Καθώς ο πληθυσμός μεγαλώνει, τα προϊόντα που αγοράζουν οι άνθρωποι επίσης αλλάζουν, μεταθέτοντας τη ζήτηση προς υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη και μακριά από αγαθά όπως τα αυτοκίνητα
Το εργατικό δυναμικό του ανεπτυγμένου κόσμου θα αρχίσει να μειώνεται τις επόμενες 10 ετίες, απειλώντας τη παγκόσμια μελλοντική ανάπτυξη.
Από το χρονικό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι οικονομολόγοι ψάχνουν λόγους που εξηγούν γιατί η ανάπτυξη στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο έχει ανατρέψει επανειλημμένα με τις εκτιμήσεις τους, σχεδόν σε όλες τις μεταβλητές, τόσο στην δημοσιονομική λιτότητα έως την κατάρρευση των ΑΕΠ και των νομισμάτων. Τώρα συνειδητοποιoύν ότι ο πίο απότομος βράχος και ο δυσκολότερος να υπερκεραστεί είναι το δημογραφικό.
Οι προηγούμενες γενιές φοβούνταν για έναν κόσμο με πάρα πολλούς ανθρώπους.
Σήμερα όμως το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν πολύ λίγοι.
Αυτό αντικατοπτρίζει δύο μακροχρόνιες τάσεις: την επιμήκυνση της ζωής και τη μείωση της γονιμότητας.
Πολλές από τις οικονομικές συνέπειες είναι τώρα εμφανείς.
Με απλά λόγια, οι εταιρείες ‘ξεμένουν’ από εργαζομένους, πελάτες ή και από τους δύο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η οικονομική ανάπτυξη υποφέρει.
Καθώς ο πληθυσμός μεγαλώνει, τα προϊόντα που αγοράζουν οι άνθρωποι επίσης αλλάζουν, μεταθέτοντας τη ζήτηση προς υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη και μακριά από αγαθά όπως τα αυτοκίνητα.
Eίναι γεγονός ότι γονιμότητα μειώνεται γενικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης
Οι αυξανόμενες συντάξεις είναι ένας σημαντικός λόγος που οι περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα έχουν τόσο δυσβάσταχτα χρέη και γιατί η Γερμανία είναι τόσο απρόθυμη να τονώσει τη δική της οικονομία παρά τον ισορροπημένο προϋπολογισμό της.
Εν τω μεταξύ, η κίνηση τόσων πολλών ανθρώπων προς την περίοδο της μεγαλύτερης αποταμίευσης της ζωής τους έχει κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, καθιστώντας δύσκολο για τους κεντρικούς τραπεζίτες να χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά εργαλεία τους για να επιφέρουν οικονομική ανάπτυξη.
Το 1798, ο Βρετανός Thomas Malthus υποστήριξε ότι η ανθρωπότητα θα αναπαραχθεί ταχύτερα από ότι θα μπορούσε να αυξηθεί η παραγωγή τροφίμων, οδηγώντας σε φτώχεια και λιμοκτονία.
Ήταν λάθος.
Ο πληθυσμός του Δυτικού κόσμου αυξήθηκε ταχύτατα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, με πτώση το 1918-19, λόγω του Παγκοσμίου Πολέμου και της ισπανικής πανδημίας γρίπης.
Αλλά η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας αποδείχτηκε ικανότατη να τροφοδοτήσει τα επιπλέον στόματα.
Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση των προγενέστερων οικονομικών υφέσων, υποδηλώνουν ότι οι περίοδοι ανεργίας φαίνεται να επηρεάζουν το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων.
Η αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης έχει δημιουργήσει οικονομική αβεβαιότητα , η οποία με την σειρά της μπορεί να προκαλέσει την αποτροπή των νοικοκυριών από το να αποκτήσουν παιδιά.
Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος μπορεί να φανούν βραχυπρόθεσμα εάν πχ. οι γεννήσεις απλώς αναβάλλονται ή και μακροπρόθεσμα εφόσον η οικονομική αυτή πτώση παραμένει και δεν αντικαθίσταται από την γονιμότητα.
Οι επιδράσεις της γονιμότητας στην οικονομική ύφεση διαφέρουν ανάλογα με το φύλο και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση (έκθεση ΟΑΣΑ 2011).
Η μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών γεννήσεων είναι πιθανό να συσχετιστεί με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, και την χαμηλή ειδίκευση των ανθρώπων.
Διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία αναφερόμενα σε προγενέστερα οικονομικά πλήγματα για τις χώρες της Γερμανίας και της Σουηδίας, δείχνουν ότι οι γυναίκες με υψηλά εκπαιδευτικά επίπεδα, είναι πιο πιθανό να αναβάλουν την γέννηση ενός τέκνου, ιδίως εάν δεν έχουν ήδη αποκτήσει κάποιο μέχρι στιγμής.
Λιγότερο μορφωμένες γυναίκες συχνά διατηρούν ή αυξάνουν το ποσοστό ένταξης στη μητρότητα.
Στη δεκαετία πριν από την πρόσφατη οικονομική κρίση, υπήρξε μια τάση αύξησης της γονιμότητας.
Εν μέρει αυτό εξηγείται από τον μειωμένο αντίκτυπο ως προς την ετήσια γονιμότητα των γυναικών που καθυστερούν να αποκτήσουν παιδιά.
Λιγότερη εργασία, λιγότερη ανάπτυξη: Ο μακροπρόθεσμος "δυνητικός" ρυθμός ανάπτυξης μιας χώρας εξαρτάται από δύο πράγματα: τον αριθμό των εργαζομένων και τον τρόπο με τον οποίο είναι παραγωγικοί.
Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού απειλεί άμεσα τον αριθμό των εργαζομένων.
Αποταμίευση: H αποταμίευση των χρημάτων των ανθρώπων αλλάζει καθώς μεγαλώνουν. Όταν είναι 20 ή 30 ετών, δανείζονται και ξοδεύουν για τα παιδιά και το σπίτι καθώς ξεκινούν την σταδιοδρομία τους.
Όταν είναι 40 ή 50 ετών, οι υποχρεώσεις αυτές υποχωρούν και τα εισοδήματά τους αυξάνονται, γι 'αυτό εξοικονομούν περισσότερα.
Μόλις αποσυρθούν, ζουν από τις αποταμιεύσεις τους και την κρατική στήριξη.
Από το 2000 κι έπειτα, η αύξηση του ορίου ηλικίας των γυναικών που τεκνοποιούν μειώθηκε και οι γυναίκες άρχισαν να φέρνουν στο κόσμο παιδιά, που είχαν ήδη καθυστερήσει.
Οι πρόσφατες αλλαγές στα ποσοστά γονιμότητας υποδηλώνουν, ωστόσο, ότι η παρατηρούμενη άνοδος των συνολικών ποσοστών γονιμότητας αντιστράφηκε σε ορισμένες χώρες.
Στην Ευρώπη, η κρίση συνοδεύτηκε από τη μείωση της γονιμότητας σε χώρες που ήταν που πλήττονται σοβαρά, όπως η Ελλάδα, η Λετονία και η Νορβηγία Ισπανία.
Αντίθετα, στην Ισλανδία, την Ιρλανδία και τη Ρουμανία, η γονιμότητα αυξήθηκε κάπως κατά την περίοδο της κρίσης.
Μια εξήγηση για αυτή τη διαφορά, είναι ότι η κρίση είχε ισχυρότερη επίπτωση στη γονιμότητα στις χώρες όπου οι νεότεροι άνθρωποι, επλήγησαν δυσανάλογα από την ανεργία, ενώ σε άλλες χώρες οι οικογενειακές πολιτικές συνέβαλαν στη μείωση της επίπτωσης της ύφεσης στην γονιμότητα.
Άλλες μελέτες διαπιστώνουν ότι υφίσταται μια ισχυρή σχέση μεταξύ γονιμότητας και ανεργίας στις κεντρικές, ανατολικές και νότιες χώρες της Ευρώπης.
Oι μεγαλύτερες επιδράσεις υφίστανται στις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες ,κάτι που είναι λογικό αφού τα ποσοστά της ανεργίας αυξήθηκαν δραματικά στους νέους , οι οποίοι μάλιστα ευκόλως καθυστερούν την τεκνοποίηση. Ενώ τα ποσοστά γονιμότητας μειώθηκαν σημαντικά στη Λετονία το 2009, στα κράτη της Βαλτικής η γονιμότητα δεν παρουσίασε σημαντική κάμψη.
Μία πιθανή εξήγηση σε αυτό, είναι ότι τα καθεστώτα χορήγησης της γονικής άδειας στις χώρες αυτές, εισήχθησαν πριν από την οικονομική κρίση.
Η γονιμότητα στις χώρες με υψηλό επίπεδο ευημερίας και οικογενειακής στήριξης, όπως η Γαλλία, η Νορβηγία, η Σλοβενία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Βασίλειο, αντιστέκεται περισσότερο στην ύφεση.
Ωστόσο ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, η Κίνα, διέλυσε την πολιτική της που όριζε το όριο σε ένα παιδί.
Στοιχεία από χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Αυστραλία και η Καναδική επαρχία του Κεμπέκ, όπου προσφέρονταν επιχορηγήσεις σε μετρητά για να ενθαρρύνουν το μοντέλο της μεγαλύτερης οικογένειας και γενναιόδωρη στήριξη στις εργαζόμενες μητέρες, αποδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι να αυξηθούν τα ποσοστά γονιμότητας.
Συνολικά, παραμένουν πολύ κάτω από το ποσοστό αντικατάστασης του 2,1. Ακόμα και με μεγαλύτερη γονιμότητα, θα περνούσαν δεκαετίες πριν οι τάσεις του πληθυσμού να αλλάξουν ουσιαστικά.
Σε πολλές πλούσιες χώρες, οι επιχειρήσεις που χρειάζονται εργατικό δυναμικό ενδιαφέρονται περισσότερο για μετανάστες.
Προκειμένου, όμως, να σταθεροποιηθεί το μερίδιο των ηλικιωμένων στον πληθυσμό των προηγμένων χωρών απαιτείται άμεσος οκταπλασιασμός της μετανάστευσης από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αυτό δεν είναι πολιτικά εφικτό, δεδομένης της αντίστασης που έχει δημιουργηθεί ακόμα και με τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης.
Είναι ο πιο ελπιδοφόρος τρόπος αντιμετώπισης της γήρανσης του πληθυσμού, να ενθαρρυνθούν οι σημερινοί εργαζόμενοι να εργάζονται περισσότερο; (Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί στην Ιαπωνία, όπου το 22% των άνω των 65 ετών εργάζεται σε σχέση με το 18% στις ΗΠΑ.)
Θα πρέπει οι επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε ένα γηραιότερο εργατικό δυναμικό;
Ελλάδα
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τη ραγδαία πτώση γεννήσεων από το 1990 και έπειτα.
Ενώ από το 1950 έως το 1980 οι γεννήσεις κυμαίνονταν σταθερά γύρω στις 150.000 το χρόνο, υπερβαίνοντας σημαντικά τους θανάτους, το 1990 υποχώρησαν σε λίγο πάνω από 100.000 και στα χρόνια της κρίσης έκαναν βουτιά 22% φθάνοντας σε επίπεδα κοντά στις 90.000.
Σήμερα η Ελλάδα κατέχει το 2ο μικρότερο ποσοστό γεννήσεων στην Ευρώπη, με μόλις 1,3 γεννήσεις ανά γυναίκα, τη στιγμή που για να επιτευχθεί το «επίπεδο αντικατάστασης» και να μην επέλθει μείωση πληθυσμού το ποσοστό αυτό πρέπει να ανέβει στο 2,1.
Από την άλλη μεριά η χώρα μας είναι πανευρωπαϊκά πρώτη σε αμβλώσεις, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 250-300 χιλ κάθε χρόνο.
Αυτό συνεπάγεται πως 14 στις 100 Ελληνίδες έχουν προβεί σε διακοπή της κύησής τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους.
Τα αίτια για αυτή την αρνητική εξέλιξη συνοψίζονται στα εξής:
- Η οικονομική κρίση και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους, που δυσχεραίνει την οικονομική τους κατάσταση, παρατείνει την αβεβαιότητα και τους δημιουργεί συναισθήματα απαισιοδοξίας και φόβου
- Η απουσία επαρκούς υποστήριξης της πολιτείας προς τα νέα ζευγάρια και τις οικογένειες, καθώς και η έλλειψη πολιτικής κινήτρων για αύξηση της γεννητικότητας
- Το κύμα μετανάστευσης που παρατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια προς άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Περίπου 500 χιλ. Έλληνες έχουν αναζητήσει την τύχη τους στο εξωτερικό, με τους μισούς να είναι νέοι έως 34 ετών.
- Η χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας, αφού παρατηρείται μείωση των γάμων, ραγδαία άνοδος των διαζυγίων και αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών.
Τα στοιχεία για τις πρόσφατες αλλαγές στη γονιμότητα δεν επιτρέπουν μια συμπερασματική εκτίμηση του αντίκτυπου της κρίσης, καθώς η μείωση της γονιμότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης μπορεί απλά να αντικατοπτρίζει την αναβολή των γεννήσεων.
Επομένως, θα χρειαστούν ακόμη περισσότερα χρόνια , προτού κρίνουμε το πώς επιδρά η σύγχρονη κρίση στην γονιμότητα.
Αλλά αυτό που είναι σαφές είναι πως η κρίση έχει διαρκέσει περισσότερο από ότι στις προηγούμενες περιόδους ύφεσης, σε χώρες που πλήττονται περισσότερο και για αυτό το λόγο, θα μπορούσαν να έχουν τις περισσότερες παρατεταμένες επιπτώσεις για τη γονιμότητα.
Δημήτρης Κ. Καμμένος
Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στο Πρώτο Θέμα
www.bankingnews.gr
Από το χρονικό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι οικονομολόγοι ψάχνουν λόγους που εξηγούν γιατί η ανάπτυξη στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο έχει ανατρέψει επανειλημμένα με τις εκτιμήσεις τους, σχεδόν σε όλες τις μεταβλητές, τόσο στην δημοσιονομική λιτότητα έως την κατάρρευση των ΑΕΠ και των νομισμάτων. Τώρα συνειδητοποιoύν ότι ο πίο απότομος βράχος και ο δυσκολότερος να υπερκεραστεί είναι το δημογραφικό.
Οι προηγούμενες γενιές φοβούνταν για έναν κόσμο με πάρα πολλούς ανθρώπους.
Σήμερα όμως το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν πολύ λίγοι.
Αυτό αντικατοπτρίζει δύο μακροχρόνιες τάσεις: την επιμήκυνση της ζωής και τη μείωση της γονιμότητας.
Πολλές από τις οικονομικές συνέπειες είναι τώρα εμφανείς.
Με απλά λόγια, οι εταιρείες ‘ξεμένουν’ από εργαζομένους, πελάτες ή και από τους δύο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η οικονομική ανάπτυξη υποφέρει.
Καθώς ο πληθυσμός μεγαλώνει, τα προϊόντα που αγοράζουν οι άνθρωποι επίσης αλλάζουν, μεταθέτοντας τη ζήτηση προς υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη και μακριά από αγαθά όπως τα αυτοκίνητα.
Eίναι γεγονός ότι γονιμότητα μειώνεται γενικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης
Οι αυξανόμενες συντάξεις είναι ένας σημαντικός λόγος που οι περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα έχουν τόσο δυσβάσταχτα χρέη και γιατί η Γερμανία είναι τόσο απρόθυμη να τονώσει τη δική της οικονομία παρά τον ισορροπημένο προϋπολογισμό της.
Εν τω μεταξύ, η κίνηση τόσων πολλών ανθρώπων προς την περίοδο της μεγαλύτερης αποταμίευσης της ζωής τους έχει κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, καθιστώντας δύσκολο για τους κεντρικούς τραπεζίτες να χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά εργαλεία τους για να επιφέρουν οικονομική ανάπτυξη.
Το 1798, ο Βρετανός Thomas Malthus υποστήριξε ότι η ανθρωπότητα θα αναπαραχθεί ταχύτερα από ότι θα μπορούσε να αυξηθεί η παραγωγή τροφίμων, οδηγώντας σε φτώχεια και λιμοκτονία.
Ήταν λάθος.
Ο πληθυσμός του Δυτικού κόσμου αυξήθηκε ταχύτατα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, με πτώση το 1918-19, λόγω του Παγκοσμίου Πολέμου και της ισπανικής πανδημίας γρίπης.
Αλλά η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας αποδείχτηκε ικανότατη να τροφοδοτήσει τα επιπλέον στόματα.
Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση των προγενέστερων οικονομικών υφέσων, υποδηλώνουν ότι οι περίοδοι ανεργίας φαίνεται να επηρεάζουν το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων.
Η αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης έχει δημιουργήσει οικονομική αβεβαιότητα , η οποία με την σειρά της μπορεί να προκαλέσει την αποτροπή των νοικοκυριών από το να αποκτήσουν παιδιά.
Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος μπορεί να φανούν βραχυπρόθεσμα εάν πχ. οι γεννήσεις απλώς αναβάλλονται ή και μακροπρόθεσμα εφόσον η οικονομική αυτή πτώση παραμένει και δεν αντικαθίσταται από την γονιμότητα.
Οι επιδράσεις της γονιμότητας στην οικονομική ύφεση διαφέρουν ανάλογα με το φύλο και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση (έκθεση ΟΑΣΑ 2011).
Η μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών γεννήσεων είναι πιθανό να συσχετιστεί με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, και την χαμηλή ειδίκευση των ανθρώπων.
Διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία αναφερόμενα σε προγενέστερα οικονομικά πλήγματα για τις χώρες της Γερμανίας και της Σουηδίας, δείχνουν ότι οι γυναίκες με υψηλά εκπαιδευτικά επίπεδα, είναι πιο πιθανό να αναβάλουν την γέννηση ενός τέκνου, ιδίως εάν δεν έχουν ήδη αποκτήσει κάποιο μέχρι στιγμής.
Λιγότερο μορφωμένες γυναίκες συχνά διατηρούν ή αυξάνουν το ποσοστό ένταξης στη μητρότητα.
Στη δεκαετία πριν από την πρόσφατη οικονομική κρίση, υπήρξε μια τάση αύξησης της γονιμότητας.
Εν μέρει αυτό εξηγείται από τον μειωμένο αντίκτυπο ως προς την ετήσια γονιμότητα των γυναικών που καθυστερούν να αποκτήσουν παιδιά.
Λιγότερη εργασία, λιγότερη ανάπτυξη: Ο μακροπρόθεσμος "δυνητικός" ρυθμός ανάπτυξης μιας χώρας εξαρτάται από δύο πράγματα: τον αριθμό των εργαζομένων και τον τρόπο με τον οποίο είναι παραγωγικοί.
Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού απειλεί άμεσα τον αριθμό των εργαζομένων.
Αποταμίευση: H αποταμίευση των χρημάτων των ανθρώπων αλλάζει καθώς μεγαλώνουν. Όταν είναι 20 ή 30 ετών, δανείζονται και ξοδεύουν για τα παιδιά και το σπίτι καθώς ξεκινούν την σταδιοδρομία τους.
Όταν είναι 40 ή 50 ετών, οι υποχρεώσεις αυτές υποχωρούν και τα εισοδήματά τους αυξάνονται, γι 'αυτό εξοικονομούν περισσότερα.
Μόλις αποσυρθούν, ζουν από τις αποταμιεύσεις τους και την κρατική στήριξη.
Από το 2000 κι έπειτα, η αύξηση του ορίου ηλικίας των γυναικών που τεκνοποιούν μειώθηκε και οι γυναίκες άρχισαν να φέρνουν στο κόσμο παιδιά, που είχαν ήδη καθυστερήσει.
Οι πρόσφατες αλλαγές στα ποσοστά γονιμότητας υποδηλώνουν, ωστόσο, ότι η παρατηρούμενη άνοδος των συνολικών ποσοστών γονιμότητας αντιστράφηκε σε ορισμένες χώρες.
Στην Ευρώπη, η κρίση συνοδεύτηκε από τη μείωση της γονιμότητας σε χώρες που ήταν που πλήττονται σοβαρά, όπως η Ελλάδα, η Λετονία και η Νορβηγία Ισπανία.
Αντίθετα, στην Ισλανδία, την Ιρλανδία και τη Ρουμανία, η γονιμότητα αυξήθηκε κάπως κατά την περίοδο της κρίσης.
Μια εξήγηση για αυτή τη διαφορά, είναι ότι η κρίση είχε ισχυρότερη επίπτωση στη γονιμότητα στις χώρες όπου οι νεότεροι άνθρωποι, επλήγησαν δυσανάλογα από την ανεργία, ενώ σε άλλες χώρες οι οικογενειακές πολιτικές συνέβαλαν στη μείωση της επίπτωσης της ύφεσης στην γονιμότητα.
Άλλες μελέτες διαπιστώνουν ότι υφίσταται μια ισχυρή σχέση μεταξύ γονιμότητας και ανεργίας στις κεντρικές, ανατολικές και νότιες χώρες της Ευρώπης.
Oι μεγαλύτερες επιδράσεις υφίστανται στις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες ,κάτι που είναι λογικό αφού τα ποσοστά της ανεργίας αυξήθηκαν δραματικά στους νέους , οι οποίοι μάλιστα ευκόλως καθυστερούν την τεκνοποίηση. Ενώ τα ποσοστά γονιμότητας μειώθηκαν σημαντικά στη Λετονία το 2009, στα κράτη της Βαλτικής η γονιμότητα δεν παρουσίασε σημαντική κάμψη.
Μία πιθανή εξήγηση σε αυτό, είναι ότι τα καθεστώτα χορήγησης της γονικής άδειας στις χώρες αυτές, εισήχθησαν πριν από την οικονομική κρίση.
Η γονιμότητα στις χώρες με υψηλό επίπεδο ευημερίας και οικογενειακής στήριξης, όπως η Γαλλία, η Νορβηγία, η Σλοβενία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Βασίλειο, αντιστέκεται περισσότερο στην ύφεση.
Ωστόσο ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, η Κίνα, διέλυσε την πολιτική της που όριζε το όριο σε ένα παιδί.
Στοιχεία από χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Αυστραλία και η Καναδική επαρχία του Κεμπέκ, όπου προσφέρονταν επιχορηγήσεις σε μετρητά για να ενθαρρύνουν το μοντέλο της μεγαλύτερης οικογένειας και γενναιόδωρη στήριξη στις εργαζόμενες μητέρες, αποδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι να αυξηθούν τα ποσοστά γονιμότητας.
Συνολικά, παραμένουν πολύ κάτω από το ποσοστό αντικατάστασης του 2,1. Ακόμα και με μεγαλύτερη γονιμότητα, θα περνούσαν δεκαετίες πριν οι τάσεις του πληθυσμού να αλλάξουν ουσιαστικά.
Σε πολλές πλούσιες χώρες, οι επιχειρήσεις που χρειάζονται εργατικό δυναμικό ενδιαφέρονται περισσότερο για μετανάστες.
Προκειμένου, όμως, να σταθεροποιηθεί το μερίδιο των ηλικιωμένων στον πληθυσμό των προηγμένων χωρών απαιτείται άμεσος οκταπλασιασμός της μετανάστευσης από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αυτό δεν είναι πολιτικά εφικτό, δεδομένης της αντίστασης που έχει δημιουργηθεί ακόμα και με τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης.
Είναι ο πιο ελπιδοφόρος τρόπος αντιμετώπισης της γήρανσης του πληθυσμού, να ενθαρρυνθούν οι σημερινοί εργαζόμενοι να εργάζονται περισσότερο; (Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί στην Ιαπωνία, όπου το 22% των άνω των 65 ετών εργάζεται σε σχέση με το 18% στις ΗΠΑ.)
Θα πρέπει οι επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε ένα γηραιότερο εργατικό δυναμικό;
Ελλάδα
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τη ραγδαία πτώση γεννήσεων από το 1990 και έπειτα.
Ενώ από το 1950 έως το 1980 οι γεννήσεις κυμαίνονταν σταθερά γύρω στις 150.000 το χρόνο, υπερβαίνοντας σημαντικά τους θανάτους, το 1990 υποχώρησαν σε λίγο πάνω από 100.000 και στα χρόνια της κρίσης έκαναν βουτιά 22% φθάνοντας σε επίπεδα κοντά στις 90.000.
Σήμερα η Ελλάδα κατέχει το 2ο μικρότερο ποσοστό γεννήσεων στην Ευρώπη, με μόλις 1,3 γεννήσεις ανά γυναίκα, τη στιγμή που για να επιτευχθεί το «επίπεδο αντικατάστασης» και να μην επέλθει μείωση πληθυσμού το ποσοστό αυτό πρέπει να ανέβει στο 2,1.
Από την άλλη μεριά η χώρα μας είναι πανευρωπαϊκά πρώτη σε αμβλώσεις, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 250-300 χιλ κάθε χρόνο.
Αυτό συνεπάγεται πως 14 στις 100 Ελληνίδες έχουν προβεί σε διακοπή της κύησής τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους.
Τα αίτια για αυτή την αρνητική εξέλιξη συνοψίζονται στα εξής:
- Η οικονομική κρίση και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους, που δυσχεραίνει την οικονομική τους κατάσταση, παρατείνει την αβεβαιότητα και τους δημιουργεί συναισθήματα απαισιοδοξίας και φόβου
- Η απουσία επαρκούς υποστήριξης της πολιτείας προς τα νέα ζευγάρια και τις οικογένειες, καθώς και η έλλειψη πολιτικής κινήτρων για αύξηση της γεννητικότητας
- Το κύμα μετανάστευσης που παρατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια προς άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Περίπου 500 χιλ. Έλληνες έχουν αναζητήσει την τύχη τους στο εξωτερικό, με τους μισούς να είναι νέοι έως 34 ετών.
- Η χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας, αφού παρατηρείται μείωση των γάμων, ραγδαία άνοδος των διαζυγίων και αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών.
Τα στοιχεία για τις πρόσφατες αλλαγές στη γονιμότητα δεν επιτρέπουν μια συμπερασματική εκτίμηση του αντίκτυπου της κρίσης, καθώς η μείωση της γονιμότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης μπορεί απλά να αντικατοπτρίζει την αναβολή των γεννήσεων.
Επομένως, θα χρειαστούν ακόμη περισσότερα χρόνια , προτού κρίνουμε το πώς επιδρά η σύγχρονη κρίση στην γονιμότητα.
Αλλά αυτό που είναι σαφές είναι πως η κρίση έχει διαρκέσει περισσότερο από ότι στις προηγούμενες περιόδους ύφεσης, σε χώρες που πλήττονται περισσότερο και για αυτό το λόγο, θα μπορούσαν να έχουν τις περισσότερες παρατεταμένες επιπτώσεις για τη γονιμότητα.
Δημήτρης Κ. Καμμένος
Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στο Πρώτο Θέμα
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών