Άρθρο του Νίκου Καραμούζη - Είναι πρόεδρος στη SMERemediumCap και στη Grant Thornton στην Ελλάδα
Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα αντιμετώπισε δύο πολύ δύσκολες κρίσεις.
Η πρώτη, συνδέεται με την πανδημία COVID 19 που οδήγησε σε μεγάλη διεθνή και εγχώρια, κοινωνική και οικονομική διαταραχή και την ανάγκη να ληφθούν άνευ προηγουμένου ύψους δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης των οικονομιών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών παγκοσμίως. Στην Ελλάδα τα μέτρα στήριξης προσέγγισαν το εντυπωσιακό ύψος των €55 δισεκ και τα νομισματικά τα €60 δισεκ περίπου, συμπεριλαμβανομένων και των αναχρηματοδοτήσεων χρεογράφων από την ΕΚΤ. Και εκεί που περίμεναν όλοι μία σταδιακή ομαλοποίηση των διεθνών οικονομικών συνθηκών και της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας το 2022, ξέσπασε αρχές του έτους η Ρώσο-Oυκρανική κρίση και σύγκρουση, που οδήγησε σε μία πρωτοφανή έκρηξη των τιμών ενέργειας, τροφίμων και πρώτων υλών με σοβαρές δευτερογενείς επιπτώσεις.
Η παγκόσμια χαλάρωση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της Ρωσο-Ουκρανικής κρίσης, τροφοδότησαν μία εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού και των πληθωριστικών προσδοκιών παγκοσμίως, που έχει οδηγήσει για την καταπολέμηση του, σε επιθετικές και εμπροστοβαρείς αυξήσεις επιτοκίων.
Ποια είναι, όμως, τα ισχυρά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας;
Πρώτον, η σημερινή κυβέρνηση έχει κατορθώσει μετά από συστηματική προσπάθεια, με ηγετική παρουσία του πρωθυπουργού, να διαμορφώσει ένα πολύ ελκυστικό οικονομικό κλίμα και επιχειρηματικό περιβάλλον, ίσως το καλύτερο των τελευταίων δεκαετιών, εξαιρετικά ευνοϊκό για επενδύσεις, επιχειρηματική δράση, επισκέπτες και μόνιμη διαμονή και επαγγελματική δραστηριοποίηση από μη κατοίκους στην Ελλάδα.
Δεύτερον, σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια μία καθολική και συστηματική μείωση της φορολογίας, ιδιαίτερα των επιχειρήσεων, από τους φόρους μερισμάτων, μέχρι το φόρο εισοδήματος, καθώς και τους φόρους κληρονομιάς.
Τρίτον, στη διάρκεια του 2022 αλλά και τα επόμενα χρόνια, προγραμματίζεται σημαντική αύξηση των επισήμων και δημοσίων διαθεσίμων χρηματοδοτικών επενδυτικών πόρων και ενισχύσεων, τόσο μέσω δανείων και επιδοτήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), όσο και από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, το ΕΣΠΑ και τον αναπτυξιακό νόμο.
Τέταρτον, η ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ιδιαίτερα ικανοποιητική, όπως και η αύξηση των καταθέσεων. Σήμερα η σχέση ύψους συνολικών δανείων προς καταθέσεις κυμαίνεται σημαντικά χαμηλότερα από την μονάδα, κοντά στο 0.6, το χαμηλότερο των τελευταίων δεκαετιών.
Πέμπτον, υλοποιείται με σταθερούς ρυθμούς το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, ενώ προωθώντας σειρά αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, όπως π.χ. η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, η βελτίωση της εργασιακής νομοθεσίας και του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Έκτον, διατηρείται η δημοσιονομική σταθερότητα, παρά τις κρίσεις και τις έκτακτες δαπάνες. Σημαντική συμβολή σ’ αυτή την εξέλιξη έχει η απομείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού και των ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας.
Ανατροπή της σταθερότητας των δημοσιονομικών δεδομένων, εύκολα και γρήγορα μπορεί να τορπιλίσει την οικονομική σταθερότητα και προοπτική.
Οι προκλήσεις
Αλλά η ελληνική οικονομία, στη μεσοπρόθεσμη προοπτική της, έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις, που αν δεν αντιμετωπιστούν αποφασιστικά, θα υπονομεύσουν τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.
Πρώτον, η χώρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα και ένα μεγάλο ζήτημα επάρκειας και διαθεσιμότητας εργατικού δυναμικού, συνθήκες που αν δεν αλλάξουν σύντομα, θα δεσμεύσουν σε στασιμότητα την ελληνική οικονομία στο μέλλον.
Ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, παρά την εισροή μεταναστών, και οι προβλέψεις για το μέλλον είναι ανησυχητικές. Χρειάζονται να αναληφθούν ρηξικέλευθες δημόσιες πολιτικές και να προσφερθούν σοβαρά κίνητρα.
Δεύτερον, μια σειρά κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας δεν προχωρούν και συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια, ιδιαίτερα στους τομείς της δικαιοσύνης, υγείας, αγροτικό κλάδο, δημόσια διοίκηση, παιδεία και σε θέματα διαφάνειας, λογοδοσίας και πληροφόρησης στο δημόσιο τομέα.
Τρίτον, δύο σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, κρατούν την Ελλάδα σε σοβαρή αναπτυξιακή υστέρηση.
Συγκεκριμένα, παρά τις βελτιώσεις, το επενδυτικό κενό της χώρας παραμένει μεγάλο.
Ο σχηματισμός παγίων επενδύσεων παρέμεινε κοντά στο 13% το 2021, έναντι μέσου όρου 21% στην Ευρωζώνη, ενώ οι επενδύσεις σε ακίνητα κοντά στο 2% του ΑΕΠ, σε χαμηλά σχετικά επίπεδα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις.
Επιπροσθέτως, μια δεύτερη μεγάλη διαρθρωτική αδυναμία, αποτελεί το διευρυμένο έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (κυρίως το εμπορικό).
Αυτή η εξέλιξη αναδεικνύει το χρόνιο πρόβλημα παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Θα πρέπει να ξεπεράσουμε το 20%-25% του ΑΕΠ επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια ετησίως και για πολλά χρόνια, για να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Τέταρτον, η σταθερή αύξηση της οικονομικής εξωστρέφειας (με αύξηση εξαγωγών και υποκατάσταση εισαγωγών) αποτελεί κεντρική προϋπόθεση για την επίτευξη μιας ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής, γιατί το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς είναι μικρό και δεν επιτρέπει σε επαρκή βαθμό εξειδίκευση, εκμετάλλευση οικονομικών κλίμακας και επενδύσεις στη σύγχρονη τεχνολογία.
Είναι σαφής η βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια (εξαγωγές / ΑΕΠ ≈ 40%), αλλά οι επιδόσεις ακόμα υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σημαντικό πρόβλημα σ’ αυτή την πορεία εξωστρέφειας αποτελεί το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, το μικρότερο κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη, καθώς και ο χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης στην παραγωγική τους διαδικασία νέων τεχνολογιών, σύγχρονων μορφών οργάνωσης και ψηφιοποίησης.
Χρειάζονται ισχυρά κίνητρα για τη δημιουργία μεγαλύτερων παραγωγικών σχημάτων ικανών να σταθούν με αξιώσεις στο ευρωπαϊκού και διεθνές περιβάλλον.
Πέμπτον, χώρες που έχουν πετύχει διαχρονικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης συνήθως έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά σε έρευνα και καινοτομία, το καλούμενο R&D και έχουν αναπτύξει ένα πολύ ισχυρό σύστημα στήριξης νεοφυών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
Η Ελλάδα δαπανά σήμερα σε R&D κάτω του 2% του ΑΕΠ, ενώ οι προηγμένες χώρες στον τομέα αυτό δαπανούν πάνω από 4%-5%. Χρειάζεται να ενισχύσουμε σοβαρά τις πρωτοβουλίες και τις πολιτικές σ’ αυτό τον τομέα.
Έκτον, η χώρα εξακολουθεί σήμερα, παρά τις προσπάθειες που καταβάλονται, να έχει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους €100 περίπου δισεκατομμυρίων, δηλαδή όσα περίπου και τα εξυπηρετούμενα !!!
Η μόνη αξιοσημείωτη διαρθρωτική σοβαρή αλλαγή που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μεταφέρθηκε από τις τράπεζες στους εξειδικευμένους servicers μέσω πωλήσεων χαρτοφυλακίων σε τρίτους ή μέσω τιτλοποιήσεων με εγγύηση του Δημοσίου.
Θα βοηθούσε σημαντικά να επιταχυνθεί η οριστική εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Έβδομον, η πολιτική και θεσμική σταθερότητα, όπως και η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έχουν σημαντική οικονομική αξία.
Έχει τεράστια επενδυτική αξία η απόκτηση από τη χώρα επενδυτικής βαθμίδας, η ενίσχυση της σταθερότητας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των θεσμών και η επίτευξη πολιτικής σταθερότητας, συνέχειας και υλοποίησης αξιόπιστης οικονομικής πολιτικής, φιλικής προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Γι’ αυτό ένα από τα κεντρικά διακύβευματα των επόμενων εκλογών είναι η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, ως κρίσιμο αναπτυξιακό στοιχείο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών