Αναγκαία συνθήκη για τους πολίτες η αύξηση του μισθού, σύμφωνα με την Έφη Αχτσιόγλου
Ως μία αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αρχίσει να βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, χαρακτηρίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, ξεκαθαρίζοντας πως δεν πρόκειται για «παροχολογία».
«Υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, που μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει γιατί πολιτικά δεν τους βολεύει, ότι το Μνημόνιο έλαβε τέλος», είπε χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό «epsilontv».
«Οι δανειακές συνθήκες όπως τις γνωρίσαμε από το 2010 και μετά, όπου η χώρα δανειοδοτούνταν από τον επίσημο τομέα προκειμένου να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, και όφειλε να εφαρμόζει συγκεκριμένες πολιτικές προκειμένου να λαμβάνει αυτή τη δανειοδότηση, ολοκληρώθηκε την 21η Αυγούστου», πρόσθεσε και υπογράμμισε ότι «αυτή η Κυβέρνηση έφερε σε πέρας την κορυφαία δέσμευση που ανέλαβε απέναντι στην ελληνική κοινωνία το 2015, να τελειώνει με τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτυχημένα».
Υπάρχει «ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση επιλέγει να επιμένει, με μία εμμονή, ότι δεν ισχύει, ενώ είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα», επισήμανε η κ. Αχτσιόγλου και σημείωσε ότι «οι δεσμεύσεις που έχει η χώρα σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά της, είναι δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν, ούτως ή άλλως, αφενός από την παρουσία της χώρας στην ευρωζώνη, αφετέρου από τη μεταμνημονιακή εποπτεία, η οποία ακολουθήθηκε σε όλες τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια.
Δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με αυτό».
Αναφερόμενη στο ζήτημα της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων, τόνισε ότι «είναι γνωστοί οι συσχετισμοί υπό τους οποίους έγινε η 2η αξιολόγηση με την εμμονή του ΔΝΤ σε μία λογική που έλεγε αφενός ότι η χώρα δεν θα μπορεί να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους, αφετέρου ότι η περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης είναι αναγκαία προκειμένου το ασφαλιστικό σύστημα να στέκεται στα πόδια του.
Η ελληνική Κυβέρνηση είχε τότε υποστηρίξει με πολύ καλά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνονται πια διαρκώς, ότι και τους δημοσιονομικούς στόχους μπορούμε να επιτύχουμε αλλά και ότι το ασφαλιστικό σύστημα διαρθρωτικά στέκεται στα πόδια του και έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Αυτό επιβεβαιώνεται πια και από όλες τις εκθέσεις που κυρώνονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Άρα, για ακόμη μια φορά από την δική μας πλευρά αυτό που επισημαίνουμε είναι πως ούτε διαρθρωτικά ούτε δημοσιονομικά είναι αναγκαίο το μέτρο της απομείωσης της προσωπικής διαφοράς, για όσους συνταξιούχους αυτό αφορά.
Αυτή τη στιγμή η σειρά των πραγμάτων είναι ότι έχουμε δύο μήνες μπροστά μας προκειμένου να δούμε και να επιβεβαιώσουμε την καλή πορεία των δημόσιων οικονομικών, να σχεδιάσουμε τον προϋπολογισμό του 2019.
Τίποτα δεν έχει καταλήξει αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν τα περιθώρια προκειμένου να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι συνταξιούχοι το 2019».
Αναφερόμενη στο θέμα του κατώτατου μισθού η Υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι παροχολογία, είναι επαίσχυντο ακόμα και ως σχόλιο αυτό, είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αρχίσει να βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και είναι κορυφαία δέσμευση της Κυβέρνησης απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και στη μισθωτή εργασία.
Ο κατώτατος μισθός περικόπηκε το 2012 κατά 22% και κατά 32% για τους νέους εν μία νυκτί, διαμορφώνοντας μία συνθήκη συμπίεσης των εισοδημάτων για τους εργαζόμενους συνολικά, διότι αυτό το μέτρο συνδυάστηκε με το πάγωμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας την ίδια περίοδο.
Η δική μας δέσμευση και πρόθεση είναι να προχωρήσουμε με τη νομοθετική διαδικασία, όπως προβλέπει ο νόμος, δηλαδή τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την κατάθεση των σχετικών εκθέσεων από τους επιστημονικούς φορείς, και τελικά την απόφαση του Υπουργού Εργασίας εγκεκριμένη από το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να υπάρχει αυτή η αναγκαία, κατά την άποψή μας, αύξηση του κατώτατου μισθού σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι διαδικασίες θα ξεκινήσουν άμεσα».
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «ο ρόλος του κράτους έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί, δηλαδή από τη δική μας πλευρά νομοθετήσαμε ότι πλέον ξεπαγώνουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, είμαστε στην επόμενη μέρα και αυτή τη στιγμή εξετάζουμε εντός του Υπουργείου Εργασίας τις ήδη υπάρχουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να δούμε αν πληρούν τους όρους για να επεκτείνονται και να καθίστανται γενικώς υποχρεωτικές στους κλάδους.
Αυτό θα διευκολύνει το να υπάρξει μία συνολική άνοδος των μισθών σε κλαδικό επίπεδο.
Η επεκτασιμότητα αφορά τις Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις και ορίζει ότι εφόσον σε μία σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι εργοδότες που την έχουν υπογράψει καλύπτουν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η συγκεκριμένη σύμβαση καθίσταται γενικώς υποχρεωτική».
Η Υπουργός Εργασίας τόνισε επίσης ότι «ο φαύλος κύκλος των μνημονίων έχει κλείσει και η πολιτική λειτουργία μπορεί πια να ασκείται με τον τρόπο που της αρμόζει από την παρούσα Κυβέρνηση, δηλαδή να λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις και να υλοποιούνται σχέδια για την ενίσχυση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αφού υλοποιήσαμε τη βασική μας δέσμευση για την ολοκλήρωση των μνημονίων το βασικό στοίχημα είναι να μπορέσουμε να βελτιώσουμε την καθημερινότητα των πολιτών, να γίνει βίωμα των ανθρώπων η ανάταξη της οικονομίας.
Αυτό είναι το βασικό μας μέλημα αυτή τη στιγμή, πως θα περάσει αυτή η πολιτική και οικονομική επιτυχία της ολοκλήρωσης του προγράμματος στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Άρα για εμάς το βασικό στοίχημα, η βασική επικέντρωση, είναι εκεί».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την έξοδο της χώρας στις αγορές υπογράμμισε ότι «αφενός έχουν γίνει δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές το προηγούμενο διάστημα που ήτανε πολύ επιτυχημένες, αφετέρου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κινούνται αυτή τη στιγμή στα επίπεδα που ήταν το 2006, άρα είμαστε σε ένα εξαιρετικά καλό σημείο, δεν συμφωνώ ότι δεν είναι καλές οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Είναι άλλο ζήτημα αυτό και άλλο αν η χώρα έχει αυτή τη στιγμή ανάγκη να βγει στις αγορές.
Η χώρα με βάση το δημοσιονομικό μαξιλάρι που έχει διαμορφωθεί και μετά από την τελευταία κρίσιμη απόφαση του Εurogroup έχει μία απόλυτη αυτάρκεια χρηματοδοτική για περισσότερα από δύο χρόνια».
Άρα αυτή τη στιγμή δεν εκτιμάται ως αναγκαίο να γίνει έξοδος στις αγορές.
Όχι ότι δεν θα γίνει αλλά δεν είναι αναγκαίο.
Είναι εντελώς διακριτό, λοιπόν, το να μην θεωρεί η ελληνική Κυβέρνηση και το Υπουργείο Οικονομικών ότι υπάρχει αναγκαιότητα εξόδου στις αγορές και εντελώς διαφορετικό να εξάγει από αυτό κανείς το συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να βγούμε στις αγορές».
www.bankingnews.gr
«Υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, που μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει γιατί πολιτικά δεν τους βολεύει, ότι το Μνημόνιο έλαβε τέλος», είπε χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό «epsilontv».
«Οι δανειακές συνθήκες όπως τις γνωρίσαμε από το 2010 και μετά, όπου η χώρα δανειοδοτούνταν από τον επίσημο τομέα προκειμένου να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, και όφειλε να εφαρμόζει συγκεκριμένες πολιτικές προκειμένου να λαμβάνει αυτή τη δανειοδότηση, ολοκληρώθηκε την 21η Αυγούστου», πρόσθεσε και υπογράμμισε ότι «αυτή η Κυβέρνηση έφερε σε πέρας την κορυφαία δέσμευση που ανέλαβε απέναντι στην ελληνική κοινωνία το 2015, να τελειώνει με τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτυχημένα».
Υπάρχει «ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση επιλέγει να επιμένει, με μία εμμονή, ότι δεν ισχύει, ενώ είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα», επισήμανε η κ. Αχτσιόγλου και σημείωσε ότι «οι δεσμεύσεις που έχει η χώρα σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά της, είναι δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν, ούτως ή άλλως, αφενός από την παρουσία της χώρας στην ευρωζώνη, αφετέρου από τη μεταμνημονιακή εποπτεία, η οποία ακολουθήθηκε σε όλες τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια.
Δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με αυτό».
Αναφερόμενη στο ζήτημα της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων, τόνισε ότι «είναι γνωστοί οι συσχετισμοί υπό τους οποίους έγινε η 2η αξιολόγηση με την εμμονή του ΔΝΤ σε μία λογική που έλεγε αφενός ότι η χώρα δεν θα μπορεί να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους, αφετέρου ότι η περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης είναι αναγκαία προκειμένου το ασφαλιστικό σύστημα να στέκεται στα πόδια του.
Η ελληνική Κυβέρνηση είχε τότε υποστηρίξει με πολύ καλά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνονται πια διαρκώς, ότι και τους δημοσιονομικούς στόχους μπορούμε να επιτύχουμε αλλά και ότι το ασφαλιστικό σύστημα διαρθρωτικά στέκεται στα πόδια του και έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Αυτό επιβεβαιώνεται πια και από όλες τις εκθέσεις που κυρώνονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Άρα, για ακόμη μια φορά από την δική μας πλευρά αυτό που επισημαίνουμε είναι πως ούτε διαρθρωτικά ούτε δημοσιονομικά είναι αναγκαίο το μέτρο της απομείωσης της προσωπικής διαφοράς, για όσους συνταξιούχους αυτό αφορά.
Αυτή τη στιγμή η σειρά των πραγμάτων είναι ότι έχουμε δύο μήνες μπροστά μας προκειμένου να δούμε και να επιβεβαιώσουμε την καλή πορεία των δημόσιων οικονομικών, να σχεδιάσουμε τον προϋπολογισμό του 2019.
Τίποτα δεν έχει καταλήξει αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν τα περιθώρια προκειμένου να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι συνταξιούχοι το 2019».
Αναφερόμενη στο θέμα του κατώτατου μισθού η Υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι παροχολογία, είναι επαίσχυντο ακόμα και ως σχόλιο αυτό, είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αρχίσει να βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και είναι κορυφαία δέσμευση της Κυβέρνησης απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και στη μισθωτή εργασία.
Ο κατώτατος μισθός περικόπηκε το 2012 κατά 22% και κατά 32% για τους νέους εν μία νυκτί, διαμορφώνοντας μία συνθήκη συμπίεσης των εισοδημάτων για τους εργαζόμενους συνολικά, διότι αυτό το μέτρο συνδυάστηκε με το πάγωμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας την ίδια περίοδο.
Η δική μας δέσμευση και πρόθεση είναι να προχωρήσουμε με τη νομοθετική διαδικασία, όπως προβλέπει ο νόμος, δηλαδή τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την κατάθεση των σχετικών εκθέσεων από τους επιστημονικούς φορείς, και τελικά την απόφαση του Υπουργού Εργασίας εγκεκριμένη από το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να υπάρχει αυτή η αναγκαία, κατά την άποψή μας, αύξηση του κατώτατου μισθού σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι διαδικασίες θα ξεκινήσουν άμεσα».
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «ο ρόλος του κράτους έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί, δηλαδή από τη δική μας πλευρά νομοθετήσαμε ότι πλέον ξεπαγώνουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, είμαστε στην επόμενη μέρα και αυτή τη στιγμή εξετάζουμε εντός του Υπουργείου Εργασίας τις ήδη υπάρχουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να δούμε αν πληρούν τους όρους για να επεκτείνονται και να καθίστανται γενικώς υποχρεωτικές στους κλάδους.
Αυτό θα διευκολύνει το να υπάρξει μία συνολική άνοδος των μισθών σε κλαδικό επίπεδο.
Η επεκτασιμότητα αφορά τις Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις και ορίζει ότι εφόσον σε μία σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι εργοδότες που την έχουν υπογράψει καλύπτουν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η συγκεκριμένη σύμβαση καθίσταται γενικώς υποχρεωτική».
Η Υπουργός Εργασίας τόνισε επίσης ότι «ο φαύλος κύκλος των μνημονίων έχει κλείσει και η πολιτική λειτουργία μπορεί πια να ασκείται με τον τρόπο που της αρμόζει από την παρούσα Κυβέρνηση, δηλαδή να λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις και να υλοποιούνται σχέδια για την ενίσχυση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αφού υλοποιήσαμε τη βασική μας δέσμευση για την ολοκλήρωση των μνημονίων το βασικό στοίχημα είναι να μπορέσουμε να βελτιώσουμε την καθημερινότητα των πολιτών, να γίνει βίωμα των ανθρώπων η ανάταξη της οικονομίας.
Αυτό είναι το βασικό μας μέλημα αυτή τη στιγμή, πως θα περάσει αυτή η πολιτική και οικονομική επιτυχία της ολοκλήρωσης του προγράμματος στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Άρα για εμάς το βασικό στοίχημα, η βασική επικέντρωση, είναι εκεί».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την έξοδο της χώρας στις αγορές υπογράμμισε ότι «αφενός έχουν γίνει δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές το προηγούμενο διάστημα που ήτανε πολύ επιτυχημένες, αφετέρου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κινούνται αυτή τη στιγμή στα επίπεδα που ήταν το 2006, άρα είμαστε σε ένα εξαιρετικά καλό σημείο, δεν συμφωνώ ότι δεν είναι καλές οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Είναι άλλο ζήτημα αυτό και άλλο αν η χώρα έχει αυτή τη στιγμή ανάγκη να βγει στις αγορές.
Η χώρα με βάση το δημοσιονομικό μαξιλάρι που έχει διαμορφωθεί και μετά από την τελευταία κρίσιμη απόφαση του Εurogroup έχει μία απόλυτη αυτάρκεια χρηματοδοτική για περισσότερα από δύο χρόνια».
Άρα αυτή τη στιγμή δεν εκτιμάται ως αναγκαίο να γίνει έξοδος στις αγορές.
Όχι ότι δεν θα γίνει αλλά δεν είναι αναγκαίο.
Είναι εντελώς διακριτό, λοιπόν, το να μην θεωρεί η ελληνική Κυβέρνηση και το Υπουργείο Οικονομικών ότι υπάρχει αναγκαιότητα εξόδου στις αγορές και εντελώς διαφορετικό να εξάγει από αυτό κανείς το συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να βγούμε στις αγορές».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών