Σε άρθρο του το Foreign Policy υποστηρίζει ότι ο πρωθυπουργός έχει κάνει πολύ μεγάλα λάθη στην εξωτερική πολιτική, κυρίως σε ό,τι αφορά την Τουρκία
Σφοδρή επίθεση στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, εξαπολύει σε άρθρο του στο Foreign Policy, ο Έλληνας δημοσιογράφος-ερευνητής, Γιάννης Μπαμπούλιας, υποστηρίζοντας ότι οδήγησε, εξαιτίας των λαθών του στην εξωτερική πολιτική, την Ελλάδα σε κρίση με την Τουρκία.
Στο άρθρο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Στα τέλη Νοεμβρίου 2019 η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε όταν η Τουρκία ανακοίνωσε ότι είχε υπογράψει μνημόνιο συμφωνίας με την κυβέρνηση της Λιβύης στην Τρίπολη.
Η συμφωνία οριοθέτησε νέα θαλάσσια όρια μεταξύ των δύο χωρών, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στο ελληνικό νησί της Κρήτης.
Ο στόχος της Τουρκίας είναι να ξεκινήσει η λειτουργία γεωτρήσεων για φυσικό αέριο στην περιοχή, παραβιάζοντας, με ταπεινωτικό τρόπο, την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας.
Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας σε Ουάσιγκτον και Ευρώπη δεν έκαναν ουσιαστικά τίποτε προκειμένου να παρέμβουν.
Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές και πολιτικές κρίσεις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, που εξέθεσε τη διεθνή αδυναμία της χώρας.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα για τη συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδας υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη - πρέπει απλώς να ακολουθήσει τα διπλωματικά παραδείγματα που έθεσε το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ όταν βρισκόταν στην εξουσία από το 2015 έως το 2019.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump τον περασμένο μήνα, ο Μητσοτάκης απέτυχε να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση από τον Αμερικανό πρόεδρο ότι θα στηρίξει την Ελλάδα.
Απαντώντας, η αντιπολίτευση στο ελληνικό κοινοβούλιο κάλεσε το πρωθυπουργικό διπλωματικό ταξίδι ένα «πρωτοφανές φιάσκο».
Τα προβλήματα είχαν επιδεινωθεί από τη διάσκεψη για τη Λιβύη που διοργάνωσε η Γερμανία τον Ιανουάριο, όπου ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin, ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron, και ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan συναντήθηκαν για να συζητήσουν κατάπαυση του πυρός με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές της Λιβύης, καθώς και μια πιθανή λύση στη σύγκρουση.
Η Ελλάδα δεν κλήθηκε καθόλου, παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντά της είναι πλέον άμεσα εμπλεκόμενα στη Λιβύη.
Μάλιστα η γερμανική εφημερία Bild υποστήριξε ότι η απουσία της Ελλάδας το πιθανότερο οφείλονταν σε απαίτηση της Τουρκίας, η οποία δεν την ήθελε παρούσα στις διαπραγματεύσεις.
Φαίνεται ότι η προσέγγιση του Μητσοτάκη στη διπλωματία δεν έκανε βοήθησε ώστε η Ελλάδα να έχει έστω και την ελάχιστη ευνοϊκή μεταχείριση.
Πάνω απ 'όλα, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να αποδείξει την αξιοπιστία του στους ισχυρότερους συμμάχους της χώρας του.
Ο Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει τη στήριξή του στην απόφαση του Trump να σκοτώσει τον QΜιτσοτάκης δήλωσε την υποστήριξή του στην απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ να σκοτώσει τον Qassem Suleimani, ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα επιφυλακτικές στο να στηρίξουν την αμερικανική επίθεση.
«Είμαστε σύμμαχοι με τις ΗΠΑ και στεκόμαστε δίπλα στους συμμάχους μας σε δύσκολες στιγμές», δήλωσε ο Μητσοτάκης, ακόμη και εάν οι ΗΠΑ δεν έκαναν τίποτα για να στηρίξουν την Ελλάδα στη διαμάχη με την Τουρκία, αναφορικά με τη Λιβύη.
Ο Μητσοτάκης είπε ότι ήταν σύμφωνος με τις επιλογές του Trump, προσθέτοντας ότι «καταλαβαίνω ότι αυτή η απόφαση έγινε με γνώμονα τα συμφέρονταν των ΗΠΑ.
Στηρίζουμε αυτήν την απόφαση».
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επίσης επιδοθεί σε σπασμούς τυχοδιωκτισμού, οι οποίοι δεν φαίνεται να υπολογίζουν σωστά ποια είναι τα σχέδια των ΗΠΑ για την περιοχή και δεν φαίνεται να έχει ακόμη αποφασίσει με ποιο τρόπο θα μπορούσε η ίδια να τα προωθήσει.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας υποστήριξε ότι η Ελλάδα ενδέχεται σύντομα να στείλει ενεργό στρατιωτικό προσωπικό στη Λιβύη στο πλαίσιο της αποστολής «Σοφία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιβάλλει εμπάργκο όπλων στις αντιμαχόμενες πλευρές της χώρας (και τους προστάτες τους) και μια σειρά από πυραύλους Patriot στη Σαουδική Αραβία με στόχο «την προστασία των κρίσιμων υποδομών", πιθανώς ενάντια σε επιθέσεις όπως αυτές που πιστεύουν ότι το Ιράν έχει οργανώσει κατά των πετρελαϊκών πεδίων Abqaiq και Khurais πέρυσι.
Αυτό σηματοδοτεί μία εκ βάθρων αλλαγή με την παραδοσιακή ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία επιδιώκει να παραμείνει ουδέτερη σε ενεργές συγκρούσεις και να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με μεγαλύτερες γειτονικές χώρες όπως το Ιράν και τη Ρωσία.
Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν έχουν προβλέψει καμία άμεση επίδραση στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Η Τουρκία έχει αποφύγει οποιαδήποτε διεθνή κύρωση για τη μονομερή διπλωματία της με τη Λιβύη.
Η θέση της Ελλάδας φαίνεται ότι θα επιδεινωθεί στο εγγύς μέλλον καθώς η Τουρκία και η Ρωσία εμβαθύνουν τους δεσμούς τους (παρά το γεγονός ότι η συριακή διαμάχη τους έχει τοποθετήσει στις αντίθετες πλευρές).
Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης στην Ελλάδα κατηγόρησαν τη Γερμανία καγκελάριο, Angela Merkel ότι υποτάσσεται στις απαιτήσεις της Τουρκίας.
Έως ένα βαθμό έχουν δίκιο.
Η επιείκεια που δείχνει η Γερμανία προς την Τουρκία φαίνεται ότι έχει ως κίνητρο να περιορίσει τη δική της συμμετοχή στο θέμα της Λιβύης αλλά και να μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τον Erdogan σε ό,τι αφορά το προσφυγικό – μεταναστευτικό.
Αυτό οδήγησε πολλούς Έλληνες να ισχυριστούν ότι η Γερμανία εκμεταλλεύεται την ηγεμονική της θέση στην ΕΕ για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, παραβλέποντας τις υποχρεώσεις της για υπεράσπιση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών συνόρων.
Όμως, η κυβέρνηση της Ελλάδας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ξεχνά τις δικές της ευθύνες για την περιθωριοποίηση της χώρας στο Αιγαίο.
Η διπλωματική προσέγγιση του πρωθυπουργού επιτάχυνε, αντί να παρεμποδίζει, αυτή τη διαδικασία.
Ο Μητσοτάκης θα τα είχε καταφέρει καλύτερα εάν όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση είχε μελετήσει λίγο καλύτερα τη διπλωματική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να προκαλέσει προβλήματα σε ισχυρότερους αντιπάλους όταν πλήττονταν παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας.
Όταν η ΕΕ σχεδίασε ένα ψήφισμα για την εμβάθυνση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας τον Ιανουάριο του 2015, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να μάθει γιατί δεν ζητήθηκε η γνώμη της Ελλάδας, απειλώντας σιωπηρά με το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Αρκετοί θεώρησαν ότι αυτό ήταν μία ένδειξη ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονταν να εγκαταλείψει την ΕΕ και να ενισχύσει τη σχέση της με τη Ρωσία.
Δεν ίσχυε κάτι τέτοιο.
Στο τέλος η Ελλάδα υπέγραψε τις κυρώσεις, δέχθηκε τα συγχαρητήρια της Κομισιόν, αλλά ταυτόχρονα έστειλε το μήνυμα ότι δεν πρέπει να τη θεωρούν δεδομένη.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν κέρδισε τίποτε ούτε από την απόφαση του Μητσοτάκη να στηρίξει τον Trump για τον Suleimani ούτε από τις δηλώσεις Δένδια για πιθανή αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. ανατολή.
Τελικά πώς μπορούν να εξηγηθούν αυτές οι δηλώσεις – αποφάσεις που έχουν ληφθεί;
Μπορεί κάποιος να πάρει μία ιδέα από ένα βιβλίο του Κυρ. Μητσοτάκη για την εξωτερική πολιτική που κυκλοφόρησε το 2006 και αποτελεί τη μετάφραση της αντίστοιχης διατριβής του στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Σε κάποιο του σημείου υποστηρίζει ότι: «η ικανοποίηση εσωτερικών υποχρεώσεων μπορεί να απαιτούν αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική που δεν φαίνονται και πολύ λογικές, όμως βοηθούν στο να έχει κάποιος κέρδη στην εσωτερική πολιτική σκηνή».
Με απλά λόγια κάνουμε εξωτερική πολιτική, σκεπτόμενοι τα οφέλη που θα έχουμε στο εσωτερικό…
Όμως μία τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να την αντέξει γεωπολιτικά μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα.
Ίσως ο Μητσοτάκης να πήρε, πλέον, αυτό το μάθημα.
Η συνάντησή του με τον Λίβυο στρατηγό Khalifa Haftar λίγο πριν από τη Σύνοδο του Βερολίνου ήταν μία καλή ένδειξη.
Θετικό ήταν το ταξίδι του και στο Παρίσι όπου φάνηκε ότι κέρδισε τη στήριξη Macron.
Αλλά συνολικά η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να ικανοποιεί με τον ορθό τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα στην εξωτερική πολιτική.
Ο Μητσοτάκης μάλλον θα πρέπει να βρει τρόπο να πείσει ότι η Ελλάδα θα έχει τη θέση που της αξίζει σε ένα τραπέζι που συζητείται το δικό της μέλλον».
www.bankingnews.gr
Στο άρθρο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Στα τέλη Νοεμβρίου 2019 η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε όταν η Τουρκία ανακοίνωσε ότι είχε υπογράψει μνημόνιο συμφωνίας με την κυβέρνηση της Λιβύης στην Τρίπολη.
Η συμφωνία οριοθέτησε νέα θαλάσσια όρια μεταξύ των δύο χωρών, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στο ελληνικό νησί της Κρήτης.
Ο στόχος της Τουρκίας είναι να ξεκινήσει η λειτουργία γεωτρήσεων για φυσικό αέριο στην περιοχή, παραβιάζοντας, με ταπεινωτικό τρόπο, την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας.
Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας σε Ουάσιγκτον και Ευρώπη δεν έκαναν ουσιαστικά τίποτε προκειμένου να παρέμβουν.
Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές και πολιτικές κρίσεις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, που εξέθεσε τη διεθνή αδυναμία της χώρας.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα για τη συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδας υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη - πρέπει απλώς να ακολουθήσει τα διπλωματικά παραδείγματα που έθεσε το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ όταν βρισκόταν στην εξουσία από το 2015 έως το 2019.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump τον περασμένο μήνα, ο Μητσοτάκης απέτυχε να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση από τον Αμερικανό πρόεδρο ότι θα στηρίξει την Ελλάδα.
Απαντώντας, η αντιπολίτευση στο ελληνικό κοινοβούλιο κάλεσε το πρωθυπουργικό διπλωματικό ταξίδι ένα «πρωτοφανές φιάσκο».
Τα προβλήματα είχαν επιδεινωθεί από τη διάσκεψη για τη Λιβύη που διοργάνωσε η Γερμανία τον Ιανουάριο, όπου ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin, ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron, και ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan συναντήθηκαν για να συζητήσουν κατάπαυση του πυρός με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές της Λιβύης, καθώς και μια πιθανή λύση στη σύγκρουση.
Η Ελλάδα δεν κλήθηκε καθόλου, παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντά της είναι πλέον άμεσα εμπλεκόμενα στη Λιβύη.
Μάλιστα η γερμανική εφημερία Bild υποστήριξε ότι η απουσία της Ελλάδας το πιθανότερο οφείλονταν σε απαίτηση της Τουρκίας, η οποία δεν την ήθελε παρούσα στις διαπραγματεύσεις.
Φαίνεται ότι η προσέγγιση του Μητσοτάκη στη διπλωματία δεν έκανε βοήθησε ώστε η Ελλάδα να έχει έστω και την ελάχιστη ευνοϊκή μεταχείριση.
Πάνω απ 'όλα, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να αποδείξει την αξιοπιστία του στους ισχυρότερους συμμάχους της χώρας του.
Ο Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει τη στήριξή του στην απόφαση του Trump να σκοτώσει τον QΜιτσοτάκης δήλωσε την υποστήριξή του στην απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ να σκοτώσει τον Qassem Suleimani, ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα επιφυλακτικές στο να στηρίξουν την αμερικανική επίθεση.
«Είμαστε σύμμαχοι με τις ΗΠΑ και στεκόμαστε δίπλα στους συμμάχους μας σε δύσκολες στιγμές», δήλωσε ο Μητσοτάκης, ακόμη και εάν οι ΗΠΑ δεν έκαναν τίποτα για να στηρίξουν την Ελλάδα στη διαμάχη με την Τουρκία, αναφορικά με τη Λιβύη.
Ο Μητσοτάκης είπε ότι ήταν σύμφωνος με τις επιλογές του Trump, προσθέτοντας ότι «καταλαβαίνω ότι αυτή η απόφαση έγινε με γνώμονα τα συμφέρονταν των ΗΠΑ.
Στηρίζουμε αυτήν την απόφαση».
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επίσης επιδοθεί σε σπασμούς τυχοδιωκτισμού, οι οποίοι δεν φαίνεται να υπολογίζουν σωστά ποια είναι τα σχέδια των ΗΠΑ για την περιοχή και δεν φαίνεται να έχει ακόμη αποφασίσει με ποιο τρόπο θα μπορούσε η ίδια να τα προωθήσει.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας υποστήριξε ότι η Ελλάδα ενδέχεται σύντομα να στείλει ενεργό στρατιωτικό προσωπικό στη Λιβύη στο πλαίσιο της αποστολής «Σοφία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιβάλλει εμπάργκο όπλων στις αντιμαχόμενες πλευρές της χώρας (και τους προστάτες τους) και μια σειρά από πυραύλους Patriot στη Σαουδική Αραβία με στόχο «την προστασία των κρίσιμων υποδομών", πιθανώς ενάντια σε επιθέσεις όπως αυτές που πιστεύουν ότι το Ιράν έχει οργανώσει κατά των πετρελαϊκών πεδίων Abqaiq και Khurais πέρυσι.
Αυτό σηματοδοτεί μία εκ βάθρων αλλαγή με την παραδοσιακή ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία επιδιώκει να παραμείνει ουδέτερη σε ενεργές συγκρούσεις και να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με μεγαλύτερες γειτονικές χώρες όπως το Ιράν και τη Ρωσία.
Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν έχουν προβλέψει καμία άμεση επίδραση στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Η Τουρκία έχει αποφύγει οποιαδήποτε διεθνή κύρωση για τη μονομερή διπλωματία της με τη Λιβύη.
Η θέση της Ελλάδας φαίνεται ότι θα επιδεινωθεί στο εγγύς μέλλον καθώς η Τουρκία και η Ρωσία εμβαθύνουν τους δεσμούς τους (παρά το γεγονός ότι η συριακή διαμάχη τους έχει τοποθετήσει στις αντίθετες πλευρές).
Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης στην Ελλάδα κατηγόρησαν τη Γερμανία καγκελάριο, Angela Merkel ότι υποτάσσεται στις απαιτήσεις της Τουρκίας.
Έως ένα βαθμό έχουν δίκιο.
Η επιείκεια που δείχνει η Γερμανία προς την Τουρκία φαίνεται ότι έχει ως κίνητρο να περιορίσει τη δική της συμμετοχή στο θέμα της Λιβύης αλλά και να μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τον Erdogan σε ό,τι αφορά το προσφυγικό – μεταναστευτικό.
Αυτό οδήγησε πολλούς Έλληνες να ισχυριστούν ότι η Γερμανία εκμεταλλεύεται την ηγεμονική της θέση στην ΕΕ για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, παραβλέποντας τις υποχρεώσεις της για υπεράσπιση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών συνόρων.
Όμως, η κυβέρνηση της Ελλάδας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ξεχνά τις δικές της ευθύνες για την περιθωριοποίηση της χώρας στο Αιγαίο.
Η διπλωματική προσέγγιση του πρωθυπουργού επιτάχυνε, αντί να παρεμποδίζει, αυτή τη διαδικασία.
Ο Μητσοτάκης θα τα είχε καταφέρει καλύτερα εάν όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση είχε μελετήσει λίγο καλύτερα τη διπλωματική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να προκαλέσει προβλήματα σε ισχυρότερους αντιπάλους όταν πλήττονταν παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας.
Όταν η ΕΕ σχεδίασε ένα ψήφισμα για την εμβάθυνση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας τον Ιανουάριο του 2015, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να μάθει γιατί δεν ζητήθηκε η γνώμη της Ελλάδας, απειλώντας σιωπηρά με το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Αρκετοί θεώρησαν ότι αυτό ήταν μία ένδειξη ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονταν να εγκαταλείψει την ΕΕ και να ενισχύσει τη σχέση της με τη Ρωσία.
Δεν ίσχυε κάτι τέτοιο.
Στο τέλος η Ελλάδα υπέγραψε τις κυρώσεις, δέχθηκε τα συγχαρητήρια της Κομισιόν, αλλά ταυτόχρονα έστειλε το μήνυμα ότι δεν πρέπει να τη θεωρούν δεδομένη.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν κέρδισε τίποτε ούτε από την απόφαση του Μητσοτάκη να στηρίξει τον Trump για τον Suleimani ούτε από τις δηλώσεις Δένδια για πιθανή αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. ανατολή.
Τελικά πώς μπορούν να εξηγηθούν αυτές οι δηλώσεις – αποφάσεις που έχουν ληφθεί;
Μπορεί κάποιος να πάρει μία ιδέα από ένα βιβλίο του Κυρ. Μητσοτάκη για την εξωτερική πολιτική που κυκλοφόρησε το 2006 και αποτελεί τη μετάφραση της αντίστοιχης διατριβής του στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Σε κάποιο του σημείου υποστηρίζει ότι: «η ικανοποίηση εσωτερικών υποχρεώσεων μπορεί να απαιτούν αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική που δεν φαίνονται και πολύ λογικές, όμως βοηθούν στο να έχει κάποιος κέρδη στην εσωτερική πολιτική σκηνή».
Με απλά λόγια κάνουμε εξωτερική πολιτική, σκεπτόμενοι τα οφέλη που θα έχουμε στο εσωτερικό…
Όμως μία τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να την αντέξει γεωπολιτικά μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα.
Ίσως ο Μητσοτάκης να πήρε, πλέον, αυτό το μάθημα.
Η συνάντησή του με τον Λίβυο στρατηγό Khalifa Haftar λίγο πριν από τη Σύνοδο του Βερολίνου ήταν μία καλή ένδειξη.
Θετικό ήταν το ταξίδι του και στο Παρίσι όπου φάνηκε ότι κέρδισε τη στήριξη Macron.
Αλλά συνολικά η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να ικανοποιεί με τον ορθό τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα στην εξωτερική πολιτική.
Ο Μητσοτάκης μάλλον θα πρέπει να βρει τρόπο να πείσει ότι η Ελλάδα θα έχει τη θέση που της αξίζει σε ένα τραπέζι που συζητείται το δικό της μέλλον».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών