"Ο συνδυασμός της εξόδου από τα μνημόνια και της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναδιατάσσει τις ήδη αποσταθεροποιημένες και αποδυναμωμένες πολιτικές δυνάμεις", σύμφωνα με τον Π. Σκουρλέτη
Είμαστε «σε μια περίοδο πολιτικών αναδιατάξεων.
Ένας νέος μεταμνημονιακός διπολισμός γεννιέται, που συγκροτείται πάνω σε μια σαφή προγραμματική αντιπαλότητα», ενώ «τα ερωτήματα πάνω στα οποία θα κριθεί η ηγεμονία του ενός έναντι του άλλου πόλου είναι στρατηγικού χαρακτήρα και αφορούν το παρόν και το μέλλον», τονίζει ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Σκουρλέτης, σε άρθρο του στο HOTDOC της εφημερίδας DOCUMENTO.
Όπως σημειώνει , η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο συμπίπτει με την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, «μιας συμφωνίας που αποτελεί κορυφαία ιστορική στιγμή», αλλά και «το τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα συμπίπτει με το τέλος της σύμπλευσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα».
Με αφορμή την αντιπαράθεση για το μακεδονικό ζήτημα, ο κ. Σκουρλέτης αναφέρει ότι «έρχονται στην επιφάνεια βαθύτερες διαιρετικές γραμμές ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού, της πατριδοκαπηλίας και του ψηφοθηρικού μικροκομματισμού και τις δυνάμεις της πατριωτικής ευθύνης που προωθούν μια αντίληψη ειρηνικής συνύπαρξης και συνανάπτυξης με τους Βαλκάνιους γείτονές μας, μακριά από άγονους και ανιστόρητους εθνικισμούς».
Υπογραμμίζει ότι «ο συνδυασμός αυτών των σημαντικών γεγονότων, της εξόδου από τα μνημόνια και της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναδιατάσσει τις ήδη αποσταθεροποιημένες και αποδυναμωμένες πολιτικές δυνάμεις» και πως «μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το τέλος της συμμετοχής των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση», που όπως αναφέρει «ήταν μια συμπόρευση «ειδικού σκοπού» και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, χωρίς να βασίζεται σε πλατιά προγραμματική βάση».
Ακόμη, ο κ. Σκουρλέτης τονίζει ότι στην Ελλάδα «η επίσημη έκφραση της κεντροαριστεράς δεν φαίνεται ικανή να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις της αριστερόστροφης σοσιαλδημοκρατίας.
Ό,τι όμως δεν μπορεί, δεν θέλει ή δεν κατανοεί η επίσημη ηγεσία της εγχώριας κεντροαριστεράς το κατανοούν ένας ευρύτατος κοινωνικός χώρος αλλά και δεκάδες στελέχη και προσωπικότητες που κινούνται στον προοδευτικό χώρο».
Ακολουθεί το άρθρο του Π. Σκουρλέτη:
«Θα πάμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω;
Η μνημονιακή περιπέτεια, πέραν των πολλαπλών επιπτώσεων που επέφερε στο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση νέας πολιτικής συνείδησης σε ευρύτατα τμήματα των πολιτών και μιας νέας πολιτικοποίησης.
Παλιές βεβαιότητες υποχώρησαν, κόμματα συρρικνώθηκαν, ενώ έπειτα από τέσσερις δεκαετίες κατέρρευσε ο παλαιός δικομματισμός.
Μια ολόκληρη κοινωνία βρέθηκε σε συνθήκες μετάβασης, ενώ ζήσαμε κάτω από ακραίες, αντιφατικές συνθήκες, με πολλαπλά στοιχεία μη «κανονικότητας».
Η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο συμπίπτει με την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, μιας συμφωνίας που αποτελεί κορυφαία ιστορική στιγμή.
Με αφορμή την αντιπαράθεση για το μακεδονικό ζήτημα έρχονται στην επιφάνεια βαθύτερες διαιρετικές γραμμές ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού, της πατριδοκαπηλίας και του ψηφοθηρικού μικροκομματισμού και τις δυνάμεις της πατριωτικής ευθύνης που προωθούν μια αντίληψη ειρηνικής συνύπαρξης και συνανάπτυξης με τους Βαλκάνιους γείτονές μας, μακριά από άγονους και ανιστόρητους εθνικισμούς.
Ο συνδυασμός αυτών των σημαντικών γεγονότων, της εξόδου από τα μνημόνια και της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναδιατάσσει τις ήδη αποσταθεροποιημένες και αποδυναμωμένες πολιτικές δυνάμεις.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το τέλος της συμμετοχής των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση.
Άλλωστε ήταν μια συμπόρευση «ειδικού σκοπού» και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, χωρίς να βασίζεται σε πλατιά προγραμματική βάση.
Ήταν εξαρχής περιορισμένου χρονικού ορίζοντα.
Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΟΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ
Παράλληλα, το τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα συμπίπτει με το τέλος της σύμπλευσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση που υπηρετήθηκε από αυτές τις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες έφθασε στα όριά της, έκλεισε τον κύκλο της.
Εξάλλου αυτή η σύμπλευση ευθύνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο αναστοχασμός ενός μέρους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η αποστασιοποίησή του από τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς δημιουργούν νέες δυνατότητες.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση ενός νέου πολύμορφου, προοδευτικού πόλου μαζί με εκείνο το κομμάτι της σοσιαλδημοκρατίας που απαγκιστρώνεται από τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά και μαζί με τη ριζοσπαστική οικολογία.
Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός προοδευτικού αστερισμού ικανού να αποτελέσει ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού.
Ένας τέτοιος αστερισμός πρέπει να σέβεται την ιδιαιτερότητα της κάθε πολιτικής δύναμης και να συγκροτείται σε ισότιμη βάση.
Δύναμή του είναι και η πολυμορφία του αλλά και η ικανότητά του να θέσει επιθετικά το ζήτημα «ποια Ευρώπη, σε ποιον κόσμο;».
Δεν μιλάμε απλώς για ένα αμυντικό μέτωπο απέναντι στην ακροδεξιά, τον εθνολαϊκισμό και τον ρατσισμό, αλλά για μια δυναμική συνάντηση αριστερών, οικολογικών και προοδευτικών δυνάμεων που θα θέσει επιθετικά τα ζήτημα της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Όλη αυτή η κινητικότητα προσδίδει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μετατρέπει τις επόμενες ευρωεκλογές στις πιο καθοριστικές των τελευταίων δεκαετιών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα η επίσημη έκφραση της κεντροαριστεράς δεν φαίνεται ικανή να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις της αριστερόστροφης σοσιαλδημοκρατίας.
Ό,τι όμως δεν μπορεί, δεν θέλει ή δεν κατανοεί η επίσημη ηγεσία της εγχώριας κεντροαριστεράς το κατανοούν ένας ευρύτατος κοινωνικός χώρος αλλά και δεκάδες στελέχη και προσωπικότητες που κινούνται στον προοδευτικό χώρο.
ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ
Είμαστε λοιπόν σε μια περίοδο πολιτικών αναδιατάξεων.
Ένας νέος μεταμνημονιακός διπολισμός γεννιέται, που συγκροτείται πάνω σε μια σαφή προγραμματική αντιπαλότητα.
Τα ερωτήματα πάνω στα οποία θα κριθεί η ηγεμονία του ενός έναντι του άλλου πόλου είναι στρατηγικού χαρακτήρα και αφορούν το παρόν και το μέλλον.
Ποια θα είναι η θέση του κόσμου της εργασίας στη νέα εποχή;
Ποιος θα είναι ο ρόλος του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού σχεδίου ανασυγκρότησης;
Μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη χωρίς τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων;
Πως θα εξασφαλίσουμε την προστασία και την πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια αγαθά;
Θα ενσωματώσουμε με αποτελεσματικό τρόπο την προστασία του περιβάλλοντος στο νέο αναπτυξιακό σχέδιο;
Θα προστατεύσουμε τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας και της εκπαίδευσης;
Θα θέσουμε στόχο τη δραστική μείωση της ανεργίας και θα αναδείξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας που θα την καθιστούν ανταγωνιστική στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον;
Τέλος, τι είδους δημοκρατία θέλουμε;
Θα είμαστε ανεκτικοί στο διαφορετικό;
Θα διευρύνουμε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες;
Είναι φανερό πως το δίλημμα είναι σαφές και συναρπαστικό: θα πάμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω;
Απέναντι σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα όλοι οφείλουν να πάρουν θέση χωρίς υπεκφυγές».
Ένας νέος μεταμνημονιακός διπολισμός γεννιέται, που συγκροτείται πάνω σε μια σαφή προγραμματική αντιπαλότητα», ενώ «τα ερωτήματα πάνω στα οποία θα κριθεί η ηγεμονία του ενός έναντι του άλλου πόλου είναι στρατηγικού χαρακτήρα και αφορούν το παρόν και το μέλλον», τονίζει ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Σκουρλέτης, σε άρθρο του στο HOTDOC της εφημερίδας DOCUMENTO.
Όπως σημειώνει , η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο συμπίπτει με την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, «μιας συμφωνίας που αποτελεί κορυφαία ιστορική στιγμή», αλλά και «το τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα συμπίπτει με το τέλος της σύμπλευσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα».
Με αφορμή την αντιπαράθεση για το μακεδονικό ζήτημα, ο κ. Σκουρλέτης αναφέρει ότι «έρχονται στην επιφάνεια βαθύτερες διαιρετικές γραμμές ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού, της πατριδοκαπηλίας και του ψηφοθηρικού μικροκομματισμού και τις δυνάμεις της πατριωτικής ευθύνης που προωθούν μια αντίληψη ειρηνικής συνύπαρξης και συνανάπτυξης με τους Βαλκάνιους γείτονές μας, μακριά από άγονους και ανιστόρητους εθνικισμούς».
Υπογραμμίζει ότι «ο συνδυασμός αυτών των σημαντικών γεγονότων, της εξόδου από τα μνημόνια και της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναδιατάσσει τις ήδη αποσταθεροποιημένες και αποδυναμωμένες πολιτικές δυνάμεις» και πως «μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το τέλος της συμμετοχής των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση», που όπως αναφέρει «ήταν μια συμπόρευση «ειδικού σκοπού» και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, χωρίς να βασίζεται σε πλατιά προγραμματική βάση».
Ακόμη, ο κ. Σκουρλέτης τονίζει ότι στην Ελλάδα «η επίσημη έκφραση της κεντροαριστεράς δεν φαίνεται ικανή να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις της αριστερόστροφης σοσιαλδημοκρατίας.
Ό,τι όμως δεν μπορεί, δεν θέλει ή δεν κατανοεί η επίσημη ηγεσία της εγχώριας κεντροαριστεράς το κατανοούν ένας ευρύτατος κοινωνικός χώρος αλλά και δεκάδες στελέχη και προσωπικότητες που κινούνται στον προοδευτικό χώρο».
Ακολουθεί το άρθρο του Π. Σκουρλέτη:
«Θα πάμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω;
Η μνημονιακή περιπέτεια, πέραν των πολλαπλών επιπτώσεων που επέφερε στο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση νέας πολιτικής συνείδησης σε ευρύτατα τμήματα των πολιτών και μιας νέας πολιτικοποίησης.
Παλιές βεβαιότητες υποχώρησαν, κόμματα συρρικνώθηκαν, ενώ έπειτα από τέσσερις δεκαετίες κατέρρευσε ο παλαιός δικομματισμός.
Μια ολόκληρη κοινωνία βρέθηκε σε συνθήκες μετάβασης, ενώ ζήσαμε κάτω από ακραίες, αντιφατικές συνθήκες, με πολλαπλά στοιχεία μη «κανονικότητας».
Η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο συμπίπτει με την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, μιας συμφωνίας που αποτελεί κορυφαία ιστορική στιγμή.
Με αφορμή την αντιπαράθεση για το μακεδονικό ζήτημα έρχονται στην επιφάνεια βαθύτερες διαιρετικές γραμμές ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού, της πατριδοκαπηλίας και του ψηφοθηρικού μικροκομματισμού και τις δυνάμεις της πατριωτικής ευθύνης που προωθούν μια αντίληψη ειρηνικής συνύπαρξης και συνανάπτυξης με τους Βαλκάνιους γείτονές μας, μακριά από άγονους και ανιστόρητους εθνικισμούς.
Ο συνδυασμός αυτών των σημαντικών γεγονότων, της εξόδου από τα μνημόνια και της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναδιατάσσει τις ήδη αποσταθεροποιημένες και αποδυναμωμένες πολιτικές δυνάμεις.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το τέλος της συμμετοχής των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση.
Άλλωστε ήταν μια συμπόρευση «ειδικού σκοπού» και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, χωρίς να βασίζεται σε πλατιά προγραμματική βάση.
Ήταν εξαρχής περιορισμένου χρονικού ορίζοντα.
Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΟΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ
Παράλληλα, το τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα συμπίπτει με το τέλος της σύμπλευσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση που υπηρετήθηκε από αυτές τις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες έφθασε στα όριά της, έκλεισε τον κύκλο της.
Εξάλλου αυτή η σύμπλευση ευθύνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο αναστοχασμός ενός μέρους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η αποστασιοποίησή του από τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς δημιουργούν νέες δυνατότητες.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση ενός νέου πολύμορφου, προοδευτικού πόλου μαζί με εκείνο το κομμάτι της σοσιαλδημοκρατίας που απαγκιστρώνεται από τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά και μαζί με τη ριζοσπαστική οικολογία.
Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός προοδευτικού αστερισμού ικανού να αποτελέσει ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού.
Ένας τέτοιος αστερισμός πρέπει να σέβεται την ιδιαιτερότητα της κάθε πολιτικής δύναμης και να συγκροτείται σε ισότιμη βάση.
Δύναμή του είναι και η πολυμορφία του αλλά και η ικανότητά του να θέσει επιθετικά το ζήτημα «ποια Ευρώπη, σε ποιον κόσμο;».
Δεν μιλάμε απλώς για ένα αμυντικό μέτωπο απέναντι στην ακροδεξιά, τον εθνολαϊκισμό και τον ρατσισμό, αλλά για μια δυναμική συνάντηση αριστερών, οικολογικών και προοδευτικών δυνάμεων που θα θέσει επιθετικά τα ζήτημα της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Όλη αυτή η κινητικότητα προσδίδει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μετατρέπει τις επόμενες ευρωεκλογές στις πιο καθοριστικές των τελευταίων δεκαετιών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα η επίσημη έκφραση της κεντροαριστεράς δεν φαίνεται ικανή να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις της αριστερόστροφης σοσιαλδημοκρατίας.
Ό,τι όμως δεν μπορεί, δεν θέλει ή δεν κατανοεί η επίσημη ηγεσία της εγχώριας κεντροαριστεράς το κατανοούν ένας ευρύτατος κοινωνικός χώρος αλλά και δεκάδες στελέχη και προσωπικότητες που κινούνται στον προοδευτικό χώρο.
ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ
Είμαστε λοιπόν σε μια περίοδο πολιτικών αναδιατάξεων.
Ένας νέος μεταμνημονιακός διπολισμός γεννιέται, που συγκροτείται πάνω σε μια σαφή προγραμματική αντιπαλότητα.
Τα ερωτήματα πάνω στα οποία θα κριθεί η ηγεμονία του ενός έναντι του άλλου πόλου είναι στρατηγικού χαρακτήρα και αφορούν το παρόν και το μέλλον.
Ποια θα είναι η θέση του κόσμου της εργασίας στη νέα εποχή;
Ποιος θα είναι ο ρόλος του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού σχεδίου ανασυγκρότησης;
Μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη χωρίς τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων;
Πως θα εξασφαλίσουμε την προστασία και την πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια αγαθά;
Θα ενσωματώσουμε με αποτελεσματικό τρόπο την προστασία του περιβάλλοντος στο νέο αναπτυξιακό σχέδιο;
Θα προστατεύσουμε τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας και της εκπαίδευσης;
Θα θέσουμε στόχο τη δραστική μείωση της ανεργίας και θα αναδείξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας που θα την καθιστούν ανταγωνιστική στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον;
Τέλος, τι είδους δημοκρατία θέλουμε;
Θα είμαστε ανεκτικοί στο διαφορετικό;
Θα διευρύνουμε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες;
Είναι φανερό πως το δίλημμα είναι σαφές και συναρπαστικό: θα πάμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω;
Απέναντι σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα όλοι οφείλουν να πάρουν θέση χωρίς υπεκφυγές».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών