γράφει : Δ.Ν.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να φτιάξει κανείς ένα χαρτοφυλάκιο με μετοχές που θα διαφοροποιηθούν από την απόδοση της αγοράς όπως αυτή εκφράζεται από τους βασικούς δείκτες του χρηματιστηρίου.
Οι αρχικές επιλογές βασίζονται σε κερδοφορία, προοπτικές και αξία της επιχείρησης, δεδομένα δηλαδή που εμείς οι αναλυτές προσπαθούμε με τις εκτιμήσεις μας να αποδώσουμε σε ένα μοντέλο αποτίμησης.
Μετά είναι η σύνθεση του χαρτοφυλακίου σε αξίες: Μετοχές, ομόλογα μετρητά ή ακόμα και δυνητικά ανοίγματα σε μόχλευση για μεγαλύτερες συγκινήσεις.
Και τέλος υπάρχει και ο δείκτης beta που δείχνει το βαθμό προσαρμογής της μετοχής σε ένα δείκτη. Σχεδόν πάντα αφορά το βασικό δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου.
Οι επιθετικοί επαγγελματίες διαχειριστές χαρτοφυλακίου κινούνται γύρω από τα χαρτιά με την πιο ζωηρή συμπεριφορά, αυτά δηλαδή που τρέχουν το δείκτη με τις διακυμάνσεις τους λόγω υψηλού ειδικού βάρους κεφαλαιοποίησης και έχουν υψηλό βαθμό ευαισθησίας στην μεταβλητότητα της αγοράς.
Το επιθετικό χαρτοφυλάκιο έχει υψηλότερο ρίσκο επειδή ακριβώς ο βαθμός ευαισθησίας του είναι υψηλότερος από αυτόν που προσδιορίζει ο δείκτης αναφοράς της ελληνικής αγοράς.
Για τους επαγγελματίες διαχειριστές αυτό δεν είναι αδιάφορο, καθώς η απόδοση τους σε μια συγκεκριμένη περίοδο συγκρίνεται και αξιολογείται με τους δείκτες.
Αν είναι καλύτερη τότε οι πελάτες τους έχουν λόγο να συνεχίσουν να διατηρούν τα μερίδια τους και οι διαχειριστές να ελπίζουν σε μπόνους υπερ-απόδοσης.
Ο συντελεστής Beta είναι δυναμικός δείκτης. Αυτό συμβαίνει διότι οι μετοχές δεν συμπεριφέρονται πάντα με τον ίδιο τρόπο αλλά τείνουν να διαφοροποιούνται ανάλογα με την κερδοφορία τους, την συγκυρία και τον κλάδο που ανήκουν.
Μακροχρόνια οι μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης τείνουν να έχουν απόδοση κοντά σε αυτή του Γενικού Δείκτη, να έχουν δηλαδή τιμή κοντά στην μονάδα. Βραχυχρόνια ωστόσο οι διαφοροποιήσεις είναι πολύ πιο διακριτές μεταξύ των εταιριών που απαρτίζουν τους δείκτες.
Έτσι μια μετοχή μπορεί να έχει αυξημένη μεταβλητότητα και να έχει συντελεστή πάνω από 1,5 που σημαίνει ότι για κάθε 1% που κερδίζει ο δείκτης η μετοχή κερδίζει 1,5%. Το ίδιο ισχύει και στην πτώση.
Για κάθε 1% που χάνει ο δείκτης η μετοχή χάνει αντίστοιχα 1,5%. Αντίθετα οι μετοχές που έχουν αμυντικό προφίλ κινούνται αισθητά κάτω από τη μονάδα με το όριο άμυνας να είναι το 0,80.
Έτσι όταν η αγορά κέρδίζει 1% αυτές υποαποδίδουν ανεβάινοντας 0,8% ενώ όταν η αγορά υποχωρεί 1% η πτώση τους περιορίζεται στο 0,8%.
Αν επομένως ένας διαχειριστής αισθάνεται ότι η συγκυρία είναι ισχυρά πτωτική θα αποφύγει την έκθεση στις μετοχές της πρώτης κατηγορίας και θα κινηθεί σε πιο συντηρητικές επιλογές που πιθανόν να έχουν και άλλα κριτήρια επιλογής (μερίσματα, προοπτική εξαγοράς, χαμηλή αποτίμηση κλπ).
Υπάρχουν και μετοχές με αρνητικό Beta δηλαδή αρνητική συσχέτιση με τον Γενικό Δείκτη. Στο ελληνικό χρηματιστήριο η ομάδα των μετοχών που έχει αρνητική συσχέτιση με την αγορά απαρτίζεται από μετοχές χαμηλής εμπορευσιμότητας που δεν πληρούν άλλα στατιστικά κριτήρια καθιστώντας πολύ αδύναμη την ισχύ του συντελεστή.
Σχόλια αναγνωστών