«Στο διάστημα 2010- 2015 η συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του χρέους ήταν κάπου 120%», σύμφωνα με τον Τ. Γιαννίτση
«Χρειάζονται ισχυρές πολιτικές δυνάμεις, με ισχυρή βούληση και αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος και των αναγκαίων συμβιβασμών, με ισχυρές πολιτικές ηγεσίες», τονίζει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην κρίση του 2009 ήταν η τεράστια διόγκωση του χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Όταν έγινε φανερό, μέσα και έξω από τη χώρα, ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να τα εξυπηρετήσει, ξέσπασε η κρίση».
Κατά τον ίδιο, «το γεγονός ότι αδιαφορήσαμε για το ασφαλιστικό είχε μια τεράστια συνέπεια για το πού βρεθήκαμε το 2009 και για το ότι εξακολουθούμε να είμαστε σε όλο και χειρότερη κατάσταση.
Το ασφαλιστικό επέδρασε στο έλλειμμα και στο χρέος όχι μόνον ως το 2009, αλλά και στη συνέχεια», προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι στο διάστημα 2010- 2015 η συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του χρέους ήταν κάπου 120%, δηλαδή τα ελλείμματα του ασφαλιστικού αυτά τα έξι χρόνια της κρίσης ήταν μεγαλύτερα από την αύξηση του χρέους.
Σημειώνει δε, πως «δεν έγιναν αλλαγές στο ασφαλιστικό, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται όλο και περισσότερο, ενώ από το 2008 μέχρι και σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στη σύνταξη», αλλά και ότι «ο συνδυασμός της διατήρησης συντάξεων για την πληρωμή των οποίων δεν υπήρχαν οι πόροι και η τεράστια αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, σε συνδυασμό με τη μείωση των εσόδων λόγω κρίσης και μείωσης των εισοδημάτων ανεργίας κλπ έφερε αυτό το εκρηκτικό μείγμα».
Ο κ. Γιαννίτσης αναφέρει ακόμη ότι στη διάρκεια των μνημονίων οι αλλαγές ήταν πράγματι οι περικοπές στις συντάξεις, όμως δεν λήφθηκε κανένα μέτρο να κοπεί η πρόωρη συνταξιοδότηση, κάτι που όπως εξηγεί, θα άρχιζε να τις επηρεάζει ελαφρώς και σταδιακά μετά το 2015.
«Αυτό σημαίνει, ότι για 5-6 χρόνια η οικονομία κυλούσε στο πεδίο των συντάξεων σαν να μην υπήρχε κρίση», πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας πως «αυτή η εξέλιξη για κάθε συνταξιούχο μεμονωμένα σήμαινε μείωση της σύνταξής του, το άθροισμα όμως όλων των συντάξεων στην οικονομία είναι το μόνο μέγεθος μαζί με το αγροτικό εισόδημα που αυξήθηκε στα χρόνια της κρίσης, επιδεινώνοντας τα μακροοικονομικά, τα δημοσιονομικά, και την ύφεση.
Έτσι φτάσαμε σε μια διαφορετική κατάσταση: Ενώ οι συντάξεις αθροιστικά για όλη την οικονομία αντιπροσώπευαν το 45% του συνολικού εισοδήματος από εργασία (όλες οι αμοιβές εργασίας) πριν την κρίση, σήμερα αντιπροσωπεύουν γύρω στο 75%. Συνεπώς, έχουμε μια τεράστια ασυμμετρία».
Μιλώντας για τη «φτώχεια» και τις «ανισότητες», όπως διαμορφώνονται στην περίοδο μετά το 2009, τις οποίες περιγράφει στο νέο του βιβλίο, η άποψή του είναι ότι «στη φάση που πέφτουν τα εισοδήματα, ακόμη κι αν η ανισότητα παραμένει σταθερή, στην πραγματικότητα υπάρχει επιδείνωση».
Κατά τον ίδιο, έχουμε αυξήσεις της ανισότητας σε επιμέρους κατηγορίες, στις συντάξεις η ανισότητα μειώθηκε πολύ, ενώ οι αγρότες είναι από τους κερδισμένους της κρίσης, καθώς το συνολικό τους εισόδημα αυξήθηκε.
Για τη φτώχεια, σημειώνει ότι «έχουμε συνολικά μια μέση μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος του μέσου πολίτη 40%», «αυτοί που έχασαν πάνω από 40% είναι οι πιο χαμένοι και αντιπροσωπεύουν ένα 3 - 4% στο γενικό σύνολο του πληθυσμού», ενώ «η σύνθεση των φτωχών περιλαμβάνει και κατηγορίες ανθρώπων που βρίσκονταν σε άλλα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα», οι πιο φτωχοί είναι τα παιδιά και οι νέοι ως 30 ετών, ενώ οι γυναίκες κατάφεραν να μπουν στην αγορά εργασίας, έστω με κατώτερους όρους για να αντισταθμίσουν το χαμένο οικογενειακό εισόδημα.
Το ένα τρίτο από το 1,6 εκατομμύριο των φτωχών, είναι καινούργιοι φτωχοί, αναφέρει ο κ. Γιαννίτσης και προσθέτει «έχουμε καινούργιες μορφές φτώχειας που χρειάζονται άλλες πολιτικές».
Ακόμη, ο κ. Γιαννίτσης, θεωρεί ότι «αν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δοθεί με επιφανειακά κριτήρια, θα αστοχήσει στην αντιμετώπιση της φτώχειας και θα εξευτελιστεί».
Τέλος, σημειώνει ότι «το κράτος είναι ο μεγάλος άρρωστος και ένας από τους βασικούς γενεσιουργούς παράγοντες της κρίσης», ότι η πολιτική συναίνεση οδηγεί στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή»».
Όπως αναφέρει, «υπάρχει μια τεράστια συναίνεση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και ιδεολογιών για έναν ελάχιστο και καταστροφικό κοινό παρονομαστή σε μια σειρά από πράγματα: στο πελατειακό κράτος, στο πώς δεν θα κάνουμε τίποτα, στο πώς θα αφήσουμε τη φοροδιαφυγή να ανθεί, όλα αυτά δείχνουν μια τεράστια συναίνεση, σε όλα αυτά που μας κρατούν καθηλωμένους ή μας σπρώχνουν προς τα κάτω.
Αν δεν αλλάξουν αντιλήψεις, αξίες νοοτροπίες, δεν έχει νόημα να συζητάει κανείς για άλλα».
www.bankingnews.gr
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην κρίση του 2009 ήταν η τεράστια διόγκωση του χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Όταν έγινε φανερό, μέσα και έξω από τη χώρα, ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να τα εξυπηρετήσει, ξέσπασε η κρίση».
Κατά τον ίδιο, «το γεγονός ότι αδιαφορήσαμε για το ασφαλιστικό είχε μια τεράστια συνέπεια για το πού βρεθήκαμε το 2009 και για το ότι εξακολουθούμε να είμαστε σε όλο και χειρότερη κατάσταση.
Το ασφαλιστικό επέδρασε στο έλλειμμα και στο χρέος όχι μόνον ως το 2009, αλλά και στη συνέχεια», προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι στο διάστημα 2010- 2015 η συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του χρέους ήταν κάπου 120%, δηλαδή τα ελλείμματα του ασφαλιστικού αυτά τα έξι χρόνια της κρίσης ήταν μεγαλύτερα από την αύξηση του χρέους.
Σημειώνει δε, πως «δεν έγιναν αλλαγές στο ασφαλιστικό, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται όλο και περισσότερο, ενώ από το 2008 μέχρι και σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στη σύνταξη», αλλά και ότι «ο συνδυασμός της διατήρησης συντάξεων για την πληρωμή των οποίων δεν υπήρχαν οι πόροι και η τεράστια αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, σε συνδυασμό με τη μείωση των εσόδων λόγω κρίσης και μείωσης των εισοδημάτων ανεργίας κλπ έφερε αυτό το εκρηκτικό μείγμα».
Ο κ. Γιαννίτσης αναφέρει ακόμη ότι στη διάρκεια των μνημονίων οι αλλαγές ήταν πράγματι οι περικοπές στις συντάξεις, όμως δεν λήφθηκε κανένα μέτρο να κοπεί η πρόωρη συνταξιοδότηση, κάτι που όπως εξηγεί, θα άρχιζε να τις επηρεάζει ελαφρώς και σταδιακά μετά το 2015.
«Αυτό σημαίνει, ότι για 5-6 χρόνια η οικονομία κυλούσε στο πεδίο των συντάξεων σαν να μην υπήρχε κρίση», πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας πως «αυτή η εξέλιξη για κάθε συνταξιούχο μεμονωμένα σήμαινε μείωση της σύνταξής του, το άθροισμα όμως όλων των συντάξεων στην οικονομία είναι το μόνο μέγεθος μαζί με το αγροτικό εισόδημα που αυξήθηκε στα χρόνια της κρίσης, επιδεινώνοντας τα μακροοικονομικά, τα δημοσιονομικά, και την ύφεση.
Έτσι φτάσαμε σε μια διαφορετική κατάσταση: Ενώ οι συντάξεις αθροιστικά για όλη την οικονομία αντιπροσώπευαν το 45% του συνολικού εισοδήματος από εργασία (όλες οι αμοιβές εργασίας) πριν την κρίση, σήμερα αντιπροσωπεύουν γύρω στο 75%. Συνεπώς, έχουμε μια τεράστια ασυμμετρία».
Μιλώντας για τη «φτώχεια» και τις «ανισότητες», όπως διαμορφώνονται στην περίοδο μετά το 2009, τις οποίες περιγράφει στο νέο του βιβλίο, η άποψή του είναι ότι «στη φάση που πέφτουν τα εισοδήματα, ακόμη κι αν η ανισότητα παραμένει σταθερή, στην πραγματικότητα υπάρχει επιδείνωση».
Κατά τον ίδιο, έχουμε αυξήσεις της ανισότητας σε επιμέρους κατηγορίες, στις συντάξεις η ανισότητα μειώθηκε πολύ, ενώ οι αγρότες είναι από τους κερδισμένους της κρίσης, καθώς το συνολικό τους εισόδημα αυξήθηκε.
Για τη φτώχεια, σημειώνει ότι «έχουμε συνολικά μια μέση μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος του μέσου πολίτη 40%», «αυτοί που έχασαν πάνω από 40% είναι οι πιο χαμένοι και αντιπροσωπεύουν ένα 3 - 4% στο γενικό σύνολο του πληθυσμού», ενώ «η σύνθεση των φτωχών περιλαμβάνει και κατηγορίες ανθρώπων που βρίσκονταν σε άλλα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα», οι πιο φτωχοί είναι τα παιδιά και οι νέοι ως 30 ετών, ενώ οι γυναίκες κατάφεραν να μπουν στην αγορά εργασίας, έστω με κατώτερους όρους για να αντισταθμίσουν το χαμένο οικογενειακό εισόδημα.
Το ένα τρίτο από το 1,6 εκατομμύριο των φτωχών, είναι καινούργιοι φτωχοί, αναφέρει ο κ. Γιαννίτσης και προσθέτει «έχουμε καινούργιες μορφές φτώχειας που χρειάζονται άλλες πολιτικές».
Ακόμη, ο κ. Γιαννίτσης, θεωρεί ότι «αν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δοθεί με επιφανειακά κριτήρια, θα αστοχήσει στην αντιμετώπιση της φτώχειας και θα εξευτελιστεί».
Τέλος, σημειώνει ότι «το κράτος είναι ο μεγάλος άρρωστος και ένας από τους βασικούς γενεσιουργούς παράγοντες της κρίσης», ότι η πολιτική συναίνεση οδηγεί στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή»».
Όπως αναφέρει, «υπάρχει μια τεράστια συναίνεση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και ιδεολογιών για έναν ελάχιστο και καταστροφικό κοινό παρονομαστή σε μια σειρά από πράγματα: στο πελατειακό κράτος, στο πώς δεν θα κάνουμε τίποτα, στο πώς θα αφήσουμε τη φοροδιαφυγή να ανθεί, όλα αυτά δείχνουν μια τεράστια συναίνεση, σε όλα αυτά που μας κρατούν καθηλωμένους ή μας σπρώχνουν προς τα κάτω.
Αν δεν αλλάξουν αντιλήψεις, αξίες νοοτροπίες, δεν έχει νόημα να συζητάει κανείς για άλλα».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών