεται σε επικίνδυνο σταυροδρόμι.
To Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ είναι επικίνδυνη συνταγή αναφέρει σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του το Βρετανικό Reaction Life.
H Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) οδεύει προς μια ομοσπονδία.
Το ευρώ φυσικά δεν ήταν η μόνη αιτία αυτής της κατεύθυνσης, αλλά οι πολλές κρίσεις του χρησιμοποιήθηκαν για την προώθηση αυτού του στόχου.
Οι αισιόδοξοι ηγέτες της ΕΕ μπορούν να επιτύχουν συμφωνία για το μέλλον της Ευρώπης.
Για να λειτουργήσει καλά, η νομισματική ένωση απαιτεί μια φορολογική ένωση, η εναλλακτική είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές και ευέλικτες εσωτερικές αγορές που θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν σε όλες τις χώρες του ευρώ.
Μια φορολογική ένωση, με τη σειρά της, σημαίνει ότι μεμονωμένες χώρες θα έχουν περιορισμένη παρέμβαση για τον τρόπο κατανομής των εσόδων και των δαπανών της ένωσης.
Τέτοιες αποφάσεις θα ληφθούν με στόχο μια πολιτική ένωση.
Αυτό είναι κάτι που τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη είναι απίθανο να έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως ή να συμφωνήσουν άνευ όρων όταν προσχώρησαν στην ΕΕ.
Οι πολίτες από όλα τα κράτη του Βορρά δεν έχουν ενημερωθεί από τους δικούς τους πολιτικούς σχετικά με το αν ήταν πραγματικά πρόθυμοι να είναι οι μόνιμοι δανειστές της ΕΕ.
Η πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουσιαστικά ζητάει από τα ισχυρά κράτη του Βορρά ακόμη μια φορά να διασώσουν τις χώρες του Νότου.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σταυροδρόμι
Το Ταμείο Ανάκαμψης θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα σταυροδρόμι, ασκώντας πίεση προς την φορολογική ένωση.
Παραδόξως, έχει γίνει πολύ λίγη συζήτηση για το γεγονός ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα αλλάξει την ΕΕ με θεμελιώδη τρόπο.
Συγκεκριμένα, ελάχιστοι πολιτικοί φορείς λήψης αποφάσεων επιθυμούν να ασχοληθούν με το ζήτημα πόσο δηλαδή θα κοστίσει τελικά το ευρώ και η ένωση στα μεμονωμένα κράτη.
Τα οφέλη και το κόστος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αρχικά σχεδιάστηκε, εξακολουθεί να φαίνεται θετική για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οικονομικά και πολιτικά.
Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων διασυνοριακά τείνει να ενισχύει την οικονομική ευημερία.
Οι συντονισμένες εμπορικές πολιτικές συμβάλλουν στην επίτευξη ισχυρής διαπραγματευτικής ικανότητας.
Οι κοινές προσπάθειες για κοινούς λογιστικούς, επιστημονικούς ή οικονομικούς στόχους επίσης δεν απαιτούν πολιτική ή φορολογική ένωση, αλλά μάλλον μεγαλύτερη ευελιξία σε μεμονωμένα έργα.
Από την ίδια την ίδρυση της ζώνης του ευρώ έχουν θεσπιστεί κανόνες που οδήγησαν σε πολιτικές που αποσκοπούν στην αποφυγή της κατάρρευσης της ευρωζώνης.
Αρχικά, αυτό έγινε με τη μείωση των εθνικών νομισματικών και ρυθμιστικών πολιτικών υπέρ των κεντρικών πολιτικών ειδικά με την ΕΚΤ και την ενιαία νομισματική πολιτική.
Αυτές οι πολιτικές αποδείχθηκαν σκανδαλωδώς ανεπαρκείς και λανθασμένες.
Την πρώτη δεκαετία του κοινού νομίσματος σημειώθηκαν μαζικές κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ χωρών ως απάντηση στην ενιαία επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς κινδύνους κάθε κράτους – μέλους.
Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια τραπεζική και δημοσιονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από οικονομικά προβλήματα στις ΗΠΑ και τροφοδοτήθηκε από ένα κύμα ζημιών από δάνεια στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από τις τράπεζες, ειδικά στην περιφέρεια αποδείχθηκαν υπερτιμημένες.
Τα διδάγματα που αντλήθηκε από τη ζώνη του ευρώ από την κρίση ήταν ότι πρέπει να αυξηθεί η συγκέντρωση και όχι ότι πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικές.
Συμφωνήθηκαν κοινά συστήματα κεντρικής εποπτείας και αντιμετώπισης κρίσεων.
Η κάλυψη ζημιών περιλαμβάνει την υποχρεωτική διάσωση όπως οι κανόνες για το resolution – εξυγίανση – των τραπεζών και ένα κοινό ταμείο για την ανακεφαλαιοποίηση ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μέχρι στιγμής, οι λύσεις που έχουν προταθεί σε εθνικό επίπεδο π.χ. Ιταλία έχουν παρακάμψει αυτό το σύστημα.
Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι εάν υπάρχουν κοινά θεσμικά όργανα, πολιτικές και διαδικασίες.
Το βασικό ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό όλα αυτά αντιστοιχούν με τον ίδιο τρόπο στα κράτη μέλη.
Τα ευρωπαϊκά έθνη, είναι απίθανο να ενταχθούν γρήγορα και εθελοντικά κάτω από ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο.
Το κόστος της μελλοντικής ΕΕ
Τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία της ΕΕ εν γένει έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι τώρα κυρίως μέσω της αύξησης της συγκέντρωσης της παρακολούθησης από ενιαία εποπτικά συστήματα π.χ. όπως ο SSM.
Η πρόοδος στην ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών υπονομεύεται τώρα από τις επιπτώσεις των πολιτικών Covid-19.
Υπάρχουν λίγα στοιχεία που δείχνουν ότι η σταθερότητα, η ευημερία και η ανάπτυξη πρόκειται να βελτιωθούν τα επόμενα χρόνια ουσιαστικά ώστε να διαχέονται τα οφέλη σε όλες τις κοινωνίες.
Η οικονομική επιτυχία στη ζώνη του ευρώ παραμένει άνιση, εν μέρει λόγω της δυσκολίας πολλών χωρών να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του ενιαίου νομίσματος.
Προηγούμενες προσπάθειες για να αποφευχθεί η στασιμότητα και το υπερβολικό χρέος έφερε κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά δεν επαρκούν.
Αυτό οδήγησε σε πολιτική αστάθεια σε πολλές χώρες, οι οποίες με την σειρά τους αποτρέπουν τις κυβερνήσεις να πάρουν δύσκολα μέτρα
Φαίνεται ότι το νέο πρότυπο πολιτικής συνδυάζει εύκολη νομισματική πολιτική με μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες.
Η πρόσφατη πρόταση για ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μέρος αυτής της πολιτικής προσπάθειας.
Παρέχει κίνητρα που χρηματοδοτούνται από το χρέος, ενώ επιτρέπει στις χώρες να αγνοούν…. τις αυξανόμενες υποχρεώσεις τους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα νομικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πολυάριθμα και σοβαρά.
Το Ταμείο παραβιάζει ουσιαστικά τα άρθρα που απαγορεύουν την αμοιβαία δημοσιονομική ευθύνη (άρθρο 125) και τη δημοσιονομική πειθαρχία (άρθρο 310), επειδή καθιερώνει φορολογικές μεταφορές μεταξύ των κρατών μελών και δημιουργεί έναν μη ισορροπημένο προϋπολογισμό επιτρέποντας δαπάνες που χρηματοδοτούνται από δάνεια δηλαδή αύξηση χρέους.
Το μέγεθος του Ταμείου είναι πολύ μικρό (περίπου 5% του ΑΕΠ της ΕΕ) για να προσφέρει ουσιαστικό οικονομικό κίνητρο.
Είναι πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική μεταβλητότητα στα αδύναμα κράτη μέλη του ευρώ, καθώς αφαιρεί την ανάγκη για μακροχρόνιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι όροι του Ταμείου κατευθύνουν τη χρηματοδότηση για τη χρηματοδότηση «πράσινων και ψηφιακών μεταρρυθμίσεων». Δεδομένου ότι οι εταιρείες σε όλη την Ευρώπη θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων όπερ σημαίνει θα αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα οι υγιείς εταιρίες.
Το Ταμείο πιθανότατα θα καταλήξει να παρέχει χρηματοδότηση σε μη κερδοφόρες εταιρείες και επικίνδυνα έργα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.
Το μη βιώσιμο χρέος σε Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα
Έτσι, η ικανότητα του Ταμείου να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσιμη.
Είναι επίσης πολύ μικρή η κεφαλαιακή δύναμη πυρός τα 750 δισεκ για να θεραπεύσει το βασικό πρόβλημα που στοιχειώνει την ευρωζώνη: το μη βιώσιμο χρέος της Ιταλίας (και της Ισπανίας αλλάς Ελλάδος).
Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι το Ταμείο δεν θα παραμείνει μια «εφάπαξ» προσπάθεια, όπως ανακοινώθηκε στα κράτη μέλη.
Εάν λοιπόν το Ταμείο Ανάκαμψης δεν έχει ημερομηνία λήξεως είναι βέβαιο ότι όσοι συνεισφέρουν σημαντικά κεφάλαια στην οικονομική στήριξη του Ταμείου θα είναι οι πρώτοι που θα αντιδράσουν.
Στην ΕΕ κάποιοι θα ήθελαν η ΕΕ να χρηματοδοτεί δαπάνες μέσω κοινού χρέους και μέσω μιας φορολογικής ένωσης, πιθανότατα αυτό θα ενταθεί.
Όπως είναι γνωστό, η συγκέντρωση της εξουσίας έχει δοκιμαστεί πολλές φορές στο παρελθόν στην Ευρώπη και μέχρι στιγμής με όχι πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Εάν αυτή τη φορά ο στόχος είναι να επιτευχθεί ενότητα με ειρηνικά μέσα, είναι αναμφισβήτητα απαραίτητο να εξασφαλιστεί καθολική λαϊκή υποστήριξη.
Η μυστικότητα, η παραπληροφόρηση ή η πίεση θα μπορούσαν, κάποια στιγμή, να αποτελέσουν έναυσμα για αντίδραση των κοινωνιών.
Το συμπέρασμα είναι ότι το Ταμείο Ανάκαμψης ίσως να μην αποδειχθεί επαρκές για το ρόλο που έχει κληθεί να διαδραματίσει.
www.bankingnews.gr
To Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ είναι επικίνδυνη συνταγή αναφέρει σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του το Βρετανικό Reaction Life.
H Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) οδεύει προς μια ομοσπονδία.
Το ευρώ φυσικά δεν ήταν η μόνη αιτία αυτής της κατεύθυνσης, αλλά οι πολλές κρίσεις του χρησιμοποιήθηκαν για την προώθηση αυτού του στόχου.
Οι αισιόδοξοι ηγέτες της ΕΕ μπορούν να επιτύχουν συμφωνία για το μέλλον της Ευρώπης.
Για να λειτουργήσει καλά, η νομισματική ένωση απαιτεί μια φορολογική ένωση, η εναλλακτική είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές και ευέλικτες εσωτερικές αγορές που θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν σε όλες τις χώρες του ευρώ.
Μια φορολογική ένωση, με τη σειρά της, σημαίνει ότι μεμονωμένες χώρες θα έχουν περιορισμένη παρέμβαση για τον τρόπο κατανομής των εσόδων και των δαπανών της ένωσης.
Τέτοιες αποφάσεις θα ληφθούν με στόχο μια πολιτική ένωση.
Αυτό είναι κάτι που τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη είναι απίθανο να έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως ή να συμφωνήσουν άνευ όρων όταν προσχώρησαν στην ΕΕ.
Οι πολίτες από όλα τα κράτη του Βορρά δεν έχουν ενημερωθεί από τους δικούς τους πολιτικούς σχετικά με το αν ήταν πραγματικά πρόθυμοι να είναι οι μόνιμοι δανειστές της ΕΕ.
Η πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουσιαστικά ζητάει από τα ισχυρά κράτη του Βορρά ακόμη μια φορά να διασώσουν τις χώρες του Νότου.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σταυροδρόμι
Το Ταμείο Ανάκαμψης θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα σταυροδρόμι, ασκώντας πίεση προς την φορολογική ένωση.
Παραδόξως, έχει γίνει πολύ λίγη συζήτηση για το γεγονός ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα αλλάξει την ΕΕ με θεμελιώδη τρόπο.
Συγκεκριμένα, ελάχιστοι πολιτικοί φορείς λήψης αποφάσεων επιθυμούν να ασχοληθούν με το ζήτημα πόσο δηλαδή θα κοστίσει τελικά το ευρώ και η ένωση στα μεμονωμένα κράτη.
Τα οφέλη και το κόστος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αρχικά σχεδιάστηκε, εξακολουθεί να φαίνεται θετική για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οικονομικά και πολιτικά.
Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων διασυνοριακά τείνει να ενισχύει την οικονομική ευημερία.
Οι συντονισμένες εμπορικές πολιτικές συμβάλλουν στην επίτευξη ισχυρής διαπραγματευτικής ικανότητας.
Οι κοινές προσπάθειες για κοινούς λογιστικούς, επιστημονικούς ή οικονομικούς στόχους επίσης δεν απαιτούν πολιτική ή φορολογική ένωση, αλλά μάλλον μεγαλύτερη ευελιξία σε μεμονωμένα έργα.
Από την ίδια την ίδρυση της ζώνης του ευρώ έχουν θεσπιστεί κανόνες που οδήγησαν σε πολιτικές που αποσκοπούν στην αποφυγή της κατάρρευσης της ευρωζώνης.
Αρχικά, αυτό έγινε με τη μείωση των εθνικών νομισματικών και ρυθμιστικών πολιτικών υπέρ των κεντρικών πολιτικών ειδικά με την ΕΚΤ και την ενιαία νομισματική πολιτική.
Αυτές οι πολιτικές αποδείχθηκαν σκανδαλωδώς ανεπαρκείς και λανθασμένες.
Την πρώτη δεκαετία του κοινού νομίσματος σημειώθηκαν μαζικές κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ χωρών ως απάντηση στην ενιαία επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς κινδύνους κάθε κράτους – μέλους.
Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια τραπεζική και δημοσιονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από οικονομικά προβλήματα στις ΗΠΑ και τροφοδοτήθηκε από ένα κύμα ζημιών από δάνεια στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από τις τράπεζες, ειδικά στην περιφέρεια αποδείχθηκαν υπερτιμημένες.
Τα διδάγματα που αντλήθηκε από τη ζώνη του ευρώ από την κρίση ήταν ότι πρέπει να αυξηθεί η συγκέντρωση και όχι ότι πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικές.
Συμφωνήθηκαν κοινά συστήματα κεντρικής εποπτείας και αντιμετώπισης κρίσεων.
Η κάλυψη ζημιών περιλαμβάνει την υποχρεωτική διάσωση όπως οι κανόνες για το resolution – εξυγίανση – των τραπεζών και ένα κοινό ταμείο για την ανακεφαλαιοποίηση ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μέχρι στιγμής, οι λύσεις που έχουν προταθεί σε εθνικό επίπεδο π.χ. Ιταλία έχουν παρακάμψει αυτό το σύστημα.
Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι εάν υπάρχουν κοινά θεσμικά όργανα, πολιτικές και διαδικασίες.
Το βασικό ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό όλα αυτά αντιστοιχούν με τον ίδιο τρόπο στα κράτη μέλη.
Τα ευρωπαϊκά έθνη, είναι απίθανο να ενταχθούν γρήγορα και εθελοντικά κάτω από ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο.
Το κόστος της μελλοντικής ΕΕ
Τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία της ΕΕ εν γένει έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι τώρα κυρίως μέσω της αύξησης της συγκέντρωσης της παρακολούθησης από ενιαία εποπτικά συστήματα π.χ. όπως ο SSM.
Η πρόοδος στην ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών υπονομεύεται τώρα από τις επιπτώσεις των πολιτικών Covid-19.
Υπάρχουν λίγα στοιχεία που δείχνουν ότι η σταθερότητα, η ευημερία και η ανάπτυξη πρόκειται να βελτιωθούν τα επόμενα χρόνια ουσιαστικά ώστε να διαχέονται τα οφέλη σε όλες τις κοινωνίες.
Η οικονομική επιτυχία στη ζώνη του ευρώ παραμένει άνιση, εν μέρει λόγω της δυσκολίας πολλών χωρών να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του ενιαίου νομίσματος.
Προηγούμενες προσπάθειες για να αποφευχθεί η στασιμότητα και το υπερβολικό χρέος έφερε κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά δεν επαρκούν.
Αυτό οδήγησε σε πολιτική αστάθεια σε πολλές χώρες, οι οποίες με την σειρά τους αποτρέπουν τις κυβερνήσεις να πάρουν δύσκολα μέτρα
Φαίνεται ότι το νέο πρότυπο πολιτικής συνδυάζει εύκολη νομισματική πολιτική με μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες.
Η πρόσφατη πρόταση για ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μέρος αυτής της πολιτικής προσπάθειας.
Παρέχει κίνητρα που χρηματοδοτούνται από το χρέος, ενώ επιτρέπει στις χώρες να αγνοούν…. τις αυξανόμενες υποχρεώσεις τους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα νομικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πολυάριθμα και σοβαρά.
Το Ταμείο παραβιάζει ουσιαστικά τα άρθρα που απαγορεύουν την αμοιβαία δημοσιονομική ευθύνη (άρθρο 125) και τη δημοσιονομική πειθαρχία (άρθρο 310), επειδή καθιερώνει φορολογικές μεταφορές μεταξύ των κρατών μελών και δημιουργεί έναν μη ισορροπημένο προϋπολογισμό επιτρέποντας δαπάνες που χρηματοδοτούνται από δάνεια δηλαδή αύξηση χρέους.
Το μέγεθος του Ταμείου είναι πολύ μικρό (περίπου 5% του ΑΕΠ της ΕΕ) για να προσφέρει ουσιαστικό οικονομικό κίνητρο.
Είναι πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική μεταβλητότητα στα αδύναμα κράτη μέλη του ευρώ, καθώς αφαιρεί την ανάγκη για μακροχρόνιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι όροι του Ταμείου κατευθύνουν τη χρηματοδότηση για τη χρηματοδότηση «πράσινων και ψηφιακών μεταρρυθμίσεων». Δεδομένου ότι οι εταιρείες σε όλη την Ευρώπη θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων όπερ σημαίνει θα αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα οι υγιείς εταιρίες.
Το Ταμείο πιθανότατα θα καταλήξει να παρέχει χρηματοδότηση σε μη κερδοφόρες εταιρείες και επικίνδυνα έργα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.
Το μη βιώσιμο χρέος σε Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα
Έτσι, η ικανότητα του Ταμείου να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσιμη.
Είναι επίσης πολύ μικρή η κεφαλαιακή δύναμη πυρός τα 750 δισεκ για να θεραπεύσει το βασικό πρόβλημα που στοιχειώνει την ευρωζώνη: το μη βιώσιμο χρέος της Ιταλίας (και της Ισπανίας αλλάς Ελλάδος).
Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι το Ταμείο δεν θα παραμείνει μια «εφάπαξ» προσπάθεια, όπως ανακοινώθηκε στα κράτη μέλη.
Εάν λοιπόν το Ταμείο Ανάκαμψης δεν έχει ημερομηνία λήξεως είναι βέβαιο ότι όσοι συνεισφέρουν σημαντικά κεφάλαια στην οικονομική στήριξη του Ταμείου θα είναι οι πρώτοι που θα αντιδράσουν.
Στην ΕΕ κάποιοι θα ήθελαν η ΕΕ να χρηματοδοτεί δαπάνες μέσω κοινού χρέους και μέσω μιας φορολογικής ένωσης, πιθανότατα αυτό θα ενταθεί.
Όπως είναι γνωστό, η συγκέντρωση της εξουσίας έχει δοκιμαστεί πολλές φορές στο παρελθόν στην Ευρώπη και μέχρι στιγμής με όχι πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Εάν αυτή τη φορά ο στόχος είναι να επιτευχθεί ενότητα με ειρηνικά μέσα, είναι αναμφισβήτητα απαραίτητο να εξασφαλιστεί καθολική λαϊκή υποστήριξη.
Η μυστικότητα, η παραπληροφόρηση ή η πίεση θα μπορούσαν, κάποια στιγμή, να αποτελέσουν έναυσμα για αντίδραση των κοινωνιών.
Το συμπέρασμα είναι ότι το Ταμείο Ανάκαμψης ίσως να μην αποδειχθεί επαρκές για το ρόλο που έχει κληθεί να διαδραματίσει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών