"Η εξωτερική πολιτική οφείλει να εκτιμά νηφάλια και με ακρίβεια τις προθέσεις και τις επιδιώξεις κάθε συνομιλητή μας", ανέφερε ο ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιάς
«Μια επίσκεψη, όσο σημαντική και αν είναι, δεν λύνει αυτόματα όλα τα προβλήματα, μπορεί όμως να συμβάλει ώστε να ενισχυθεί μια θετική προοπτική στις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες μας», αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Κοτζιάς, με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, T. Erdogan στην Αθήνα.
Ο κ. Κοτζιάς, σε συνέντευξή του στο Έθνος της Κυριακής, αναφέρει ότι συχνά απορεί με εκείνους που μπερδεύουν την ανάλυση με την εξωτερική πολιτική.
Εξηγεί ότι «η ανάλυση, ακόμα και αν καταλήγει στα πλέον αρνητικά συμπεράσματα, γίνεται για να αναδειχθούν οι δυσκολίες και όχι προκειμένου να παραιτηθεί κανείς από μια ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Άλλο να μην έχει κανείς αυταπάτες για τις δυσκολίες σε μία σχέση και άλλο να παραιτείται από την προσπάθεια θετικής ανάπτυξης μιας σχέσης.
Και εμείς θέλουμε να εργαστούμε σε αυτή την τελευταία κατεύθυνση.
Τέλος, η εξωτερική πολιτική οφείλει να εκτιμά νηφάλια και με ακρίβεια τις προθέσεις και τις επιδιώξεις κάθε συνομιλητή μας.
Να αναλύει ορθολογικά αυτές τις προθέσεις.
Να τις κατανοεί σε βάθος, ώστε στο μέτρο του δυνατού να τις επηρεάζει».
Σε ερώτηση για το ένα η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και των Δυτικών Βαλκανίων, απαντά ότι «αν κάποιος θα είναι κερδισμένος από την ένταξη αυτών των κρατών στην EE, τον εκδημοκρατισμό και εξευρωπαϊσμό τους, αυτός είναι η Ελλάδα», σημειώνοντας ότι «θα πρέπει οι χώρες αυτές να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις και τους όρους που έχουν τεθεί προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο.
Όρους που έχουν άμεσο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και συχνά αποτέλεσαν προϊόν δικών μας προτάσεων».
Κληθείς να απαντήσει στο αν σήμερα η EE, εν μέσω της δικής της κρίσης, τη βούληση και τη δυνατότητα να στηρίξει την πλήρη ένταξη νέων χωρών, ο κ. Κοτζιάς αναφέρει πως «έχει, αλλά πρέπει να γίνει πιο ουσιαστικό, πιο δημοκρατικό και με περισσότερα κοινωνικά δίκαια οράματα, να εμβαθύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσής της.
Να πάρει βαθιά μέσα της απόφαση ότι όλα τα κράτη, παλιά και νέα, μικρά και μεγάλα, θα είναι ίσα μεταξύ τους και ότι ο πολίτης όλων αυτών των κρατών, η κοινωνία και οι κοινωνικές ομάδες με τα περισσότερα προβλήματα σήμερα θα είναι η καρδιά μιας δημοκρατικής κοινωνικά ευαίσθητης, δίκαιης EE».
«Έχει, λοιπόν, η EE τη δυνατότητα, αλλά ο δρόμος αξιοποίησης αυτών των δυνατοτήτων είναι μακρύς, δύσκολος και γεμάτος κοινωνικούς αγώνες», τονίζει.
Ακόμη, ο υπουργός με αφορμή τη μακράς διάρκειας συνάντηση με τον Αλβανό ομόλογό του στην Κρήτη και κληθείς να απαντήσει πόσο αισιόδοξος είναι για μια λύση - πακέτο των διμερών εκκρεμοτήτων, υπογραμμίζει ότι «οφείλουμε να λύσουμε τα προβλήματα του παρελθόντος, να δουλέψουμε για το κάλλιστο παρόν και να διασφαλίσουμε μια θετική ατζέντα συνεργασίας για το μέλλον.
Ως προς τα προβλήματα και τις δυνατότητες κοινές δράσης, άλλα ενδιαφέρουν περισσότερο την αλβανική πλευρά και άλλα την ελληνική.
Η από κοινού αντιμετώπισή τους αποτελεί αυτό που στη θεωρία των διαπραγματεύσεων ονομάζεται «λύση - πακέτο», διότι με αυτή λαμβάνεται υπόψη η υπάρχουσα κάθε φορά ασυμμετρία ενδιαφέροντος σε διαφορετικές θεματικές». Εκτιμά πως «είμαστε σε καλό δρόμο ώστε να οδηγηθούμε σε μια συμφωνία που θα είναι θετική και για τις δύο πλευρές».
Για το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ζήτησε να περιγράψει τη διαπραγμάτευση με τον κ. Μπουσάτι πριν αυτή αρχίσει, σχολιάζει πως θεωρεί «το λιγότερο ανόητο που ορισμένοι πολιτευτές της αντιπολίτευσης απαιτούν πριν καν ξεκινήσουμε σε μια διαπραγμάτευση να τους πούμε δημόσια, ναι δημόσια (!), τις θέσεις και τις προτάσεις που θα καταθέσουμε στις διαπραγματεύσεις, την τακτική που πρόκειται να ακολουθήσουμε.
Το ίδιο έκαναν και ως προς τη FYROM και την Κύπρο.
Ίσως να μην έχουν πείρα από πραγματικές διαπραγματεύσεις και ζητούν να παραδώσουμε εκ των προτέρων σε τρίτους τη διαπραγματευτική μας στρατηγική».
Σχετικά με το αν υπάρχουν δείγματα αλλαγής στη στάση της κυβέρνησης Ράμα απέναντι στην Αθήνα, ο ίδιος βλέπει ότι «έχει γίνει κατανοητό πως η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι σημαντικότερη από ορισμένα άλλα ζητήματα», και μεταξύ άλλων, σημειώνει πως διάβασε και τα τελευταία κείμενά του, στα οποία μιλά για ανάπτυξη μιας στρατηγικής σχέσης Ελλάδας και Αλβανίας, συμπληρώνοντας ότι «αυτά είναι θετικά γεγονότα» και «συμβάλλουν στην ανάπτυξη εκατέρωθεν εμπιστοσύνης».
Για το αν υπάρχει δυναμική ολοκλήρωσης της εκκρεμότητας με την ονομασία της ΠΓΔΜ, απαντά ότι «όλοι οι συνομιλητές μας κατανοούν πως πρέπει όλες οι πλευρές να αποδεχθούν έναν έντιμο συμβιβασμό.
Να λειτουργήσουν στη βάση της συναίνεσης και των συμβιβασμών με αρχές.
Αυτό αφορά και εκείνους από τους Ευρωπαίους που στο παρελθόν δημιουργούσαν αυταπάτες στην ηγεσία της φίλης χώρας ότι ο δρόμος για την ένταξη στην EE και αλλού μπορεί να ανοίξει χωρίς συμβιβασμούς.
Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, οι μεν γείτονές μας πίστεψαν ότι μπορούσαν να προχωρήσουν στην ένταξή τους σε θεσμούς χωρίς συμφωνία μαζί μας -κάτι που είναι αδύνατο-, ενώ κάποιοι δικοί μας πίστεψαν την αυταπάτη ότι η αδράνεια στην εξωτερική πολιτική είναι όπλο.
Αποδείχτηκε ότι στη διάρκεια της αδράνειάς μας άλλες δυνάμεις απέκτησαν εξαιρετικές προσβάσεις στους βόρειους γείτονές μας».
Σε ερώτηση για το αν η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια μπορεί να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις ακραίων εθνικιστικών κύκλων, ο κ. Κοτζιάς σημείωσε ότι «το επόμενο εξάμηνο είναι που θα δείξει αν οι φίλοι μου από τη βόρεια γείτονα θα βάλουν το χέρι στην καρδιά και θα αποφασίσουν να συμβιβαστούν.
Έναν έντιμο και όχι σάπιο συμβιβασμό.
Το μπορούν, αρκεί να το πιστέψουν και να τους στηρίξουν οι φίλοι τους».
Κάνοντας μια αποτίμηση των δύο τριμερών σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ και Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος) στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου, είπε ότι στα σχεδόν τρία χρόνια που είναι υπουργός, «έχουμε αναπτύξει και δημιουργήσει πολλαπλούς διεθνείς θεσμούς: 6 τριμερείς, 3 τετραμερείς, μια οκταμερή, μια επταμερή, δύο διεθνείς οργανισμούς και έναν παγκόσμιο.
Συνολικά 14!
Μας έχουν ζητήσει πολλές χώρες να συμμετάσχουν σε αυτές τις πρωτοβουλίες και αρκετές να συνδημιουργήσουν με εμάς καινούργιες.
Από όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, ιδιαίτερο βάθος έχουν αποκτήσει οι δύο τριμερείς Ελλάδας - Κύπρου με Αίγυπτο και Ισραήλ.
Είναι πολυεπίπεδες συνεργασίες.
Το ίδιο επιδιώκουμε να κάνουμε με εκείνες στα Βαλκάνια, με την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και τον Λίβανο.
Σήμερα, πλέον, το κύρος της χώρας έχει αναβαθμιστεί.
Οι συνεργασίες αυτές συνέβαλαν στη σταθερότητα και την ασφάλεια της περιοχής.
Ετοιμάζουμε, ως γνωρίζετε, στο πλαίσιο της Ρόδου να συγκροτήσουμε μια νέα δομή ασφάλειας και σταθερότητας για την Av. Μεσόγειο, με συμμετοχή 8 ευρωπαϊκών κρατών, 12 αραβικών και δύο διεθνών αραβικών οργανώσεων».
Με αφορμή το γεγονός ότι το μνημόνιο τελειώνει στα μέσα του 2018 και κληθείς να απαντήσει στο τι θα σημάνει το τέλος του προγράμματος για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, ο υπουργός ανέφερε ότι «όλο αυτό το διάστημα ακολουθήσαμε μια πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Συμβάλαμε στην αναβάθμιση της χώρας, την ενίσχυση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της.
Με την εισαγωγή του γεωπολιτικού στοιχείου στη συζήτηση για την κρίση διευκολύναμε να κατανοηθεί ο κρίσιμος ρόλος της χώρας και να βρεθεί ο δρόμος εξόδου από αυτήν.
Ο ρόλος της χώρας αυξήθηκε, τα καθήκοντα και οι δυνατότητές της αυξήθηκαν στη διεθνή σκηνή.
Η παγκοσμιοποίηση αύξησε και τα καθήκοντά μας».
Εξέφρασε την ελπίδα ότι «τώρα που βγαίνουμε από την κρίση θα μπορέσουμε να πάρουμε προσωπικό - έχουμε να πάρουμε σε μερικές κατηγορίες εδώ και 15 χρόνια - και να ενισχύσουμε με καλύτερα οικονομικά τη διεθνή παρουσία μας».
www.bankingnews.gr
Ο κ. Κοτζιάς, σε συνέντευξή του στο Έθνος της Κυριακής, αναφέρει ότι συχνά απορεί με εκείνους που μπερδεύουν την ανάλυση με την εξωτερική πολιτική.
Εξηγεί ότι «η ανάλυση, ακόμα και αν καταλήγει στα πλέον αρνητικά συμπεράσματα, γίνεται για να αναδειχθούν οι δυσκολίες και όχι προκειμένου να παραιτηθεί κανείς από μια ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Άλλο να μην έχει κανείς αυταπάτες για τις δυσκολίες σε μία σχέση και άλλο να παραιτείται από την προσπάθεια θετικής ανάπτυξης μιας σχέσης.
Και εμείς θέλουμε να εργαστούμε σε αυτή την τελευταία κατεύθυνση.
Τέλος, η εξωτερική πολιτική οφείλει να εκτιμά νηφάλια και με ακρίβεια τις προθέσεις και τις επιδιώξεις κάθε συνομιλητή μας.
Να αναλύει ορθολογικά αυτές τις προθέσεις.
Να τις κατανοεί σε βάθος, ώστε στο μέτρο του δυνατού να τις επηρεάζει».
Σε ερώτηση για το ένα η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και των Δυτικών Βαλκανίων, απαντά ότι «αν κάποιος θα είναι κερδισμένος από την ένταξη αυτών των κρατών στην EE, τον εκδημοκρατισμό και εξευρωπαϊσμό τους, αυτός είναι η Ελλάδα», σημειώνοντας ότι «θα πρέπει οι χώρες αυτές να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις και τους όρους που έχουν τεθεί προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο.
Όρους που έχουν άμεσο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και συχνά αποτέλεσαν προϊόν δικών μας προτάσεων».
Κληθείς να απαντήσει στο αν σήμερα η EE, εν μέσω της δικής της κρίσης, τη βούληση και τη δυνατότητα να στηρίξει την πλήρη ένταξη νέων χωρών, ο κ. Κοτζιάς αναφέρει πως «έχει, αλλά πρέπει να γίνει πιο ουσιαστικό, πιο δημοκρατικό και με περισσότερα κοινωνικά δίκαια οράματα, να εμβαθύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσής της.
Να πάρει βαθιά μέσα της απόφαση ότι όλα τα κράτη, παλιά και νέα, μικρά και μεγάλα, θα είναι ίσα μεταξύ τους και ότι ο πολίτης όλων αυτών των κρατών, η κοινωνία και οι κοινωνικές ομάδες με τα περισσότερα προβλήματα σήμερα θα είναι η καρδιά μιας δημοκρατικής κοινωνικά ευαίσθητης, δίκαιης EE».
«Έχει, λοιπόν, η EE τη δυνατότητα, αλλά ο δρόμος αξιοποίησης αυτών των δυνατοτήτων είναι μακρύς, δύσκολος και γεμάτος κοινωνικούς αγώνες», τονίζει.
Ακόμη, ο υπουργός με αφορμή τη μακράς διάρκειας συνάντηση με τον Αλβανό ομόλογό του στην Κρήτη και κληθείς να απαντήσει πόσο αισιόδοξος είναι για μια λύση - πακέτο των διμερών εκκρεμοτήτων, υπογραμμίζει ότι «οφείλουμε να λύσουμε τα προβλήματα του παρελθόντος, να δουλέψουμε για το κάλλιστο παρόν και να διασφαλίσουμε μια θετική ατζέντα συνεργασίας για το μέλλον.
Ως προς τα προβλήματα και τις δυνατότητες κοινές δράσης, άλλα ενδιαφέρουν περισσότερο την αλβανική πλευρά και άλλα την ελληνική.
Η από κοινού αντιμετώπισή τους αποτελεί αυτό που στη θεωρία των διαπραγματεύσεων ονομάζεται «λύση - πακέτο», διότι με αυτή λαμβάνεται υπόψη η υπάρχουσα κάθε φορά ασυμμετρία ενδιαφέροντος σε διαφορετικές θεματικές». Εκτιμά πως «είμαστε σε καλό δρόμο ώστε να οδηγηθούμε σε μια συμφωνία που θα είναι θετική και για τις δύο πλευρές».
Για το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ζήτησε να περιγράψει τη διαπραγμάτευση με τον κ. Μπουσάτι πριν αυτή αρχίσει, σχολιάζει πως θεωρεί «το λιγότερο ανόητο που ορισμένοι πολιτευτές της αντιπολίτευσης απαιτούν πριν καν ξεκινήσουμε σε μια διαπραγμάτευση να τους πούμε δημόσια, ναι δημόσια (!), τις θέσεις και τις προτάσεις που θα καταθέσουμε στις διαπραγματεύσεις, την τακτική που πρόκειται να ακολουθήσουμε.
Το ίδιο έκαναν και ως προς τη FYROM και την Κύπρο.
Ίσως να μην έχουν πείρα από πραγματικές διαπραγματεύσεις και ζητούν να παραδώσουμε εκ των προτέρων σε τρίτους τη διαπραγματευτική μας στρατηγική».
Σχετικά με το αν υπάρχουν δείγματα αλλαγής στη στάση της κυβέρνησης Ράμα απέναντι στην Αθήνα, ο ίδιος βλέπει ότι «έχει γίνει κατανοητό πως η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι σημαντικότερη από ορισμένα άλλα ζητήματα», και μεταξύ άλλων, σημειώνει πως διάβασε και τα τελευταία κείμενά του, στα οποία μιλά για ανάπτυξη μιας στρατηγικής σχέσης Ελλάδας και Αλβανίας, συμπληρώνοντας ότι «αυτά είναι θετικά γεγονότα» και «συμβάλλουν στην ανάπτυξη εκατέρωθεν εμπιστοσύνης».
Για το αν υπάρχει δυναμική ολοκλήρωσης της εκκρεμότητας με την ονομασία της ΠΓΔΜ, απαντά ότι «όλοι οι συνομιλητές μας κατανοούν πως πρέπει όλες οι πλευρές να αποδεχθούν έναν έντιμο συμβιβασμό.
Να λειτουργήσουν στη βάση της συναίνεσης και των συμβιβασμών με αρχές.
Αυτό αφορά και εκείνους από τους Ευρωπαίους που στο παρελθόν δημιουργούσαν αυταπάτες στην ηγεσία της φίλης χώρας ότι ο δρόμος για την ένταξη στην EE και αλλού μπορεί να ανοίξει χωρίς συμβιβασμούς.
Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, οι μεν γείτονές μας πίστεψαν ότι μπορούσαν να προχωρήσουν στην ένταξή τους σε θεσμούς χωρίς συμφωνία μαζί μας -κάτι που είναι αδύνατο-, ενώ κάποιοι δικοί μας πίστεψαν την αυταπάτη ότι η αδράνεια στην εξωτερική πολιτική είναι όπλο.
Αποδείχτηκε ότι στη διάρκεια της αδράνειάς μας άλλες δυνάμεις απέκτησαν εξαιρετικές προσβάσεις στους βόρειους γείτονές μας».
Σε ερώτηση για το αν η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια μπορεί να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις ακραίων εθνικιστικών κύκλων, ο κ. Κοτζιάς σημείωσε ότι «το επόμενο εξάμηνο είναι που θα δείξει αν οι φίλοι μου από τη βόρεια γείτονα θα βάλουν το χέρι στην καρδιά και θα αποφασίσουν να συμβιβαστούν.
Έναν έντιμο και όχι σάπιο συμβιβασμό.
Το μπορούν, αρκεί να το πιστέψουν και να τους στηρίξουν οι φίλοι τους».
Κάνοντας μια αποτίμηση των δύο τριμερών σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ και Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος) στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου, είπε ότι στα σχεδόν τρία χρόνια που είναι υπουργός, «έχουμε αναπτύξει και δημιουργήσει πολλαπλούς διεθνείς θεσμούς: 6 τριμερείς, 3 τετραμερείς, μια οκταμερή, μια επταμερή, δύο διεθνείς οργανισμούς και έναν παγκόσμιο.
Συνολικά 14!
Μας έχουν ζητήσει πολλές χώρες να συμμετάσχουν σε αυτές τις πρωτοβουλίες και αρκετές να συνδημιουργήσουν με εμάς καινούργιες.
Από όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, ιδιαίτερο βάθος έχουν αποκτήσει οι δύο τριμερείς Ελλάδας - Κύπρου με Αίγυπτο και Ισραήλ.
Είναι πολυεπίπεδες συνεργασίες.
Το ίδιο επιδιώκουμε να κάνουμε με εκείνες στα Βαλκάνια, με την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και τον Λίβανο.
Σήμερα, πλέον, το κύρος της χώρας έχει αναβαθμιστεί.
Οι συνεργασίες αυτές συνέβαλαν στη σταθερότητα και την ασφάλεια της περιοχής.
Ετοιμάζουμε, ως γνωρίζετε, στο πλαίσιο της Ρόδου να συγκροτήσουμε μια νέα δομή ασφάλειας και σταθερότητας για την Av. Μεσόγειο, με συμμετοχή 8 ευρωπαϊκών κρατών, 12 αραβικών και δύο διεθνών αραβικών οργανώσεων».
Με αφορμή το γεγονός ότι το μνημόνιο τελειώνει στα μέσα του 2018 και κληθείς να απαντήσει στο τι θα σημάνει το τέλος του προγράμματος για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, ο υπουργός ανέφερε ότι «όλο αυτό το διάστημα ακολουθήσαμε μια πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Συμβάλαμε στην αναβάθμιση της χώρας, την ενίσχυση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της.
Με την εισαγωγή του γεωπολιτικού στοιχείου στη συζήτηση για την κρίση διευκολύναμε να κατανοηθεί ο κρίσιμος ρόλος της χώρας και να βρεθεί ο δρόμος εξόδου από αυτήν.
Ο ρόλος της χώρας αυξήθηκε, τα καθήκοντα και οι δυνατότητές της αυξήθηκαν στη διεθνή σκηνή.
Η παγκοσμιοποίηση αύξησε και τα καθήκοντά μας».
Εξέφρασε την ελπίδα ότι «τώρα που βγαίνουμε από την κρίση θα μπορέσουμε να πάρουμε προσωπικό - έχουμε να πάρουμε σε μερικές κατηγορίες εδώ και 15 χρόνια - και να ενισχύσουμε με καλύτερα οικονομικά τη διεθνή παρουσία μας».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών