"O βασικός πυρήνας της πολιτικής μας για την καταπολέμηση της ανεργίας στοχεύει στους μακροχρόνια ανέργους και στη νεολαία", τονίζει η υπουργός Εργασίας, Ε. Αχτσιόγλου
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η βελτίωση συνολικά του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων αποτελούν δέσμευση και σταθερή επιδίωξη της κυβέρνησης» τονίζει η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Διότι», προσθέτει «πυρήνας της δίκαιης ανάπτυξης είναι η ενίσχυση της εργασίας».
Σύμφωνα με την υπουργό, «η δραστική μείωση που επιβλήθηκε με νόμο το 2012 στον κατώτατο μισθό, ήταν μία κοινή επιλογή των θεσμών και των κυβερνήσεων της περιόδου 2010-2014.
Η επιλογή αυτή αντανακλούσε την ταύτισή τους στην άποψη ότι, έτσι, ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δημιουργείται ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον.
Η θέση της κυβέρνησης ήταν πάντοτε ότι αυτή η κίνηση δεν αποδείχτηκε μόνο κοινωνικά επιζήμια, αλλά ήταν ταυτόχρονα και οικονομικά αναποτελεσματική.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα υψηλού μισθολογικού κόστους.
Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ενός επεξεργασμένου αναπτυξιακού σχεδίου με προτεραιότητες και ιεραρχήσεις.
Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι, επομένως, η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, με στήριξη της καινοτομίας, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας στην αλυσίδα παραγωγής αξίας».
Κατά την ίδια, είναι χρήσιμη η εμπειρία της Πορτογαλίας, «καθώς οι προτεραιότητες στα ζητήματα της εργατικής πολιτικής είναι κοινές, ενώ δείχνει ότι μπορούμε και στη χώρα μας να σχεδιάσουμε τεκμηριωμένα και να εφαρμόσουμε, σε συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς και τους εργαζόμενους, μία συγκεκριμένη πορεία αύξησης του κατώτατου μισθού, μετά το τέλος της επιτροπείας».
Μάλιστα, η προεργασία της διαδικασίας αυτής θα ξεκινήσει το προσεχές διάστημα κι εκεί θα καθοριστούν τα βήματα και το χρονοδιάγραμμά της.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει πως τόσο οι θεσμοί όσο και οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης θα κρατήσουν μία εποικοδομητική στάση και η 4η αξιολόγηση, αλλά και η συζήτηση για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας και τη ρύθμιση του χρέους θα κλείσουν έγκαιρα και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Αναφορικά με τα θέματα του υπουργείου Εργασίας, στην τέταρτη αξιολόγηση, σημειώνει ότι αυτά αφορούν, κυρίως, τεχνικά ζητήματα για το μηχανισμό μέτρησης της αντιπροσωπευτικότητας στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και για το θεσμό της διαιτησίας, «προς τον οποίο να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αμφισβητείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, όπως όρισε και η απόφαση του ΣτΕ».
Περαιτέρω, η υπουργός αναφέρει ότι, τις προηγούμενες ημέρες, ολοκληρώθηκε ένας κύκλος συναντήσεων με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους για μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων της αγοράς εργασίας.
Υπογραμμίζει ότι «στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκε η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, που, μαζί με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, όπως έχει ήδη ψηφιστεί και είναι νόμος του κράτους.
Επίσης, συζητήθηκαν η λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας και η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του προστίμου για την αδήλωτη εργασία».
Αναφέρει δε, ότι στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου συναντήσεων, διαπιστώθηκε ικανοποιητική σύγκλιση απόψεων, κατατέθηκαν τεχνικές προτάσεις και παρατηρήσεις από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, καταγράφηκαν, όμως και διαφορετικές προσεγγίσεις.
«Πιστεύουμε ότι μπορούμε με σύνθεση απόψεων και με ειλικρινή συναινετική διάθεση να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο των συζητήσεων, εκφράστηκαν εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων και οι καταρχήν θέσεις τους στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού με θετικές προσεγγίσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ακόμη, η υπουργός Εργασίας επισημαίνει ότι η αντιπροσωπευτικότητα στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα μέγεθος απαραίτητο για την επέκταση μίας συλλογικής σύμβασης στο σύνολο ενός κλάδου, ενώ αποσαφηνίζει ότι η απουσία πληροφοριακών συστημάτων οδηγούσε στον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας με μία χειροκίνητη και βαριά διαδικασία.
«Η συζήτηση που διεξάγεται, αυτήν τη στιγμή, περιορίζεται αυστηρά σε τεχνικά θέματα και δεν αφορά ζητήματα ουσίας της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων» σημειώνει η κ. Αχτσιόγλου.
Επιπλέον, η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει ότι η καταπολέμηση της ανεργίας είναι ένας διαρκής στόχος και προσθέτει πως «το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί κατά έξι μονάδες περίπου από το 2014 και έχουν δημιουργηθεί τουλάχιστον 350.000 περισσότερες θέσεις εργασίας στην περίοδο της διακυβέρνησής μας.
Ασφαλώς, το έχω ξαναπεί, κανείς δεν εφησυχάζει, γνωρίζουμε καλά το μέγεθος του προβλήματος και ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη».
Κατά την ίδια, «ο βασικός πυρήνας της πολιτικής μας για την καταπολέμηση της ανεργίας στοχεύει στους μακροχρόνια ανέργους και στη νεολαία.
Οι αλλαγές που έγιναν στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για ανθρώπους που έχουν βρεθεί αρκετά χρόνια εκτός της αγοράς εργασίας».
Μάλιστα, αναφέρει ότι επόμενο διάστημα θα ανακοινωθούν και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που σχετίζονται, κυρίως, με τη νεανική ανεργία. «Γνωρίζουμε βέβαια ότι τόσο η ανεργία όσο και το brain drain δεν αφορούν μόνο ένα υπουργείο. Χρειάζεται, επομένως, συντονισμός και διυπουργική συνεργασία, για να είμαστε αποτελεσματικοί. Ήδη, το υπουργείο Παιδείας έχει αναπτύξει και εφαρμόσει σειρά θετικών πρωτοβουλιών για τους νέους πτυχιούχους» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αχτσιόγλου.
Σε ερώτηση σχετικά με τη βιωσιμότητα της πρόσφατης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, απαντά ότι ήδη η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, συντείνουν στην εξάλειψη των ταμειακών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης, υπογραμμίζοντας ότι ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, ύψους 777 εκατ. ευρώ, έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατ. ευρώ.
«Μία θετική απόκλιση, δηλαδή, της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Η ίδια θετική εικόνα θα επαναληφθεί και το 2018» εκτιμά η υπουργός.
Τέλος, εκτιμά ότι η βελτίωση της πορείας της οικονομίας και του ρυθμού ανάπτυξης θα επηρεάσουν θετικά τα οικονομικά δεδομένα και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, «επιτρέποντάς μας τις διορθωτικές παρεμβάσεις».
www.bankingnews.gr
«Διότι», προσθέτει «πυρήνας της δίκαιης ανάπτυξης είναι η ενίσχυση της εργασίας».
Σύμφωνα με την υπουργό, «η δραστική μείωση που επιβλήθηκε με νόμο το 2012 στον κατώτατο μισθό, ήταν μία κοινή επιλογή των θεσμών και των κυβερνήσεων της περιόδου 2010-2014.
Η επιλογή αυτή αντανακλούσε την ταύτισή τους στην άποψη ότι, έτσι, ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δημιουργείται ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον.
Η θέση της κυβέρνησης ήταν πάντοτε ότι αυτή η κίνηση δεν αποδείχτηκε μόνο κοινωνικά επιζήμια, αλλά ήταν ταυτόχρονα και οικονομικά αναποτελεσματική.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα υψηλού μισθολογικού κόστους.
Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ενός επεξεργασμένου αναπτυξιακού σχεδίου με προτεραιότητες και ιεραρχήσεις.
Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι, επομένως, η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, με στήριξη της καινοτομίας, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας στην αλυσίδα παραγωγής αξίας».
Κατά την ίδια, είναι χρήσιμη η εμπειρία της Πορτογαλίας, «καθώς οι προτεραιότητες στα ζητήματα της εργατικής πολιτικής είναι κοινές, ενώ δείχνει ότι μπορούμε και στη χώρα μας να σχεδιάσουμε τεκμηριωμένα και να εφαρμόσουμε, σε συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς και τους εργαζόμενους, μία συγκεκριμένη πορεία αύξησης του κατώτατου μισθού, μετά το τέλος της επιτροπείας».
Μάλιστα, η προεργασία της διαδικασίας αυτής θα ξεκινήσει το προσεχές διάστημα κι εκεί θα καθοριστούν τα βήματα και το χρονοδιάγραμμά της.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει πως τόσο οι θεσμοί όσο και οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης θα κρατήσουν μία εποικοδομητική στάση και η 4η αξιολόγηση, αλλά και η συζήτηση για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας και τη ρύθμιση του χρέους θα κλείσουν έγκαιρα και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Αναφορικά με τα θέματα του υπουργείου Εργασίας, στην τέταρτη αξιολόγηση, σημειώνει ότι αυτά αφορούν, κυρίως, τεχνικά ζητήματα για το μηχανισμό μέτρησης της αντιπροσωπευτικότητας στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και για το θεσμό της διαιτησίας, «προς τον οποίο να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αμφισβητείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, όπως όρισε και η απόφαση του ΣτΕ».
Περαιτέρω, η υπουργός αναφέρει ότι, τις προηγούμενες ημέρες, ολοκληρώθηκε ένας κύκλος συναντήσεων με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους για μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων της αγοράς εργασίας.
Υπογραμμίζει ότι «στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκε η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, που, μαζί με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, όπως έχει ήδη ψηφιστεί και είναι νόμος του κράτους.
Επίσης, συζητήθηκαν η λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας και η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του προστίμου για την αδήλωτη εργασία».
Αναφέρει δε, ότι στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου συναντήσεων, διαπιστώθηκε ικανοποιητική σύγκλιση απόψεων, κατατέθηκαν τεχνικές προτάσεις και παρατηρήσεις από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, καταγράφηκαν, όμως και διαφορετικές προσεγγίσεις.
«Πιστεύουμε ότι μπορούμε με σύνθεση απόψεων και με ειλικρινή συναινετική διάθεση να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο των συζητήσεων, εκφράστηκαν εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων και οι καταρχήν θέσεις τους στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού με θετικές προσεγγίσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ακόμη, η υπουργός Εργασίας επισημαίνει ότι η αντιπροσωπευτικότητα στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα μέγεθος απαραίτητο για την επέκταση μίας συλλογικής σύμβασης στο σύνολο ενός κλάδου, ενώ αποσαφηνίζει ότι η απουσία πληροφοριακών συστημάτων οδηγούσε στον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας με μία χειροκίνητη και βαριά διαδικασία.
«Η συζήτηση που διεξάγεται, αυτήν τη στιγμή, περιορίζεται αυστηρά σε τεχνικά θέματα και δεν αφορά ζητήματα ουσίας της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων» σημειώνει η κ. Αχτσιόγλου.
Επιπλέον, η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει ότι η καταπολέμηση της ανεργίας είναι ένας διαρκής στόχος και προσθέτει πως «το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί κατά έξι μονάδες περίπου από το 2014 και έχουν δημιουργηθεί τουλάχιστον 350.000 περισσότερες θέσεις εργασίας στην περίοδο της διακυβέρνησής μας.
Ασφαλώς, το έχω ξαναπεί, κανείς δεν εφησυχάζει, γνωρίζουμε καλά το μέγεθος του προβλήματος και ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη».
Κατά την ίδια, «ο βασικός πυρήνας της πολιτικής μας για την καταπολέμηση της ανεργίας στοχεύει στους μακροχρόνια ανέργους και στη νεολαία.
Οι αλλαγές που έγιναν στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για ανθρώπους που έχουν βρεθεί αρκετά χρόνια εκτός της αγοράς εργασίας».
Μάλιστα, αναφέρει ότι επόμενο διάστημα θα ανακοινωθούν και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που σχετίζονται, κυρίως, με τη νεανική ανεργία. «Γνωρίζουμε βέβαια ότι τόσο η ανεργία όσο και το brain drain δεν αφορούν μόνο ένα υπουργείο. Χρειάζεται, επομένως, συντονισμός και διυπουργική συνεργασία, για να είμαστε αποτελεσματικοί. Ήδη, το υπουργείο Παιδείας έχει αναπτύξει και εφαρμόσει σειρά θετικών πρωτοβουλιών για τους νέους πτυχιούχους» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αχτσιόγλου.
Σε ερώτηση σχετικά με τη βιωσιμότητα της πρόσφατης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, απαντά ότι ήδη η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, συντείνουν στην εξάλειψη των ταμειακών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης, υπογραμμίζοντας ότι ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, ύψους 777 εκατ. ευρώ, έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατ. ευρώ.
«Μία θετική απόκλιση, δηλαδή, της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Η ίδια θετική εικόνα θα επαναληφθεί και το 2018» εκτιμά η υπουργός.
Τέλος, εκτιμά ότι η βελτίωση της πορείας της οικονομίας και του ρυθμού ανάπτυξης θα επηρεάσουν θετικά τα οικονομικά δεδομένα και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, «επιτρέποντάς μας τις διορθωτικές παρεμβάσεις».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών