Συναφώς με την πολύκροτη υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών θεωρεί ότι το τρέχον θεσμικό πλαίσιο απάδει της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και δεν εγγυάται στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Τα θεσμικά κενά
Συγκεκριμένα επισημαίνει την αποτυχία της προστασίας των εγγυήσεων του κράτους δικαίου σε συγκεκριμένες διάστασης της διαδικασίας των επονομαζόμενων επισυνδέσεων: «Η αόριστη διάρκεια της άρσης, η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας, η δυνατότητα επιβολής του μέτρου, χωρίς αναγραφή του ονόματος του φυσικού προσώπου –αρκεί η αναγραφή του τηλεφωνικού αριθμού–, σε συνδυασμό με τον πρόσφατο νομοθετικό αποκλεισμό γνωστοποίησης –υπό προϋποθέσεις– του μέτρου στον καθ’ ού, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον, όπου η κρατική προνομία εκτοπίζει ανησυχητικά τη βασική αρχή του φιλελεύθερου κράτους δικαίου περί αμοιβαίων ελέγχων (checks and balances)».
Η παραπάνω τοποθέτηση του μέλους της ΑΔΑΕ κατακρυμνίζει κάθε ... θεσμικό επιχείρημα της κυβέρνησης για τη δικαιολόγηση των υπολοπών καθώς όχι μόνο τίθεται το ερώτημα για όσον αγορά το ποιο εθνικό ζήτημα νομιμοποίησε την παρακολούθηση κυρίως του αρχηγού του τρίτου τη τάξει κοινοβουλευτικού κόμματος, αλλά και η ίδια η διαδικασία η οποια ακολουθήθηκε παρασουσιάζει προβλήματα συνταγματικότητας.
Η προειδοποίηση για τη Δημοκρατία
Στο άρθρο της η κ. Παπανικολάου προτείνει βαθιά μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προειδοποιώντας για το καθεστώς του κράτους δικαίου στην Ελλάδα ενώ καταλήγει ότι «επείγει η αποκατάσταση του τρωθέντος κύρους των θεσμών και η ανάσχεση της διάβρωσής τους, καθώς οτιδήποτε διαφορετικό δεν προοιωνίζεται τίποτα λιγότερο από αυτό που οι Steven Levitsky και Daniel Ziblatt περιγράφουν ως νομοτελειακό θάνατο της δημοκρατίας»
Το πλήρες άρθρο της δρος Κατερίνας Παπανικολάου
«Η διασφάλιση του επικοινωνιακού απορρήτου σε αυτοτελή συνταγματική διάταξη, πέραν της σημειολογικής της αξίας, είναι ενδεικτική του ειδικού βάρους που προσέδωσε στο δικαίωμα ο μεταπολιτευτικός, συντακτικός νομοθέτης. Η προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου δηλαδή δεν εγκιβωτίζεται στο δικαίωμα του ιδιωτικού βίου ως συνιστώσα αυτού, ούτε αντιμετωπίζεται απλώς ως διάσταση των προσωπικών δεδομένων.
Με όρους συγκριτικής επισκόπησης, πάντως, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η διακριτή κατοχύρωση του δικαιώματος συνιστά μέρος της ελληνικής συνταγματικής ιδιοπροσωπίας. Και ασφαλώς, η διασφάλιση του επικοινωνιακού απορρήτου δεν μπορεί παρά να αναγνωσθεί υπό τον οίστρο και την ευφορία της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η επάνοδος στη δημοκρατική ομαλότητα, έπειτα από μακρά περίοδο πολιτειακής εκτροπής, ερμηνεύει εν πολλοίς τον διακηρυκτικό τόνο και την καθολική διατύπωση της διάταξης, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα στο «απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας» ως απολύτως απαραβίαστο.
Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε το γεγονός ότι απόλυτης προστασίας δεν απολαύουν άλλα δικαιώματα, παρά μόνο η προστασία της ζωής και η απαγόρευση των βασανιστηρίων.
Η τραυματική επικαιρότητα των τελευταίων ημερών και η σφοδρότητα, με την οποία διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, στο πλαίσιο της καταγγελίας που υπέβαλε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Ν. Ανδρουλάκης για παραβίαση του επικοινωνιακού του απορρήτου, ανέδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο ασύγγνωστα ελλείμματα ως προς την εγγυητική λειτουργία των θεσμών.
Περί του θέματος έχουν συζητηθεί σχεδόν τα πάντα, ενώ είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου η επιστημονική κοινότητα ομονοεί σε ό,τι αφορά την επικινδυνότητα των παρεκκλίσεων που κατεγράφησαν στον χειρισμό της υπόθεσης.
Στις λίγες σκέψεις που ακολουθούν συνεπώς, θα επιχειρηθεί μόνο να αναγνωσθεί εκ νέου η δυνατότητα αξιοποίησης των εγγυητικών μηχανισμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα ως θεσμικά αντίβαρα, κάθε φορά που επιβάλλεται περιορισμός του δικαιώματος για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Μολονότι κανείς –ούτε η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου– δεν αμφισβητεί την ανάγκη του κυρίαρχου κράτους να διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με ζητήματα που άπτονται της αυθυπαρξίας του –εξωτερική πολιτική, εθνική ασφάλεια, αντικατασκοπεία κ.ο.κ.–, το εύρος του ανέλεγκτου πλαισίου δεν νοείται να καταλήγει σε στεγανοποίηση του πεδίου.
Η πλήρης αυτονόμηση τέτοιων πεδίων από τον πραγματικό και αποτελεσματικό έλεγχο άλλου ή άλλων οργάνων, με εχέγγυα θεσμικών αντιβάρων, είναι προφανές ότι θα λειτουργούσε ως διαρκή πηγή διακινδύνευσης για τη δημοκρατία.
Στην υπόθεση Ανδρουλάκη οφείλουν πλέον και οι πιο ανυποψίαστοι την οδυνηρή βεβαιότητα ότι το πλαίσιο εντός του οποίου έχει δομηθεί και διενεργείται, στην καθ’ ημάς έννομη τάξη, η διαδικασία άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν στοιχεί προς τις εξαγγελίες του Συντάγματος. Η αόριστη διάρκεια της άρσης, η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας, η δυνατότητα επιβολής του μέτρου, χωρίς αναγραφή του ονόματος του φυσικού προσώπου –αρκεί η αναγραφή του τηλεφωνικού αριθμού–, σε συνδυασμό με τον πρόσφατο νομοθετικό αποκλεισμό γνωστοποίησης –υπό προϋποθέσεις– του μέτρου στον καθ’ ού, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον, όπου η κρατική προνομία εκτοπίζει ανησυχητικά τη βασική αρχή του φιλελεύθερου κράτους δικαίου περί αμοιβαίων ελέγχων (checks and balances).
Ζητούμενο είναι, λοιπόν, ο επαναπροσδιορισμός και η οριοθέτηση του πεδίου που καταλείπεται ανέλεγκτο υπέρ της διοίκησης σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των factorum, τα οποία συγκροτούν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η εγγύηση της δικαστικής αρχής εν προκειμένω, περιοριζόταν, μέχρι την έκδοση της πρόσφατης ΠΝΠ, στην έγκριση του αιτήματος από μονοπρόσωπο όργανο. Ειδικότερα, το αίτημα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (εφεξής: ΕΥΠ) –ως Αρχής που κατά κανόνα αιτείται την άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας– υποβάλλεται ενώπιον του αποσπασμένου, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, εντός της υπηρεσίας, εισαγγελέα. Τόσο ο μονοπρόσωπος χαρακτήρας του οργάνου, όσο και η χωροταξική ώσμωση αιτούσας και εγκρίνουσας Αρχής, ακόμη κι αν δεν έπλητταν την ουσία της εισαγγελικής κρίσης, θέτουν πάντως ζητήματα σημειολογικής αξιοπιστίας (theorie des apparences).
Η επαναφορά διά της τελευταίας ΠΝΠ, στο καθεστώς που ίσχυε προ του 2018, η υποβολή δηλαδή της διάταξης περί άρσης για έγκριση ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και τούτο, διότι διαρρηγνύει την αποκλειστικότητα του ενός και μόνο εισαγγελέα μετριάζοντας τον κίνδυνο ιδρυματοποίησης της διαδικασίας, πλην δεν είναι αρκετή.
Κι ενώ για κάθε περίπτωση άρσης του απορρήτου –είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας είτε για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων– απαιτείται προηγούμενη απόφαση της δικαστικής αρχής, το Σύνταγμα εισάγει διά της παρ. 2 του άρθρου 19, περαιτέρω εχέγγυα εμπιστευόμενο εν συνόλω την προστασία του δικαιώματος σε ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 19 παρ. 2).
Λαμβανομένης υπόψη, συνεπώς, της αρχής διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτικής βάσης και θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος, το ζήτημα που τίθεται πλέον είναι τα όρια του διενεργούμενου από Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής: ΑΔΑΕ) ελέγχου, κάθε φορά που επιβάλλονται περιορισμοί στο δικαίωμα.
Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται η αρμοδιότητα της Αρχής, πρέπει να αναγνωσθεί ως ειδικότερη διάταξη σε σχέση με την κλασική αποτύπωση της διάκρισης των λειτουργιών, στο άρθρο 26, η συζήτηση περί των ορίων του ελέγχου εκ μέρους της Αρχής, στην κατηγορία των άρσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας, διαμορφώνεται ως εξής: μολονότι εκ του νόμου δεν παρίσταται ανάγκη αιτιολογίας στο σώμα της διάταξης, τούτο δεν σημαίνει ότι η πρόσβαση στα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου που θεμελιώνουν το αίτημα για άρση μπορεί να αντιταχθεί και έναντι της ΑΔΑΕ, η οποία κατά τους ορισμούς του οργανισμού της ΑΔΑΕ, «εξετάζει τη νομιμότητα των εντολών άρσεως του απορρήτου» (άρθρο 10). Εξυπακούεται ότι η Αρχή δεσμεύεται για την τήρηση του απορρήτου έναντι οιουδήποτε σε σχέση με τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση της, στο πλαίσιο του ελέγχου.
Μπορεί ωστόσο να τα αξιοποιήσει κατά την άσκηση της κυρωτικής της αρμοδιότητας, δεδομένου ότι η ΕΥΠ περιλαμβάνεται, κατά τους ορισμούς του νόμου, μεταξύ των ελεγχόμενων από την Αρχή φορέων.
Η θέση αυτή δεν προσκρούει ούτε στην πρόβλεψη του ν. 3115/2003, όπου ορίζεται ότι «η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Και τούτο, όχι μόνο διότι και η διάταξη αυτή είναι ερμηνευτέα υπό το φως του άρθρου 19 και της ειδικότερης αρμοδιότητας της Αρχής.
Πλέον αυτού, στην υποθετική περίπτωση για παράδειγμα, όπου επί διενεργηθείσας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν ανευρίσκονται καν στοιχεία στον υπηρεσιακό φάκελο που είχε τεθεί υπόψη της εισαγγελικής αρχής, ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δεν θα συνιστούσε παρείσφρηση σε ουσιαστική κρίση δικαστικού οργάνου.
Η ΑΔΑΕ απλώς θα διαπίστωνε την ανυπαρξία ενός εκ των αναγκαίων όρων προκειμένου να επιβληθεί νομίμως περιορισμός στο δικαίωμα. Τουναντίον, παρείσφρηση στην κατ’ ουσίαν κρίση, της δικαστικής αρχής, θα αποτελούσε διαφορετική εκτίμηση της ΑΔΑΕ ως προς τη στοιχειοθέτηση κινδύνου ή απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας, επί τη βάσει των συλλεχθέντων δεδομένων.
Υπενθυμίζεται ότι τα εγνωσμένου κύρους μέλη της Αρχής –όπως και κάθε συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης Αρχής– ορίζονται με αυξημένη πλειοψηφία από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Παρέχουν συνεπώς τα αναγκαία τεκμήρια προκειμένου η ΑΔΑΕ να περιβληθεί αντισταθμιστικά τον ρόλο θεσμικού εγγυητή. Ζητούμενο τελικώς, είναι ο έλεγχος της ανεξάρτητης αρχής να αναπληρώσει μέρος των προαναφερόμενων δικαιοκρατικών ελλειμμάτων, κυρίως στο επίπεδο της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Είναι γεγονός ότι τα διακυβευόμενα στην υπόθεση Ανδρουλάκη δεν προσφέρονται για ευκαιριακή αξιοποίηση, ούτε για ίδια κομματική χρήση.
Δυστυχώς, η μείζων διάσταση του ζητήματος είναι η πολιτειακή, ενώ η διαχείρισή του άπτεται των πιο ευαίσθητων πεδίων του δημόσιου βίου.
Επείγει συνεπώς η αποκατάσταση του τρωθέντος κύρους των θεσμών και η ανάσχεση της διάβρωσής τους, καθώς οτιδήποτε διαφορετικό δεν προοιωνίζεται τίποτα λιγότερο από αυτό που οι Steven Levitsky και Daniel Ziblatt περιγράφουν ως νομοτελειακό θάνατο της δημοκρατίας».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών