Στο 17ο Συνέδριο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών μίλησε ο Πρ. Παυλόπουλος
«Η Δίκαιη Δίκη, κατοχυρωμένη πολλαπλώς από το Εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο, αποτελεί κορωνίδα του νομικού μας πολιτισμού», τόνισε από την Πύλο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος, μιλώντας στο 17ο Συνέδριο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, με θέμα τις αποκλίσεις και τις συγκλίσεις της Πολιτικής, Ποινικής και Διοικητικής Δίκη.
Αφού υπογράμμισε ότι το αντικείμενο του Συνεδρίου είναι ζήτημα άκρως επίκαιρο, διότι «αναδεικνύει τον τρόπο, με τον οποίο ο μετασχηματισμός της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, κατ’ εξοχήν στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, επηρεάζει την διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και, άρα, την απονομή της Δικαιοσύνης»,σημείωσε ότι το Διοικητικό, το Ποινικό και το Ιδιωτικό Δίκαιο που παλιότερα θεωρούνταν, λιγότερο ή περισσότερο, ως αυτοτελείς και αυτόνομες περιοχές του Δικαίου, πλέον τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδειχθεί το φαινόμενο μιας εμφανέστατης όσμωσης μεταξύ των κλάδων του Δικαίου.
Όπως ανέφερε, πρόκειται για περιοχές Δικαίου, στις οποίες επιμέρους κλάδοι του αναπτύσσουν κανονιστικές συνέργειες, διαλέγονται θεσμικώς, αλληλοεπηρεάζονται και συμπλέκονται στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής των κανόνων τους.
Θα επισημάνω, ακροθιγώς και όλως ενδεικτικώς, δύο τέτοιους “Τόπους”:
Ο κ. Παυλόπουλος έκανε αναφορά στις εγγυήσεις θεσμικής και δικονομικής οργάνωσης της δίκης, οι οποίες πρέπει, με βάση τις διατάξεις της εθνικής αλλά και της διεθνούς έννομης τάξης, να διασφαλίζουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την δίκαιη δίκη, όπως αυτή νοείται στο σύγχρονο δημοκρατικό Κράτους Δικαίου.
Όπως είπε, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί την κατοχύρωση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, προσθέτοντας ότι στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό Σύνταγμα, με τις διατάξεις του άρθρου 87, καθιερώνει, εμφατικώς, την αρχή της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, υπό την έννοια της θέσπισης εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση (άρθρα 88-92), την ισοβιότητα (άρθρο 88 παρ. 1) και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη (άρθρο 90), ώστε να μην υπόκεινται σ΄ εξαρτήσεις ή επεμβάσεις από την Νομοθετική, την Εκτελεστική αλλά και την ίδια τη Δικαστική Εξουσία, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ιδιαίτερα σημαντικές, κατά τον ίδιο, για την πλήρη κατοχύρωση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, από την οποίαν συνάγεται το χρέος του Δικαστή να δικάζει κατ’ ουσίαν υποκείμενος μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους -άρα, όντας ανεξάρτητος- αλλά και η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, περί υποχρεωτικής καταχώρησης της μειοψηφία
Στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, «το οποίο συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη και, έτσι, ο Εθνικός Δικαστής καθίσταται και Ευρωπαίος Δικαστής, θα πρέπει να μνημονευθεί η διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), η οποία ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη πρέπει να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ουσιαστική προστασία στους τομείς οι οποίοι διέπονται από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως, επίσης, και οι διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες, πανομοιότυπα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία επίσης συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη, ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.
Η απαίτηση δε αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, όπως έχει κρίνει συναφώς το ΔΕΕ (βλ. C-619/18 Επιτροπή κατά Πολωνίας), αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη.
Δικαίωμα, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων, τα οποία ασκούν οι Πολίτες βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου και για την προάσπιση των κοινών αρχών των Κρατών-Μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, ιδίως δε της αρχής του Κράτους Δικαίου»,υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Συμπλήρωσε πως «η έννοια της πραγματικής ή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας, όπως έχει κρίνει τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και το ΔΕΕ, συνεπάγονται την θέσπιση εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, συνακόλουθα, την θέσπιση κανόνων, ιδίως όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».
Διευκρίνισε, ότι η εννοιολογική κατοχύρωση της Δίκαιης Δίκης δεν ολοκληρώνεται, όπως έχει παγίως κρίνει το ΕΔΔΑ, όταν η διάρκεια της δικαστικής εκκρεμοδικίας ξεπερνά τα εύλογα, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικά όρια και, γενικώς, όταν η απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι αρκούντως ταχεία, γεγονός που, σε πολλές περιπτώσεις, καταλήγει σε αρνησιδικία.
Κλείνοντας τον χαιρετισμό του ο κ. Παυλόπουλος, αναφέρθηκε στον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, τον ευπατρίδη πολιτικό και εμπνευσμένο νομοθέτη, υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου μεταξύ 1910-1912.
www.bankingews.gr
Αφού υπογράμμισε ότι το αντικείμενο του Συνεδρίου είναι ζήτημα άκρως επίκαιρο, διότι «αναδεικνύει τον τρόπο, με τον οποίο ο μετασχηματισμός της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, κατ’ εξοχήν στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, επηρεάζει την διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και, άρα, την απονομή της Δικαιοσύνης»,σημείωσε ότι το Διοικητικό, το Ποινικό και το Ιδιωτικό Δίκαιο που παλιότερα θεωρούνταν, λιγότερο ή περισσότερο, ως αυτοτελείς και αυτόνομες περιοχές του Δικαίου, πλέον τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδειχθεί το φαινόμενο μιας εμφανέστατης όσμωσης μεταξύ των κλάδων του Δικαίου.
Όπως ανέφερε, πρόκειται για περιοχές Δικαίου, στις οποίες επιμέρους κλάδοι του αναπτύσσουν κανονιστικές συνέργειες, διαλέγονται θεσμικώς, αλληλοεπηρεάζονται και συμπλέκονται στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής των κανόνων τους.
Θα επισημάνω, ακροθιγώς και όλως ενδεικτικώς, δύο τέτοιους “Τόπους”:
Ο κ. Παυλόπουλος έκανε αναφορά στις εγγυήσεις θεσμικής και δικονομικής οργάνωσης της δίκης, οι οποίες πρέπει, με βάση τις διατάξεις της εθνικής αλλά και της διεθνούς έννομης τάξης, να διασφαλίζουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την δίκαιη δίκη, όπως αυτή νοείται στο σύγχρονο δημοκρατικό Κράτους Δικαίου.
Όπως είπε, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί την κατοχύρωση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, προσθέτοντας ότι στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό Σύνταγμα, με τις διατάξεις του άρθρου 87, καθιερώνει, εμφατικώς, την αρχή της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, υπό την έννοια της θέσπισης εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση (άρθρα 88-92), την ισοβιότητα (άρθρο 88 παρ. 1) και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη (άρθρο 90), ώστε να μην υπόκεινται σ΄ εξαρτήσεις ή επεμβάσεις από την Νομοθετική, την Εκτελεστική αλλά και την ίδια τη Δικαστική Εξουσία, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ιδιαίτερα σημαντικές, κατά τον ίδιο, για την πλήρη κατοχύρωση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, από την οποίαν συνάγεται το χρέος του Δικαστή να δικάζει κατ’ ουσίαν υποκείμενος μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους -άρα, όντας ανεξάρτητος- αλλά και η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, περί υποχρεωτικής καταχώρησης της μειοψηφία
Στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, «το οποίο συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη και, έτσι, ο Εθνικός Δικαστής καθίσταται και Ευρωπαίος Δικαστής, θα πρέπει να μνημονευθεί η διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), η οποία ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη πρέπει να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ουσιαστική προστασία στους τομείς οι οποίοι διέπονται από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως, επίσης, και οι διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες, πανομοιότυπα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία επίσης συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη, ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.
Η απαίτηση δε αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, όπως έχει κρίνει συναφώς το ΔΕΕ (βλ. C-619/18 Επιτροπή κατά Πολωνίας), αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη.
Δικαίωμα, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων, τα οποία ασκούν οι Πολίτες βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου και για την προάσπιση των κοινών αρχών των Κρατών-Μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, ιδίως δε της αρχής του Κράτους Δικαίου»,υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Συμπλήρωσε πως «η έννοια της πραγματικής ή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας, όπως έχει κρίνει τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και το ΔΕΕ, συνεπάγονται την θέσπιση εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, συνακόλουθα, την θέσπιση κανόνων, ιδίως όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».
Διευκρίνισε, ότι η εννοιολογική κατοχύρωση της Δίκαιης Δίκης δεν ολοκληρώνεται, όπως έχει παγίως κρίνει το ΕΔΔΑ, όταν η διάρκεια της δικαστικής εκκρεμοδικίας ξεπερνά τα εύλογα, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικά όρια και, γενικώς, όταν η απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι αρκούντως ταχεία, γεγονός που, σε πολλές περιπτώσεις, καταλήγει σε αρνησιδικία.
Κλείνοντας τον χαιρετισμό του ο κ. Παυλόπουλος, αναφέρθηκε στον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, τον ευπατρίδη πολιτικό και εμπνευσμένο νομοθέτη, υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου μεταξύ 1910-1912.
www.bankingews.gr
Σχόλια αναγνωστών