"Tα Συντάγματα δεν είναι εργαστηριακά ακαδημαϊκά προϊόντα αλλά ιστορικές καταστάσεις", αναφέρει ο Ευ. Βενιζέλος
«Πέρασε η εποχή των συμβιβασμών προς χάρη της πολυσυλλεκτικότητας ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας που διεκδικούσε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία», τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο ΒΗΜΑ της Κυριακής.
Ο ίδιος, κληθείς να σχολιάσει αυτό που υποστηρίζει η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής ότι έχει χαράξει μια στρατηγική αυτονομίας του χώρου μέσω της πολιτικής των ίσων αποστάσεων με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και να αιτιολογήσει τη διαφωνία του με τη γραμμή αυτή, απαντά ότι «η πολιτική αυτονομία κατακτάται μέσα από την ικανότητα διατύπωσης πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων που δίνουν καθαρό στίγμα και συγκροτούν μια εθνική στρατηγική που πείθει ως υπεύθυνη, ολοκληρωμένη και εφικτή.
Όταν το κανείς αυτό δεν κρατάς ίσες αποστάσεις.
Παίρνεις θέση καθαρή και μαχητική.
Μιλάς με ειλικρίνεια, ευθύτητα και πληρότητα και όχι «συμψηφιστικά».
Πέρασε η εποχή των συμβιβασμών προς χάρη της πολυσυλλεκτικότητας ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας που διεκδικούσε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Εκτιμά ότι «η δημοκρατική παράταξη σήμερα δεν θα βρει τη δυναμική της υποδυόμενη το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1977-2009», ενώ «στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, που θέλουμε να λειτουργεί με κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις.
Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος είναι πρακτικά αδύνατον να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Δεν μπορείς να διεκδικείς καθοριστικό ρόλο και να προτείνεις ή να υπαινίσσεσαι αβέβαιες εξελίξεις.
Το κρισιμότερο είναι ότι όταν έχεις να αντιμετωπίσεις φαινόμενα εκβιασμού και αλλοίωσης των θεσμών, προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ή εθνικές ανευθυνότητες, δεν υπάρχουν ουδετερότητες.».
Ακόμη, αναφέρει ότι δεν θα παραβρεθεί σήμερα στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής, λέγοντας μάλιστα «δεν ασχολούμαι με τα οργανωτικά ζητήματα και τις εσωκομματικές δραστηριότητες.
Βλέπω όμως ότι αυτό που επιτεύχθηκε με τη διαδικασία άμεσης εκλογής επικεφαλής, με σημαντική συμμετοχή πολιτών, αποδυναμώνεται με την επικράτηση μιας παλαιοκομματικής πρακτικής διακανονισμών «κορυφής» και παραγοντισμών. Φτάσαμε έτσι σε ένα Συνέδριο χωρίς εκλεγμένους συνέδρους, σε μια Κεντρική Επιτροπή και σε μια Εκτελεστική Γραμματεία με μέλη διορισμένα από τα πρόσωπα που κλήθηκαν να συγκροτήσουν το Πολιτικό Συμβούλιο πριν το Συνέδριο αλλά παραμένουν και μετά ως μόνιμη κατάσταση».
Αυτά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «δεν συνέβαιναν ούτε στην Ένωση Κέντρου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, χωρίς φυσικά να κάνω σύγκριση με τις προσωπικότητες εκείνης της εποχής.
Αυτές οι συνεχείς οργανωτικές «διευθετήσεις» επηρεάζουν τον πολιτικό λόγο, την αξιοπιστία, τη στρατηγική ευκρίνεια και τη δυναμική του σχήματος.
Δεν έχω, συνεπώς, να συνεισφέρω κάτι ως ένα από τα μέλη αυτού του σώματος. Συνεισφέρω ό,τι μπορώ ως μέλος της μιας από τις δυο Κοινοβουλευτικές Ομάδες του σχήματος.».
Σε ερώτηση σχετική με την αρθρογραφία από αναλυτές ή στελέχη της Κεντροαριστεράς για την ανάγκη συναινέσεων και για την προσέγγιση του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω για τον μη αποκλεισμό του και αν η άποψή του περί στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται μειοψηφική, απαντά ότι «η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του μπλοκ δυνάμεων που συνεργάζονται μαζί του είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας και για την αναστήλωση των δημοκρατικών θεσμών.
Αυτή είναι η θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της δημοκρατικής παράταξης».
Όπως εξηγεί, «στρατηγική ήττα σημαίνει να μη μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις ως προς τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, ως προς την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και ως προς την επόμενη διαδικασία εκλογής ΠτΔ».
Υπενθυμίζει ότι από το 2015 έχει πει πολλές φορές ότι «ο στρατηγικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να μετάσχει σε ένα επόμενο κυβερνητικό σχήμα με σαφές προγραμματικό πλαίσιο, η τύχη όμως του σχήματος αυτού δεν μπορεί να εξαρτάται από την άρνηση ή τον εκβιασμό του ΣΥΡΙΖΑ».
Ο ίδιος σημειώνει ότι δεν θεωρεί πιθανό να αποδεχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια πρόσκληση ευθύνης.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, «η ευρωπαϊκή δημοκρατική αντιπολίτευση το καλοκαίρι του 2015 προσέφερε απλόχερα τη συναίνεσή της ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί, και είδαμε όσα ακολούθησαν.
Η συναίνεση στα μείζονα δόθηκε και αντιμετωπίστηκε επιθετικά και κακόβουλα. Θυμούνται όμως όσοι μιλούν σήμερα για «συναίνεση» τι συνέβη στη χώρα την περίοδο 2010-2015 και πώς έφτασε να γίνουν οι ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κυβέρνηση;
Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά «συναίνεσης» για τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν προφανώς το ίδιο και για τους εμφανείς και αφανείς εταίρους του. Περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέως κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της Δικαιοσύνης.
Όσοι αγωνιούν δήθεν μήπως η απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ τον τρέφει ή τον οδηγεί στον αντισυστημισμό, υποδύονται ότι δεν κατανοούν το θεμελιώδες τέχνασμά του».
Σημειώνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηγετική ομάδα κυνικών διαχειριστών της εξουσίας δεν βασανίζεται από εσωτερικά διλήμματα.
Δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα.
Κάνει και λέει ταυτοχρόνως κάτι και το ακριβώς αντίθετό του.
Ο δήθεν ρεαλιστικός συμβιβασμός με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνυπάρχει σκοπίμως με τη διαρκή υπενθύμιση ενός ακραίου ριζοσπαστισμού που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο».
Κληθείς να απαντήσει στο εάν συμφωνεί με τον Αντώνη Σαμαρά που πρότεινε τη δημιουργία μετώπου κατά του ΣΥΡΙΖΑ και πυροδότησε τα σενάρια για ενδεχόμενη μετακίνησή του στη ΝΔ, ο κ. Βενιζέλος τονίζει μεταξύ άλλων ότι «σενάρια δικής μου μετακίνησης στη ΝΔ διακινούν μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠΑΣΟΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη την περίοδο της εθνικής μάχης, διέσπασαν το χώρο ή συνεργάστηκαν απροκάλυπτα με τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και τώρα παριστάνουν τους τιμητές, ασεβούν κατά του αγώνα που δώσαμε την περίοδο 2010-2015, την οποία χαρίζουν στη ΝΔ και διακινούν σενάρια συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ που τον αποδέχονται ως ηγεμονική δύναμη του δήθεν ενιαίου χώρου της Κεντροαριστεράς».
Για την αναθεώρηση του Συντάγματος αναφέρει ότι «τα Συντάγματα δεν είναι εργαστηριακά ακαδημαϊκά προϊόντα αλλά ιστορικές καταστάσεις.
Αν υπό τις παρούσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα, θα έχουν έντονη τη σφραγίδα του συνταγματικού λαϊκισμού.
Τώρα το ζητούμενο είναι η απόκρουση της συστηματικής προσβολής του Συντάγματος από μια κυβέρνηση που σφετερίζεται την ιδιότητά της για να αλλοιώσει θεμελιώδεις θεσμούς του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Όταν προτείνεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συναίνεση για να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα που περιλαμβάνουν ακόμη και τα ίδια τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, καθιστάς κεντρικό ζήτημα όχι την παραβίαση του Συντάγματος από την κυβέρνηση και τους εταίρους της, αλλά την αλλαγή του Συντάγματος σε συνεργασία με τον παραβάτη του Συντάγματος.
Αντί να ενοχοποιείται η κυβέρνηση ενοχοποιείται το ισχύον Σύνταγμα».
Σε ερώτηση για το εάν θεωρεί πιθανό να προκηρύξει η κυβέρνηση δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση υπενθυμίζει ότι έχει επισημάνει εδώ και δυο χρόνια ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει δημοψήφισμα για την αναθεώρηση, συμπληρώνοντας πως αυτό συνιστά «κραυγαλέα παραβίαση των άρθρων 44 και 110 του Συντάγματος» και πως χαίρεται που η δική του αντίδραση συμπίπτει με τα όσα έχει σθεναρά υποστηρίξει το 2011 ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
www.bankingnews.gr
Ο ίδιος, κληθείς να σχολιάσει αυτό που υποστηρίζει η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής ότι έχει χαράξει μια στρατηγική αυτονομίας του χώρου μέσω της πολιτικής των ίσων αποστάσεων με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και να αιτιολογήσει τη διαφωνία του με τη γραμμή αυτή, απαντά ότι «η πολιτική αυτονομία κατακτάται μέσα από την ικανότητα διατύπωσης πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων που δίνουν καθαρό στίγμα και συγκροτούν μια εθνική στρατηγική που πείθει ως υπεύθυνη, ολοκληρωμένη και εφικτή.
Όταν το κανείς αυτό δεν κρατάς ίσες αποστάσεις.
Παίρνεις θέση καθαρή και μαχητική.
Μιλάς με ειλικρίνεια, ευθύτητα και πληρότητα και όχι «συμψηφιστικά».
Πέρασε η εποχή των συμβιβασμών προς χάρη της πολυσυλλεκτικότητας ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας που διεκδικούσε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Εκτιμά ότι «η δημοκρατική παράταξη σήμερα δεν θα βρει τη δυναμική της υποδυόμενη το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1977-2009», ενώ «στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, που θέλουμε να λειτουργεί με κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις.
Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος είναι πρακτικά αδύνατον να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Δεν μπορείς να διεκδικείς καθοριστικό ρόλο και να προτείνεις ή να υπαινίσσεσαι αβέβαιες εξελίξεις.
Το κρισιμότερο είναι ότι όταν έχεις να αντιμετωπίσεις φαινόμενα εκβιασμού και αλλοίωσης των θεσμών, προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ή εθνικές ανευθυνότητες, δεν υπάρχουν ουδετερότητες.».
Ακόμη, αναφέρει ότι δεν θα παραβρεθεί σήμερα στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής, λέγοντας μάλιστα «δεν ασχολούμαι με τα οργανωτικά ζητήματα και τις εσωκομματικές δραστηριότητες.
Βλέπω όμως ότι αυτό που επιτεύχθηκε με τη διαδικασία άμεσης εκλογής επικεφαλής, με σημαντική συμμετοχή πολιτών, αποδυναμώνεται με την επικράτηση μιας παλαιοκομματικής πρακτικής διακανονισμών «κορυφής» και παραγοντισμών. Φτάσαμε έτσι σε ένα Συνέδριο χωρίς εκλεγμένους συνέδρους, σε μια Κεντρική Επιτροπή και σε μια Εκτελεστική Γραμματεία με μέλη διορισμένα από τα πρόσωπα που κλήθηκαν να συγκροτήσουν το Πολιτικό Συμβούλιο πριν το Συνέδριο αλλά παραμένουν και μετά ως μόνιμη κατάσταση».
Αυτά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «δεν συνέβαιναν ούτε στην Ένωση Κέντρου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, χωρίς φυσικά να κάνω σύγκριση με τις προσωπικότητες εκείνης της εποχής.
Αυτές οι συνεχείς οργανωτικές «διευθετήσεις» επηρεάζουν τον πολιτικό λόγο, την αξιοπιστία, τη στρατηγική ευκρίνεια και τη δυναμική του σχήματος.
Δεν έχω, συνεπώς, να συνεισφέρω κάτι ως ένα από τα μέλη αυτού του σώματος. Συνεισφέρω ό,τι μπορώ ως μέλος της μιας από τις δυο Κοινοβουλευτικές Ομάδες του σχήματος.».
Σε ερώτηση σχετική με την αρθρογραφία από αναλυτές ή στελέχη της Κεντροαριστεράς για την ανάγκη συναινέσεων και για την προσέγγιση του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω για τον μη αποκλεισμό του και αν η άποψή του περί στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται μειοψηφική, απαντά ότι «η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του μπλοκ δυνάμεων που συνεργάζονται μαζί του είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας και για την αναστήλωση των δημοκρατικών θεσμών.
Αυτή είναι η θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της δημοκρατικής παράταξης».
Όπως εξηγεί, «στρατηγική ήττα σημαίνει να μη μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις ως προς τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, ως προς την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και ως προς την επόμενη διαδικασία εκλογής ΠτΔ».
Υπενθυμίζει ότι από το 2015 έχει πει πολλές φορές ότι «ο στρατηγικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να μετάσχει σε ένα επόμενο κυβερνητικό σχήμα με σαφές προγραμματικό πλαίσιο, η τύχη όμως του σχήματος αυτού δεν μπορεί να εξαρτάται από την άρνηση ή τον εκβιασμό του ΣΥΡΙΖΑ».
Ο ίδιος σημειώνει ότι δεν θεωρεί πιθανό να αποδεχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια πρόσκληση ευθύνης.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, «η ευρωπαϊκή δημοκρατική αντιπολίτευση το καλοκαίρι του 2015 προσέφερε απλόχερα τη συναίνεσή της ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί, και είδαμε όσα ακολούθησαν.
Η συναίνεση στα μείζονα δόθηκε και αντιμετωπίστηκε επιθετικά και κακόβουλα. Θυμούνται όμως όσοι μιλούν σήμερα για «συναίνεση» τι συνέβη στη χώρα την περίοδο 2010-2015 και πώς έφτασε να γίνουν οι ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κυβέρνηση;
Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά «συναίνεσης» για τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν προφανώς το ίδιο και για τους εμφανείς και αφανείς εταίρους του. Περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέως κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της Δικαιοσύνης.
Όσοι αγωνιούν δήθεν μήπως η απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ τον τρέφει ή τον οδηγεί στον αντισυστημισμό, υποδύονται ότι δεν κατανοούν το θεμελιώδες τέχνασμά του».
Σημειώνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηγετική ομάδα κυνικών διαχειριστών της εξουσίας δεν βασανίζεται από εσωτερικά διλήμματα.
Δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα.
Κάνει και λέει ταυτοχρόνως κάτι και το ακριβώς αντίθετό του.
Ο δήθεν ρεαλιστικός συμβιβασμός με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνυπάρχει σκοπίμως με τη διαρκή υπενθύμιση ενός ακραίου ριζοσπαστισμού που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο».
Κληθείς να απαντήσει στο εάν συμφωνεί με τον Αντώνη Σαμαρά που πρότεινε τη δημιουργία μετώπου κατά του ΣΥΡΙΖΑ και πυροδότησε τα σενάρια για ενδεχόμενη μετακίνησή του στη ΝΔ, ο κ. Βενιζέλος τονίζει μεταξύ άλλων ότι «σενάρια δικής μου μετακίνησης στη ΝΔ διακινούν μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠΑΣΟΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη την περίοδο της εθνικής μάχης, διέσπασαν το χώρο ή συνεργάστηκαν απροκάλυπτα με τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και τώρα παριστάνουν τους τιμητές, ασεβούν κατά του αγώνα που δώσαμε την περίοδο 2010-2015, την οποία χαρίζουν στη ΝΔ και διακινούν σενάρια συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ που τον αποδέχονται ως ηγεμονική δύναμη του δήθεν ενιαίου χώρου της Κεντροαριστεράς».
Για την αναθεώρηση του Συντάγματος αναφέρει ότι «τα Συντάγματα δεν είναι εργαστηριακά ακαδημαϊκά προϊόντα αλλά ιστορικές καταστάσεις.
Αν υπό τις παρούσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα, θα έχουν έντονη τη σφραγίδα του συνταγματικού λαϊκισμού.
Τώρα το ζητούμενο είναι η απόκρουση της συστηματικής προσβολής του Συντάγματος από μια κυβέρνηση που σφετερίζεται την ιδιότητά της για να αλλοιώσει θεμελιώδεις θεσμούς του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Όταν προτείνεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συναίνεση για να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα που περιλαμβάνουν ακόμη και τα ίδια τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, καθιστάς κεντρικό ζήτημα όχι την παραβίαση του Συντάγματος από την κυβέρνηση και τους εταίρους της, αλλά την αλλαγή του Συντάγματος σε συνεργασία με τον παραβάτη του Συντάγματος.
Αντί να ενοχοποιείται η κυβέρνηση ενοχοποιείται το ισχύον Σύνταγμα».
Σε ερώτηση για το εάν θεωρεί πιθανό να προκηρύξει η κυβέρνηση δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση υπενθυμίζει ότι έχει επισημάνει εδώ και δυο χρόνια ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει δημοψήφισμα για την αναθεώρηση, συμπληρώνοντας πως αυτό συνιστά «κραυγαλέα παραβίαση των άρθρων 44 και 110 του Συντάγματος» και πως χαίρεται που η δική του αντίδραση συμπίπτει με τα όσα έχει σθεναρά υποστηρίξει το 2011 ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών