Η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να αλλάξει προς το καλύτερο την Ελλάδα, τόνισε ο κ. Μητσοτάκης
Καμία ευκαιρία δεν χάνουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση να πολώσουν ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα, με τα στελέχη τους σε κάθε ευκαιρία να εξαπολύουν σκληρές επιθέσεις στους αντιπάλους τους.
Την ίδια στάση κρατούν τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αποδεικνύεται με αφορμή ομιλία του προέδρου της ΝΔ σε εκδήλωση του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και μάλιστα στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας χαρακτήρισε ως «πολιτικό μόρφωμα που παρέσυρε πρόσκαιρα τον λαό» τον ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας ότι εκφράζει όλες τις άσχημες πλευρές του παρελθόντος.
Υποστήριξε ότι η Νέα Δημοκρατία είναι απόλυτα έτοιμη να αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα και κυρίως να αλλάξει τα κακώς κείμενα που διατηρούνται παρόντα στη χώρα από την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Αναφερόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «να αναρωτηθεί, επιτέλους, γιατί απέναντι στην κρίση, μόνον οι Έλληνες -σε αντίθεση με τους Πορτογάλους ή τους Ιρλανδούς- υπέκυψαν τόσο εύκολα στις σειρήνες της δημαγωγίας.
Και πώς ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω και πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, που ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες.
Και πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά, όχι ασφαλώς για να καταλήξουμε σε μια άκριτη απόρριψη της πολιτικής.
Αλλά για να υπηρετήσουμε από κοινού την αναβάθμιση της δημόσιας ζωής».
Αντίθετα το δικό του κόμμα μπορεί να αλλάξει όλα τα παραπάνω καθώς «ο κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους».
Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος.
Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη και τις παραλείψεις της ούτε και τις κακές της στιγμές.
Όλα αυτά, όμως, τα μετουσιώνει σε υπερβάσεις, που αποτυπώνονται στις θέσεις, τη συμπεριφορά, το πρόγραμμά της.
Ένα πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις.
Που δεν στοχεύει μόνο στην καρδιά, αλλά και την σκέψη. Και που δεν ενεργοποιεί, απλώς, την ελπίδα, αλλά τα μυαλά και τα χέρια όλων των πολιτών.
Η ομιλία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
Αγαπητέ Ryan, κυρίες και κύριοι,
Με μεγάλη χαρά προλογίζω τη σημερινή εκδήλωση που συνδιοργανώνεται από την Έδρα Ελληνικών Σπουδών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του πανεπιστημίου Stanford και το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Είναι η δεύτερη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του πατέρα μου και με χαρά διαπιστώνω πως ο θεσμός αυτός αρχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό αυτοτελές γεγονός.
Έχουμε την τιμή να είναι μαζί μας ο διακεκριμένος καθηγητής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Tορόντο, κ. Ryan Balot.
Το αντικείμενο της διάλεξής του είναι «Το θάρρος ως δημοκρατική αρετή. Ένα αρχαίο Ελληνικό ιδεώδες και η σύγχρονη προοπτική του».
Είναι μια θεματική που αρμόζει στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και φωτίζει εύστοχα τη δημόσια παρακαταθήκη του.
Φίλοι και αντίπαλοι αναγνωρίζουν πλέον ότι το θάρρος ήταν ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής του προσωπικότητας.
Θυμάμαι από μικρό παιδί τον πατέρα μου να μου λέει πως ο φόβος ήταν γι’ αυτόν άγνωστη λέξη.
Ίσως γιατί βρέθηκε όχι μόνον φυλακισμένος στα εικοσιπέντε του, αλλά και καταδικασμένος σε θάνατο, στα χρόνια της Κατοχής στην Κρήτη.
Δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά ένιωθε τότε στο βάθος της ψυχής του.
Την αυγή σηκωνόταν και ντυνόταν περιμένοντας να έρθουν να τον πάρουν για το εκτελεστικό απόσπασμα.
Κάποιες φορές ήταν η σειρά ενός από τους συγκρατούμενούς του.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς από το προαύλιο, ήξερε πως είχε τουλάχιστον μια μέρα ζωής ακόμα.
Μετά έβγαζε τα ρούχα του κι έπεφτε πάλι στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Εμπειρίες σαν αυτές κάποιους ανθρώπους τους συνθλίβουν.
Κάποιους άλλους όμως τους ατσαλώνουν.
Στην περίπτωση του πατέρα μου συνέβη το δεύτερο, καθώς η δύναμη να μη το βάζει ποτέ κάτω και το θάρρος του να αντιμετωπίζει κατάματα τις δυσκολίες της ζωής, τον συνόδεψαν και σε όλη την πολιτική του διαδρομή.
Απαιτούσε θάρρος να υποστηρίζεις στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου την ενωμένη Αντίσταση εναντίον του κατακτητή και τη συναδέλφωση των Ελλήνων.
Ήθελε θάρρος, κατά τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια, να μένεις σταθερός στον κοινοβουλευτισμό και τις απόψεις σου, ενώ αυτές βάλλονταν από παντού.
Όπως και να σηκώνεσαι σε μια Βουλή που έβραζε τον Αύγουστο το 1965 και να εξηγείς με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τις επιλογές σου.
Ήθελε θάρρος να φεύγεις με ένα σκάφος έξι μέτρων, να διασχίσεις το Αιγαίο Δεκαπενταύγουστο, για να ξεκινήσεις έτσι τον αγώνα σου απέναντι στην Χούντα.
Ήθελε επίσης θάρρος να λες πάντα την άποψη σου παραμερίζοντας το εφήμερο πολιτικό κόστος.
Να είσαι η φωνή της λογικής στα εθνικά θέματα.
Να προειδοποιείς για τα επερχόμενα δεινά στην οικονομία και να το κάνεις τα χρόνια της μεγάλης ψευδαίσθησης, τα χρόνια της παράλογης ευφορίας και της μέθης.
Και ήθελε μεγάλη ψυχική γενναιότητα, τη στιγμή ενός ανείπωτου πόνου και μιας μεγάλης οικογενειακής τραγωδίας, να σηκωθείς και να μιλήσεις στη Βουλή για την ανάγκη να σταθούν όλοι όρθιοι και ενωμένοι για να διαφυλάξουν τους θεσμούς και το πολίτευμα.
Να ζητάς περισσότερη δημοκρατία την ώρα που θρηνούσες τον Παύλο Μπακογιάννη, χτυπημένο από τις σφαίρες της τρομοκρατίας.
Η αποθέωση του δημόσιου θάρρους εκδηλώνεται, ωστόσο, εμφατικά σε στιγμές κομματικής υπέρβασης. Και μία τέτοια ιστορική στιγμή υπήρξε ο Ιούνιος του 1989.
Τότε, που ο φιλελεύθερος Μητσοτάκης κάλεσε στο ίδιο μετερίζι της Ελλάδας, τους ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, στηρίζοντας από κοινού μία κυβέρνηση συνεργασίας.
Πέτυχε, έτσι, στο μέγιστο βαθμό την εθνική συμφιλίωση, που ήταν ένα ζητούμενο 45 ετών. Ναι!
Στην Ελλάδα, οι διαχωριστικές γραμμές του μίσους γκρεμίστηκαν νωρίτερα από το τείχος που χώριζε τα δύο αντίπαλα συστήματα του πλανήτη.
Και αυτό αποτελεί μία πολύτιμη παρακαταθήκη για το σήμερα, που απαιτεί όσο ποτέ, θάρρος και αλήθεια.
Είναι αυτή την παρακαταθήκη που τιμούμε με τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και κύριοι,
«Αν έχεις το θάρρος να λες την αλήθεια, δεν θα κάνεις ποτέ λάθος», δίδασκε -ήδη από τον 5ο αιώνα- ο Σοφοκλής. Έτσι απέδωσε στο θάρρος μια διάσταση ηθική, την ώρα που το συνέδεε με το ρεαλισμό.
Ταυτόχρονα, αναγορεύοντάς το θάρρος ως εργαλείο αποφυγής σφαλμάτων, το ανέδειξε ως διακριτή πολιτική αρετή.
Γιατί, πράγματι, θαρραλέος δεν είναι μόνον ο σωματικά ανδρείος και ο τολμηρός στις μάχες.
Αλλά και αυτός που αταλάντευτα υπηρετεί το σωστό, ακόμη και όταν οι γύρω συνθήκες είναι εντελώς αντίξοες.
Ακριβώς όπως το διατύπωσε, 2.500 χρόνια μετά, ο Ουίνστων Τσώρτσιλ: «Ο φόβος είναι αντίδραση ενώ το θάρρος απόφαση!»
Απόψε, με τρόπο γόνιμο, ο Ryan Balot φωτίζει μία παρακαταθήκη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας που παραμένει ενεργή τον 21ο αιώνα.
Μας καλεί να αντιμετωπίσουμε το θάρρος «ως χώρο του ορθολογικού προβληματισμού, όπου αντισταθμίζονται οι πολλές πιέσεις για γρήγορες και απλές αποφάσεις».
Νομίζω ότι εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα της πολιτικής: Στην άμυνα εκείνου που αποφασίζει, μένοντας σταθερός απέναντι στις επιρροές των επιμέρους μειοψηφιών.
Στο πρόταγμα της καθαρής λογικής ως πυξίδας του κοινού συμφέροντος.
Στην προσήλωση σε μια μακροπρόθεσμη οπτική ενάντια στον κοντόφθαλμο καιροσκοπισμό.
Ο καθηγητής Balot θα μας μιλήσει για το θάρρος του ανωνύμου Αθηναίου πολίτη του 5ου αιώνα προ Χριστού.
Το θάρρος να συμμετέχει στα κοινά, να παίρνει το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, να υπερασπίζεται τη γνώμη του με πάθος.
Το θάρρος να εμπιστεύεται τους θεσμούς της πόλης του.
Όπως έκανε ο Δημοσθένης όταν οδήγησε τον Μειδία στα δικαστήρια γιατί αυτός χρησιμοποιούσε το χρήμα και την ισχύ του για να φιμώσει συμπολίτες του και να τους εμποδίσει να συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο.
Και είναι ακριβώς αυτό το θάρρος της συμμετοχής στη διαμόρφωση της συλλογικής μοίρας που ορίζει την πεμπτουσία της Δημοκρατίας.
Και μόνο μέσα από τη συμμετοχή, μέσα από το διάλογο, μέσα από την ορθολογική ανταλλαγή απόψεων μπορεί να προκύψει μια κοινή συνισταμένη για το μέλλον.
Πόσο επίκαιρα είναι άραγε όλα αυτά σε μια κοινωνία πληγωμένη και θυμωμένη;
Μια κοινωνία που συχνά ζει σήμερα την αποχή ως έκφραση ενός πολιτικού αδιεξόδου.
Ενώ είναι η συμμετοχή που αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από μια τέτοια παγίδευση.
Αγαπητοί φίλοι,
Η τρέχουσα συγκυρία στην Ελλάδα, μάς υποβάλλει σε μία διπλή άσκηση πολιτικού θάρρους: Από τη μια πλευρά, οφείλουμε να κάνουμε μια ειλικρινή αποτίμηση ενός οδυνηρού κύκλου που κλείνει δραματικά.
Και από την άλλη καλούμαστε να κάνουμε την τολμηρή επιλογή μιας νέας πορείας που ανοίγεται μπροστά μας.
Είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζει κάθε πολίτης ξεχωριστά.
Πρωτίστως, όμως, απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Όλους εμάς, που οφείλουμε να βγάλουμε το θυμικό από τις πολιτικές συμπεριφορές και στη θέση του να προτάξουμε τη λογική.
Από το σύνθημα να επιστρέψουμε στο επιχείρημα.
Από την υπόσχεση να περάσουμε στην πράξη.
Η Ελλάδα πρέπει με θάρρος να κοιτάξει πίσω της και να αναγνωρίσει τα θεμελιώδη κεκτημένα της Μεταπολίτευσης: την εδραίωση της Δημοκρατίας, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, τον, έστω και μερικό, εκσυγχρονισμό των δομών της. Με το ίδιο θάρρος, ωστόσο, είναι ανάγκη να αντιληφθεί η Ελλάδα και τις ευκαιρίες που έχασε στην Οικονομία, την Παιδεία, την Υγεία, το Ασφαλιστικό, την αναγκαία ανασυγκρότηση του Κράτους.
Και να αναλογιστούμε με ειλικρίνεια τις ευθύνες των πολιτικών, αλλά και των κοινωνικών ομάδων που λειτούργησαν ως μοχλοί ανασταλτικής πίεσης.
Όχι για να «τιμωρήσουμε» και, μάλιστα, ετεροχρονισμένα. Αλλά για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που αφορούν το μέλλον.
Από την πλευρά του, το πολιτικό σύστημα δεν έχει άλλο δρόμο από το θαρραλέο επαναπροσδιορισμό του.
Οφείλει να εντοπίσει τους λόγους για τους οποίους αυτοπεριορίστηκε σε παλαιές πρακτικές και δείλιασε μπροστά στην ανανέωση.
Να αναρωτηθεί, επιτέλους, γιατί απέναντι στην κρίση, μόνον οι Έλληνες -σε αντίθεση με τους Πορτογάλους ή τους Ιρλανδούς- υπέκυψαν τόσο εύκολα στις σειρήνες της δημαγωγίας.
Και πώς ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω και πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, που ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες.
Και πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά, όχι ασφαλώς για να καταλήξουμε σε μια άκριτη απόρριψη της πολιτικής.
Αλλά για να υπηρετήσουμε από κοινού την αναβάθμιση της δημόσιας ζωής.
Το κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους».
Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος.
Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη και τις παραλείψεις της ούτε και τις κακές της στιγμές.
Όλα αυτά, όμως, τα μετουσιώνει σε υπερβάσεις, που αποτυπώνονται στις θέσεις, τη συμπεριφορά, το πρόγραμμά της.
Ένα πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις.
Που δεν στοχεύει μόνο στην καρδιά, αλλά και την σκέψη.
Και που δεν ενεργοποιεί, απλώς, την ελπίδα, αλλά τα μυαλά και τα χέρια όλων των πολιτών.
Σε έναν μήνα ακριβώς, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τον έχω πολύ συχνά στο μυαλό μου.
Διότι σχεδόν καθημερινά συνειδητοποιώ ότι αν κάτι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι η πίστη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Δηλαδή το θάρρος.
Χρειάζεται θάρρος να απαντάς σε υποσχέσεις και ψέματα, όχι με άλλα ψέματα, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο και με αλήθειες.
Να προτείνεις ανάπτυξη και πρωτοβουλία σε ένα κράτος αγκυλωμένο από τη γραφειοκρατία.
Να μιλάς για αξιολόγηση αντί για κομματικά ρουσφέτια και για αριστεία αντί για βόλεμα.
Και να καλείς σε μία συμπόρευση προόδου όχι μόνο τους δικούς σου πολιτικούς υποστηρικτές, αλλά κάθε δημοκρατική δύναμη εκσυγχρονισμού. Και τελικά, όλους τους πολίτες.
Όλα αυτά είναι θάρρος.
Θάρρος που σύντομα θα φέρει το φωτεινό αποτέλεσμα: Μία νέα ισχυρή κυβέρνηση όλων των Ελλήνων με επικεφαλής τους πιο άξιους.
Για να πάμε την Ελλάδα μπροστά.
Μπορούμε.
Το λέμε και θα το κάνουμε».
www.bankingnews.gr
Την ίδια στάση κρατούν τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αποδεικνύεται με αφορμή ομιλία του προέδρου της ΝΔ σε εκδήλωση του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και μάλιστα στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας χαρακτήρισε ως «πολιτικό μόρφωμα που παρέσυρε πρόσκαιρα τον λαό» τον ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας ότι εκφράζει όλες τις άσχημες πλευρές του παρελθόντος.
Υποστήριξε ότι η Νέα Δημοκρατία είναι απόλυτα έτοιμη να αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα και κυρίως να αλλάξει τα κακώς κείμενα που διατηρούνται παρόντα στη χώρα από την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Αναφερόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «να αναρωτηθεί, επιτέλους, γιατί απέναντι στην κρίση, μόνον οι Έλληνες -σε αντίθεση με τους Πορτογάλους ή τους Ιρλανδούς- υπέκυψαν τόσο εύκολα στις σειρήνες της δημαγωγίας.
Και πώς ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω και πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, που ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες.
Και πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά, όχι ασφαλώς για να καταλήξουμε σε μια άκριτη απόρριψη της πολιτικής.
Αλλά για να υπηρετήσουμε από κοινού την αναβάθμιση της δημόσιας ζωής».
Αντίθετα το δικό του κόμμα μπορεί να αλλάξει όλα τα παραπάνω καθώς «ο κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους».
Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος.
Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη και τις παραλείψεις της ούτε και τις κακές της στιγμές.
Όλα αυτά, όμως, τα μετουσιώνει σε υπερβάσεις, που αποτυπώνονται στις θέσεις, τη συμπεριφορά, το πρόγραμμά της.
Ένα πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις.
Που δεν στοχεύει μόνο στην καρδιά, αλλά και την σκέψη. Και που δεν ενεργοποιεί, απλώς, την ελπίδα, αλλά τα μυαλά και τα χέρια όλων των πολιτών.
Η ομιλία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
Αγαπητέ Ryan, κυρίες και κύριοι,
Με μεγάλη χαρά προλογίζω τη σημερινή εκδήλωση που συνδιοργανώνεται από την Έδρα Ελληνικών Σπουδών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του πανεπιστημίου Stanford και το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Είναι η δεύτερη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του πατέρα μου και με χαρά διαπιστώνω πως ο θεσμός αυτός αρχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό αυτοτελές γεγονός.
Έχουμε την τιμή να είναι μαζί μας ο διακεκριμένος καθηγητής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Tορόντο, κ. Ryan Balot.
Το αντικείμενο της διάλεξής του είναι «Το θάρρος ως δημοκρατική αρετή. Ένα αρχαίο Ελληνικό ιδεώδες και η σύγχρονη προοπτική του».
Είναι μια θεματική που αρμόζει στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και φωτίζει εύστοχα τη δημόσια παρακαταθήκη του.
Φίλοι και αντίπαλοι αναγνωρίζουν πλέον ότι το θάρρος ήταν ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής του προσωπικότητας.
Θυμάμαι από μικρό παιδί τον πατέρα μου να μου λέει πως ο φόβος ήταν γι’ αυτόν άγνωστη λέξη.
Ίσως γιατί βρέθηκε όχι μόνον φυλακισμένος στα εικοσιπέντε του, αλλά και καταδικασμένος σε θάνατο, στα χρόνια της Κατοχής στην Κρήτη.
Δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά ένιωθε τότε στο βάθος της ψυχής του.
Την αυγή σηκωνόταν και ντυνόταν περιμένοντας να έρθουν να τον πάρουν για το εκτελεστικό απόσπασμα.
Κάποιες φορές ήταν η σειρά ενός από τους συγκρατούμενούς του.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς από το προαύλιο, ήξερε πως είχε τουλάχιστον μια μέρα ζωής ακόμα.
Μετά έβγαζε τα ρούχα του κι έπεφτε πάλι στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Εμπειρίες σαν αυτές κάποιους ανθρώπους τους συνθλίβουν.
Κάποιους άλλους όμως τους ατσαλώνουν.
Στην περίπτωση του πατέρα μου συνέβη το δεύτερο, καθώς η δύναμη να μη το βάζει ποτέ κάτω και το θάρρος του να αντιμετωπίζει κατάματα τις δυσκολίες της ζωής, τον συνόδεψαν και σε όλη την πολιτική του διαδρομή.
Απαιτούσε θάρρος να υποστηρίζεις στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου την ενωμένη Αντίσταση εναντίον του κατακτητή και τη συναδέλφωση των Ελλήνων.
Ήθελε θάρρος, κατά τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια, να μένεις σταθερός στον κοινοβουλευτισμό και τις απόψεις σου, ενώ αυτές βάλλονταν από παντού.
Όπως και να σηκώνεσαι σε μια Βουλή που έβραζε τον Αύγουστο το 1965 και να εξηγείς με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τις επιλογές σου.
Ήθελε θάρρος να φεύγεις με ένα σκάφος έξι μέτρων, να διασχίσεις το Αιγαίο Δεκαπενταύγουστο, για να ξεκινήσεις έτσι τον αγώνα σου απέναντι στην Χούντα.
Ήθελε επίσης θάρρος να λες πάντα την άποψη σου παραμερίζοντας το εφήμερο πολιτικό κόστος.
Να είσαι η φωνή της λογικής στα εθνικά θέματα.
Να προειδοποιείς για τα επερχόμενα δεινά στην οικονομία και να το κάνεις τα χρόνια της μεγάλης ψευδαίσθησης, τα χρόνια της παράλογης ευφορίας και της μέθης.
Και ήθελε μεγάλη ψυχική γενναιότητα, τη στιγμή ενός ανείπωτου πόνου και μιας μεγάλης οικογενειακής τραγωδίας, να σηκωθείς και να μιλήσεις στη Βουλή για την ανάγκη να σταθούν όλοι όρθιοι και ενωμένοι για να διαφυλάξουν τους θεσμούς και το πολίτευμα.
Να ζητάς περισσότερη δημοκρατία την ώρα που θρηνούσες τον Παύλο Μπακογιάννη, χτυπημένο από τις σφαίρες της τρομοκρατίας.
Η αποθέωση του δημόσιου θάρρους εκδηλώνεται, ωστόσο, εμφατικά σε στιγμές κομματικής υπέρβασης. Και μία τέτοια ιστορική στιγμή υπήρξε ο Ιούνιος του 1989.
Τότε, που ο φιλελεύθερος Μητσοτάκης κάλεσε στο ίδιο μετερίζι της Ελλάδας, τους ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, στηρίζοντας από κοινού μία κυβέρνηση συνεργασίας.
Πέτυχε, έτσι, στο μέγιστο βαθμό την εθνική συμφιλίωση, που ήταν ένα ζητούμενο 45 ετών. Ναι!
Στην Ελλάδα, οι διαχωριστικές γραμμές του μίσους γκρεμίστηκαν νωρίτερα από το τείχος που χώριζε τα δύο αντίπαλα συστήματα του πλανήτη.
Και αυτό αποτελεί μία πολύτιμη παρακαταθήκη για το σήμερα, που απαιτεί όσο ποτέ, θάρρος και αλήθεια.
Είναι αυτή την παρακαταθήκη που τιμούμε με τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και κύριοι,
«Αν έχεις το θάρρος να λες την αλήθεια, δεν θα κάνεις ποτέ λάθος», δίδασκε -ήδη από τον 5ο αιώνα- ο Σοφοκλής. Έτσι απέδωσε στο θάρρος μια διάσταση ηθική, την ώρα που το συνέδεε με το ρεαλισμό.
Ταυτόχρονα, αναγορεύοντάς το θάρρος ως εργαλείο αποφυγής σφαλμάτων, το ανέδειξε ως διακριτή πολιτική αρετή.
Γιατί, πράγματι, θαρραλέος δεν είναι μόνον ο σωματικά ανδρείος και ο τολμηρός στις μάχες.
Αλλά και αυτός που αταλάντευτα υπηρετεί το σωστό, ακόμη και όταν οι γύρω συνθήκες είναι εντελώς αντίξοες.
Ακριβώς όπως το διατύπωσε, 2.500 χρόνια μετά, ο Ουίνστων Τσώρτσιλ: «Ο φόβος είναι αντίδραση ενώ το θάρρος απόφαση!»
Απόψε, με τρόπο γόνιμο, ο Ryan Balot φωτίζει μία παρακαταθήκη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας που παραμένει ενεργή τον 21ο αιώνα.
Μας καλεί να αντιμετωπίσουμε το θάρρος «ως χώρο του ορθολογικού προβληματισμού, όπου αντισταθμίζονται οι πολλές πιέσεις για γρήγορες και απλές αποφάσεις».
Νομίζω ότι εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα της πολιτικής: Στην άμυνα εκείνου που αποφασίζει, μένοντας σταθερός απέναντι στις επιρροές των επιμέρους μειοψηφιών.
Στο πρόταγμα της καθαρής λογικής ως πυξίδας του κοινού συμφέροντος.
Στην προσήλωση σε μια μακροπρόθεσμη οπτική ενάντια στον κοντόφθαλμο καιροσκοπισμό.
Ο καθηγητής Balot θα μας μιλήσει για το θάρρος του ανωνύμου Αθηναίου πολίτη του 5ου αιώνα προ Χριστού.
Το θάρρος να συμμετέχει στα κοινά, να παίρνει το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, να υπερασπίζεται τη γνώμη του με πάθος.
Το θάρρος να εμπιστεύεται τους θεσμούς της πόλης του.
Όπως έκανε ο Δημοσθένης όταν οδήγησε τον Μειδία στα δικαστήρια γιατί αυτός χρησιμοποιούσε το χρήμα και την ισχύ του για να φιμώσει συμπολίτες του και να τους εμποδίσει να συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο.
Και είναι ακριβώς αυτό το θάρρος της συμμετοχής στη διαμόρφωση της συλλογικής μοίρας που ορίζει την πεμπτουσία της Δημοκρατίας.
Και μόνο μέσα από τη συμμετοχή, μέσα από το διάλογο, μέσα από την ορθολογική ανταλλαγή απόψεων μπορεί να προκύψει μια κοινή συνισταμένη για το μέλλον.
Πόσο επίκαιρα είναι άραγε όλα αυτά σε μια κοινωνία πληγωμένη και θυμωμένη;
Μια κοινωνία που συχνά ζει σήμερα την αποχή ως έκφραση ενός πολιτικού αδιεξόδου.
Ενώ είναι η συμμετοχή που αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από μια τέτοια παγίδευση.
Αγαπητοί φίλοι,
Η τρέχουσα συγκυρία στην Ελλάδα, μάς υποβάλλει σε μία διπλή άσκηση πολιτικού θάρρους: Από τη μια πλευρά, οφείλουμε να κάνουμε μια ειλικρινή αποτίμηση ενός οδυνηρού κύκλου που κλείνει δραματικά.
Και από την άλλη καλούμαστε να κάνουμε την τολμηρή επιλογή μιας νέας πορείας που ανοίγεται μπροστά μας.
Είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζει κάθε πολίτης ξεχωριστά.
Πρωτίστως, όμως, απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Όλους εμάς, που οφείλουμε να βγάλουμε το θυμικό από τις πολιτικές συμπεριφορές και στη θέση του να προτάξουμε τη λογική.
Από το σύνθημα να επιστρέψουμε στο επιχείρημα.
Από την υπόσχεση να περάσουμε στην πράξη.
Η Ελλάδα πρέπει με θάρρος να κοιτάξει πίσω της και να αναγνωρίσει τα θεμελιώδη κεκτημένα της Μεταπολίτευσης: την εδραίωση της Δημοκρατίας, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, τον, έστω και μερικό, εκσυγχρονισμό των δομών της. Με το ίδιο θάρρος, ωστόσο, είναι ανάγκη να αντιληφθεί η Ελλάδα και τις ευκαιρίες που έχασε στην Οικονομία, την Παιδεία, την Υγεία, το Ασφαλιστικό, την αναγκαία ανασυγκρότηση του Κράτους.
Και να αναλογιστούμε με ειλικρίνεια τις ευθύνες των πολιτικών, αλλά και των κοινωνικών ομάδων που λειτούργησαν ως μοχλοί ανασταλτικής πίεσης.
Όχι για να «τιμωρήσουμε» και, μάλιστα, ετεροχρονισμένα. Αλλά για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που αφορούν το μέλλον.
Από την πλευρά του, το πολιτικό σύστημα δεν έχει άλλο δρόμο από το θαρραλέο επαναπροσδιορισμό του.
Οφείλει να εντοπίσει τους λόγους για τους οποίους αυτοπεριορίστηκε σε παλαιές πρακτικές και δείλιασε μπροστά στην ανανέωση.
Να αναρωτηθεί, επιτέλους, γιατί απέναντι στην κρίση, μόνον οι Έλληνες -σε αντίθεση με τους Πορτογάλους ή τους Ιρλανδούς- υπέκυψαν τόσο εύκολα στις σειρήνες της δημαγωγίας.
Και πώς ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω και πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, που ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες.
Και πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά, όχι ασφαλώς για να καταλήξουμε σε μια άκριτη απόρριψη της πολιτικής.
Αλλά για να υπηρετήσουμε από κοινού την αναβάθμιση της δημόσιας ζωής.
Το κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους».
Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος.
Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη και τις παραλείψεις της ούτε και τις κακές της στιγμές.
Όλα αυτά, όμως, τα μετουσιώνει σε υπερβάσεις, που αποτυπώνονται στις θέσεις, τη συμπεριφορά, το πρόγραμμά της.
Ένα πρόγραμμα που δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά ενεργοποιεί συνειδήσεις.
Που δεν στοχεύει μόνο στην καρδιά, αλλά και την σκέψη.
Και που δεν ενεργοποιεί, απλώς, την ελπίδα, αλλά τα μυαλά και τα χέρια όλων των πολιτών.
Σε έναν μήνα ακριβώς, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τον έχω πολύ συχνά στο μυαλό μου.
Διότι σχεδόν καθημερινά συνειδητοποιώ ότι αν κάτι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι η πίστη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Δηλαδή το θάρρος.
Χρειάζεται θάρρος να απαντάς σε υποσχέσεις και ψέματα, όχι με άλλα ψέματα, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο και με αλήθειες.
Να προτείνεις ανάπτυξη και πρωτοβουλία σε ένα κράτος αγκυλωμένο από τη γραφειοκρατία.
Να μιλάς για αξιολόγηση αντί για κομματικά ρουσφέτια και για αριστεία αντί για βόλεμα.
Και να καλείς σε μία συμπόρευση προόδου όχι μόνο τους δικούς σου πολιτικούς υποστηρικτές, αλλά κάθε δημοκρατική δύναμη εκσυγχρονισμού. Και τελικά, όλους τους πολίτες.
Όλα αυτά είναι θάρρος.
Θάρρος που σύντομα θα φέρει το φωτεινό αποτέλεσμα: Μία νέα ισχυρή κυβέρνηση όλων των Ελλήνων με επικεφαλής τους πιο άξιους.
Για να πάμε την Ελλάδα μπροστά.
Μπορούμε.
Το λέμε και θα το κάνουμε».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών