Τον Ιανουάριο του 2016 όταν ο Κ. Μητσοτάκης εκλέχθηκε στην προεδρία της ΝΔ, διεμήνυε στο πλαίσιο της υπεύθυνης και διαφορετικής αντιπολίτευσης του, ότι δεν θέτει θέμα εκλογών.
Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2016 και περίπου 9 μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, υποστήριζε ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα είναι ανίκανη και πρέπει να φύγει».
Έκτοτε και έως τις κάλπες του 2019 δεν σταμάτησε να ζητά εκλογές.
Δυόμιση χρόνια μετά τις κάλπες του 2019 ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας έθεσε και αυτός θέμα εκλογών, αν και μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα διεμήνυε πως θα ήταν ανεύθυνο να θέσει ένα τέτοιο αίτημα εν μέσω πανδημίας.
Στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό ο κ.Τσίπρας κάλεσε τον «ένοχο» για τη διαχείριση της πανδημίας, πρωθυπουργό Κ.Μητσοτάκη να υποβάλλει την παραίτηση του και να προκηρύξει άμεσα εκλογές.
Για να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση και να βάλει τέλος στα κακώς κείμενα
Απαντώντας ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για πειρασμό να τις προκηρύξει προκειμένου, όπως είπε, να δει τον πανικό στο βλέμμα του κ.Τσίπρα.
Όμως, όπως υποστήριξε, δεν θα το πράξει, επικαλούμενος την υπευθυνότητα του.
Σαν αυτή που είχε επιδείξει το 2016.
Πέρα από αυτά τα πολιτικά ευφυολογήματα, είναι προφανές πως κανείς τους δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με το σενάριο των εκλογών εντός του 2022.
Ισχυρό προβάδισμα
Ο κ.Μητσοτάκης έχει πολιτικά το πάνω χέρι σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ εξακολουθεί δυόμιση χρόνια μετά τις εκλογές του 2009 να έχει ένα σαφές προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όσες μετρήσεις έχουν γίνει όλο αυτό το διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμος πολιτικά.
Όχι μόνο δεν απειλεί τη ΝΔ, αλλά αδυνατεί ακόμα και να «μαζέψει» τη διψήφια ποσοστιαία διαφορά με το κυβερνών κόμμα.
Σε κανένα ποιοτικό χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα στα μείζονα ζητήματα, όπως είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας και η διαχείριση της οικονομίας, ο κ.Τσίπρας δεν θεωρείται από τους πολίτες καλύτερος από τον πρωθυπουργό.
Συνεπώς, δικαίως εμφανίζεται ο κ.Μητσοτάκης να νιώθει πολιτικά κυρίαρχος.
Τουλάχιστον έναντι του βασικού του πολιτικού αντιπάλου, του κ.Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίπλαστη πολιτική κυριαρχία
Όμως η εικόνα αυτή της πολιτικής κυριαρχίας αρχίζει να θολώνει, όταν έρχεται να τοποθετηθεί η κοινωνία.
Τα «φάουλ» στην αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση και τον κ.Μητσοτάκη είναι πολλά και συνεχιζόμενα.
Υπάρχει διάχυτο το αίσθημα της ανασφάλειας στην κοινωνία.
Υπάρχει η αίσθηση ότι ο καθένας είναι μόνος του απέναντι σε αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση.
Δεν νιώθει καμία ασφάλεια για το τι θα του συμβεί, αν αρρωστήσει και χρειαστεί να νοσηλευτεί.
Ασφάλεια δεν νιώθει ούτε καν στα βασικά της καθημερινότητας του.
Όπως π.χ. να πάει στη δουλειά του.
Έχει μπει άραγε ο πρωθυπουργός ή κάποιος υπουργός της κυβέρνησης του στο μετρό για να πάει στη δουλειά του το πρωί μιας καθημερινής;
Πιθανότατα δεν έχουν ιδέα.
Υπάρχει η αίσθηση στην κοινωνία ότι τα πράγματα πάνε μόνα τους.
Πως ότι είναι να συμβεί, θα συμβεί.
Όπως με τις φωτιές του περασμένου καλοκαιριού.
Που έσβησαν – για ακόμα μια χρονιά - μόνες τους στην θάλασσα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το περίφημο επιτελικό κράτος δεν τα πάει …και περίφημα.
Το λένε και οι δημοσκοπήσεις, στις οποίες πάνω από το 65% εκφράζει τη δυσαρέσκεια του για το κυβερνητικό έργο του Μητσοτάκη ενώ πάνω από 6 στους 10 πολίτες εμφανίζεται απαισιόδοξο τόσο για την πορεία της χώρας όσο για την οικονομία και την προσωπική τους οικονομική κατάσταση.
Με την πανδημία σε εξέλιξη με πρωτοφανή ρεκόρ κρουσμάτων, με περισσότερους από 20.000 νεκρούς και με τις εντατικές γεμάτες, με την ακρίβεια και με τη γενικότερη αβεβαιότητα στην οικονομία και στην κοινωνία, ο κ.Μητσοτάκης, παρά την πολιτική του κυριαρχία (σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις) δεν πρόκειται να προκηρύξει εκλογές.
Για κανένα λόγο μια και το πολιτικό ρίσκο είναι τεράστιο.
Δεν τα καταφέρνει ο Τσίπρας
Και όμως αυτή την τεράστια κοινωνική δυσαρέσκεια στα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν την καρπώνονται Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβερνητική φθορά δεν μεταφράζεται σε ενίσχυση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα οι δημοσκοπήσεις θέλουν την κοινή γνώμη να εκφράζει σε πολύ υψηλό ποσοστό την απογοήτευση της και για το αντιπολιτευτικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγματι και εν αναμονή του συνεδρίου του, όπου εκεί αναμένεται να επαναπροσδιοριστεί η στρατηγική, το στίγμα, η διεύρυνση και το αφήγημα της επόμενης ημέρας, ο ΣΥΡΙΖΑ όλο αυτό το διάστημα δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια ικανή και αποτελεσματική κυβέρνηση.
Το αποτυπώνουν άλλωστε και οι μετρήσεις που δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται με διψήφιο ποσοστό της ΝΔ και δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι παρά τα τεράστια κυβερνητικά λάθη και την αναποτελεσματικότητα της στη διαχείριση της πανδημίας και στην αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Η εικόνα που μεταδίδει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή της στασιμότητας
Από την οποία δεν προκύπτει τίποτα καινούριο, ούτε σε πρόσωπα ούτε σε προτάσεις.
Είναι σαν να έχει κολλήσει στα απόνερα της κυβερνητικής του θητείας και να έχει επαναπαυθεί στο 32% των εκλογών του 2019.
Όμως αυτό το 32% είναι ένα ρευστό κομμάτι ψηφοφόρων.
Που το 2015 γιγάντωσε το ΣΥΡΙΖΑ και τον έφερε πρώτο κόμμα και που το 2019 τον κράτησε όρθιο απέναντι στη ΝΔ.
Όμως δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως αυτό το 32% θα διατηρηθεί και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Το αντίθετο μάλιστα θα συμβεί, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν στείλει ένα σαφές μήνα ανασύνταξης.
Το αίτημα
Εκεί αποσκοπεί το αίτημα του κ.Τσίπρα για εκλογές.
Να δείξει δηλαδή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να περάσει και πάλι μπροστά.
Ότι είναι έτοιμος να αναλάβει την τύχη της χώρας.
Ότι μπορεί να κάνει τα πράγματα καλύτερα από τη σημερινή κυβέρνηση.
Αλλά είναι προφανές πως αυτό είναι μια στρατηγική αφενός για να δώσει ένα αφήγημα στα στελέχη του και αφετέρου για να δείξει την ετοιμότητα του στους ψηφοφόρους.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν σημαίνει ότι θέλει και την προσφυγή στις κάλπες.
Διότι όλα δείχνουν πως εάν γίνουν, θα χάσει.
Και ενδεχομένως με ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στα ποσοστά του.
Άλλωστε με το να τις ζητά, εν πολλοίς αυτό που επιτυγχάνει, είναι ότι διασφαλίζει πως ο Μητσοτάκης δεν θα προχωρήσει σε αυτήν την αιφνιδιαστική κίνηση ενώ παράλληλα πιέζει και το νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ, Ν. Ανδρουλάκη να ξεκαθαρίσει τις πολιτικές του προθέσεις με το να διατυπώνει την πρόταση για τη συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης.
Αλλά και πάλι αυτό δεν αρκεί.
Εάν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την πολιτική ανατροπή και να περάσει μπροστά, πρέπει να αποκαταστήσει και πάλι την επαφή του με την κοινωνία.
Η οποία κόπηκε απότομα τα τελευταία χρόνια.
Και αυτό είναι το στοίχημα που έχει μπροστά του για το 2022 ο κ.Τσίπρας.
Σπ.Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών