Υπερβολικές εκτιμήσεις για την συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης στην αύξηση του ΑΕΠ θρέφουν στο οικονομικό επιτελείο ανεβάζοντας σε μέσα επίπεδα στο 4% τον πήχη της ανάπτυξης για την περίοδο 2021 – 2025.
Οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια των 30,5 δισ. ευρώ μπορεί να αποτελούν τον πυρήνα της κυβερνητικής στρατηγικής και να παρουσιάζονται ως τον βασικό κινητήρα της ανάκαμψης, ωστόσο σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς δεν δικαιολογούν τις υψηλές ταχύτητες που τίθενται από την κυβέρνηση.
Όπως επισημαίνουν τα 30,5 δισ. ευρώ των πόρων είναι από την άλλη πλευρά το ποσό που έχασε η ελληνική οικονομία στο διάστημα της πανδημίας.
Το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές από το χαμηλό των 165,3 δισ. ευρώ που έπιασε το 2020 θα χρειαστεί δύο χρόνια τουλάχιστον για να φτάσει στα 184,6 δισ. ευρώ το 2022 και να οδηγηθεί στα προ κρίσης επίπεδα των 190 δισ. ευρώ από το 2023 και μετά.
Πρακτικά θα πρέπει πρώτα να αποσβέσει την ύφεση του 8,2% του 2020 και μετά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μεγαλύτερη ανάκαμψη της οικονομίας.
Τι λένει στο ΥΠΟΙΚ
Στο υπουργείο Οικονομικών ποντάρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αναθέρμανση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Παρά την ανασφάλεια και του φόβου για την επόμενη ημέρα εκτιμούν ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί από 2,6% φέτος στο 2,9% το 2022 και κατά μέσον όρο 2,5% τα επόμενα έτη, καθώς ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αποθέματος των καταθέσεων των 24 δισ. ευρώ θα αναθερμάνει τον τζίρο στην αγορά.
Την ίδια ώρα παρακινδυνευμένες θεωρούνται από του ίδιους παράγοντες οι προβλέψεις για άνοδο των επενδύσεων και των εξαγωγών τον επόμενο χρόνο.
Οι στόχοι που έχουν τεθεί στο νέο Μεσοπρόθεσμο οι οποίοι δεν διαφοροποιούνται από εκείνους του Προγράμματος Σταθερότητας προεξοφλούν εκρηκτική αύξηση 30,3% των επενδύσεων που θα είναι ένα ιστορικό ρεκόρ αύξησης εφόσον βέβαια πιαστεί καθώς η Ελλάδα δεν έχει δώσει τα ανάλογα δείγματα γραφής.
Όσον αφορά στις εξαγωγές από 10,4% φέτος προβλέπεται να αυξηθούν κατά 13,7% το 2022 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ρυθμό πάνω από 6% τα επόμενα χρόνια που επίσης είναι κάτι πολύ θολό.
Όλες αυτές οι προβλέψεις στηρίζονται στην παραδοχή ότι η πανδημία είναι πλέον υπό έλεγχο και θα δεν θα υπάρξει αναζωπύρωση ώστε να απαιτηθούν νέα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας το επόμενο διάστημα που θα «οδηγήσει αναπόφευκτα σε δυσμενέστερη πρόβλεψη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών», όπως επισημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών δεν κρύβουν ότι αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα από τις αντοχές της οικονομίας στα πλήγματα της καραντίνας το πρώτο τρίμηνο του έτους αλλά «δεν πετάνε στα σύννεφα» εκφράζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία για την επίτευξη του νέου αναθεωρημένου στόχου για μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 3,6% ολόκληρο το έτος.
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η δήλωση του υπουργού Οικονομικών Χ. Σταικούρα για «τις μεγάλες προκλήσεις που έχουμε ακόμη μπροστά μας» για «να διασφαλίσουμε την ταχύτερη δυνατή ανάταξη της οικονομίας και την επίτευξη ισχυρής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».
Η ρευστότητα και οι εστίες κινδύνου για τα «μοτέρ» της ανάκαμψης παραμένουν ενώ κομβικό ρόλο για την απρόσκοπτη υλοποίηση των μακροπρόθεσμων μακροοικονομικών σεναρίων παίζει η μείωση του όγκου των κόκκινων δανείων τα οποία τον Δεκέμβριο του 2020 κατήλθαν σε 47,4 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. ευρώ που ήταν πριν από ένα χρόνο.
Ωστόσο, η πανδημική κρίση έχει ανακόψει τον ρυθμό απομείωσης, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στους θεσμούς που δεν έχουν πάψει στιγμή να μην παρακολουθούν τα ραντάρ που έχουν στήσει πάνω από την ελληνική οικονομία αλλά και στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών. Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι επίσης η συρρίκνωση της στεγαστικής και της καταναλωτικής πίστης που επιταχύνθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2021. Με τις τράπεζες να διατηρούν ελεγχόμενη την στρόφιγγα των δανείων κόβουν ένα σημαντικό της ώθησης που θα έδινε η αγοράς κατοικίας στην αύξηση του ΑΕΠ.
Απειλή τα πανδημικά χρέη
Απειλή για την οικονομία είναι ακόμη τα χρέη των 6- 7 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκαν στην περίοδο της πανδημίας με το οικονομικό επιτελείο να ψάχνει βαλβίδες εκτόνωσης για τα νοικοκυριά και του επαγγελματίες καθώς εκφράζονται φόβοι για αύξηση αυτής της πίτας με την επανεκκίνηση των φορολογικών υποχρεώσεων από το 2022 και μετά.
Τα σχέδια διευκόλυνσης των οφειλετών καταστρώνονται σε συνεργασία με τους θεσμούς ώστε η νέα ρύθμιση να είναι έτοιμη το συντομότερο δυνατό.
Για την ώρα αποκλείονται τα σενάρια για κουρέματα στην βασική οφειλή.
Το βασικό όμως φρένο στις προσδοκίες για υψηλή ανάπτυξη 6,2% το 2022 θα έρθει σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές από τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και των δεσμεύσεων για δραστική δημοσιονομική προσαρμογή.
Η επαναφορά της χώρας σε τροχιά εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών με τον μηδενισμό του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022 και την επίτευξη πλεονασμάτων από το 2023 και μετά θεωρείται θηλιά για την ανάπτυξη.
Με το καλημέρα της κανονικότητας η Ελλάδα καλείται να πετύχει 16 δισ. ευρώ προσαρμογή ως το 2023 που θα είναι το νέο της ρεκόρ.
Το εργαλείο για την αυτόματη συμπίεση του ελλείμματος είναι η συρρίκνωση των κονδυλίων για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής καθώς το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι ο λογαριασμός για το δημόσιο θα πέσει στο 1,1% του ΑΕΠ δηλαδή στα 2 δισ. ευρώ τον επόμενο χρόνο έναντι 9,2% ή 16 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος.
Το πρωτογενές έλλειμμα από 7,1% του ΑΕΠ φέτος θα προσγειωθεί στο 0,3% το 2022, πράγμα που σε απόλυτα ποσά σημαίνει εξοικονόμηση πόρων 12 δισ. ευρώ χωρίς περιοριστικά μέτρα.
Το 2023 το έλλειμμα θα μετατραπεί σε πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ και τα επόμενα έτη θα ανέβει στη ζώνη του 2,8% για το 2024 και στο 3,7% για το 2025.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί από το 205% φέτος στο 189,5% το 2022 και στη συνέχεια στο 176,7% το 2023 και στο 166,1% το 2024.
Tο νέο μεσοπρόθεσμο
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Τα «μοτέρ» και τα «κουτσά άλογα» της ανάπτυξης της Ελλάδας - Υπερβολικές εκτιμήσεις για τη συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης
Οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια των 30,5 δισ. ευρώ μπορεί να αποτελούν τον πυρήνα της κυβερνητικής στρατηγικής, όμως δεν δικαιολογούν τις ταχύτητες που τίθενται από την κυβέρνηση
Σχόλια αναγνωστών