Άρθρο της Μιράντας Ξαφά - ερευνήτρια του Center for International Governance Innovation και μέλος της Δ.Ε. της Δράσης - στην Καθημερινή
"Η έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ (Independent Evaluation Office, ΙΕΟ) για τα προγράμματα σταθεροποίησης στην Ευρωζώνη, προσφέρει άφθονο υλικό για συζήτηση.
Η έκθεση αφορά το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας (2010-12) και τα προγράμματα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Οι δύο αυτές χώρες, που προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, ολοκλήρωσαν τα προγράμματά τους με επιτυχία και επέστρεψαν στις κεφαλαιαγορές.
Οσον αφορά την Ελλάδα, το ΙΕΟ επικεντρώνει την κριτική του σε τέσσερα σημεία:
1. Ασκεί κριτική, διότι το ΔΝΤ δέχθηκε να συμμετάσχει στο πρώτο πρόγραμμα τον Μάιο του 2010 παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να πιστοποιήσει ότι το χρέος είναι βιώσιμο.
Αναγνωρίζει, πάντως, ότι ο φόβος διάχυσης της κρίσης υπαγόρευσε αυτή την επιλογή.
2. Αναμασάει τη γνωστή κριτική περί αστοχίας στις προβλέψεις του Ταμείου για τον ρυθμό ανάπτυξης και την ανεργία, υποεκτιμώντας την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο ΑΕΠ (τον «πολλαπλασιαστή»).
3. Επισημαίνει ότι το ΔΝΤ χρειάστηκε μήνες για να συνειδητοποιήσει ότι η διοικητική μηχανή της Ελλάδας είναι πολύ αδύναμη και ότι οι συντεχνίες δημιουργούσαν εμπόδια στην εφαρμογή του προγράμματος.
4. Σημειώνει ότι το Ταμείο βρέθηκε σε διαμάχη με τους Ευρωπαίους εταίρους, καθώς ο μηχανισμός της τρόικας αποδείχθηκε προβληματικός στη διαχείριση κρίσεων. Οι τεχνοκράτες του Ταμείου πιέστηκαν να αποδεχθούν θέσεις που ήταν πολιτικά αποδεκτές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ήταν οι βασικοί χρηματοδότες του προγράμματος, ακόμη και αν δεν αποτελούσαν ιδανικές λύσεις.
Το βασικό λάθος του Ταμείου ήταν ότι θεώρησε την Ελλάδα ανεπτυγμένη χώρα, με δημόσια διοίκηση ικανή να παράγει ακριβή στοιχεία και να φέρει εις πέρας στοιχειώδεις λειτουργίες του κράτους, όπως η συλλογή φόρων.
Σύντομα, βέβαια, οι τεχνοκράτες του Ταμείου κατάλαβαν ότι η στατιστική υπηρεσία και ο εισπρακτικός μηχανισμός του Δημοσίου λειτουργούσαν με μικροπολιτικά κριτήρια και προσπάθησαν να τα καταστήσουν ανεξάρτητες υπηρεσίες, με μεγάλες αντιδράσεις.
Αντελήφθησαν ότι συντεχνίες και συνδικάτα αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις με κινητοποιήσεις και πολιτικές πιέσεις, και συχνά καταφέρνουν να τις ακυρώσουν.
Υστερα από έξι χρόνια μνημονίων, ακόμα συζητούμε το άνοιγμα των επαγγελμάτων και τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Στο θέμα του χρέους, η έκθεση κτυπάει ανοικτές πόρτες εφόσον το ΔΝΤ έχει ήδη καταργήσει τη «συστημική εξαίρεση» που χαμήλωσε τον πήχυ όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.
Μελλοντικά το ΔΝΤ θα επιμένει σε παράταση της προθεσμίας λήξης του χρέους ώσπου να κριθεί η βιωσιμότητά του, ώστε τα δάνεια του Ταμείου να μη χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή μη βιώσιμου χρέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2010 υπήρχε φόβος διάλυσης της Ευρωζώνης, η επιλογή του Ταμείου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα είναι κατανοητή. Οπως επισημαίνει η κ. Λαγκάρντ: «Η κρίση στην Ευρωζώνη ήταν χωρίς προηγούμενο
[...] Δεδομένου του πρωτοφανούς συστημικού κινδύνου, τα προγράμματα που υποστηρίχθηκαν από το Ταμείο πέτυχαν να “αγοράσουν χρόνο" μέχρι να δημιουργηθεί τοίχος προστασίας, αποτρέποντας τη διάχυση της κρίσης και επαναφέροντας την ανάπτυξη και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές σε τρεις από τις τέσσερις χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο).
Η Ελλάδα όμως ήταν μοναδική περίπτωση: Ενώ οι στόχοι αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξοι, το πρόγραμμα υποσκάφθηκε από πολιτική αστάθεια, αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα, και μεγάλα προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Ολα αυτά οδήγησαν σε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση.
Πάντως η Ελλάδα πέτυχε τεράστια προσαρμογή, με πρωτοφανή βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα, καταφέρνοντας έτσι να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης – βασικός στόχος για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη».
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Game over», ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαιώνει ότι το ΔΝΤ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια να πεισθούν οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν συλλογική δράση, με τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης EFSF/ESM, τη δυνατότητα της ΕΚΤ να αγοράζει στοχευμένα ομόλογα ευάλωτων χωρών (πρόγραμμα ΟΜΤ) και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η πολιτική επιρροή των Ευρωπαίων στο πρόγραμμα ήταν πράγματι προβληματική, και το μάθημα για την Ελλάδα είναι ότι αυτή η επιρροή δεν τη συμφέρει. Τελικά, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, δηλ. η δυνατότητα της Ελλάδας να σταθεί στα πόδια της με ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και ανταγωνιστική οικονομία. Οι προσπάθειες όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων να πετύχουν «καλύτερο» αποτέλεσμα με μακροσκελείς διαπραγματεύσεις και πολιτικές παρεμβάσεις απλώς καθυστερεί την έξοδο από την κρίση.
Το Ταμείο ζητάει τρία πράγματα: ρεαλιστικούς στόχους, αξιόπιστα μέτρα, βιώσιμο χρέος.
Είναι σύμμαχος της Ελλάδας εφόσον ζητάει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και βιώσιμο χρέος, εκεί όπου τα χαλάει με την κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους είναι τα αξιόπιστα μέτρα.
Ο αυτόματος «κόφτης» θεσμοθετήθηκε επειδή το ΔΝΤ πίστευε ότι τα μέτρα που είχαν συμφωνηθεί δεν θα πετύχουν τους στόχους, καθυστερώντας την επιστροφή στις αγορές.
Αν το ΔΝΤ έκανε ένα λάθος, αυτό ήταν ότι υποχώρησε μπροστά στην επιμονή των ελληνικών κυβερνήσεων να μειώνουν το έλλειμμα με οριζόντιες περικοπές και νέους φόρους αντί να συρρικνώσουν το κράτος και να διευρύνουν τη φορολογική βάση περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή και τις φοροαπαλλαγές.
Το ΔΝΤ έθεσε τους στόχους για το έλλειμμα και επέτρεψε στην κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα προκειμένου να διατηρήσει την κυριότητα του προγράμματος.
Οταν έγινε προφανές ότι η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας είχε εξαντληθεί, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις περικοπές δαπανών στο δεύτερο μνημόνιο που συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2012.
Στο τρίτο μνημόνιο, στο οποίο το ΔΝΤ δεν συμμετέχει με χρηματοδότηση, η δημοσιονομική προσαρμογή επιτυγχάνεται κυρίως με αυξήσεις φορολογικών συντελεστών σε μια διαρκώς συρρικνούμενη φορολογική βάση, πρακτική την οποία αποδέχθηκαν οι Ευρωπαίοι παρότι το ΔΝΤ διαφωνεί. Αντί να περιορίσει το υπερτροφικό Δημόσιο, η κυβέρνηση αναζητεί έσοδα για να το συντηρήσει.
Η έκθεση αποδεικνύει ότι το ΔΝΤ επιδιώκει να μαθαίνει από την εμπειρία του, αντίθετα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που δεν θέλει να διερευνηθούν οι κυβερνητικές ενέργειες που κατέληξαν στα capital controls και στην υπογραφή ενός τρίτου –αχρείαστου– μνημονίου, όπως ζητάει η αντιπολίτευση, διότι προφανώς θεωρεί ότι τα έκανε όλα σωστά παρά το φέσι ύψους 86 - 100 δισ. που επέβαλε στους Ελληνες πολίτες.
Το ερώτημα τώρα είναι αν η κυβέρνηση που «θρηνεί αλλά ψηφίζει» θα εφαρμόσει το πρόγραμμα πλήρως και εγκαίρως, ώστε να εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης και να επιστρέψουν οι επενδυτές.
Σε εκκρεμότητα παραμένει και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα με χρηματοδότηση.
Το ΔΝΤ θα συμμετάσχει μόνο αν κρίνει ότι η ελάφρυνση χρέους που θα προσφέρουν οι Ευρωπαίοι εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα, και ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει την κυριότητα του προγράμματος.
Μια χώρα δεν μπορεί να σωθεί με το ζόρι".
www.bankingnews.gr
Η έκθεση αφορά το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας (2010-12) και τα προγράμματα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Οι δύο αυτές χώρες, που προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, ολοκλήρωσαν τα προγράμματά τους με επιτυχία και επέστρεψαν στις κεφαλαιαγορές.
Οσον αφορά την Ελλάδα, το ΙΕΟ επικεντρώνει την κριτική του σε τέσσερα σημεία:
1. Ασκεί κριτική, διότι το ΔΝΤ δέχθηκε να συμμετάσχει στο πρώτο πρόγραμμα τον Μάιο του 2010 παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να πιστοποιήσει ότι το χρέος είναι βιώσιμο.
Αναγνωρίζει, πάντως, ότι ο φόβος διάχυσης της κρίσης υπαγόρευσε αυτή την επιλογή.
2. Αναμασάει τη γνωστή κριτική περί αστοχίας στις προβλέψεις του Ταμείου για τον ρυθμό ανάπτυξης και την ανεργία, υποεκτιμώντας την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο ΑΕΠ (τον «πολλαπλασιαστή»).
3. Επισημαίνει ότι το ΔΝΤ χρειάστηκε μήνες για να συνειδητοποιήσει ότι η διοικητική μηχανή της Ελλάδας είναι πολύ αδύναμη και ότι οι συντεχνίες δημιουργούσαν εμπόδια στην εφαρμογή του προγράμματος.
4. Σημειώνει ότι το Ταμείο βρέθηκε σε διαμάχη με τους Ευρωπαίους εταίρους, καθώς ο μηχανισμός της τρόικας αποδείχθηκε προβληματικός στη διαχείριση κρίσεων. Οι τεχνοκράτες του Ταμείου πιέστηκαν να αποδεχθούν θέσεις που ήταν πολιτικά αποδεκτές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ήταν οι βασικοί χρηματοδότες του προγράμματος, ακόμη και αν δεν αποτελούσαν ιδανικές λύσεις.
Το βασικό λάθος του Ταμείου ήταν ότι θεώρησε την Ελλάδα ανεπτυγμένη χώρα, με δημόσια διοίκηση ικανή να παράγει ακριβή στοιχεία και να φέρει εις πέρας στοιχειώδεις λειτουργίες του κράτους, όπως η συλλογή φόρων.
Σύντομα, βέβαια, οι τεχνοκράτες του Ταμείου κατάλαβαν ότι η στατιστική υπηρεσία και ο εισπρακτικός μηχανισμός του Δημοσίου λειτουργούσαν με μικροπολιτικά κριτήρια και προσπάθησαν να τα καταστήσουν ανεξάρτητες υπηρεσίες, με μεγάλες αντιδράσεις.
Αντελήφθησαν ότι συντεχνίες και συνδικάτα αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις με κινητοποιήσεις και πολιτικές πιέσεις, και συχνά καταφέρνουν να τις ακυρώσουν.
Υστερα από έξι χρόνια μνημονίων, ακόμα συζητούμε το άνοιγμα των επαγγελμάτων και τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Στο θέμα του χρέους, η έκθεση κτυπάει ανοικτές πόρτες εφόσον το ΔΝΤ έχει ήδη καταργήσει τη «συστημική εξαίρεση» που χαμήλωσε τον πήχυ όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.
Μελλοντικά το ΔΝΤ θα επιμένει σε παράταση της προθεσμίας λήξης του χρέους ώσπου να κριθεί η βιωσιμότητά του, ώστε τα δάνεια του Ταμείου να μη χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή μη βιώσιμου χρέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2010 υπήρχε φόβος διάλυσης της Ευρωζώνης, η επιλογή του Ταμείου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα είναι κατανοητή. Οπως επισημαίνει η κ. Λαγκάρντ: «Η κρίση στην Ευρωζώνη ήταν χωρίς προηγούμενο
[...] Δεδομένου του πρωτοφανούς συστημικού κινδύνου, τα προγράμματα που υποστηρίχθηκαν από το Ταμείο πέτυχαν να “αγοράσουν χρόνο" μέχρι να δημιουργηθεί τοίχος προστασίας, αποτρέποντας τη διάχυση της κρίσης και επαναφέροντας την ανάπτυξη και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές σε τρεις από τις τέσσερις χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο).
Η Ελλάδα όμως ήταν μοναδική περίπτωση: Ενώ οι στόχοι αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξοι, το πρόγραμμα υποσκάφθηκε από πολιτική αστάθεια, αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα, και μεγάλα προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Ολα αυτά οδήγησαν σε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση.
Πάντως η Ελλάδα πέτυχε τεράστια προσαρμογή, με πρωτοφανή βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα, καταφέρνοντας έτσι να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης – βασικός στόχος για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη».
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Game over», ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαιώνει ότι το ΔΝΤ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια να πεισθούν οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν συλλογική δράση, με τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης EFSF/ESM, τη δυνατότητα της ΕΚΤ να αγοράζει στοχευμένα ομόλογα ευάλωτων χωρών (πρόγραμμα ΟΜΤ) και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η πολιτική επιρροή των Ευρωπαίων στο πρόγραμμα ήταν πράγματι προβληματική, και το μάθημα για την Ελλάδα είναι ότι αυτή η επιρροή δεν τη συμφέρει. Τελικά, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, δηλ. η δυνατότητα της Ελλάδας να σταθεί στα πόδια της με ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και ανταγωνιστική οικονομία. Οι προσπάθειες όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων να πετύχουν «καλύτερο» αποτέλεσμα με μακροσκελείς διαπραγματεύσεις και πολιτικές παρεμβάσεις απλώς καθυστερεί την έξοδο από την κρίση.
Το Ταμείο ζητάει τρία πράγματα: ρεαλιστικούς στόχους, αξιόπιστα μέτρα, βιώσιμο χρέος.
Είναι σύμμαχος της Ελλάδας εφόσον ζητάει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και βιώσιμο χρέος, εκεί όπου τα χαλάει με την κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους είναι τα αξιόπιστα μέτρα.
Ο αυτόματος «κόφτης» θεσμοθετήθηκε επειδή το ΔΝΤ πίστευε ότι τα μέτρα που είχαν συμφωνηθεί δεν θα πετύχουν τους στόχους, καθυστερώντας την επιστροφή στις αγορές.
Αν το ΔΝΤ έκανε ένα λάθος, αυτό ήταν ότι υποχώρησε μπροστά στην επιμονή των ελληνικών κυβερνήσεων να μειώνουν το έλλειμμα με οριζόντιες περικοπές και νέους φόρους αντί να συρρικνώσουν το κράτος και να διευρύνουν τη φορολογική βάση περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή και τις φοροαπαλλαγές.
Το ΔΝΤ έθεσε τους στόχους για το έλλειμμα και επέτρεψε στην κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα προκειμένου να διατηρήσει την κυριότητα του προγράμματος.
Οταν έγινε προφανές ότι η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας είχε εξαντληθεί, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις περικοπές δαπανών στο δεύτερο μνημόνιο που συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2012.
Στο τρίτο μνημόνιο, στο οποίο το ΔΝΤ δεν συμμετέχει με χρηματοδότηση, η δημοσιονομική προσαρμογή επιτυγχάνεται κυρίως με αυξήσεις φορολογικών συντελεστών σε μια διαρκώς συρρικνούμενη φορολογική βάση, πρακτική την οποία αποδέχθηκαν οι Ευρωπαίοι παρότι το ΔΝΤ διαφωνεί. Αντί να περιορίσει το υπερτροφικό Δημόσιο, η κυβέρνηση αναζητεί έσοδα για να το συντηρήσει.
Η έκθεση αποδεικνύει ότι το ΔΝΤ επιδιώκει να μαθαίνει από την εμπειρία του, αντίθετα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που δεν θέλει να διερευνηθούν οι κυβερνητικές ενέργειες που κατέληξαν στα capital controls και στην υπογραφή ενός τρίτου –αχρείαστου– μνημονίου, όπως ζητάει η αντιπολίτευση, διότι προφανώς θεωρεί ότι τα έκανε όλα σωστά παρά το φέσι ύψους 86 - 100 δισ. που επέβαλε στους Ελληνες πολίτες.
Το ερώτημα τώρα είναι αν η κυβέρνηση που «θρηνεί αλλά ψηφίζει» θα εφαρμόσει το πρόγραμμα πλήρως και εγκαίρως, ώστε να εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης και να επιστρέψουν οι επενδυτές.
Σε εκκρεμότητα παραμένει και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα με χρηματοδότηση.
Το ΔΝΤ θα συμμετάσχει μόνο αν κρίνει ότι η ελάφρυνση χρέους που θα προσφέρουν οι Ευρωπαίοι εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα, και ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει την κυριότητα του προγράμματος.
Μια χώρα δεν μπορεί να σωθεί με το ζόρι".
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών