Το παράδειγμα του ξεπλύματος 200 δις από την Danske και η ελληνική πραγματικότητα
Το εκτεταμένο ξέπλυμα χρήματος από τράπεζες παγκοσμίως και ειδικά τραπεζικούς κολοσσούς φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο των ορκωτών ελεγκτών και ειδικά της Big Four (EY, PwC, KPMG, Deloitte).
Κατά έναν παράδοξο τρόπο εμφανίζεται να περνούν δισεκατομμύρια δολάρια κάτω από τη μύτη τους χωρίς να ασκούν τον ρόλο τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα οι αναφορές των ορκωτών ελεγκτών στις αρμόδιες αρχές για το ξέπλυμα χρήματος κινούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Οι αναφορές αυτές μάλιστα όταν γίνονται δεν περνούν από τις εποπτικές αρχές των ορκωτών και τις Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς των οποίων η πληροφόρηση περιορίζεται στον αριθμό των καταγγελιών που γίνονται στη διάρκεια της κάθε οικονομικής χρήσης.
Από τον αριθμό όμως και μόνο των υποβαλλόμενων αναφορών αρκεί να πιστοποιηθεί ότι οι ορκωτοί της Big Four είναι ουσιαστικά τυφλοί μπροστά σε τεράστιες συναλλαγές που ενέχουν στοιχεία ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Και είναι τουλάχιστον εκτός λογικής το γεγονός ότι μπορεί να έχουν περάσει χρήματα από την Ελλάδα με αφετηρία την Κολομβία και διαδρομή πολλαπλή μέσω μεγάλων αλλά και μικρότερων τραπεζών χωρίς να έχει γίνει αναφορά ή αν έχει γίνει αυτή να μην προέρχεται από τους ορκωτούς ελεγκτές.
Και αυτό διότι τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα και οι διατάξεις για το ξέπλυμα που έχουν γίνει ιδιαίτερα αυστηρές τα τελευταία χρόνια προβλέπουν σαφείς υποχρεώσεις. Οι ορκωτοί οφείλουν τόσο κατά τη διάρκεια της αποδοχής του πελάτη ή συνέχισης της συνεργασίας πελάτη με τράπεζα, να αναγνωρίσουν τον τελικό δικαιούχο (beneficial owner) και κατά τη διάρκεια του ελέγχου που πραγματοποιούν να γνωστοποιήσουν ύποπτες συναλλαγές.
Στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχουν διαδικασίες για τις εταιρίες της Big Four προκειμένου να αναγνωρίσουν πχ τον τελικό δικαιούχο αλλά στην πράξη αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Το ίδιο συμβαίνει και τις ύποπτες συναλλαγές η αξιολόγηση σκοπίμως ή όχι πηγαίνει στις καλένδες και σπανίως υπάρχουν αναφορές. Επισημαίνεται ότι και η αποτυχία για παράδειγμα στον προσδιορισμό του τελικού δικαιούχου θα πρέπει να αναφέρεται.
Την ίδια στιγμή ερώτημα αποτελεί και η αποτελεσματικότητα της Αρμόδιας Αρχής για το Ξέπλυμα καθώς από τις υποθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μπορεί κάποιος να βγάλει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι παράδεισος και η έννοια ξεπλύματος δεν υφίσταται παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα του παραδείσου.
Πάντως σε διεθνές επίπεδο ενδεικτικό παράδειγμα της ανικανότητας των ορκωτών αποτελεί η Danske Bank με ξέπλυμα 200 δις ευρώ όπου ελεγκτές κατά τη διάρκεια του ξεπλύματος είχαν διατελέσει και οι 4 της Big Four με την EY να «κλείνει την πόρτα» πληρώνοντας και το λογαριασμό. Μάλιστα σε πέντε συνεχόμενες χρήσεις η τράπεζα πλυντήριο είχε αλλάξει πέντε φορές ελεγκτική εταιρία χωρίς καμία εξ αυτών να επισημάνει το τεράστιας έκτασης ξέπλυμα που γινόταν.
Νίκος Καρούτζος
nkaroutzos@gmail.com
www.bankingnews.gr
Κατά έναν παράδοξο τρόπο εμφανίζεται να περνούν δισεκατομμύρια δολάρια κάτω από τη μύτη τους χωρίς να ασκούν τον ρόλο τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα οι αναφορές των ορκωτών ελεγκτών στις αρμόδιες αρχές για το ξέπλυμα χρήματος κινούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Οι αναφορές αυτές μάλιστα όταν γίνονται δεν περνούν από τις εποπτικές αρχές των ορκωτών και τις Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς των οποίων η πληροφόρηση περιορίζεται στον αριθμό των καταγγελιών που γίνονται στη διάρκεια της κάθε οικονομικής χρήσης.
Από τον αριθμό όμως και μόνο των υποβαλλόμενων αναφορών αρκεί να πιστοποιηθεί ότι οι ορκωτοί της Big Four είναι ουσιαστικά τυφλοί μπροστά σε τεράστιες συναλλαγές που ενέχουν στοιχεία ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Και είναι τουλάχιστον εκτός λογικής το γεγονός ότι μπορεί να έχουν περάσει χρήματα από την Ελλάδα με αφετηρία την Κολομβία και διαδρομή πολλαπλή μέσω μεγάλων αλλά και μικρότερων τραπεζών χωρίς να έχει γίνει αναφορά ή αν έχει γίνει αυτή να μην προέρχεται από τους ορκωτούς ελεγκτές.
Και αυτό διότι τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα και οι διατάξεις για το ξέπλυμα που έχουν γίνει ιδιαίτερα αυστηρές τα τελευταία χρόνια προβλέπουν σαφείς υποχρεώσεις. Οι ορκωτοί οφείλουν τόσο κατά τη διάρκεια της αποδοχής του πελάτη ή συνέχισης της συνεργασίας πελάτη με τράπεζα, να αναγνωρίσουν τον τελικό δικαιούχο (beneficial owner) και κατά τη διάρκεια του ελέγχου που πραγματοποιούν να γνωστοποιήσουν ύποπτες συναλλαγές.
Στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχουν διαδικασίες για τις εταιρίες της Big Four προκειμένου να αναγνωρίσουν πχ τον τελικό δικαιούχο αλλά στην πράξη αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Το ίδιο συμβαίνει και τις ύποπτες συναλλαγές η αξιολόγηση σκοπίμως ή όχι πηγαίνει στις καλένδες και σπανίως υπάρχουν αναφορές. Επισημαίνεται ότι και η αποτυχία για παράδειγμα στον προσδιορισμό του τελικού δικαιούχου θα πρέπει να αναφέρεται.
Την ίδια στιγμή ερώτημα αποτελεί και η αποτελεσματικότητα της Αρμόδιας Αρχής για το Ξέπλυμα καθώς από τις υποθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μπορεί κάποιος να βγάλει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι παράδεισος και η έννοια ξεπλύματος δεν υφίσταται παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα του παραδείσου.
Πάντως σε διεθνές επίπεδο ενδεικτικό παράδειγμα της ανικανότητας των ορκωτών αποτελεί η Danske Bank με ξέπλυμα 200 δις ευρώ όπου ελεγκτές κατά τη διάρκεια του ξεπλύματος είχαν διατελέσει και οι 4 της Big Four με την EY να «κλείνει την πόρτα» πληρώνοντας και το λογαριασμό. Μάλιστα σε πέντε συνεχόμενες χρήσεις η τράπεζα πλυντήριο είχε αλλάξει πέντε φορές ελεγκτική εταιρία χωρίς καμία εξ αυτών να επισημάνει το τεράστιας έκτασης ξέπλυμα που γινόταν.
Νίκος Καρούτζος
nkaroutzos@gmail.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών