Η πολιτική της κυβέρνησης αναθεματίζει τη φτώχεια και πολλαπλασιάζει τους φτωχούς, ανέφερε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ. Θ. Θεοχαρόπουλος
«Οι αυταπάτες και η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδεικνύεται ότι έχουν επώδυνες συνέπειες για την κοινωνία.
Τα μέτρα που έχουν ψηφισθεί δεσμεύουν την χώρα για πολλά χρόνια υπονομεύοντας την πιθανότητα εξόδου από την κρίση», τόνισε από την Κοζάνη ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπροσώπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θ. Θεοχαρόπουλος.
Μιλώντας στην περιφερειακή συνδιάσκεψη Δυτικής Μακεδονίας της ΔΗΣΥ στην Κοζάνη ο κ. Θεοχαρόπουλος κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις ανεξάρτητες αρχές, στηρίζεται στις πελατειακές σχέσεις, διχάζει συνειδητά τους Έλληνες», αλλά και ότι»με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup εγκλώβισε την χώρα σε δυσβάστακτα πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια».
Όπως είπε, «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς.
Εκμεταλλεύθηκε με λαϊκισμό την κρίση, εξαπάτησε τους πολίτες και πλέον υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών του».
Με αφορμή την με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, μίλησε και για ευθύνες που έχουν και οι εταίροι-δανειστές, που είναι και διαχρονικές σε όλη την περίοδο των μνημονίων.
«Δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει ένα ευρύ «μέτωπο» συμμαχιών , για την απόκρουση της εξοντωτικής πολιτικής της «διαρκούς λιτότητας» του Σόιμπλε και των εταίρων του.
Αντίθετα ακολούθησε μία αλλοπρόσαλλη και αδιέξοδη διαπραγματευτική τακτική», σημείωσε.
Υπογράμμισε δε, πως «με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup η χώρα οδηγείται σε ένα διαρκές μνημόνιο, σε αέναη λιτότητα.
Προ-νομοθέτησαν απαράδεκτα μέτρα λιτότητας, συμφώνησαν σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά έτη χωρίς καν να πετύχουν την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και κυρίως την αναδιάρθρωση του χρέους.
Όλα αυτά απλώς για να πάρουν τη δόση.
Χάσανε και στα τρία μέτωπα: χρέος, πρωτογενή πλεονάσματα και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.
Μετά το αποτέλεσμα του Eurogroup είναι να απορεί κανείς, γιατί καθυστερούσαν τόσους μήνες και εντεινόταν η αβεβαιότητα.
Πέρασε η γραμμή του Σόιμπλε και έχουν το θράσος να πανηγυρίζουν!
Έφτασαν στο σημείο να υπογράψουν στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2055 και το 2060!».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση πως πέτυχε το χειρότερο μίγμα στην διαπραγμάτευση, λέγοντας μάλιστα ότι «ΔΝΤ και Σόιμπλε κέρδισαν και δηλώνουν ικανοποιημένοι, ο κ. Τσίπρας όμως σε ποια επιτυχία άραγε αναφέρεται: στην αυτονόητη λήψη της δόσης μετά από ψήφιση επιπρόσθετων μέτρων και με καθυστέρηση ενός και πλέον έτους;
Τι να πω;
Τέτοια “επιτυχία” δεν θα την αντέξει ο ελληνικός λαός!».
Σύμφωνα με τον κ. Θεοχαρόπουλο «δεν αρκεί μόνο η καταδίκη των μέτρων όπως έκαναν οι Σαμαράς και Τσίπρας πριν έρθουν στην εξουσία, η χώρα έχει ανάγκη από μια άλλη πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς που απαιτεί η παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά και ταυτοχρόνως θα πείθει ότι έχει σχέδιο, προτάσεις και εναλλακτική στρατηγική για την έξοδο από την κρίση.
Δεν χρειάζονται συνεπώς μεγαλοστομίες.
Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για το τι κάνουμε όσο είμαστε σε Μνημόνια και τι όταν φύγουμε από αυτά», προσθέτοντας ότι το Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τον Ιούνιο σε αυτό ακριβώς στοχεύει.
Όπως είπε, «η σοσιαλδημοκρατική απάντηση στη φτώχεια, είναι ένα κράτος, το οποίο επενδύει στις υπηρεσίες και όχι στα επιδόματα, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία στην επιχειρηματικότητα.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πλήρη διαστροφή της πρότασης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για το πώς αντιμετωπίζεται η φτώχεια.
Η πολιτική της κυβέρνησης αναθεματίζει τη φτώχεια και πολλαπλασιάζει τους φτωχούς.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη και η κεντροαριστερά δεν πρόκειται να απλώσει χέρι βοηθείας σε μια τέτοια πολιτική».
Αναφερόμενος στη ΝΔ, υποστήριξε ότι «παραμένει μια βαθύτατα συντηρητική δύναμη χωρίς καμία ανανέωση ιδεών, πολιτικών πρακτικών και προσώπων, που δεν μπορεί με την πολιτική της να προσφέρει τις μεταρρυθμιστικές λύσεις που έχει ανάγκη η χώρα και να ανταποκριθεί στα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, συνοχή και αλληλεγγύη της κοινωνίας, για έξοδο από την κρίση.
Είναι προσκολλημένη στις παραδοσιακές λογικές των πελατειακών σχέσεων όπως και σε ακραία συντηρητικές αντιλήψεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα».
Κατά τον ίδιο, «η ΝΔ δεν αποτελεί την λύση στην πολυεπίπεδη κρίση που βιώνει η χώρα.
Η ΝΔ παραμένει προσκολλημένη στην καταστροφική πολιτική της περιόδου Καραμανλή 2004-2009 που έφερε την κρίση στη χώρα και διόγκωσε τα ελλείμματα.
Η ηγεμονία της ΝΔ με ή χωρίς «συμπλήρωμα» δεν θα δώσει λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα. Για αυτό οι προσκλήσεις για «μέτωπα» με την ΝΔ δεν μας αφορούν.
Η ΝΔ διακηρύσσει την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, αλλά καμία συγκεκριμένη πρόταση για το περιεχόμενό τους δεν έχει καταθέσει.
Αναφέρεται μόνο σε θέματα της φορολογίας και της επιχειρηματικότητας, ενώ αποφεύγει επιμελώς την οποιαδήποτε αναφορά ή δέσμευση για τα ελληνικά νοικοκυριά, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, τους άνεργους, τους συνταξιούχους.
Αποφεύγει την αντιπαράθεση με τους ακραία συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης, κύκλους που ανήκουν όμως στην δική της πολιτική οικογένεια.
Η ΝΔ είναι το κόμμα της συντήρησης, της Ελληνικής δεξιάς, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προνομιακό συνομιλητή μας».
Το δικό μας μοντέλο, συνέχισε ο κ. Θεοχαρόπουλος, «είναι σαφώς οριοθετημένο τόσο από το μοντέλο της ΝΔ που επιδιώκει μία άναρχη ανάπτυξη με ασύδοτη λειτουργία της αγοράς, χωρίς κανόνες και εργασιακά δικαιώματα, όσο και από το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ που αρχικά υποστηρίζει ένα παρωχημένο μοντέλο σφιχταγκαλισμού κράτους και οικονομίας και τελικά δέχεται όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα ορισμένων εταίρων-δανειστών.
Σε αυτό το πλαίσιο εμείς παρουσιάζουμε την δική μας πρόταση υπέρβασης της κρίσης.
Εμείς ένα σύμμαχο έχουμε.
Αυτός είναι εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τόσο το κράτος όσο και την κοινωνία, τόσο τους κάτω όσο και τους πάνω, τόσο το κράτος πρόνοιας όσο και τη λειτουργία των αγορών.
Αυτή η προοδευτική πολιτική είναι ο σύμμαχός μας.
Για αυτό επιδιώκουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη με δουλειές και προστασία των εργασιακών σχέσεων, με ποιοτικές υπηρεσίες στους βασικούς τομείς κοινωνικής πολιτικής».
Μεταξύ άλλων τόνισε ότι «σήμερα είναι η ώρα των νέων πρωτοβουλιών.
Η σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται επειγόντως ένα νέο ρεαλιστικό αφήγημα που θα στηρίζεται στην συμμαχία των υγιών παραγωγικών δυνάμεων που μπορούν να δημιουργήσουν νέο πλούτο με τις κοινωνικές ομάδες που βίαια περιθωριοποιούνται», ότι «για να υπερβεί η χώρα την κρίση όμως απαιτούνται τολμηρές αλλαγές και ανατροπές με μεταρρυθμίσεις που είναι υπέρ της πλειοψηφίας, που αφαιρούν προνόμια από μικρές αλλά ισχυρές ομάδες που αξιοποίησαν την πρόσβαση τους στο πελατειακό σύστημα, που προωθούν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης», σημειώνοντας ότι «οι πολιτικές μας πρωτοβουλίες στοχεύουν στην ανάδειξη και προώθηση προοδευτικών λύσεων για την χώρα», καθώς και ότι σήμερα σε συνθήκες κρίσης πρέπει να προχωρήσουμε σε επιλογές με κύριο στόχο ένα αναπτυξιακό σοκ, με προσέλκυση επενδύσεων που θα αλλάξουν τα δεδομένα στην χώρα.
Μίλησε για Εθνική Συνεννόηση σε ένα πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης με χρονικό ορίζοντα την έξοδο από την κρίση και τα Μνημόνια και μεταξύ άλλων ανέφερε «διεκδικούμε αλλαγή των συσχετισμών, που θα ακυρώνει το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και θα δυναμώσει το αίτημα για την Εθνική Συνεννόηση, ως εθνική ανάγκη και κοινωνική απαίτηση.
Με την Δημοκρατική Συμπαράταξη στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων».
Σημείωσε ότι το 2017 μπορεί και πρέπει να είναι η χρονιά μεγάλης ανακατάταξης του πολιτικού συστήματος στην χώρα μας, αλλά και πως η Δημοκρατική Συμπαράταξη οφείλει να οδηγηθεί σε μια δημιουργική μετεξέλιξη, σε ένα ανοικτό φορέα, ικανό να εκφράσει νέες ιδέες, νέες προτεραιότητες, νέους ανθρώπους και «για αυτό είναι σημαντικό το βήμα του Συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τον Ιούνιο, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς η φάση της προγραμματικής ενότητας των κομμάτων και κινήσεων που απαρτίζουν την Δημοκρατική Συμπαράταξη».
Όπως είπε, «για να γίνει ταυτοχρόνως η υπέρβαση στον χώρο μας χρειάζεται να σηματοδοτηθεί στο Συνέδριο αυτό ένα ξεκίνημα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον.
Με ένα ξεκάθαρο οδικό άξονα που θα οδηγεί στον ενιαίο προοδευτικό φορέα που θα ενώσει τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του μεταρρυθμιστικού κέντρου και της ανανεωτικής αριστεράς, μέσα από ένα ιδρυτικό συνέδριο και εκλογή επικεφαλής από την βάση. Στοχεύουμε σε έναν ισχυρό ενιαίο φορέα για να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο προοδευτικό ρεύμα πλειοψηφίας μακριά από μικροκομματικές αντιπαραθέσεις που δεν αφορούν το παρόν και το μέλλον».
Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως «απαιτείται φυγή προς τα εμπρός μακριά από αντιπαλότητες του παρελθόντος που δεν αφορούν την κοινωνία, δεν αφορούν το παρόν και το μέλλον.
Τώρα είναι η ώρα για να πετύχουμε την υπέρβαση, για να υπάρχει ενιαία έκφραση της κεντροαριστεράς σε όλα τα επίπεδα και να προχωρήσουν όλα τα επόμενα βήματα.
Με ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα.
Με ενότητα και ανανέωση.
Η πρόκληση είναι να γίνει η προοδευτική παράταξη ένα κόμμα της βάσης και όχι ένα κόμμα παραγόντων.
Να ενώσουμε και να ανανεώσουμε την κεντροαριστερά.
Στόχος μας είναι η κεντροαριστερά να αναδειχθεί πολιτικά κυρίαρχη και ιδεολογικά ηγεμονική δύναμη του ενός από τους δύο κύριους πόλους του πολιτικού συστήματος, του προοδευτικού πόλου.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αλλαγή των συσχετισμών καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυριακά εξέφρασε ένα τμήμα των προοδευτικών πολιτών και το εγκλώβισε στις αδιέξοδες πολιτικές του.
Ταυτοχρόνως όμως η αντίθεσή μας με τη ΝΔ παραμένει κυρίαρχη και έχει στρατηγικό χαρακτήρα.
Η ενίσχυση του χώρου μας δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες πολιτικής σύγκλισης με τον ιδεολογικό μας αντίπαλο, την δεξιά.
Έχουμε ανοιχτό μέτωπο με τον λαϊκισμό, τις ιδεοληψίες και δογματικές εμμονές, τις καθεστωτικές λογικές και πρακτικές, καθώς και κάθε συντηρητική πολιτική που κρατά την χώρα καθηλωμένη.
Στο Συνέδριο μας τον Ιούνιο θα συζητήσουμε και θα πάρουμε συγκεκριμένες αποφάσεις για τις διαδικασίες και τα βήματα για την ολοκλήρωση του στόχου, για τον νέο, ενιαίο φορέα της Παράταξης.
Όσον αφορά την μορφή του νέου φορέα, τα πολιτικά κόμματα και οι κινήσεις αποφασίζουν για το ποια είναι η θέση τους μεταξύ της δημιουργίας ενός νέου, ενιαίου φορέα με υπέρβαση των κομμάτων χωρίς συνιστώσες ή της δημιουργίας ενός πολυκομματικού ομοσπονδιακού φορέα».
Εξέφρασε τη θέση του ότι άμεσα εντός του 2017 πρέπει να δημιουργηθεί ο νέος ενιαίος φορέας χωρίς συνιστώσες και με εκλογή επικεφαλής από την βάση.
www.bankingnews.gr
Τα μέτρα που έχουν ψηφισθεί δεσμεύουν την χώρα για πολλά χρόνια υπονομεύοντας την πιθανότητα εξόδου από την κρίση», τόνισε από την Κοζάνη ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπροσώπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θ. Θεοχαρόπουλος.
Μιλώντας στην περιφερειακή συνδιάσκεψη Δυτικής Μακεδονίας της ΔΗΣΥ στην Κοζάνη ο κ. Θεοχαρόπουλος κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις ανεξάρτητες αρχές, στηρίζεται στις πελατειακές σχέσεις, διχάζει συνειδητά τους Έλληνες», αλλά και ότι»με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup εγκλώβισε την χώρα σε δυσβάστακτα πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια».
Όπως είπε, «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς.
Εκμεταλλεύθηκε με λαϊκισμό την κρίση, εξαπάτησε τους πολίτες και πλέον υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών του».
Με αφορμή την με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, μίλησε και για ευθύνες που έχουν και οι εταίροι-δανειστές, που είναι και διαχρονικές σε όλη την περίοδο των μνημονίων.
«Δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει ένα ευρύ «μέτωπο» συμμαχιών , για την απόκρουση της εξοντωτικής πολιτικής της «διαρκούς λιτότητας» του Σόιμπλε και των εταίρων του.
Αντίθετα ακολούθησε μία αλλοπρόσαλλη και αδιέξοδη διαπραγματευτική τακτική», σημείωσε.
Υπογράμμισε δε, πως «με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup η χώρα οδηγείται σε ένα διαρκές μνημόνιο, σε αέναη λιτότητα.
Προ-νομοθέτησαν απαράδεκτα μέτρα λιτότητας, συμφώνησαν σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά έτη χωρίς καν να πετύχουν την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και κυρίως την αναδιάρθρωση του χρέους.
Όλα αυτά απλώς για να πάρουν τη δόση.
Χάσανε και στα τρία μέτωπα: χρέος, πρωτογενή πλεονάσματα και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.
Μετά το αποτέλεσμα του Eurogroup είναι να απορεί κανείς, γιατί καθυστερούσαν τόσους μήνες και εντεινόταν η αβεβαιότητα.
Πέρασε η γραμμή του Σόιμπλε και έχουν το θράσος να πανηγυρίζουν!
Έφτασαν στο σημείο να υπογράψουν στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2055 και το 2060!».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση πως πέτυχε το χειρότερο μίγμα στην διαπραγμάτευση, λέγοντας μάλιστα ότι «ΔΝΤ και Σόιμπλε κέρδισαν και δηλώνουν ικανοποιημένοι, ο κ. Τσίπρας όμως σε ποια επιτυχία άραγε αναφέρεται: στην αυτονόητη λήψη της δόσης μετά από ψήφιση επιπρόσθετων μέτρων και με καθυστέρηση ενός και πλέον έτους;
Τι να πω;
Τέτοια “επιτυχία” δεν θα την αντέξει ο ελληνικός λαός!».
Σύμφωνα με τον κ. Θεοχαρόπουλο «δεν αρκεί μόνο η καταδίκη των μέτρων όπως έκαναν οι Σαμαράς και Τσίπρας πριν έρθουν στην εξουσία, η χώρα έχει ανάγκη από μια άλλη πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς που απαιτεί η παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά και ταυτοχρόνως θα πείθει ότι έχει σχέδιο, προτάσεις και εναλλακτική στρατηγική για την έξοδο από την κρίση.
Δεν χρειάζονται συνεπώς μεγαλοστομίες.
Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για το τι κάνουμε όσο είμαστε σε Μνημόνια και τι όταν φύγουμε από αυτά», προσθέτοντας ότι το Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τον Ιούνιο σε αυτό ακριβώς στοχεύει.
Όπως είπε, «η σοσιαλδημοκρατική απάντηση στη φτώχεια, είναι ένα κράτος, το οποίο επενδύει στις υπηρεσίες και όχι στα επιδόματα, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία στην επιχειρηματικότητα.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πλήρη διαστροφή της πρότασης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για το πώς αντιμετωπίζεται η φτώχεια.
Η πολιτική της κυβέρνησης αναθεματίζει τη φτώχεια και πολλαπλασιάζει τους φτωχούς.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη και η κεντροαριστερά δεν πρόκειται να απλώσει χέρι βοηθείας σε μια τέτοια πολιτική».
Αναφερόμενος στη ΝΔ, υποστήριξε ότι «παραμένει μια βαθύτατα συντηρητική δύναμη χωρίς καμία ανανέωση ιδεών, πολιτικών πρακτικών και προσώπων, που δεν μπορεί με την πολιτική της να προσφέρει τις μεταρρυθμιστικές λύσεις που έχει ανάγκη η χώρα και να ανταποκριθεί στα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, συνοχή και αλληλεγγύη της κοινωνίας, για έξοδο από την κρίση.
Είναι προσκολλημένη στις παραδοσιακές λογικές των πελατειακών σχέσεων όπως και σε ακραία συντηρητικές αντιλήψεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα».
Κατά τον ίδιο, «η ΝΔ δεν αποτελεί την λύση στην πολυεπίπεδη κρίση που βιώνει η χώρα.
Η ΝΔ παραμένει προσκολλημένη στην καταστροφική πολιτική της περιόδου Καραμανλή 2004-2009 που έφερε την κρίση στη χώρα και διόγκωσε τα ελλείμματα.
Η ηγεμονία της ΝΔ με ή χωρίς «συμπλήρωμα» δεν θα δώσει λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα. Για αυτό οι προσκλήσεις για «μέτωπα» με την ΝΔ δεν μας αφορούν.
Η ΝΔ διακηρύσσει την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, αλλά καμία συγκεκριμένη πρόταση για το περιεχόμενό τους δεν έχει καταθέσει.
Αναφέρεται μόνο σε θέματα της φορολογίας και της επιχειρηματικότητας, ενώ αποφεύγει επιμελώς την οποιαδήποτε αναφορά ή δέσμευση για τα ελληνικά νοικοκυριά, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, τους άνεργους, τους συνταξιούχους.
Αποφεύγει την αντιπαράθεση με τους ακραία συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης, κύκλους που ανήκουν όμως στην δική της πολιτική οικογένεια.
Η ΝΔ είναι το κόμμα της συντήρησης, της Ελληνικής δεξιάς, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προνομιακό συνομιλητή μας».
Το δικό μας μοντέλο, συνέχισε ο κ. Θεοχαρόπουλος, «είναι σαφώς οριοθετημένο τόσο από το μοντέλο της ΝΔ που επιδιώκει μία άναρχη ανάπτυξη με ασύδοτη λειτουργία της αγοράς, χωρίς κανόνες και εργασιακά δικαιώματα, όσο και από το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ που αρχικά υποστηρίζει ένα παρωχημένο μοντέλο σφιχταγκαλισμού κράτους και οικονομίας και τελικά δέχεται όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα ορισμένων εταίρων-δανειστών.
Σε αυτό το πλαίσιο εμείς παρουσιάζουμε την δική μας πρόταση υπέρβασης της κρίσης.
Εμείς ένα σύμμαχο έχουμε.
Αυτός είναι εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τόσο το κράτος όσο και την κοινωνία, τόσο τους κάτω όσο και τους πάνω, τόσο το κράτος πρόνοιας όσο και τη λειτουργία των αγορών.
Αυτή η προοδευτική πολιτική είναι ο σύμμαχός μας.
Για αυτό επιδιώκουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη με δουλειές και προστασία των εργασιακών σχέσεων, με ποιοτικές υπηρεσίες στους βασικούς τομείς κοινωνικής πολιτικής».
Μεταξύ άλλων τόνισε ότι «σήμερα είναι η ώρα των νέων πρωτοβουλιών.
Η σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται επειγόντως ένα νέο ρεαλιστικό αφήγημα που θα στηρίζεται στην συμμαχία των υγιών παραγωγικών δυνάμεων που μπορούν να δημιουργήσουν νέο πλούτο με τις κοινωνικές ομάδες που βίαια περιθωριοποιούνται», ότι «για να υπερβεί η χώρα την κρίση όμως απαιτούνται τολμηρές αλλαγές και ανατροπές με μεταρρυθμίσεις που είναι υπέρ της πλειοψηφίας, που αφαιρούν προνόμια από μικρές αλλά ισχυρές ομάδες που αξιοποίησαν την πρόσβαση τους στο πελατειακό σύστημα, που προωθούν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης», σημειώνοντας ότι «οι πολιτικές μας πρωτοβουλίες στοχεύουν στην ανάδειξη και προώθηση προοδευτικών λύσεων για την χώρα», καθώς και ότι σήμερα σε συνθήκες κρίσης πρέπει να προχωρήσουμε σε επιλογές με κύριο στόχο ένα αναπτυξιακό σοκ, με προσέλκυση επενδύσεων που θα αλλάξουν τα δεδομένα στην χώρα.
Μίλησε για Εθνική Συνεννόηση σε ένα πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης με χρονικό ορίζοντα την έξοδο από την κρίση και τα Μνημόνια και μεταξύ άλλων ανέφερε «διεκδικούμε αλλαγή των συσχετισμών, που θα ακυρώνει το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και θα δυναμώσει το αίτημα για την Εθνική Συνεννόηση, ως εθνική ανάγκη και κοινωνική απαίτηση.
Με την Δημοκρατική Συμπαράταξη στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων».
Σημείωσε ότι το 2017 μπορεί και πρέπει να είναι η χρονιά μεγάλης ανακατάταξης του πολιτικού συστήματος στην χώρα μας, αλλά και πως η Δημοκρατική Συμπαράταξη οφείλει να οδηγηθεί σε μια δημιουργική μετεξέλιξη, σε ένα ανοικτό φορέα, ικανό να εκφράσει νέες ιδέες, νέες προτεραιότητες, νέους ανθρώπους και «για αυτό είναι σημαντικό το βήμα του Συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τον Ιούνιο, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς η φάση της προγραμματικής ενότητας των κομμάτων και κινήσεων που απαρτίζουν την Δημοκρατική Συμπαράταξη».
Όπως είπε, «για να γίνει ταυτοχρόνως η υπέρβαση στον χώρο μας χρειάζεται να σηματοδοτηθεί στο Συνέδριο αυτό ένα ξεκίνημα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον.
Με ένα ξεκάθαρο οδικό άξονα που θα οδηγεί στον ενιαίο προοδευτικό φορέα που θα ενώσει τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του μεταρρυθμιστικού κέντρου και της ανανεωτικής αριστεράς, μέσα από ένα ιδρυτικό συνέδριο και εκλογή επικεφαλής από την βάση. Στοχεύουμε σε έναν ισχυρό ενιαίο φορέα για να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο προοδευτικό ρεύμα πλειοψηφίας μακριά από μικροκομματικές αντιπαραθέσεις που δεν αφορούν το παρόν και το μέλλον».
Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως «απαιτείται φυγή προς τα εμπρός μακριά από αντιπαλότητες του παρελθόντος που δεν αφορούν την κοινωνία, δεν αφορούν το παρόν και το μέλλον.
Τώρα είναι η ώρα για να πετύχουμε την υπέρβαση, για να υπάρχει ενιαία έκφραση της κεντροαριστεράς σε όλα τα επίπεδα και να προχωρήσουν όλα τα επόμενα βήματα.
Με ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα.
Με ενότητα και ανανέωση.
Η πρόκληση είναι να γίνει η προοδευτική παράταξη ένα κόμμα της βάσης και όχι ένα κόμμα παραγόντων.
Να ενώσουμε και να ανανεώσουμε την κεντροαριστερά.
Στόχος μας είναι η κεντροαριστερά να αναδειχθεί πολιτικά κυρίαρχη και ιδεολογικά ηγεμονική δύναμη του ενός από τους δύο κύριους πόλους του πολιτικού συστήματος, του προοδευτικού πόλου.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αλλαγή των συσχετισμών καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυριακά εξέφρασε ένα τμήμα των προοδευτικών πολιτών και το εγκλώβισε στις αδιέξοδες πολιτικές του.
Ταυτοχρόνως όμως η αντίθεσή μας με τη ΝΔ παραμένει κυρίαρχη και έχει στρατηγικό χαρακτήρα.
Η ενίσχυση του χώρου μας δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες πολιτικής σύγκλισης με τον ιδεολογικό μας αντίπαλο, την δεξιά.
Έχουμε ανοιχτό μέτωπο με τον λαϊκισμό, τις ιδεοληψίες και δογματικές εμμονές, τις καθεστωτικές λογικές και πρακτικές, καθώς και κάθε συντηρητική πολιτική που κρατά την χώρα καθηλωμένη.
Στο Συνέδριο μας τον Ιούνιο θα συζητήσουμε και θα πάρουμε συγκεκριμένες αποφάσεις για τις διαδικασίες και τα βήματα για την ολοκλήρωση του στόχου, για τον νέο, ενιαίο φορέα της Παράταξης.
Όσον αφορά την μορφή του νέου φορέα, τα πολιτικά κόμματα και οι κινήσεις αποφασίζουν για το ποια είναι η θέση τους μεταξύ της δημιουργίας ενός νέου, ενιαίου φορέα με υπέρβαση των κομμάτων χωρίς συνιστώσες ή της δημιουργίας ενός πολυκομματικού ομοσπονδιακού φορέα».
Εξέφρασε τη θέση του ότι άμεσα εντός του 2017 πρέπει να δημιουργηθεί ο νέος ενιαίος φορέας χωρίς συνιστώσες και με εκλογή επικεφαλής από την βάση.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών