Οι διπλές κάλπες του Μαΐου και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών
Το 2014 εκτιμάται ότι θα είναι ένα ιδιαίτερα θερμό πολιτικά έτος.
Δεν είναι μόνο οι διπλές κάλπες που θα στηθούν το Μάιο για τις τοπικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων ενδεχομένως να προκαλέσει σημαντικές πολιτικές αναταράξεις.
Είναι κυρίως το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών, σενάριο που αν και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς το «ξορκίζει» στις επίσημες δηλώσεις του διαμηνύοντας ότι θα εξαντλήσει την τετραετία, την ίδια στιγμή το μελετά με τους πολιτικούς του συμβούλους.
Η απόφαση του θα κριθεί από μια σειρά κρίσιμων παραμέτρων για την πορεία της χώρας.
Οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα και το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος, οι αποφάσεις των Ευρωπαίων για τη μείωση του ελληνικού χρέους είναι μερικοί μόνο από τους καθοριστικούς παράγοντες που θα «ζυγίσουν» στις τελικές αποφάσεις του πρωθυπουργού.
Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν νωρίτερα περαιτέρω «ατυχήματα» στην κυβερνητική πλειοψηφία που αναγκαστικά θα επισπεύσουν τις εξελίξεις.
Το ερώτημα όμως δεν είναι μόνο το πότε θα γίνουν οι εθνικές εκλογές, αλλά κυρίως ποιο θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και τι αυτό θα σηματοδοτήσει.
Οι πολιτικές παραδοχές, όπως τουλάχιστον αυτές αποτυπώνονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, είναι οι εξής:
Ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται σταθερά (έστω και οριακά) έναντι της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου και στην παράσταση νίκης, αν και ο Αντώνης Σαμαράς παραμένει «καταλληλότερος» για πρωθυπουργός.
Η Χρυσή Αυγή παρά τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχουν τα ηγετικά στελέχη της με τη Δικαιοσύνη, αποδεικνύεται «ανθεκτική» στην κοινή γνώμη και διατηρείται στην τρίτη θέση (με ποσοστά της τάξης του 7%) σε ασφαλή σχετικά απόσταση από το τέταρτο κόμμα.
Για τη θέση αυτή «παλεύει» το ΠΑΣΟΚ, τα ποσοστά του οποίου κυμαίνονται από 5% έως 6%, τη στιγμή που ο άλλοτε κυβερνητικός εταίρος, η Δημοκρατική Αριστερά δίνει τη δική της μάχη να εισέλθει στη Βουλή.
Το ΚΚΕ παραμένει και αυτό στα επίπεδα του 5% με 6% ενώ η δυναμική των Ανεξάρτητων Ελλήνων έχει μειωθεί στο 4%.
Βάσει αυτών των ευρημάτων, και αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ κυμαίνονται από το 20% έως το 25%, το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο – αν όχι απίθανο – να υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Άρα, προκύπτει η ανάγκη συμμαχιών για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Δεδομένου ότι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή τίθενται για διαφορετικούς λόγους εκτός της λογικής των μετεκλογικών συμμαχιών, τότε ανοιχτοί σε συνεργασία είναι το ΠΑΣΟΚ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η ΔΗΜΑΡ, εάν η τελευταία καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.
Εφόσον η κάλπη επιβεβαιώσει τις δημοσκοπήσεις και δεν υπάρξει κάποιος ισχυρός αστάθμητος παράγοντας που να μπορεί να ανατρέψει τις σημερινές πολιτικές ισορροπίες (π.χ. η κοινή κάθοδος των κεντροαριστερών δυνάμεων υπό τη σκέπη της «Ελιάς»), τότε είναι σαφές πως η μόνη «βιώσιμη» κυβέρνηση που μπορεί να σχηματιστεί είναι αυτή μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγματι, το σενάριο φαντάζει απίθανο, αν λάβει κανείς υπόψη τη ρητορική, τη σκληρή διαμάχη, τις θέσεις και την ιδεολογική απόσταση των δύο κομμάτων.
Όμως απίθανη φάνταζε πριν μερικά χρόνια και η κυβερνητική συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η οποία υπό το βάρος των προκλήσεων τελικά υλοποιήθηκε.
Είναι γνωστό ότι σε χώρες όπου έχει εφαρμοστεί μνημόνιο, το πολιτικό σύστημα βιώνει άνευ προηγουμένου αλλαγές.
Υπό την απειλή μιας γενικευμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης ή υπό το πρίσμα της ανάγκης λήψης ιστορικών αποφάσεων ή ακόμα και λόγω έλλειψης αξιόπιστης πολιτικής εναλλακτικής, είναι αρκετά πιθανό ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επιχειρήσουν να συμφωνήσουν σε μια κοινά αποδεκτή πολιτική, για να διαχειριστούν το ιστορικό βάρος που πρέπει να σηκώσουν.
Άλλωστε το παράδειγμα το έδειξαν ήδη οι «πρωτοπόροι» Γερμανοί.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Δεν είναι μόνο οι διπλές κάλπες που θα στηθούν το Μάιο για τις τοπικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων ενδεχομένως να προκαλέσει σημαντικές πολιτικές αναταράξεις.
Είναι κυρίως το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών, σενάριο που αν και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς το «ξορκίζει» στις επίσημες δηλώσεις του διαμηνύοντας ότι θα εξαντλήσει την τετραετία, την ίδια στιγμή το μελετά με τους πολιτικούς του συμβούλους.
Η απόφαση του θα κριθεί από μια σειρά κρίσιμων παραμέτρων για την πορεία της χώρας.
Οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα και το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος, οι αποφάσεις των Ευρωπαίων για τη μείωση του ελληνικού χρέους είναι μερικοί μόνο από τους καθοριστικούς παράγοντες που θα «ζυγίσουν» στις τελικές αποφάσεις του πρωθυπουργού.
Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν νωρίτερα περαιτέρω «ατυχήματα» στην κυβερνητική πλειοψηφία που αναγκαστικά θα επισπεύσουν τις εξελίξεις.
Το ερώτημα όμως δεν είναι μόνο το πότε θα γίνουν οι εθνικές εκλογές, αλλά κυρίως ποιο θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και τι αυτό θα σηματοδοτήσει.
Οι πολιτικές παραδοχές, όπως τουλάχιστον αυτές αποτυπώνονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, είναι οι εξής:
Ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται σταθερά (έστω και οριακά) έναντι της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου και στην παράσταση νίκης, αν και ο Αντώνης Σαμαράς παραμένει «καταλληλότερος» για πρωθυπουργός.
Η Χρυσή Αυγή παρά τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχουν τα ηγετικά στελέχη της με τη Δικαιοσύνη, αποδεικνύεται «ανθεκτική» στην κοινή γνώμη και διατηρείται στην τρίτη θέση (με ποσοστά της τάξης του 7%) σε ασφαλή σχετικά απόσταση από το τέταρτο κόμμα.
Για τη θέση αυτή «παλεύει» το ΠΑΣΟΚ, τα ποσοστά του οποίου κυμαίνονται από 5% έως 6%, τη στιγμή που ο άλλοτε κυβερνητικός εταίρος, η Δημοκρατική Αριστερά δίνει τη δική της μάχη να εισέλθει στη Βουλή.
Το ΚΚΕ παραμένει και αυτό στα επίπεδα του 5% με 6% ενώ η δυναμική των Ανεξάρτητων Ελλήνων έχει μειωθεί στο 4%.
Βάσει αυτών των ευρημάτων, και αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ κυμαίνονται από το 20% έως το 25%, το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο – αν όχι απίθανο – να υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Άρα, προκύπτει η ανάγκη συμμαχιών για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Δεδομένου ότι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή τίθενται για διαφορετικούς λόγους εκτός της λογικής των μετεκλογικών συμμαχιών, τότε ανοιχτοί σε συνεργασία είναι το ΠΑΣΟΚ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η ΔΗΜΑΡ, εάν η τελευταία καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.
Εφόσον η κάλπη επιβεβαιώσει τις δημοσκοπήσεις και δεν υπάρξει κάποιος ισχυρός αστάθμητος παράγοντας που να μπορεί να ανατρέψει τις σημερινές πολιτικές ισορροπίες (π.χ. η κοινή κάθοδος των κεντροαριστερών δυνάμεων υπό τη σκέπη της «Ελιάς»), τότε είναι σαφές πως η μόνη «βιώσιμη» κυβέρνηση που μπορεί να σχηματιστεί είναι αυτή μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγματι, το σενάριο φαντάζει απίθανο, αν λάβει κανείς υπόψη τη ρητορική, τη σκληρή διαμάχη, τις θέσεις και την ιδεολογική απόσταση των δύο κομμάτων.
Όμως απίθανη φάνταζε πριν μερικά χρόνια και η κυβερνητική συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η οποία υπό το βάρος των προκλήσεων τελικά υλοποιήθηκε.
Είναι γνωστό ότι σε χώρες όπου έχει εφαρμοστεί μνημόνιο, το πολιτικό σύστημα βιώνει άνευ προηγουμένου αλλαγές.
Υπό την απειλή μιας γενικευμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης ή υπό το πρίσμα της ανάγκης λήψης ιστορικών αποφάσεων ή ακόμα και λόγω έλλειψης αξιόπιστης πολιτικής εναλλακτικής, είναι αρκετά πιθανό ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επιχειρήσουν να συμφωνήσουν σε μια κοινά αποδεκτή πολιτική, για να διαχειριστούν το ιστορικό βάρος που πρέπει να σηκώσουν.
Άλλωστε το παράδειγμα το έδειξαν ήδη οι «πρωτοπόροι» Γερμανοί.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών