Ολυμπιακοί Αγώνες Μεξικού, 16 Οκτωβρίου 1968. Ο Τζον Κάρλος και ο Τόμι Σμιθ, υψώνουν τις γροθιές τους φορώντας μαύρα γάντια και μαύρες κάλτσες. Αλληλεγγύη προς κάθε συνάνθρωπο, που βιώνει τον ρατσισμό. H αιτία -δυστυχώς- παραμένει επίκαιρη ως σήμερα.
«Στη ζωή υπάρχει η αρχή και το τέλος. Η αρχή δεν έχει καμία αξία. Το τέλος επίσης. Ό,τι αξίζει, βρίσκεται ανάμεσά τους». Τα λόγια του Τζον Κάρλος, πρέπει να αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη για τον Αυστραλό Πίτερ Νόρμαν, που έλαβε το αργυρό μετάλλιο σε εκείνη την κούρσα των 200ων μέτρων.
Προερχόμενος από μια χώρα με παρόμοια σκληρό Απαρτχάιντ με αυτό της Νοτίου Αφρικής, υπήρξε μέλος του Στρατού της Σωτηρίας και ίσως αυτά τα βιώματα τον ώθησαν να βρει το σθένος, ώστε να αποτελέσει κομμάτι αυτής της κίνησης.
«Γνωρίζαμε πως αυτό που επρόκειτο να γίνει, ξεπερνούσε τα πλαίσια του αθλητισμού» αναφέρει ο Τζον Κάρλος. «Περίμενα να δω τον φόβο στα μάτια του, αλλά αντιθέτως είδα την αγάπη. Μας είπε πως θα σταθεί δίπλα μας».
Προφανώς, ο Νόρμαν επιστρέφοντας στην πατρίδα του, βίωσε και βίωνε τις συνέπειες μέχρι το τέλος της ζωής του. Μάλλον, γνώριζε από την ώρα που πήρε την απόφαση να φορέσει το διακριτικό του Ολυμπιακού Πρότζεκτ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πως η ζωή του δεν θα ήταν ποτέ ξανά όπως πριν.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος
«Είχα ηθική υποχρέωση να το κάνω. Η ηθική είναι πολύ ανώτερη από κάθε κανονισμό διοργάνωσης» θα εξομολογηθεί ο Τζον Κάρλος, σαν να κάνει έμμεση αναφορά στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, που κυκλοφόρησε δύο δεκατίες πριν, αλλά ήταν και είναι σύγχρονο. Στο μακρινό 1968, οι αφορμές για μια τέτοια κίνηση, άλλωστε, περίσσευαν.
Μόλις λίγους μήνες πριν, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχε δολοφονηθεί. Δέκα μέρες πριν την έναρξη τον Ολυμπιακών Αγώνων, πάνω από 3.000 φοιτητές στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού δολοφονήθηκαν επίσης. Αν συνυπολογιστούν, ο νόμος του Τζιμ Κρόου (που πρακτικά δεν είχε εκλείψει ακόμα), ο πόλεμος στο Βιετνάμ, αλλά και το διαδεδομένο ανά την υφήλιο Απαρτχάιντ, η κατάσταση είναι ξεκάθαρο, πως μύριζε «μπαρούτι».
Η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας είναι αχανής. Αποτελεί συνάμα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και μειονέκτημά της. Από τη μία, βλέπεις τα αποτελέσματα της
εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά από την άλλη, φιλτράροντάς τα, μένεις να αναρωτιέσαι: πώς ακόμα εγείρονται ερωτήματα γύρω από τα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων; Κι αν δεν εγείρονται στη θεωρία, έχει φανεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, πως εγείρονται στην πράξη.
Πώς να πειστεί ένα παιδί, που διαβάζει για πρώτη φόρα για τα γεγονότα της 16ης Οκτωβρίου του 1968, πως η ισότητα αποτελεί κεκτημένο της ανθρώπινης κοινωνίας, όταν βλέπει τους αγαπημένους του αθλητές του σήμερα, να νιώθουν την ανάγκη να γονατίσουν πριν την έναρξη του αγώνα, για να «υπηρετήσουν» ένα κοινό -με τότε- μήνυμα;
Πώς να πειστεί, όταν λίγους μήνες πριν, έχει αναβληθεί παιχνίδι ποδοσφαίρου, στο υψηλότατο μάλιστα επίπεδο, λόγω ρατσιστικών χαρακτηρισμών;
Πώς να πειστεί, όταν υπήρξε εκ νέου διακοπή, λίγες μέρες πριν, όταν αποκάλεσε αθλητής συνάδελφό του «αράπη»;
Εύλογα θα απαντήσει, πως ναι, η κοινωνία έκανε βήματα εμπρός. Ναι, ένα μεγάλος μέρος όσων με πάθος και τόλμη διεκδίκησαν το φθινόπωρο του 1968 οι τρεις αθλητές, δεν αποτελούν πλέον ζητούμενα. Αλλά υπάρχει μακρύς δρόμος ακόμα.
Η μοίρα στα δικά μας χέρια
Πάντα στο επίκεντρο βρίσκεται ο άνθρωπος. Τόσο στη δημιουργία, όσο και στη λύση των προβλημάτων. Το «I have a dream», όσες φορές και αν δολοφονούσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ήταν δεδομένο πως θα παρέμενε αναλλοίωτο. Γιατί;
Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που το ενστερνίστηκαν, που το εφαρμόζουν, που το διεκδικούν. Ακριβώς όπως τότε, όταν άνθρωποι απλοί, χωρίς κάποιες υπερδυνάμεις τις οποίες ο σημερινός άνθρωπος δεν διαθέτει, αποφάσισαν να δώσουν μια πολύ δυνατή εικόνα, η οποία γνώριζαν μέχρι που μπορεί να φτάσει, για να μεταφέρει το δίκαιο αίτημά τους.
Προφανώς, το αίσθημα του φόβου -χωρίς να υπολογίζουμε τις, μετά το περιστατικό, απειλές θανάτου- υπήρχε. Όπως αναφέρει ο Κάρλος, όταν αυτός και ο Τόμι Σμιθ πήραν τη συγκεκριμένη στάση, πίστευε πως θα ακολουθήσουν τα χειρότερα: «αν παρατηρήσει κανείς τη φωτογραφία, θα δει πως το χέρι μου δεν βρίσκεται σε πλήρη έκταση. Ήθελα να είμαι σε ετοιμότητα. Σε περίπτωση που κάποιος μου επιτεθεί από πίσω, να του ανταποδώσω άμεσα το χτύπημα».
Τρεις απέναντι σε έναν μαινόμενο όχλο 50.000 θεατών, που πέρασε από τη σιωπή στις κραυγές μίσους. Αν κατάφεραν τρεις άνθρωποι, 53 χρόνια μετά, να αποτελούν ακόμα σημείο αναφοράς, τι θα πετύχαιναν άραγε αν τους ακολοθούσαν και οι πενήντα χιλιάδες της εξέδρας;
Ίσως αυτό τους πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Παρότι τρεις, δεν λύγισαν. Γιατί ήξεραν πως στην πράξη δεν ήταν τρεις, αλλά εκατομμύρια. Γιατί έδιναν σάρκα και οστά στους στίχους που έγραψε ο Άλκης Αλκαίος, για να τους ερμηνεύσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου:
«Αξίζει φίλε, να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
Φάνης Τσοκανάς
www.bnsports.gr
Σχόλια αναγνωστών