Όλα τα μηνύματα δείχνουν συμφωνία, άγνωστο όμως ακόμα το κλείσιμο της
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος περιέγραψε με απόλυτη ειλικρίνεια το πώς έχει η κατάσταση στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων.
Υπογράμμισε πως δεν ξέρει πώς θα καταλήξει η τελική συμφωνία για όλα τα κομμάτια της διαπραγμάτευσης, από τα μέτρα –αντίμετρα μέχρι τα μεσοπρόθεσμα για το χρέος.
Ωστόσο, η δήλωση του ότι «τίποτα δεν είναι συμφωνημένο, μέχρι όλα να είναι συμφωνημένα», έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τοποθέτηση που μπορεί να τύχει πολλών ερμηνειών και που είναι ικανή να ενεργοποιήσει όλα τα σενάρια, από το πλέον απαισιόδοξο μέχρι το πιο θετικό.
Αν και ο χρόνος τελειώνει και πιέζει ασφυκτικά την ελληνική οικονομία, αν και όλη η διαπραγμάτευση μοιάζει να είναι στην κυριολεξία στον αέρα και να παραπέμπει σε ένα χαοτικό σκηνικό, οι κινήσεις και τα μηνύματα που εκπέμπονται δείχνουν συμφωνία.
Μια συμφωνία που θα απαιτεί υποχωρήσεις από όλους.
Πράγματι, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να λάβει επώδυνα μέτρα, όπως μεταξύ άλλων τη μείωση του αφορολόγητου και την περικοπή των συντάξεων.
Κίνηση, η οποία εκτιμάται πως θα οδηγήσει στο κλείσιμο της αξιολόγησης.
Αλλά και που απαιτεί κάποιου είδους ανταλλάγματα.
Οι δανειστές και συγκεκριμένα το Βερολίνο και η Angela Merkel, στέλνουν το μήνυμα πως σύντομα θα καθοριστούν και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία όμως θα ισχύσουν μετά το 2018.
Κίνηση που με τη σειρά της θα ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η ΕΚΤ προκειμένου να εντάξει την Ελλάδα στο QE και που είναι πολύ πιθανό να φέρει και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, προφανώς, με χρηματοδότηση.
Μόνο που όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν το συντομότερο δυνατό για να μην χαθούν οι καταληκτικές προθεσμίες.
Και κυρίως για να φύγει από τη μέση το ελληνικό πρόβλημα, την ώρα της κορύφωσης της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία.
Είναι προφανές ότι όλοι οι «παίκτες» στην ελληνική υπόθεση γνωρίζουν ότι δεν μπορούν την παρούσα στιγμή να κάνουν βήματα προς τα πίσω.
Δεν συμφέρει κανέναν.
Άλλωστε δεν υπάρχει περιθώριο – ούτε πολιτικό ούτε οικονομικό - για υπαναχωρήσεις.
Και υπό αυτό το πρίσμα το επικοινωνιακό αμπαλάζ με τα αντίμετρα φαντάζει περιττό.
Οι φοροελαφρύνσεις, αν τελικά υπάρξουν και εφαρμοστούν, δεν θα είναι παρά μια αλλαγή του μίγματος της ακολουθούμενης πολιτικής.
Αλλαγή που δεν σηματοδοτεί το τέλος της λιτότητας ή την άρση των φορολογικών βαρών.
Υπό αυτήν την έννοια ούτε οι βουλευτές της κυβέρνησης πρέπει να αναζητήσουν στήριξη για την ψήφο τους στο «πακετάρισμα» των μέτρων ούτε οι βουλευτές της αντιπολίτευσης χρειάζεται να «σκίσουν» τα ρούχα τους για το «αίμα» και τις θυσίες του ελληνικού λαού που θα απαιτήσει το νέο «πακέτο».
Άλλωστε όλοι αναγνωρίζουν πως το μείζον ζήτημα είναι η ρύθμιση του χρέους.
Αυτή θα αποτελέσει το πιο ισχυρό επικοινωνιακό «όπλο» της κυβέρνησης αλλά και το πιο ουσιαστικό «εργαλείο» για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας.
Μόνο που μέχρι να υλοποιηθεί αυτή η λύση – μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018 – θα πρέπει να κάνουμε τα μαθήματα μας και να μάθουμε να ζούμε με τα επώδυνα μέτρα που σύντομα θα ψηφιστούν.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Υπογράμμισε πως δεν ξέρει πώς θα καταλήξει η τελική συμφωνία για όλα τα κομμάτια της διαπραγμάτευσης, από τα μέτρα –αντίμετρα μέχρι τα μεσοπρόθεσμα για το χρέος.
Ωστόσο, η δήλωση του ότι «τίποτα δεν είναι συμφωνημένο, μέχρι όλα να είναι συμφωνημένα», έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τοποθέτηση που μπορεί να τύχει πολλών ερμηνειών και που είναι ικανή να ενεργοποιήσει όλα τα σενάρια, από το πλέον απαισιόδοξο μέχρι το πιο θετικό.
Αν και ο χρόνος τελειώνει και πιέζει ασφυκτικά την ελληνική οικονομία, αν και όλη η διαπραγμάτευση μοιάζει να είναι στην κυριολεξία στον αέρα και να παραπέμπει σε ένα χαοτικό σκηνικό, οι κινήσεις και τα μηνύματα που εκπέμπονται δείχνουν συμφωνία.
Μια συμφωνία που θα απαιτεί υποχωρήσεις από όλους.
Πράγματι, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να λάβει επώδυνα μέτρα, όπως μεταξύ άλλων τη μείωση του αφορολόγητου και την περικοπή των συντάξεων.
Κίνηση, η οποία εκτιμάται πως θα οδηγήσει στο κλείσιμο της αξιολόγησης.
Αλλά και που απαιτεί κάποιου είδους ανταλλάγματα.
Οι δανειστές και συγκεκριμένα το Βερολίνο και η Angela Merkel, στέλνουν το μήνυμα πως σύντομα θα καθοριστούν και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία όμως θα ισχύσουν μετά το 2018.
Κίνηση που με τη σειρά της θα ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η ΕΚΤ προκειμένου να εντάξει την Ελλάδα στο QE και που είναι πολύ πιθανό να φέρει και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, προφανώς, με χρηματοδότηση.
Μόνο που όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν το συντομότερο δυνατό για να μην χαθούν οι καταληκτικές προθεσμίες.
Και κυρίως για να φύγει από τη μέση το ελληνικό πρόβλημα, την ώρα της κορύφωσης της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία.
Είναι προφανές ότι όλοι οι «παίκτες» στην ελληνική υπόθεση γνωρίζουν ότι δεν μπορούν την παρούσα στιγμή να κάνουν βήματα προς τα πίσω.
Δεν συμφέρει κανέναν.
Άλλωστε δεν υπάρχει περιθώριο – ούτε πολιτικό ούτε οικονομικό - για υπαναχωρήσεις.
Και υπό αυτό το πρίσμα το επικοινωνιακό αμπαλάζ με τα αντίμετρα φαντάζει περιττό.
Οι φοροελαφρύνσεις, αν τελικά υπάρξουν και εφαρμοστούν, δεν θα είναι παρά μια αλλαγή του μίγματος της ακολουθούμενης πολιτικής.
Αλλαγή που δεν σηματοδοτεί το τέλος της λιτότητας ή την άρση των φορολογικών βαρών.
Υπό αυτήν την έννοια ούτε οι βουλευτές της κυβέρνησης πρέπει να αναζητήσουν στήριξη για την ψήφο τους στο «πακετάρισμα» των μέτρων ούτε οι βουλευτές της αντιπολίτευσης χρειάζεται να «σκίσουν» τα ρούχα τους για το «αίμα» και τις θυσίες του ελληνικού λαού που θα απαιτήσει το νέο «πακέτο».
Άλλωστε όλοι αναγνωρίζουν πως το μείζον ζήτημα είναι η ρύθμιση του χρέους.
Αυτή θα αποτελέσει το πιο ισχυρό επικοινωνιακό «όπλο» της κυβέρνησης αλλά και το πιο ουσιαστικό «εργαλείο» για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας.
Μόνο που μέχρι να υλοποιηθεί αυτή η λύση – μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018 – θα πρέπει να κάνουμε τα μαθήματα μας και να μάθουμε να ζούμε με τα επώδυνα μέτρα που σύντομα θα ψηφιστούν.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών