«Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες», μνημονεύει τα λόγια του αρχιστράτηγου της Ελληνικής Επανάστασης, ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου ήμουν μάρτυρας ενός μικρού θαύματος, σαν αυτά που εμφανίζονται σπάνια και σου προσφέρουν νέες δυνάμεις για να σταθείς όρθιος και να συνεχίσεις τον δύσκολο Αγώνα της ζωής σου.
Τα κελιά της φυλακής είχαν ήδη κλείσει και ο χρόνος κυλούσε αργά και βασανιστικά, όπως συμβαίνει πάντα, όταν ζεις μέσα σε ένα καθεστώς άθλιου και ασφυκτικού περιορισμού.
Ειδήσεις στα κανάλια της διαπλοκής παρακολουθώ ελάχιστα.
Μόνο για να αναλύω την καθεστωτική προπαγάνδα και για να ελέγχω αν προβάλλονται οι ανακοινώσεις της Χρυσής Αυγής.
Πολύ σπάνια ένας τίτλος της ειδησεογραφίας προσελκύει το ενδιαφέρον μου.
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου πέτυχα την εξαίρεση αυτού του κανόνα.
Τυχαία συνάντησα ένα όμορφο αφιέρωμα με τίτλο: «Ριζοκάρπασο - Οι τελευταίοι Έλληνες εγκλωβισμένοι».
Τρέφω μεγάλη αγάπη για τον Ελληνισμό της Κύπρου.
Έπαιξε ρόλο σε αυτό η στρατιωτική μου θητεία στην 35 Μοίρα Καταδρομών (που φωλιάζει στο θρυλικό Σταυροβούνι, σε μία ιδεατή τοποθεσία για την κάλυψη Μονάδας Ειδικών Δυνάμεων, κάπου μεταξύ Λάρνακας και Λευκωσίας).
Το Ριζοκάρπασο όμως το γνωρίζω μόνο από την τηλεόραση, τα βιβλία και τους στρατιωτικούς χάρτες.
Βρίσκεται στο βορειότερο σημείο του νησιού, στο άκρο της χερσονήσου, που αποτελεί τον φανταστικό μίσχο του χρυσοπράσινου φύλλου της Κύπρου.
Δεν ήξερα πως ζουν ακόμα Έλληνες στο Ριζοκάρπασο.
«Κόλλησα» μόλις είδα τον τίτλο του αφιερώματος. Δυστυχώς, τον καιρό του μνημονίου, ακόμα και εμείς οι Εθνικιστές ξεχνάμε τον Αλύτρωτο Ελληνισμό. Λησμονούμε τα αδέρφια του αίματος, που ζουν την ζωή τους κάτω από ξένο ζυγό, σε γη κατεχόμενη, αλλά προαιώνια Ελληνική.
Οι πρώτες εικόνες του αφιερώματος, ήταν καταθλιπτικές.
Μία μεσήλικη γυναίκα, τρομοκρατημένη, προσπαθούσε να αποφύγει τις ερωτήσεις της δημοσιογράφου για το καθεστώς που βιώνει και για την θηριώδη τουρκική κατοχή.
Όσα ακολούθησαν όμως ήταν πράγματι εκπληκτικά. Μία απρόσμενη αφύπνιση του πληγωμένου εγωισμού της Ελλάδος.
Η έκπληξη, η συγκίνηση, η υπερηφάνεια ξύπνησαν μέσα μου, αμέσως μόλις ο λόγος δόθηκε στα παιδιά.
Τα παιδιά είναι η άσβεστη φλόγα αυτού του κόσμου.
Η ζωντανή εικόνα της αναγέννησης.
Τα παιδιά είναι η Ελπίς.
Ο μόνος λόγος να μάχεσαι με θάρρος για ένα καλύτερο αύριο.
Τα παιδιά της Κύπρου, που μίλησαν εκείνο το βράδυ από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο, ήταν δύο.
Ο Γιάννης και η Βάσω Προδρόμου (προφανώς αδέρφια), μαθητές Γυμνασίου, έμοιαζαν πολύ με τα Ελληνόπουλα που μεγαλώνουν εδώ, στην κατεχόμενη από άλλες δυνάμεις Ελλάδα.
Έμοιαζαν, όμως είχαν και κάτι τόσο διαφορετικό, κάτι τόσο σπουδαίο, που με ανάγκασε μεμιάς να προσηλωθώ στα λόγια τους και να συνεχίσω μέχρι σήμερα να τα σκέφτομαι.
Αυτό το κάτι διαφορετικό, αυτό το θεϊκό χάρισμα, αυτή η αξία η αθάνατη, που σου δίνει δύναμη τις πιο δύσκολες ώρες να σταθείς όρθιος και να προχωρήσεις εμπρός, είναι η Ελπίδα, που ξυπνά μέσα σου μονομιάς την Ελλάδα.
Ακούγοντας τα πρώτα λόγια των παιδιών ξεχώρισα μία γνήσια «φωνήν Ελληνίδα».
Η γλώσσα έρεε τόσο όμορφα, τόσο αρμονικά, που σε τίποτα δεν θύμιζε την δική μου γενιά - εδώ στην κυρίως Ελλάδα – που τόσο βάναυσα έχει κακοποιήσει την πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου.
Τα δύο παιδιά της Κύπρου μιλούσαν τα ελληνικά πολύ καλύτερα απ’ ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μας, ακόμα και οι πολιτικοί παράγοντες, που διασύρουν διεθνώς την χώρα μας.
Το περιεχόμενο του λόγου τους λιτό, ήπιο και σκληρό σαν διαμάντι, χάραζε την υποταγμένη συνείδηση του σύγχρονου Ελληνισμού:
- Δημοσιογράφος: «Έχεις τούρκους φίλους;»
- Γιάννης Προδρόμου: «Όχι. Αυτοί εισβάλλαν στην Πατρίδα μας. Μας έχουν εγκλωβισμένους. Γιατί να τους κάμω φίλους;»
- Δημοσιογράφος: «Φυλάγεστε;»
- Βάσω Προδρόμου: «Φυλαγόμαστε. Κάνουμε τις γιορτές μας διακριτικά. Χωρίς σημαίες, παρελάσεις, συνθήματα»
- Δημοσιογράφος: «Γιατί δεν φεύγετε;»
- Βάσω: «Είμαστε εμείς που συνεχίζουμε να κρατάμε τον τόπο μας ζωντανό».
- Γιάννης: «Πρέπει να μείνουμε, πρέπει να το στηρίξουμε... είμαστε εδώ με την ελπίδα αυτοί να φύγουσιν (οι τούρκοι)»
Από παλιά, μένει καρφωμένη στην σκέψη μου μία εικόνα από τις ημέρες του θρυλικού Αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών.
Ο Αγώνας αυτός ταυτίστηκε με το πιο άρτια οργανωμένο αντάρτικο του 20ου αιώνα.
Τα είχε όλα: δολιοφθορές, δολοφονίες ηγετών του εχθρού, μάχες με επίλεκτα τμήματα SAS, πολιτικό σκέλος με απίστευτη μαζικότητα και συνεχείς παρεμβάσεις στις μεγάλες πόλεις, απόλυτη στήριξη από τον άμαχο πληθυσμό, κορυφαίο δίκτυο πληροφοριών.
Από την άλλη μεριά είχε να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, ειδικές καταδρομικές μονάδες που κέρδισαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ατελείωτο χρήμα και αστείρευτα υλικά μέσα, την ανθελληνική δράση των τούρκων, τρομοκρατία, μαζικές εκτελέσεις και απαγχονισμούς νεαρών Αγωνιστών.
Η εικόνα που θυμήθηκα ακούγοντας τα παιδιά από το Ριζοκάρπασο δεν είναι μία εικόνα πολέμου.
Είναι μία εικόνα φτώχειας και ανέχειας, που δεν γεννά θλίψη, αλλά Ελπίδα.
Η εικόνα τριών παιδιών της Κύπρου από τα θυελλώδη χρόνια της ΕΟΚΑ.
Στον τοίχο πίσω τους δεσπόζει ένα σύνθημα: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες».
Τα λόγια αυτά, που ανήκουν στον μέγιστο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, είναι διαχρονικά.
Περνούν από το 1821 και τα βουνά της Πελοποννήσσου στο 1955 και τα κρησφύγετα του Διγενή στην Κύπρο.
Και από εκεί, με ένα μυστικό άλμα μέσα στο χρόνο, φτάνουν στο σήμερα, στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο και στα δύο Ελληνόπουλα που επιμένουν «να τρώνε πέτρες και να θέλουν την Ελλάδα».
Τον τελευταίο καιρό ζούμε την ζωή μας μέσα στις φυλακές, πληρώνοντας το τίμημα της Αντίστασης σε όσους πολεμούν την Ελλάδα.
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν – και εμείς ακόμα - «τρώγωμεν πέτρες».
Μπορεί να μην πολεμάμε στα βουνά, μπορεί να είμαστε ασήμαντοι μπροστά στους Ήρωες των Απελευθερωτικών Αγώνων, κάνουμε όμως και εμείς τις μικρές μας θυσίες, υπηρετώντας την μεγάλη υπόθεση της Πατρίδας.
Τρώμε πέτρες, γιατί θέλουμε την Ελλάδα.
Αν δεν την θέλαμε θα είχαμε συμβιβαστεί, θα είχαμε προσκυνήσει, θα είχαμε χρηματιστεί, θα είχαμε καταδώσει αθώους ανθρώπους, θα είχαμε βάλει τα κλάματα στη βουλή, θα είχαμε απορροφηθεί από το σύστημα της διαφθοράς και της ξενοκρατίας.
Τρόποι υπήρχαν πολλοί, εμείς όμως προτιμήσαμε να τρώμε πέτρες.
Μαζί με τα παιδιά από το Ριζοκάρπασο, νομίζω ότι και «τα παιδιά της Χρυσής Αυγής» (μικρά και μεγάλα) κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνει ζωντανή η Ελπίς, που σε καιρούς δύσκολους, όπως οι σύγχρονοι, πορεύεται μαζί της η Ελλάς.
Φυλακές Κορυδαλλού
11 Μαρτίου 2015
www.bankingnews.gr
Τα κελιά της φυλακής είχαν ήδη κλείσει και ο χρόνος κυλούσε αργά και βασανιστικά, όπως συμβαίνει πάντα, όταν ζεις μέσα σε ένα καθεστώς άθλιου και ασφυκτικού περιορισμού.
Ειδήσεις στα κανάλια της διαπλοκής παρακολουθώ ελάχιστα.
Μόνο για να αναλύω την καθεστωτική προπαγάνδα και για να ελέγχω αν προβάλλονται οι ανακοινώσεις της Χρυσής Αυγής.
Πολύ σπάνια ένας τίτλος της ειδησεογραφίας προσελκύει το ενδιαφέρον μου.
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου πέτυχα την εξαίρεση αυτού του κανόνα.
Τυχαία συνάντησα ένα όμορφο αφιέρωμα με τίτλο: «Ριζοκάρπασο - Οι τελευταίοι Έλληνες εγκλωβισμένοι».
Τρέφω μεγάλη αγάπη για τον Ελληνισμό της Κύπρου.
Έπαιξε ρόλο σε αυτό η στρατιωτική μου θητεία στην 35 Μοίρα Καταδρομών (που φωλιάζει στο θρυλικό Σταυροβούνι, σε μία ιδεατή τοποθεσία για την κάλυψη Μονάδας Ειδικών Δυνάμεων, κάπου μεταξύ Λάρνακας και Λευκωσίας).
Το Ριζοκάρπασο όμως το γνωρίζω μόνο από την τηλεόραση, τα βιβλία και τους στρατιωτικούς χάρτες.
Βρίσκεται στο βορειότερο σημείο του νησιού, στο άκρο της χερσονήσου, που αποτελεί τον φανταστικό μίσχο του χρυσοπράσινου φύλλου της Κύπρου.
Δεν ήξερα πως ζουν ακόμα Έλληνες στο Ριζοκάρπασο.
«Κόλλησα» μόλις είδα τον τίτλο του αφιερώματος. Δυστυχώς, τον καιρό του μνημονίου, ακόμα και εμείς οι Εθνικιστές ξεχνάμε τον Αλύτρωτο Ελληνισμό. Λησμονούμε τα αδέρφια του αίματος, που ζουν την ζωή τους κάτω από ξένο ζυγό, σε γη κατεχόμενη, αλλά προαιώνια Ελληνική.
Οι πρώτες εικόνες του αφιερώματος, ήταν καταθλιπτικές.
Μία μεσήλικη γυναίκα, τρομοκρατημένη, προσπαθούσε να αποφύγει τις ερωτήσεις της δημοσιογράφου για το καθεστώς που βιώνει και για την θηριώδη τουρκική κατοχή.
Όσα ακολούθησαν όμως ήταν πράγματι εκπληκτικά. Μία απρόσμενη αφύπνιση του πληγωμένου εγωισμού της Ελλάδος.
Η έκπληξη, η συγκίνηση, η υπερηφάνεια ξύπνησαν μέσα μου, αμέσως μόλις ο λόγος δόθηκε στα παιδιά.
Τα παιδιά είναι η άσβεστη φλόγα αυτού του κόσμου.
Η ζωντανή εικόνα της αναγέννησης.
Τα παιδιά είναι η Ελπίς.
Ο μόνος λόγος να μάχεσαι με θάρρος για ένα καλύτερο αύριο.
Τα παιδιά της Κύπρου, που μίλησαν εκείνο το βράδυ από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο, ήταν δύο.
Ο Γιάννης και η Βάσω Προδρόμου (προφανώς αδέρφια), μαθητές Γυμνασίου, έμοιαζαν πολύ με τα Ελληνόπουλα που μεγαλώνουν εδώ, στην κατεχόμενη από άλλες δυνάμεις Ελλάδα.
Έμοιαζαν, όμως είχαν και κάτι τόσο διαφορετικό, κάτι τόσο σπουδαίο, που με ανάγκασε μεμιάς να προσηλωθώ στα λόγια τους και να συνεχίσω μέχρι σήμερα να τα σκέφτομαι.
Αυτό το κάτι διαφορετικό, αυτό το θεϊκό χάρισμα, αυτή η αξία η αθάνατη, που σου δίνει δύναμη τις πιο δύσκολες ώρες να σταθείς όρθιος και να προχωρήσεις εμπρός, είναι η Ελπίδα, που ξυπνά μέσα σου μονομιάς την Ελλάδα.
Ακούγοντας τα πρώτα λόγια των παιδιών ξεχώρισα μία γνήσια «φωνήν Ελληνίδα».
Η γλώσσα έρεε τόσο όμορφα, τόσο αρμονικά, που σε τίποτα δεν θύμιζε την δική μου γενιά - εδώ στην κυρίως Ελλάδα – που τόσο βάναυσα έχει κακοποιήσει την πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου.
Τα δύο παιδιά της Κύπρου μιλούσαν τα ελληνικά πολύ καλύτερα απ’ ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μας, ακόμα και οι πολιτικοί παράγοντες, που διασύρουν διεθνώς την χώρα μας.
Το περιεχόμενο του λόγου τους λιτό, ήπιο και σκληρό σαν διαμάντι, χάραζε την υποταγμένη συνείδηση του σύγχρονου Ελληνισμού:
- Δημοσιογράφος: «Έχεις τούρκους φίλους;»
- Γιάννης Προδρόμου: «Όχι. Αυτοί εισβάλλαν στην Πατρίδα μας. Μας έχουν εγκλωβισμένους. Γιατί να τους κάμω φίλους;»
- Δημοσιογράφος: «Φυλάγεστε;»
- Βάσω Προδρόμου: «Φυλαγόμαστε. Κάνουμε τις γιορτές μας διακριτικά. Χωρίς σημαίες, παρελάσεις, συνθήματα»
- Δημοσιογράφος: «Γιατί δεν φεύγετε;»
- Βάσω: «Είμαστε εμείς που συνεχίζουμε να κρατάμε τον τόπο μας ζωντανό».
- Γιάννης: «Πρέπει να μείνουμε, πρέπει να το στηρίξουμε... είμαστε εδώ με την ελπίδα αυτοί να φύγουσιν (οι τούρκοι)»
Από παλιά, μένει καρφωμένη στην σκέψη μου μία εικόνα από τις ημέρες του θρυλικού Αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών.
Ο Αγώνας αυτός ταυτίστηκε με το πιο άρτια οργανωμένο αντάρτικο του 20ου αιώνα.
Τα είχε όλα: δολιοφθορές, δολοφονίες ηγετών του εχθρού, μάχες με επίλεκτα τμήματα SAS, πολιτικό σκέλος με απίστευτη μαζικότητα και συνεχείς παρεμβάσεις στις μεγάλες πόλεις, απόλυτη στήριξη από τον άμαχο πληθυσμό, κορυφαίο δίκτυο πληροφοριών.
Από την άλλη μεριά είχε να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, ειδικές καταδρομικές μονάδες που κέρδισαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ατελείωτο χρήμα και αστείρευτα υλικά μέσα, την ανθελληνική δράση των τούρκων, τρομοκρατία, μαζικές εκτελέσεις και απαγχονισμούς νεαρών Αγωνιστών.
Η εικόνα που θυμήθηκα ακούγοντας τα παιδιά από το Ριζοκάρπασο δεν είναι μία εικόνα πολέμου.
Είναι μία εικόνα φτώχειας και ανέχειας, που δεν γεννά θλίψη, αλλά Ελπίδα.
Η εικόνα τριών παιδιών της Κύπρου από τα θυελλώδη χρόνια της ΕΟΚΑ.
Στον τοίχο πίσω τους δεσπόζει ένα σύνθημα: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες».
Τα λόγια αυτά, που ανήκουν στον μέγιστο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, είναι διαχρονικά.
Περνούν από το 1821 και τα βουνά της Πελοποννήσσου στο 1955 και τα κρησφύγετα του Διγενή στην Κύπρο.
Και από εκεί, με ένα μυστικό άλμα μέσα στο χρόνο, φτάνουν στο σήμερα, στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο και στα δύο Ελληνόπουλα που επιμένουν «να τρώνε πέτρες και να θέλουν την Ελλάδα».
Τον τελευταίο καιρό ζούμε την ζωή μας μέσα στις φυλακές, πληρώνοντας το τίμημα της Αντίστασης σε όσους πολεμούν την Ελλάδα.
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν – και εμείς ακόμα - «τρώγωμεν πέτρες».
Μπορεί να μην πολεμάμε στα βουνά, μπορεί να είμαστε ασήμαντοι μπροστά στους Ήρωες των Απελευθερωτικών Αγώνων, κάνουμε όμως και εμείς τις μικρές μας θυσίες, υπηρετώντας την μεγάλη υπόθεση της Πατρίδας.
Τρώμε πέτρες, γιατί θέλουμε την Ελλάδα.
Αν δεν την θέλαμε θα είχαμε συμβιβαστεί, θα είχαμε προσκυνήσει, θα είχαμε χρηματιστεί, θα είχαμε καταδώσει αθώους ανθρώπους, θα είχαμε βάλει τα κλάματα στη βουλή, θα είχαμε απορροφηθεί από το σύστημα της διαφθοράς και της ξενοκρατίας.
Τρόποι υπήρχαν πολλοί, εμείς όμως προτιμήσαμε να τρώμε πέτρες.
Μαζί με τα παιδιά από το Ριζοκάρπασο, νομίζω ότι και «τα παιδιά της Χρυσής Αυγής» (μικρά και μεγάλα) κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνει ζωντανή η Ελπίς, που σε καιρούς δύσκολους, όπως οι σύγχρονοι, πορεύεται μαζί της η Ελλάς.
Φυλακές Κορυδαλλού
11 Μαρτίου 2015
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών