Τα δύσκολα για τον Έλληνα πρωθυπουργό αρχίζουν σε λίγα μόλις 24ωρα…
Πριν από 4 χρόνια, τον Ιανουάριο του 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο 8ος εκλεγμένος πρόεδρος στην ιστορία της ΝΔ κάνοντας την ανατροπή και καταγράφοντας μια καθαρή νίκη έναντι του Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Ανέλαβε τα ηνία της ΝΔ σε μια πολύ δύσκολη χρονική συγκυρία για το κόμμα του, το οποίο είχε υποστεί δύο μεγάλες ήττες στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015.
Αν και η ΝΔ δεν βίωσε την «κατάρρευση» του ΠΑΣΟΚ καθώς τα ποσοστά της διατηρήθηκαν κοντά στο 28%, φλέρταρε έντονα με την πολιτική απαξίωση και το περιθώριο, καθώς ήδη μέτραγε μια απώλεια της τάξης του 65% της εκλογικής της δύναμης ενώ απομακρυνόταν γοργά και σταθερά ολοένα και περισσότερο από τους νεαρότερους σε ηλικία ψηφοφόρους.
Στην πρώτη του δήλωση ως πρόεδρος της ΝΔ ο κ.Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η εντολή που έλαβε ήταν να προχωρήσει «στη δημιουργική ανανέωση και διεύρυνση ώστε σύντομα η ΝΔ να γίνει η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη που θα δώσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης στην χώρα».
Πριν από έξι μήνες, τον Ιούλιο του 2019, ο κ.Μητσοτάκης τα κατάφερε, καθώς επανέφερε τη ΝΔ σε εκλογικές νίκες (είχαν προηγηθεί και οι ευρωεκλογές του Μαΐου) και σε κυβερνητική τροχιά.
Αναμφίβολα, αποτελεί επιτυχία του ότι μέσα σε 3,5 χρόνια πέτυχε να μετατρέψει ένα κόμμα που έμοιαζε να βυθίζεται γοργά στην εσωστρέφεια και στην ανυποληψία, σε πρώτη πολιτική δύναμη.
Ίσως για αυτό και στην πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB ανακηρύχθηκε πρόσωπο του 2020.
Εικόνα κυριαρχίας παρά τα φάλτσα
Κατά την προεκλογική περίοδο η στρατηγική που επέλεξε ο κ.Μητσοτάκης εστίαζε αφενός σε μια δριμεία και συνεχιζόμενη επίθεση στην κυβέρνηση Τσίπρα και στα πεπραγμένα της και αφετέρου σε μια πολύ «μετρημένη» δέσμη υποσχέσεων για μειώσεις φόρων και για αναπτυξιακή οικονομική πολιτική που συμπληρώνονταν μεταξύ άλλων από μέτρα για μια διαφορετική αντιμετώπιση του προσφυγικού – μεταναστευτικού και για την τόνωση του αισθήματος ασφαλείας.
Αν και προεκλογικά ο κ.Μητσοτάκης και η ΝΔ είχαν σηκώσει πολύ τους τόνους, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τσίπρα για κατάρρευση της οικονομίας – έκαναν λόγο για καμένη γη και για έλευση τέταρτου μνημονίου -, για προδοτική συμφωνία όσον αφορά τις Πρέσπες, για εγκληματική ολιγωρία – όσον αφορά την καταστροφή στο Μάτι – και για λανθασμένες πολιτικές στη διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού, ως κυβέρνηση πλέον κατέβασαν τους τόνους.
Τα καταστροφολογικά σενάρια για την οικονομία διαψεύστηκαν παντελώς, κάτι άλλωστε που φάνηκε και από τις πρώτες του κινήσεις, όπως ήταν η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η άρση των capital controls, η ρητορική περί εθνικού εγκλήματος και προδοσίας σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, απαλείφθηκε οριστικά από το κυβερνητικό λεξιλόγιο ενώ μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή στο Μάτι αποδόθηκε και στην κλιματική αλλαγή.
Φάλτσα και λάθη υπήρξαν και στη συνέχεια από την κυβέρνηση με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις επιλογές των προσώπων για τις διοικήσεις των νοσοκομείων (και κυρίως με τα κριτήρια που έγιναν αυτές οι επιλογές και που όπως αποδείχθηκε καμία σχέση με τη δέσμευση για άριστους δεν είχαν) και με αποκορύφωμα την παραίτηση του Αντώνη Διαματάρη από τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών λόγω της υπόθεσης με τα πλαστά πτυχία.
Παρόλο αυτά η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινήθηκε γρήγορα σε πολλούς τομείς και έβγαλε μια εικόνα ετοιμότητας για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι κινήσεις της στην οικονομία, στην προσέλκυση επενδύσεων, στις φοροελαφρύνσεις αλλά και σε άλλα θέματα όπως ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού, το πανεπιστημιακό άσυλο, τα Εξάρχεια, ο αντικαπνιστικός νόμος της έδωσαν πρόσθετους πόντους, καθώς έδωσε λύση σε χρόνια προβλήματα που μέχρι πρότινος κανείς δεν άγγιζε.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιουλίου, εξακολουθεί να απολαμβάνει της θετικής γνώμης της πλειοψηφίας των πολιτών.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εκπέμπει μια εικόνα πολιτικής κυριαρχίας.
Την οποία αδυνατεί να «πλήξει» ακόμα και ο βασικός της πολιτικός αντίπαλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μοιάζει να μην έχει ισχυρά πολιτικά επιχειρήματα απέναντι στην κυβέρνηση.
Μπροστά οι προκλήσεις
Ο Κ.Μητσοτάκης παίζει μόνος του.
Μπροστά του όμως το πεδίο είναι γεμάτο προκλήσεις.
Μπορεί μέσα σε 3,5 χρόνια να κατάφερε να αναστρέψει την πορεία της ΝΔ και να την επανέφερε στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά τα επόμενα 3,5 χρόνια συνιστούν μια πραγματική... ανηφόρα.
Πρέπει η πολιτική που θα εφαρμόσει στην οικονομία να αποδώσει αποτελέσματα και το κυριότερο αυτά να φανούν στην καθημερινότητα των πολιτών.
Πρέπει οι πολίτες να δουν ότι πράγματι τα φορολογικά τους βάρη μειώνονται, ότι δημιουργούνται νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας– όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί προεκλογικά ο κ.Μητσοτάκης -, ότι το διαθέσιμο εισόδημα τους αυξάνεται και ότι το επίπεδο της ζωής και της καθημερινότητας τους βελτιώνεται.
Και για να γίνει αυτό θα πρέπει όντως ο κ.Μητσοτάκης να επιτύχει το στόχο τόσο της ανάπτυξης που έχει θέσει για την ελληνική οικονομία όσο και της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η τσέπη και η καθημερινότητα των πολιτών είναι οι βασικές παράμετροι που κρίνουν το βαθμό επιτυχίας μιας κυβέρνησης.
Αλλά υπάρχει και μια ακόμα σημαντική παράμετρος.
Τα εθνικά θέματα.
Οι προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο ήταν αυτές που έβαλαν οριστικά τέλος στην όποια περίοδο χάριτος απολάμβανε μέχρι πρόσφατα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι κινήσεις Erdogan δείχνουν πως η Άγκυρα δεν θα σταματήσει αλλά θα κλιμακώσει τις προκλήσεις της, χωρίς να μπορεί κανείς να αποκλείσει ακόμα και το σενάριο ενός θερμού επεισοδίου.
Και το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση σε αυτό.
Είναι προφανές πως σε περίπτωση που τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πολιτικό σύστημα και κοινωνία στέκονται δίπλα στην κυβέρνηση.
Η οποία όμως είναι και αυτή που στο τέλος της ημέρας θα κάνει το ταμείο και θα σηκώσει το «βάρος» - είτε είναι οφέλη είτε είναι συνέπειες – των αποφάσεων της.
Ακόμα όμως αν και το σενάριο ενός θερμού επεισοδίου θεωρείται ακραίο και μη πιθανό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι προκλήσεις της Τουρκίας επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.
Μια και όλα τα «κορυφαία» πολιτικά θέματα μπαίνουν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα.
Πραγματικά, και ενώ θα σοβεί μια πιθανή κρίση με την Τουρκία, θα σκεφτεί ποτέ ο κ.Μητσοτάκης το σενάριο πρόωρων εκλογών για να «κάψει» την απλή αναλογική ή θα αποτελέσει ζήτημα για το ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Προφανώς και όχι.
Με την έλευση του 2020, η Ελλάδα κλείνει μια ιδιαίτερα δύσκολη δεκαετία – ίσως τη δυσκολότερη από τη Μεταπολίτευση και μετά λόγω της οικονομικής κρίσης – και εισέρχεται σε μια νέα, όπου την περιμένουν τεράστιες προκλήσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτή της Άγκυρας που αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία και πάγιες ελληνικές θέσεις.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις ο κ.Μητσοτάκης καλείται όχι μόνο να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά αλλά να βάλει τις βάσεις για την υπέρβαση τους.
Όπως για παράδειγμα μια νέα εθνική στρατηγική
Όπως για παράδειγμα μια νέα οικονομική στρατηγική που θα έχει ορίζοντα δεκαετίας και θα αποτρέπει τις πιθανότητες επανάληψης μιας κρίσης αντίστοιχης με αυτήν που βίωσε η χώρα την περασμένη δεκαετία.
Τα δύσκολα είναι μπροστά για τον κ.Μητσοτάκη.
Και αρχίζουν από τώρα.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Ανέλαβε τα ηνία της ΝΔ σε μια πολύ δύσκολη χρονική συγκυρία για το κόμμα του, το οποίο είχε υποστεί δύο μεγάλες ήττες στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015.
Αν και η ΝΔ δεν βίωσε την «κατάρρευση» του ΠΑΣΟΚ καθώς τα ποσοστά της διατηρήθηκαν κοντά στο 28%, φλέρταρε έντονα με την πολιτική απαξίωση και το περιθώριο, καθώς ήδη μέτραγε μια απώλεια της τάξης του 65% της εκλογικής της δύναμης ενώ απομακρυνόταν γοργά και σταθερά ολοένα και περισσότερο από τους νεαρότερους σε ηλικία ψηφοφόρους.
Στην πρώτη του δήλωση ως πρόεδρος της ΝΔ ο κ.Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η εντολή που έλαβε ήταν να προχωρήσει «στη δημιουργική ανανέωση και διεύρυνση ώστε σύντομα η ΝΔ να γίνει η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη που θα δώσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης στην χώρα».
Πριν από έξι μήνες, τον Ιούλιο του 2019, ο κ.Μητσοτάκης τα κατάφερε, καθώς επανέφερε τη ΝΔ σε εκλογικές νίκες (είχαν προηγηθεί και οι ευρωεκλογές του Μαΐου) και σε κυβερνητική τροχιά.
Αναμφίβολα, αποτελεί επιτυχία του ότι μέσα σε 3,5 χρόνια πέτυχε να μετατρέψει ένα κόμμα που έμοιαζε να βυθίζεται γοργά στην εσωστρέφεια και στην ανυποληψία, σε πρώτη πολιτική δύναμη.
Ίσως για αυτό και στην πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB ανακηρύχθηκε πρόσωπο του 2020.
Εικόνα κυριαρχίας παρά τα φάλτσα
Κατά την προεκλογική περίοδο η στρατηγική που επέλεξε ο κ.Μητσοτάκης εστίαζε αφενός σε μια δριμεία και συνεχιζόμενη επίθεση στην κυβέρνηση Τσίπρα και στα πεπραγμένα της και αφετέρου σε μια πολύ «μετρημένη» δέσμη υποσχέσεων για μειώσεις φόρων και για αναπτυξιακή οικονομική πολιτική που συμπληρώνονταν μεταξύ άλλων από μέτρα για μια διαφορετική αντιμετώπιση του προσφυγικού – μεταναστευτικού και για την τόνωση του αισθήματος ασφαλείας.
Αν και προεκλογικά ο κ.Μητσοτάκης και η ΝΔ είχαν σηκώσει πολύ τους τόνους, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τσίπρα για κατάρρευση της οικονομίας – έκαναν λόγο για καμένη γη και για έλευση τέταρτου μνημονίου -, για προδοτική συμφωνία όσον αφορά τις Πρέσπες, για εγκληματική ολιγωρία – όσον αφορά την καταστροφή στο Μάτι – και για λανθασμένες πολιτικές στη διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού, ως κυβέρνηση πλέον κατέβασαν τους τόνους.
Τα καταστροφολογικά σενάρια για την οικονομία διαψεύστηκαν παντελώς, κάτι άλλωστε που φάνηκε και από τις πρώτες του κινήσεις, όπως ήταν η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η άρση των capital controls, η ρητορική περί εθνικού εγκλήματος και προδοσίας σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, απαλείφθηκε οριστικά από το κυβερνητικό λεξιλόγιο ενώ μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή στο Μάτι αποδόθηκε και στην κλιματική αλλαγή.
Φάλτσα και λάθη υπήρξαν και στη συνέχεια από την κυβέρνηση με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις επιλογές των προσώπων για τις διοικήσεις των νοσοκομείων (και κυρίως με τα κριτήρια που έγιναν αυτές οι επιλογές και που όπως αποδείχθηκε καμία σχέση με τη δέσμευση για άριστους δεν είχαν) και με αποκορύφωμα την παραίτηση του Αντώνη Διαματάρη από τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών λόγω της υπόθεσης με τα πλαστά πτυχία.
Παρόλο αυτά η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινήθηκε γρήγορα σε πολλούς τομείς και έβγαλε μια εικόνα ετοιμότητας για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι κινήσεις της στην οικονομία, στην προσέλκυση επενδύσεων, στις φοροελαφρύνσεις αλλά και σε άλλα θέματα όπως ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού, το πανεπιστημιακό άσυλο, τα Εξάρχεια, ο αντικαπνιστικός νόμος της έδωσαν πρόσθετους πόντους, καθώς έδωσε λύση σε χρόνια προβλήματα που μέχρι πρότινος κανείς δεν άγγιζε.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιουλίου, εξακολουθεί να απολαμβάνει της θετικής γνώμης της πλειοψηφίας των πολιτών.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εκπέμπει μια εικόνα πολιτικής κυριαρχίας.
Την οποία αδυνατεί να «πλήξει» ακόμα και ο βασικός της πολιτικός αντίπαλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μοιάζει να μην έχει ισχυρά πολιτικά επιχειρήματα απέναντι στην κυβέρνηση.
Μπροστά οι προκλήσεις
Ο Κ.Μητσοτάκης παίζει μόνος του.
Μπροστά του όμως το πεδίο είναι γεμάτο προκλήσεις.
Μπορεί μέσα σε 3,5 χρόνια να κατάφερε να αναστρέψει την πορεία της ΝΔ και να την επανέφερε στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά τα επόμενα 3,5 χρόνια συνιστούν μια πραγματική... ανηφόρα.
Πρέπει η πολιτική που θα εφαρμόσει στην οικονομία να αποδώσει αποτελέσματα και το κυριότερο αυτά να φανούν στην καθημερινότητα των πολιτών.
Πρέπει οι πολίτες να δουν ότι πράγματι τα φορολογικά τους βάρη μειώνονται, ότι δημιουργούνται νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας– όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί προεκλογικά ο κ.Μητσοτάκης -, ότι το διαθέσιμο εισόδημα τους αυξάνεται και ότι το επίπεδο της ζωής και της καθημερινότητας τους βελτιώνεται.
Και για να γίνει αυτό θα πρέπει όντως ο κ.Μητσοτάκης να επιτύχει το στόχο τόσο της ανάπτυξης που έχει θέσει για την ελληνική οικονομία όσο και της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η τσέπη και η καθημερινότητα των πολιτών είναι οι βασικές παράμετροι που κρίνουν το βαθμό επιτυχίας μιας κυβέρνησης.
Αλλά υπάρχει και μια ακόμα σημαντική παράμετρος.
Τα εθνικά θέματα.
Οι προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο ήταν αυτές που έβαλαν οριστικά τέλος στην όποια περίοδο χάριτος απολάμβανε μέχρι πρόσφατα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι κινήσεις Erdogan δείχνουν πως η Άγκυρα δεν θα σταματήσει αλλά θα κλιμακώσει τις προκλήσεις της, χωρίς να μπορεί κανείς να αποκλείσει ακόμα και το σενάριο ενός θερμού επεισοδίου.
Και το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση σε αυτό.
Είναι προφανές πως σε περίπτωση που τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πολιτικό σύστημα και κοινωνία στέκονται δίπλα στην κυβέρνηση.
Η οποία όμως είναι και αυτή που στο τέλος της ημέρας θα κάνει το ταμείο και θα σηκώσει το «βάρος» - είτε είναι οφέλη είτε είναι συνέπειες – των αποφάσεων της.
Ακόμα όμως αν και το σενάριο ενός θερμού επεισοδίου θεωρείται ακραίο και μη πιθανό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι προκλήσεις της Τουρκίας επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.
Μια και όλα τα «κορυφαία» πολιτικά θέματα μπαίνουν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα.
Πραγματικά, και ενώ θα σοβεί μια πιθανή κρίση με την Τουρκία, θα σκεφτεί ποτέ ο κ.Μητσοτάκης το σενάριο πρόωρων εκλογών για να «κάψει» την απλή αναλογική ή θα αποτελέσει ζήτημα για το ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Προφανώς και όχι.
Με την έλευση του 2020, η Ελλάδα κλείνει μια ιδιαίτερα δύσκολη δεκαετία – ίσως τη δυσκολότερη από τη Μεταπολίτευση και μετά λόγω της οικονομικής κρίσης – και εισέρχεται σε μια νέα, όπου την περιμένουν τεράστιες προκλήσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτή της Άγκυρας που αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία και πάγιες ελληνικές θέσεις.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις ο κ.Μητσοτάκης καλείται όχι μόνο να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά αλλά να βάλει τις βάσεις για την υπέρβαση τους.
Όπως για παράδειγμα μια νέα εθνική στρατηγική
Όπως για παράδειγμα μια νέα οικονομική στρατηγική που θα έχει ορίζοντα δεκαετίας και θα αποτρέπει τις πιθανότητες επανάληψης μιας κρίσης αντίστοιχης με αυτήν που βίωσε η χώρα την περασμένη δεκαετία.
Τα δύσκολα είναι μπροστά για τον κ.Μητσοτάκη.
Και αρχίζουν από τώρα.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών