Στα προφορικά "αιτήματα" μένουν οι Έλληνες πολιτικοί
Όλο και πιο επίκαιρο γίνεται το αίτημα για τη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου που χορήγησε η Ελλάδα στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, με την κυβέρνηση όμως εξόφθαλμα να κωλυσιεργεί.
Τι είναι όμως το κατοχικό δάνειο που αρκετοί ιστορικοί εκτιμούν ότι η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει την αποπληρωμή τους;
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία ανάγκασε την Ελλάδα της Κατοχής να συνάψει αναγκαστικό δάνειο.
Με έγγραφο που έχει βρεθεί στα γερμανικά αρχεία, Γερμανοί και Ιταλοί απλά κοινοποιούν στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου την απόφασή τους, τον Απρίλιο του 1942.
Το διεθνές πολεμικό δίκαιο προβλέπει ότι η κατεχόμενη χώρα πρέπει να πληρώνει τα έξοδα της συντήρησης του κατοχικού στρατού.
Ετσι η Ελλάδα λίγο πριν από τη σύναψη του δανείου δέχεται εντολή να πληρώνει για να συντηρεί τους 300.000 Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονταν στην Ελλάδα το ποσό του 1,5 δισ. δραχμών τον μήνα.
Η σχετική δανειακή συμφωνία υπογράφηκε στις 14.3.1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι.
Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα.
Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23.3.1942.
Σύμφωνα μ'αυτήν:
• Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
• Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος (στο εξής ΤΕ), άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).
• Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).
• Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρ. 5).
Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν.
Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφληση του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές.
Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2.4.1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδινε εντολή στην ΤΕ να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Αλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετατρέπουν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική.
Δηλαδή το δάνειο παύει να είναι αναγκαστικό και μεταπίπτει σε κοινό συμβατικό δάνειο.
Με την πρώτη τροποποίηση (2.12.1942) ορίζεται ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3).
Μάλιστα κατέβαλαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησαν την επιστροφή του, οπότε μεταπίπτει σε έντοκο λόγω υπερημερίας. Δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο.
Το ύψος του δανείου κατά την ΤΕ ανέρχεται (δίχως τους τόκους) σε 227.940.201 εκ. δολ. το 1944 και κατά τον Αλτενμπουργκ 400 εκ. μετακατοχικά μάρκα. Με τις αναπροσαρμογές και τους τόκους ανέρχεται σε κάποιες δεκάδες δισ. ευρώ. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο.
Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Ως τέτοια δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που αναστέλει την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων.
Παράλληλα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία το 1947 αποτίμησε την καθαρή αξία του κατοχικού δανείου προς τη Γερμανία, οι απαιτήσεις της Ελλάδος από τη Γερμανία ανέρχονταν τότε σε 5,7 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας ή σε 1,6 τετράκις εκατ. δραχμές.
Τα στοιχεία και ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνονται στην πρώτη πλήρη έκθεση που εξέδωσε μετά την περίοδο της Κατοχής η Τράπεζα της Ελλάδος στις 22 Νοεμβρίου 1947 και αφορούσε στα έτη 1941, 1944, 1945 και 1946.
Διοικητής της ΤτΕ τότε ήταν ο Γ.Α. Μαντζαβίνος.
Ελληνικές διεκδικήσεις
Η Ελλάδα από τη λήξη του Πολέμου δεν έπαυσε να «υπενθυμίζει» στη Γερμανία την εκκρεμότητα του κατοχικού δανείου. Το 1964 συγκροτήθηκε και επιτροπή νομικών, η οποία αποφάνθηκε ότι τα κατοχικά δάνεια αποτελούν συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, άσχετη με τις επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Το 1958 ο πρωθυπουργός Καραμανλής επισκέφθηκε τη Βόννη και έλαβε από τον καγκελάριο Αντενάουερ δάνειο ύψους 200 εκατ. μάρκων.
Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι ο Καραμανλής, τότε, ως αντάλλαγμα αποποιήθηκε το δάνειο, κάτι όμως που δεν αποδεικνύεται σε κανένα επίσημο γερμανικό έγγραφο, ενώ οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι η συμφωνία ήταν προφορική.
Το 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει τον γιο του Ανδρέα Παπανδρέου στη Γερμανία για το θέμα, αλλά η προσπάθεια σταμάτησε όταν έπεσε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1965.
Οι Γερμανοί για χρόνια είχαν ως δικαιολογία ότι η χώρα ήταν διαιρεμένη σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία και άρα δεν μπορούσαν να πληρώσουν αποζημιώσεις μέχρι την ενοποίηση.
Ομως και μετά την ένωση των δύο Γερμανιών η στάση της δεν άλλαξε.
Τον Απρίλιο του 1991, όταν ήρθε στην Ελλάδα ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γκένσερ, ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και τότε ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη του είχε υποβάλει προφορική ερώτηση για να λάβει όμως αρνητική απάντηση.
Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, ως ΥΠΕΞ το 1995 είχε επιδώσει μέσω του πρέσβη μας στη Βόννη κ. Μπουρλογιάννη ρηματική διακοίνωση στη Γερμανία για την έναρξη διαπραγματεύσεων για το θέμα, η απάντηση της Γερμανίας δόθηκε μέσα σε μισή ώρα, λέγοντας πως το θέμα δεν υφίσταται για τη Γερμανία.
Αλλά και το 1996 κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Σημίτη στη Γερμανία ο ΥΠΕΞ Πάγκαλος που τον συνόδευε, σε σχετική συζήτηση που είχε με τον ομόλογό του Γερμανό υπουργό τού είπε ότι το αίτημα της Ελλάδος είναι παράλογο και πως η Γερμανία από τότε που μπήκαμε στην Ε.Ε. έχει προσφέρει πολλά χρήματα μέσα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια στην Ελλάδα.
www.bankingnews.gr
Τι είναι όμως το κατοχικό δάνειο που αρκετοί ιστορικοί εκτιμούν ότι η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει την αποπληρωμή τους;
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία ανάγκασε την Ελλάδα της Κατοχής να συνάψει αναγκαστικό δάνειο.
Με έγγραφο που έχει βρεθεί στα γερμανικά αρχεία, Γερμανοί και Ιταλοί απλά κοινοποιούν στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου την απόφασή τους, τον Απρίλιο του 1942.
Το διεθνές πολεμικό δίκαιο προβλέπει ότι η κατεχόμενη χώρα πρέπει να πληρώνει τα έξοδα της συντήρησης του κατοχικού στρατού.
Ετσι η Ελλάδα λίγο πριν από τη σύναψη του δανείου δέχεται εντολή να πληρώνει για να συντηρεί τους 300.000 Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονταν στην Ελλάδα το ποσό του 1,5 δισ. δραχμών τον μήνα.
Η σχετική δανειακή συμφωνία υπογράφηκε στις 14.3.1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι.
Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα.
Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23.3.1942.
Σύμφωνα μ'αυτήν:
• Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
• Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος (στο εξής ΤΕ), άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).
• Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).
• Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρ. 5).
Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν.
Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφληση του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές.
Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2.4.1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδινε εντολή στην ΤΕ να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Αλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετατρέπουν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική.
Δηλαδή το δάνειο παύει να είναι αναγκαστικό και μεταπίπτει σε κοινό συμβατικό δάνειο.
Με την πρώτη τροποποίηση (2.12.1942) ορίζεται ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3).
Μάλιστα κατέβαλαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησαν την επιστροφή του, οπότε μεταπίπτει σε έντοκο λόγω υπερημερίας. Δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο.
Το ύψος του δανείου κατά την ΤΕ ανέρχεται (δίχως τους τόκους) σε 227.940.201 εκ. δολ. το 1944 και κατά τον Αλτενμπουργκ 400 εκ. μετακατοχικά μάρκα. Με τις αναπροσαρμογές και τους τόκους ανέρχεται σε κάποιες δεκάδες δισ. ευρώ. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο.
Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Ως τέτοια δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που αναστέλει την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων.
Παράλληλα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία το 1947 αποτίμησε την καθαρή αξία του κατοχικού δανείου προς τη Γερμανία, οι απαιτήσεις της Ελλάδος από τη Γερμανία ανέρχονταν τότε σε 5,7 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας ή σε 1,6 τετράκις εκατ. δραχμές.
Τα στοιχεία και ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνονται στην πρώτη πλήρη έκθεση που εξέδωσε μετά την περίοδο της Κατοχής η Τράπεζα της Ελλάδος στις 22 Νοεμβρίου 1947 και αφορούσε στα έτη 1941, 1944, 1945 και 1946.
Διοικητής της ΤτΕ τότε ήταν ο Γ.Α. Μαντζαβίνος.
Ελληνικές διεκδικήσεις
Η Ελλάδα από τη λήξη του Πολέμου δεν έπαυσε να «υπενθυμίζει» στη Γερμανία την εκκρεμότητα του κατοχικού δανείου. Το 1964 συγκροτήθηκε και επιτροπή νομικών, η οποία αποφάνθηκε ότι τα κατοχικά δάνεια αποτελούν συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, άσχετη με τις επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Το 1958 ο πρωθυπουργός Καραμανλής επισκέφθηκε τη Βόννη και έλαβε από τον καγκελάριο Αντενάουερ δάνειο ύψους 200 εκατ. μάρκων.
Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι ο Καραμανλής, τότε, ως αντάλλαγμα αποποιήθηκε το δάνειο, κάτι όμως που δεν αποδεικνύεται σε κανένα επίσημο γερμανικό έγγραφο, ενώ οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι η συμφωνία ήταν προφορική.
Το 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει τον γιο του Ανδρέα Παπανδρέου στη Γερμανία για το θέμα, αλλά η προσπάθεια σταμάτησε όταν έπεσε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1965.
Οι Γερμανοί για χρόνια είχαν ως δικαιολογία ότι η χώρα ήταν διαιρεμένη σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία και άρα δεν μπορούσαν να πληρώσουν αποζημιώσεις μέχρι την ενοποίηση.
Ομως και μετά την ένωση των δύο Γερμανιών η στάση της δεν άλλαξε.
Τον Απρίλιο του 1991, όταν ήρθε στην Ελλάδα ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γκένσερ, ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και τότε ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη του είχε υποβάλει προφορική ερώτηση για να λάβει όμως αρνητική απάντηση.
Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, ως ΥΠΕΞ το 1995 είχε επιδώσει μέσω του πρέσβη μας στη Βόννη κ. Μπουρλογιάννη ρηματική διακοίνωση στη Γερμανία για την έναρξη διαπραγματεύσεων για το θέμα, η απάντηση της Γερμανίας δόθηκε μέσα σε μισή ώρα, λέγοντας πως το θέμα δεν υφίσταται για τη Γερμανία.
Αλλά και το 1996 κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Σημίτη στη Γερμανία ο ΥΠΕΞ Πάγκαλος που τον συνόδευε, σε σχετική συζήτηση που είχε με τον ομόλογό του Γερμανό υπουργό τού είπε ότι το αίτημα της Ελλάδος είναι παράλογο και πως η Γερμανία από τότε που μπήκαμε στην Ε.Ε. έχει προσφέρει πολλά χρήματα μέσα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια στην Ελλάδα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών