Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που φιλοδοξεί να κινητοποιήσει δημόσιες και ιδιωτικές Επενδύσεις έως και 57 δισ. ευρώ την προσεχή εξαετία καταθέτει σήμερα 27/4 στις Βρυξέλλες η κυβέρνηση.
Παρά τις αβεβαιότητες και τα ρίσκα το οικονομικό επιτελείο έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες πάνω σε αυτό το σχέδιο για να πετύχει το «θαύμα» της ανάπτυξης.
Με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης ο πήχης για το ΑΕΠ τοποθετείται το 2022 στο ιστορικά υψηλό 6,2% παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα ασφαλές χρονοδιάγραμμα εξόδου από την υγειονομική κρίση.
Η υπόθεση για την ταχύτητα της ανάκαμψης το επόμενο έτος βασίζεται στην πρόβλεψη ότι η ύφεση μπορεί να έπιασε πάτο στο πρώτο τρίμηνο του 2021, αγγίζοντας ακόμη και το 10%, ωστόσο από τα επόμενα τρίμηνα η οικονομία θα αρχίσει να ανεβάζει στροφές με σκοπό να πιάσει το 3,6% για το σύνολο του έτους έναντι αρχικής πρόβλεψης για 4,8%.
Ωστόσο για τους αναλυτές και τους οικονομολόγους ακόμη και αυτή η εκτίμηση θεωρείται επισφαλής καθώς δεν ενστερνίζονται την αισιοδοξία του οικονομικού επιτελείου και θεωρούν ότι πολύ γρήγορα θα έχουμε νέα επί τα χείρω αναθεώρηση.
Επενδύσεις
Βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη είναι οι επενδύσεις όπου με βάση τις προβλέψεις θα σημειώσουν εκρηκτική αύξηση το 2022 φθάνοντας στο 30,3% τον επόμενο χρόνο από 7% φέτος.
Πόντους στο ΑΕΠ θα προσθέσουν και οι εξαγωγές οι οποίες προβλέπεται να αυξηθούν στο 13,8% το 2022 από 10,4% το 2021.
Την ίδια ώρα η ιδιωτική κατανάλωση θα παραμείνει στην ρηχή ζώνη με άνοδο μόλις 2,6% φέτος και 2,9% το 2022 παρά την σημαντική αύξηση των καταθέσεων κατά 20 δισ. στα 162,6 δις. ευρώ από 142, 2 δις. ευρώ πέρυσι τον Φεβρουάριο.
Το οικονομικό επιτελείο στοχεύει παράλληλα σε ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας του χρόνου τον Ιούνιο περνώντας σε ένα καθεστώς απλής εποπτείας όμοιο με αυτό που εφαρμόζεται σήμερα σε Κύπρο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία. Το βάρος πέφτει στα πρωτογενή πλεονάσματα όπου η ελληνική πλευρά θέλει να «ακυρώσει» τους κανόνες και τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του 2018 αναπτύσσοντας καινούργια επιχειρηματολογία με τις βαθιές πληγές της πανδημικής κρίσης.
Τα χαμηλότερα πλεονάσματα θα ξεκλειδώσουν νέα μέτρα ελάφρυνσης από τον δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί.
Αν δεν αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. μέσα από τη διαπραγμάτευση που θα γίνει το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα επανέρχεται στην υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ το 2023 (εφόσον δεν ισχύσει η ρήτρα διαφυγής) και άνω του 2% του ΑΕΠ ώς το 2060.
Η υγειονομική κρίση έχει παγώσει ανειλημμένες υποχρεώσεις της Αθήνας από την ενισχυμένη εποπτεία, που θα αποκαλυφθούν όταν καθίσει η σκόνη από τον κορονοϊό και τότε θα ξεκινήσουν οι Συμπληγάδες για τη χώρα. Γνωρίζοντας τον εφιάλτη της δημοσιονομικής προσαρμογής που καραδοκεί, στο οικονομικό επιτελείο δεν επιθυμούν να «ξεχειλώσουν» τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους με ελαφρύνσεις που θα αποτελέσουν τα επόμενα μελλοντικά φορολογικά βάρη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Για την ώρα ο λογαριασμός των μέτρων αυξήθηκε στα 15 δισ. ευρώ επηρεάζοντας δυσμενώς το πρωτογενές έλλειμμα.
Η επιβάρυνση στα ταμεία από το κούρεμα της προκαταβολής του φόρου φτάνει το 1 δισ. ευρώ.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών