Είναι προφανές πως δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ και άνευ όρων μέτρα για το χρέος όπως συνέβη το 2012 είπε ο κ.Βενιζέλος
Την θέση πως με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αποδεχθεί ένα διηνεκές μνημόνιο διατύπωσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος κατηγόρησε την κυβέρνηση για ιστορικά και στρατηγικά εσφαλμένη επιλογή την αποδοχή υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σε ομιλία του σε εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών ο κ.Βενιζέλος εξέφρασε παράλληλα την άποψη πως δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ και άνευ όρων μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους όπως συνέβη το 2012.
«Ψηφίζοντας το Μνημόνιο 4 με πολύ σκληρά δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο 2019, 2020, 2021 μέχρι το 2022, έχει στην πραγματικότητα αποδεχθεί και ένα διηνεκές Μνημόνιο, μετά το τέταρτο Μνημόνιο, που συνδέεται με το χρέος, γιατί είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ και άνευ προσθέτων όρων μέτρα για το χρέος, όπως έγινε το 2012.
Το 2012 η δραστική παρέμβαση στο χρέος με ονομαστικό κούρεμα και ριζική αναδιάρθρωση, το γνωστό ως PSI αλλά και ως OSI, το Official Sector Involvement, δόθηκε εξαρχής με μία εφάπαξ χρηματοδότηση για τη στήριξή του, που ξεπερνούσε τα 75 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Η μεγαλύτερη δόση στα δάνεια στήριξης της ελληνικής οικονομίας που έχει δοθεί ποτέ, δόθηκε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2012.
Υπό την έννοια αυτή φοβούμαι ότι η έξοδος από τα Μνημόνια εμφανίζεται ως μία είσοδος στο επόμενο Μνημόνιο.
Αυτό είναι ένα σχήμα Καφκικό, γιατί όταν αντί για έξοδο από το Μνημόνιο έχεις είσοδο σε ένα νέο Μνημόνιο και ούτω καθεξής, στην πραγματικότητα κυνηγάς έναν κινούμενο στόχο.
Αυτό οφείλεται στο ότι από το 2015 και μετά, με επιλογή του ελληνικού λαού βεβαίως, η οποία είναι ελεύθερη και δημοκρατική και επαναλαμβανόμενη – τον Ιανουάριο στις εκλογές, τον Ιούλιο στο δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο στις δεύτερες εκλογές – η χώρα εισήλθε σε έναν δευτερογενή φαύλο κύκλο, σε μία δευτερογενή κρίση, η οποία εξουδετέρωσε έως τώρα τρεις χρονιές.
Το 2015 και το 2016, θα ήταν χρονιά σημαντικής ανάπτυξης, ήταν τελικά χρονιές ύφεσης.
Το 2017 προοιωνίζεται επίσης δύσκολο καθώς το πρώτο τρίμηνο, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ένα υφεσιακό τρίμηνο, πρέπει να τρέξει η οικονομία με ρυθμούς πάνω από 4% το δεύτερο εξάμηνο για να εκπληρωθεί ο διορθωμένος στόχος του Υπουργείου Οικονομικών για ρυθμό ανάπτυξης 1,8% το 2017» υπογράμμισε ο κ.Βενιζέλος.
«Αυτό έγινε για λόγους αμιγώς πολιτικούς, τέτοιο συμπυκνωμένο χάσιμο χρόνου δεν είχαμε σε καμία άλλη περίοδο από το 2010 έως σήμερα.
Λέω από το 2010 όχι ως αφετηρία της κρίσης, αλλά ως αφετηρία της συνειδητοποίησης του βάθους και της έκτασης της κρίσης και ως έναρξη μίας οργανωμένης και επώδυνης προσπάθειας για την ανάσχεση και, ει δυνατόν, την υπέρβαση της κρίσης.
Δεν πρόκειται να θυμίσω σε εσάς τι έγινε τα χρόνια που πέρασαν από το 2015 έως σήμερα, είχαμε όμως, τελικώς, ενσυνείδητη απώλεια εθνικού χρόνου σε κυλιόμενες δήθεν διαπραγματεύσεις: Το τραγικό ή κωμικοτραγικό 2015, η πρώτη αξιολόγηση του 2016 που έφαγε όλη τη χρονιά, η δεύτερη αξιολόγηση του 2017.
Τώρα, ο υποτιθέμενος στόχος του Αυγούστου του 2018 που σηματοδοτεί το τέλος του επισήμου τρίτου προγράμματος, θα ήταν κανονικά να επιστρέψουμε στα δεδομένα του Δεκεμβρίου του 2014, δηλαδή στην αναμονή της ένταξής μας σε μία προληπτική πιστωτική γραμμή, με βάση την ταξινόμηση των σχημάτων χρηματοδότησης και υποστήριξης που προβλέπει η Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και βέβαια σε μία προστατευμένη, σταδιακή επάνοδο στις αγορές.
Όμως ήδη θα έχουν συμβεί αυτά τα οποία ξέρουμε ή μάλλον έχουν συμβεί αυτά τα οποία ξέρουμε» είπε ο κ.Βενιζέλος, τονίζοντας πως «η Ελλάδα αναμένει μία ρύθμιση για το χρέος, ενώ έχει αποδεχθεί πως μέχρι το 2022 θα κινηθεί σε υψηλά, δυσβάσταχτα επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος».
«Εμείς ποτέ, μέχρι το 2014, δεν είχαμε αποδεχτεί τη ιδέα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων αποσυνδεδεμένων από το ρυθμό ανάπτυξης.
Ακόμη και όταν ήμασταν αναγκασμένοι να συζητήσουμε με βάση τις μελέτες βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που παρουσίαζε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2011, το 2012, για λόγους πολιτικής διαπραγμάτευσης, με την έννοια της συζήτησης της εργαστηριακής, μίας άσκησης επί χάρτου, πάντα δεχόμασταν πως θα μπορούσαμε να έχουμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με ένα ρυθμό ανάπτυξης που σε κάθε περίπτωση θα ξεπερνούσε ή θα πλησίαζε το 2,5% του ΑΕΠ για μακρά σειρά ετών.
Τώρα, από τα σενάρια δημοσιονομικής διαδρομής, fiscal path, που συζητά το Eurogroup, το καλύτερο, το optimum σενάριο είναι αυτό που εμφανίζει την Ελλάδα να έχει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης ίσους με την προσδοκώμενο μέσο όρο ανάπτυξης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
Όλα τα άλλα σενάρια είναι πολύ χειρότερα.
Άρα, έχουμε κάνει την εξής πρωθύστερη, κατά τη γνώμη μου, ιστορικά και στρατηγικά εσφαλμένη επιλογή, έχουμε δεχθεί για τα πέντε πρώτα κρίσιμα χρόνια που θα έπρεπε να είναι τα χρόνια της εκτίναξης, τα χρόνια της στόχευσης σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα» υποστήριξε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος αναφέρθηκε και στις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση.
«Πολιτική προϋπόθεση δεν είναι απλά και μόνο να πάμε σε εκλογές.
Πρέπει να πάμε σε εκλογές.
Πρέπει να υπάρξει άλλη κυβέρνηση.
Κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας όλων των δημοκρατικών-φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, με τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ να καλείται να μετάσχει χωρίς να μπορεί να καθοδηγήσει ή να παρεμποδίσει τις εξελίξεις.
Δεν αρκεί αυτό όμως.
Χρειάζεται μία συναίνεση πολιτική, νέου τύπου, η οποία να αφορά τη στρατηγική επανόδου της χώρας στην κανονικότητα και την ισοτιμία μίας χώρας μέλους της Ευρωζώνης.
Μία άλλη πολιτική συναίνεση.
Και αυτό δεν αρκεί.
Χρειάζονται κοινωνικές προϋποθέσεις.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η κοινωνία ως τέτοια – όχι το πολιτικό σύστημα – είναι έτοιμη τώρα με όλα όσα έχει υποστεί, να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο και θέλει πολύ μεγάλες συνέργειες για να επιτευχθεί.
Με παραιτημένη την κοινωνία, αιχμάλωτη των πολλαπλών μορφών λαϊκισμού, δεν μπορεί να υιοθετηθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Υπάρχουν θεσμικές προϋποθέσεις, που είναι ο σεβασμός των θεσμών, η λειτουργία της δικαιοσύνης, το να μην παίζει κανείς με το Σύνταγμα, το να μην εξαγγέλλει δημοψηφίσματα αντισυνταγματικά σε σχέση με το Σύνταγμα, που παραβιάζουν το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Υπάρχουν προϋποθέσεις δημοσιονομικές σε σχέση με το δημόσιο χρέος, στις οποίες αναφέρθηκα.
Προϋποθέσεις χρηματοοικονομικές και χρηματοπιστωτικές σε σχέση με το τραπεζικό ζήτημα, τις οποίες έθιξα προηγουμένως υπαινικτικά.
Δεν ασχολούμαστε καν με τη διάκριση βραχυπροθέσμου και μεσομακροπροθέσμου χρέους που είναι στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, αλλά ιδίως σε εμάς, εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα λόγω της τεχνητής διόγκωσης του βραχυπροθέσμου χρέους που έχει προκαλέσει η κυβέρνηση, για δικούς της πολιτικούς λόγους.
Δεν ασχολούμαστε με την ορθή απεικόνιση του ελληνικού χρέους που έχει μία συγκλονιστική ιδιορρυθμία.
Μόνο αυτό στην Ευρωζώνη είναι δραστικά μικρότερο σε παρούσα αξία, σε σχέση με την ονομαστική αξία.
Σε όλες τις άλλες χώρες, οι διαφορές είναι μηδαμινές, σε εμάς είναι 80 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ η διαφορά.
Και βέβαια, αυτό το οποίο απαιτείται, πάνω από όλα τα άλλα, είναι να υπάρξουν οι λεγόμενες αναπτυξιακές προϋποθέσεις με τις οποίες ασχολείστε, ασχολείται η διάσκεψη.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να διαμορφώσει όλα τα άλλα.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αυτή η οποία θα κάνει κυρίως την εκτίναξη, ο ιδιωτικός τομέας.
Υπάρχουν μελέτες, όλοι συμφωνούν στο τι πρέπει να γίνει και ποια είναι τα πλεονεκτήματα τα συγκριτικά, είναι όλα σχεδόν αυτονόητα.
Γιατί τα αυτονόητα δεν μετατρέπονται σε μία πράξη και από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και από το δημόσιο;
Οι αγκυλώσεις του δημοσίου συζητούνται διαρκώς, αναφέρθηκα και εγώ, είναι σχεδόν αυτονόητα τα ζητήματα.
Η δυσκολία του ιδιωτικού τομέα είναι ότι εκλαμβάνουμε τον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή των ιδιωτικοποιήσεων, των μεγάλων ξένων επενδύσεων, άμεσων ή έμμεσων.
Εάν δεν κινηθεί οριζόντια ο κορμός της οικονομίας, εάν δεν λειτουργεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο μπορεί να στηρίξει απλές, οριζόντιες, διάχυτες επενδυτικές πρωτοβουλίες, δεν μπορεί να κινηθεί ο μηχανισμός της οικονομικής ανάκαμψης.
Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να πετύχουμε προηγουμένως όλα τα άλλα» είπε ο κ.Βενιζέλος.
www.bankingnews.gr
Σε ομιλία του σε εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών ο κ.Βενιζέλος εξέφρασε παράλληλα την άποψη πως δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ και άνευ όρων μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους όπως συνέβη το 2012.
«Ψηφίζοντας το Μνημόνιο 4 με πολύ σκληρά δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο 2019, 2020, 2021 μέχρι το 2022, έχει στην πραγματικότητα αποδεχθεί και ένα διηνεκές Μνημόνιο, μετά το τέταρτο Μνημόνιο, που συνδέεται με το χρέος, γιατί είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ και άνευ προσθέτων όρων μέτρα για το χρέος, όπως έγινε το 2012.
Το 2012 η δραστική παρέμβαση στο χρέος με ονομαστικό κούρεμα και ριζική αναδιάρθρωση, το γνωστό ως PSI αλλά και ως OSI, το Official Sector Involvement, δόθηκε εξαρχής με μία εφάπαξ χρηματοδότηση για τη στήριξή του, που ξεπερνούσε τα 75 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Η μεγαλύτερη δόση στα δάνεια στήριξης της ελληνικής οικονομίας που έχει δοθεί ποτέ, δόθηκε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2012.
Υπό την έννοια αυτή φοβούμαι ότι η έξοδος από τα Μνημόνια εμφανίζεται ως μία είσοδος στο επόμενο Μνημόνιο.
Αυτό είναι ένα σχήμα Καφκικό, γιατί όταν αντί για έξοδο από το Μνημόνιο έχεις είσοδο σε ένα νέο Μνημόνιο και ούτω καθεξής, στην πραγματικότητα κυνηγάς έναν κινούμενο στόχο.
Αυτό οφείλεται στο ότι από το 2015 και μετά, με επιλογή του ελληνικού λαού βεβαίως, η οποία είναι ελεύθερη και δημοκρατική και επαναλαμβανόμενη – τον Ιανουάριο στις εκλογές, τον Ιούλιο στο δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο στις δεύτερες εκλογές – η χώρα εισήλθε σε έναν δευτερογενή φαύλο κύκλο, σε μία δευτερογενή κρίση, η οποία εξουδετέρωσε έως τώρα τρεις χρονιές.
Το 2015 και το 2016, θα ήταν χρονιά σημαντικής ανάπτυξης, ήταν τελικά χρονιές ύφεσης.
Το 2017 προοιωνίζεται επίσης δύσκολο καθώς το πρώτο τρίμηνο, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ένα υφεσιακό τρίμηνο, πρέπει να τρέξει η οικονομία με ρυθμούς πάνω από 4% το δεύτερο εξάμηνο για να εκπληρωθεί ο διορθωμένος στόχος του Υπουργείου Οικονομικών για ρυθμό ανάπτυξης 1,8% το 2017» υπογράμμισε ο κ.Βενιζέλος.
«Αυτό έγινε για λόγους αμιγώς πολιτικούς, τέτοιο συμπυκνωμένο χάσιμο χρόνου δεν είχαμε σε καμία άλλη περίοδο από το 2010 έως σήμερα.
Λέω από το 2010 όχι ως αφετηρία της κρίσης, αλλά ως αφετηρία της συνειδητοποίησης του βάθους και της έκτασης της κρίσης και ως έναρξη μίας οργανωμένης και επώδυνης προσπάθειας για την ανάσχεση και, ει δυνατόν, την υπέρβαση της κρίσης.
Δεν πρόκειται να θυμίσω σε εσάς τι έγινε τα χρόνια που πέρασαν από το 2015 έως σήμερα, είχαμε όμως, τελικώς, ενσυνείδητη απώλεια εθνικού χρόνου σε κυλιόμενες δήθεν διαπραγματεύσεις: Το τραγικό ή κωμικοτραγικό 2015, η πρώτη αξιολόγηση του 2016 που έφαγε όλη τη χρονιά, η δεύτερη αξιολόγηση του 2017.
Τώρα, ο υποτιθέμενος στόχος του Αυγούστου του 2018 που σηματοδοτεί το τέλος του επισήμου τρίτου προγράμματος, θα ήταν κανονικά να επιστρέψουμε στα δεδομένα του Δεκεμβρίου του 2014, δηλαδή στην αναμονή της ένταξής μας σε μία προληπτική πιστωτική γραμμή, με βάση την ταξινόμηση των σχημάτων χρηματοδότησης και υποστήριξης που προβλέπει η Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και βέβαια σε μία προστατευμένη, σταδιακή επάνοδο στις αγορές.
Όμως ήδη θα έχουν συμβεί αυτά τα οποία ξέρουμε ή μάλλον έχουν συμβεί αυτά τα οποία ξέρουμε» είπε ο κ.Βενιζέλος, τονίζοντας πως «η Ελλάδα αναμένει μία ρύθμιση για το χρέος, ενώ έχει αποδεχθεί πως μέχρι το 2022 θα κινηθεί σε υψηλά, δυσβάσταχτα επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος».
«Εμείς ποτέ, μέχρι το 2014, δεν είχαμε αποδεχτεί τη ιδέα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων αποσυνδεδεμένων από το ρυθμό ανάπτυξης.
Ακόμη και όταν ήμασταν αναγκασμένοι να συζητήσουμε με βάση τις μελέτες βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που παρουσίαζε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2011, το 2012, για λόγους πολιτικής διαπραγμάτευσης, με την έννοια της συζήτησης της εργαστηριακής, μίας άσκησης επί χάρτου, πάντα δεχόμασταν πως θα μπορούσαμε να έχουμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με ένα ρυθμό ανάπτυξης που σε κάθε περίπτωση θα ξεπερνούσε ή θα πλησίαζε το 2,5% του ΑΕΠ για μακρά σειρά ετών.
Τώρα, από τα σενάρια δημοσιονομικής διαδρομής, fiscal path, που συζητά το Eurogroup, το καλύτερο, το optimum σενάριο είναι αυτό που εμφανίζει την Ελλάδα να έχει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης ίσους με την προσδοκώμενο μέσο όρο ανάπτυξης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
Όλα τα άλλα σενάρια είναι πολύ χειρότερα.
Άρα, έχουμε κάνει την εξής πρωθύστερη, κατά τη γνώμη μου, ιστορικά και στρατηγικά εσφαλμένη επιλογή, έχουμε δεχθεί για τα πέντε πρώτα κρίσιμα χρόνια που θα έπρεπε να είναι τα χρόνια της εκτίναξης, τα χρόνια της στόχευσης σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα» υποστήριξε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος αναφέρθηκε και στις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση.
«Πολιτική προϋπόθεση δεν είναι απλά και μόνο να πάμε σε εκλογές.
Πρέπει να πάμε σε εκλογές.
Πρέπει να υπάρξει άλλη κυβέρνηση.
Κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας όλων των δημοκρατικών-φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, με τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ να καλείται να μετάσχει χωρίς να μπορεί να καθοδηγήσει ή να παρεμποδίσει τις εξελίξεις.
Δεν αρκεί αυτό όμως.
Χρειάζεται μία συναίνεση πολιτική, νέου τύπου, η οποία να αφορά τη στρατηγική επανόδου της χώρας στην κανονικότητα και την ισοτιμία μίας χώρας μέλους της Ευρωζώνης.
Μία άλλη πολιτική συναίνεση.
Και αυτό δεν αρκεί.
Χρειάζονται κοινωνικές προϋποθέσεις.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η κοινωνία ως τέτοια – όχι το πολιτικό σύστημα – είναι έτοιμη τώρα με όλα όσα έχει υποστεί, να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο και θέλει πολύ μεγάλες συνέργειες για να επιτευχθεί.
Με παραιτημένη την κοινωνία, αιχμάλωτη των πολλαπλών μορφών λαϊκισμού, δεν μπορεί να υιοθετηθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Υπάρχουν θεσμικές προϋποθέσεις, που είναι ο σεβασμός των θεσμών, η λειτουργία της δικαιοσύνης, το να μην παίζει κανείς με το Σύνταγμα, το να μην εξαγγέλλει δημοψηφίσματα αντισυνταγματικά σε σχέση με το Σύνταγμα, που παραβιάζουν το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Υπάρχουν προϋποθέσεις δημοσιονομικές σε σχέση με το δημόσιο χρέος, στις οποίες αναφέρθηκα.
Προϋποθέσεις χρηματοοικονομικές και χρηματοπιστωτικές σε σχέση με το τραπεζικό ζήτημα, τις οποίες έθιξα προηγουμένως υπαινικτικά.
Δεν ασχολούμαστε καν με τη διάκριση βραχυπροθέσμου και μεσομακροπροθέσμου χρέους που είναι στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, αλλά ιδίως σε εμάς, εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα λόγω της τεχνητής διόγκωσης του βραχυπροθέσμου χρέους που έχει προκαλέσει η κυβέρνηση, για δικούς της πολιτικούς λόγους.
Δεν ασχολούμαστε με την ορθή απεικόνιση του ελληνικού χρέους που έχει μία συγκλονιστική ιδιορρυθμία.
Μόνο αυτό στην Ευρωζώνη είναι δραστικά μικρότερο σε παρούσα αξία, σε σχέση με την ονομαστική αξία.
Σε όλες τις άλλες χώρες, οι διαφορές είναι μηδαμινές, σε εμάς είναι 80 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ η διαφορά.
Και βέβαια, αυτό το οποίο απαιτείται, πάνω από όλα τα άλλα, είναι να υπάρξουν οι λεγόμενες αναπτυξιακές προϋποθέσεις με τις οποίες ασχολείστε, ασχολείται η διάσκεψη.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να διαμορφώσει όλα τα άλλα.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αυτή η οποία θα κάνει κυρίως την εκτίναξη, ο ιδιωτικός τομέας.
Υπάρχουν μελέτες, όλοι συμφωνούν στο τι πρέπει να γίνει και ποια είναι τα πλεονεκτήματα τα συγκριτικά, είναι όλα σχεδόν αυτονόητα.
Γιατί τα αυτονόητα δεν μετατρέπονται σε μία πράξη και από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και από το δημόσιο;
Οι αγκυλώσεις του δημοσίου συζητούνται διαρκώς, αναφέρθηκα και εγώ, είναι σχεδόν αυτονόητα τα ζητήματα.
Η δυσκολία του ιδιωτικού τομέα είναι ότι εκλαμβάνουμε τον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή των ιδιωτικοποιήσεων, των μεγάλων ξένων επενδύσεων, άμεσων ή έμμεσων.
Εάν δεν κινηθεί οριζόντια ο κορμός της οικονομίας, εάν δεν λειτουργεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο μπορεί να στηρίξει απλές, οριζόντιες, διάχυτες επενδυτικές πρωτοβουλίες, δεν μπορεί να κινηθεί ο μηχανισμός της οικονομικής ανάκαμψης.
Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να πετύχουμε προηγουμένως όλα τα άλλα» είπε ο κ.Βενιζέλος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών