Παραμένει άγνωστο ποια θα ήταν η πορεία της χώρας αν το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας, που ξεκίνησε το 1985, δεν είχε εγκαταλειφθεί άδοξα το 1987
Συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου στις 23 Ιουνίου του 1996.
Το κόμμα που εκείνος ίδρυσε, κινούμενο σήμερα σε μονοψήφια ποσοστά, δεν θυμίζει σε τίποτα τη μεγάλη παράταξη που διεκδικούσε την αυτοδυναμία σχεδόν σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 1981. Για τους ψηφοφόρους του, μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ερίζουν τα σημερινά κόμματα, αφού έχουν “μετακομίσει” μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Για όσους έχουν στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών και μπορούν να διαβάσουν τα δημοσιονομικά μεγέθη της μεταπολίτευσης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας. Εισήγαγε την πολιτική των ελλειμμάτων δημιουργώντας το τερατώδες, μη βιώσιμο δημόσιο χρέος τη δεκαετία του 1980. Η ύφεση στην οποία οδηγήθηκε η ελληνική οικονομία το 2008 (λόγω της μεταολυμπιακής πολιτικής αδράνειας) σε συνδυασμό με τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος μετά τις εκλογές του 2007, καθιστούν δευτερευόντως υπεύθυνο για τη χρεοκοπία του 2010 τον Κώστα Καραμανλή.
Αν και κατά γενική ομολογία χαρισματικός ρήτορας, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν χρησιμοποίησε το χάρισμα του για να εφαρμόσει σωστές πολιτικές. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή του στην αποκατάσταση των πληγών του Εμφυλίου Πολέμου (με μέτρα όπως η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η καταστροφή των φακέλων που αφορούσαν τα πολιτικά φρονήματα) και τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου (με τη θέσπιση του πολιτικού γάμου και την κατάργηση της προίκας), οι πολιτικές του στην οικονομία “βαραίνουν” μέχρι σήμερα…
Δανεισμός χωρίς όρια, ακατάσχετες παροχές χωρίς στόχους και προϋποθέσεις, και επιβολή της κοινωνικής πολιτικής στον εργοδότη οδήγησαν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σε δύο μεγάλες υποτιμήσεις τη δραχμή (το 1983 και το 1985) και στο κλείσιμο σημαντικών παραγωγικών μονάδων του ιδιωτικού τομέα. Οι «μη προνομιούχοι» απέκτησαν βραχυχρόνια προνόμια που δεν στηρίζονταν στην παραγωγικότητα αλλά στην υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας και των επόμενων γενιών. Οι πακτωλοί πόρων από τα κοινοτικά ταμεία κατασπαταλήθηκαν για καταναλωτικούς και όχι επενδυτικούς σκοπούς, όπως προορίζονταν.
Παραμένει άγνωστο ποια θα ήταν η πορεία της χώρας αν το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας, που ξεκίνησε το 1985, δεν είχε εγκαταλειφθεί άδοξα το 1987 (οδηγώντας σε παραίτηση τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Κώστα Σημίτη) για να ακολουθήσει το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μη χαθούν οι εκλογές του 1989. Ποιο θα ήταν το μέγεθος του δημοσίου χρέους, αν ένας απαράδεκτος εκλογικός νόμος, που δεν επέτρεπε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, δεν οδηγούσε σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη σχετική αύξησή του, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τι θα είχε συμβεί αν οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησε να περάσει η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ελέω του απαράδεκτου εκλογικού νόμου), για τη μείωση της παρουσίας και των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία είχαν περάσει τότε και δεν έβρισκαν μπροστά τους τις λυσσαλέες αντιδράσεις των συνδικάτων και τη μηδενιστική αντιπολίτευση του Ανδρέα Παπανδρέου, που χαρακτήριζε «ξεπούλημα» κάθε προσπάθεια αποκρατικοποίησης. (Παρομοίως, άγνωστο παραμένει τι θα γινόταν αν ο αιφνίδιος θάνατός του, λίγες ώρες πριν το κρίσιμο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, δεν ακύρωνε την ανάγνωση της επιστολής του στους συνέδρους, που εξέλεξαν τελικά πρόεδρο τον Κώστα Σημίτη και όχι τον αντίπαλό του, ευρισκόμενο σήμερα στη φυλακή, Άκη Τσοχατζόπουλο…)
Παρότι τα σοβαρά προβλήματα υγείας και η προσωπική του ζωή έγιναν εμπόδιο στην άσκηση των καθηκόντων του και την έγκαιρη αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική, στην τελευταία πρωθυπουργική του θητεία (1993-1996) πρέπει να του αναγνωρισθεί η αλλαγή πλεύσης προς ρεαλιστικότερα, φιλελεύθερα μέτρα και η οριοθέτηση του στόχου της ΟΝΕ. Μνημειώδης και προφητική παραμένει η φράση του: «Αν η χώρα δεν αφανίσει το δημόσιο χρέος, το δημόσιο χρέος θα αφανίσει τη χώρα…»
Οι πολικοί επίγονοί του, εκείνοι που προσπαθούν σήμερα να καρπωθούν την πολιτική παρακαταθήκη του, ενστερνίζονται το σύνολο των πολιτικών του; Το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα»; Αγνοούν ότι το πλαίσιο πολιτικής είναι πλέον ασφυκτικό για μια χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, σε διεθνή επιτήρηση, που τη δανείζουν επίσημοι πιστωτές, υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις, γιατί ουσιαστικά χρεοκόπησε παίρνοντας στο λαιμό της όσους επενδυτές την εμπιστεύτηκαν στο παρελθόν;
Στέλιος Κοντέας
www.bankingnews.gr
Το κόμμα που εκείνος ίδρυσε, κινούμενο σήμερα σε μονοψήφια ποσοστά, δεν θυμίζει σε τίποτα τη μεγάλη παράταξη που διεκδικούσε την αυτοδυναμία σχεδόν σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 1981. Για τους ψηφοφόρους του, μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ερίζουν τα σημερινά κόμματα, αφού έχουν “μετακομίσει” μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Για όσους έχουν στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών και μπορούν να διαβάσουν τα δημοσιονομικά μεγέθη της μεταπολίτευσης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας. Εισήγαγε την πολιτική των ελλειμμάτων δημιουργώντας το τερατώδες, μη βιώσιμο δημόσιο χρέος τη δεκαετία του 1980. Η ύφεση στην οποία οδηγήθηκε η ελληνική οικονομία το 2008 (λόγω της μεταολυμπιακής πολιτικής αδράνειας) σε συνδυασμό με τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος μετά τις εκλογές του 2007, καθιστούν δευτερευόντως υπεύθυνο για τη χρεοκοπία του 2010 τον Κώστα Καραμανλή.
Αν και κατά γενική ομολογία χαρισματικός ρήτορας, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν χρησιμοποίησε το χάρισμα του για να εφαρμόσει σωστές πολιτικές. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή του στην αποκατάσταση των πληγών του Εμφυλίου Πολέμου (με μέτρα όπως η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η καταστροφή των φακέλων που αφορούσαν τα πολιτικά φρονήματα) και τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου (με τη θέσπιση του πολιτικού γάμου και την κατάργηση της προίκας), οι πολιτικές του στην οικονομία “βαραίνουν” μέχρι σήμερα…
Δανεισμός χωρίς όρια, ακατάσχετες παροχές χωρίς στόχους και προϋποθέσεις, και επιβολή της κοινωνικής πολιτικής στον εργοδότη οδήγησαν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σε δύο μεγάλες υποτιμήσεις τη δραχμή (το 1983 και το 1985) και στο κλείσιμο σημαντικών παραγωγικών μονάδων του ιδιωτικού τομέα. Οι «μη προνομιούχοι» απέκτησαν βραχυχρόνια προνόμια που δεν στηρίζονταν στην παραγωγικότητα αλλά στην υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας και των επόμενων γενιών. Οι πακτωλοί πόρων από τα κοινοτικά ταμεία κατασπαταλήθηκαν για καταναλωτικούς και όχι επενδυτικούς σκοπούς, όπως προορίζονταν.
Παραμένει άγνωστο ποια θα ήταν η πορεία της χώρας αν το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας, που ξεκίνησε το 1985, δεν είχε εγκαταλειφθεί άδοξα το 1987 (οδηγώντας σε παραίτηση τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Κώστα Σημίτη) για να ακολουθήσει το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μη χαθούν οι εκλογές του 1989. Ποιο θα ήταν το μέγεθος του δημοσίου χρέους, αν ένας απαράδεκτος εκλογικός νόμος, που δεν επέτρεπε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, δεν οδηγούσε σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη σχετική αύξησή του, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τι θα είχε συμβεί αν οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησε να περάσει η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ελέω του απαράδεκτου εκλογικού νόμου), για τη μείωση της παρουσίας και των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία είχαν περάσει τότε και δεν έβρισκαν μπροστά τους τις λυσσαλέες αντιδράσεις των συνδικάτων και τη μηδενιστική αντιπολίτευση του Ανδρέα Παπανδρέου, που χαρακτήριζε «ξεπούλημα» κάθε προσπάθεια αποκρατικοποίησης. (Παρομοίως, άγνωστο παραμένει τι θα γινόταν αν ο αιφνίδιος θάνατός του, λίγες ώρες πριν το κρίσιμο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, δεν ακύρωνε την ανάγνωση της επιστολής του στους συνέδρους, που εξέλεξαν τελικά πρόεδρο τον Κώστα Σημίτη και όχι τον αντίπαλό του, ευρισκόμενο σήμερα στη φυλακή, Άκη Τσοχατζόπουλο…)
Παρότι τα σοβαρά προβλήματα υγείας και η προσωπική του ζωή έγιναν εμπόδιο στην άσκηση των καθηκόντων του και την έγκαιρη αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική, στην τελευταία πρωθυπουργική του θητεία (1993-1996) πρέπει να του αναγνωρισθεί η αλλαγή πλεύσης προς ρεαλιστικότερα, φιλελεύθερα μέτρα και η οριοθέτηση του στόχου της ΟΝΕ. Μνημειώδης και προφητική παραμένει η φράση του: «Αν η χώρα δεν αφανίσει το δημόσιο χρέος, το δημόσιο χρέος θα αφανίσει τη χώρα…»
Οι πολικοί επίγονοί του, εκείνοι που προσπαθούν σήμερα να καρπωθούν την πολιτική παρακαταθήκη του, ενστερνίζονται το σύνολο των πολιτικών του; Το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα»; Αγνοούν ότι το πλαίσιο πολιτικής είναι πλέον ασφυκτικό για μια χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, σε διεθνή επιτήρηση, που τη δανείζουν επίσημοι πιστωτές, υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις, γιατί ουσιαστικά χρεοκόπησε παίρνοντας στο λαιμό της όσους επενδυτές την εμπιστεύτηκαν στο παρελθόν;
Στέλιος Κοντέας
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών