γράφει : Πέτρος Λεωτσάκος
Η προσπάθεια ανάταξης της χώρας από τη σημερινή κρίση θα είναι μακροχρόνια, απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο, με ιεράρχηση στόχων και προτεραιοτήτων, υπομονή, συνέπεια και επιμονή στις επιδιώξεις, αλλά, κυρίως, αποδοχή από όλους μας της νέας δύσκολης πραγματικότητας, που εμείς δημιουργήσαμε.
Το νέο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα σε μία μακρά πορείας προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, της απελευθέρωσης των δημιουργικών παραγωγικών δυνάμεων και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Η χώρα μας αντιμετωπίζει, σήμερα, ένα μεγάλο έλλειμμα διεθνούς αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης, μια σημαντική δημοσιονομική εκτροπή, ένα διευρυμένο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την απειλή να διολισθήσει σε παρατεταμένη οικονομική κρίση και ύφεση. Κυρίως, όμως, βρίσκεται τελευταία αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή, διεθνή, κερδοσκοπική επίθεση, που εδράζει, σε μεγάλο βαθμό, στο μέγεθος των ανισορροπιών, που δημιουργήσαμε, αλλά, κυρίως, στο ότι η χώρα μας δεν θα έχει τη δύναμη και τη θέληση να αναλάβει την ευθύνη για να βγει από το σημερινό αδιέξοδο. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αν έχουν συνέχεια και συνέπεια, θα αντιστρέψουν το σημερινό αφόρητο διεθνές κλίμα, αν και η διεθνής κερδοσκοπία ενθαρρύνεται από το ατελές ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο αλληλεγγύης και τον περιορισμένο ρόλο της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.
Η επιτυχής αντιμετώπιση των σημερινών μεγάλων προβλημάτων απαιτεί τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες και ανάληψη κινδύνων, ολόπλευρη και ειλικρινή ενημέρωση, χωρίς ωραιοποιήσεις και πολιτικές σκοπιμότητες, κοινωνικές συναινέσεις πάνω στα νέα δεδομένα, με αλλαγή νοοτροπίας και αντιλήψεων και κινητοποίηση και συστράτευση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Είναι κρίσιμο να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, με δικές μας πρωτοβουλίες, χωρίς εξωτερική εποπτεία και επιτροπεία, χωρίς ξένα δάνεια και ευρωομόλογα σχεδιασμένα μόνο για τη σωτηρία μας, χωρίς συμβιβασμούς και ταπεινώσεις, προασπιζόμενοι τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά μας επιτεύγματα, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά μας. Ο άλλος δρόμος θα είναι οδυνηρός, αφήνοντας βαθύ στίγμα για δεκαετίες σε εμάς και τα παιδιά μας και θα οπισθοδρομήσει τη χώρα και τα εθνικά της συμφέροντα πολλά χρόνια πίσω.
Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος στραγγαλίζουν σιγά-σιγά το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας, στερούν από την ανάπτυξη πολύτιμους πόρους, γι’ αυτό οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε δυναμικά και αποφασιστικά, σήμερα, ως το σπουδαιότερο αναπτυξιακό μέτρο, ως την αποτελεσματικότερη πρωτοβουλία για την πραγματική προάσπιση των συμφερόντων των ασθενέστερων στρωμάτων, μακριά από λαϊκισμούς και καταστροφικές ιδεοληψίες και εμμονές.
Το υπερβολικό ασφάλιστρο κινδύνου για δανεισμό (spread), που πληρώνουμε σήμερα (350 μονάδες βάσης πάνω από τη Γερμανία και 230 μονάδες βάσης πάνω από την Πορτογαλία), σε συνδυασμό με την πιθανή μελλοντική αυξητική πορεία των διεθνών επιτοκίων, δημιουργούν, με τα σημερινά δεδομένα, εκρηκτική ανοδική δυναμική για το Δημόσιο χρέος και τους τόκους. Οι τόκοι θα απορροφούν σταδιακά όλο και περισσότερους πολύτιμους πόρους από τον προϋπολογισμό, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις δημόσιες επενδύσεις και την κοινωνική πολιτική, ενώ θα καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή όλο και πιο αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής, βαθαίνοντας έτσι την ύφεση, την ανεργία, τις κοινωνικές εντάσεις και τον οικονομικό φαύλο κύκλο.
Με βάση κάποιους προσωπικούς, ενδεικτικούς υπολογισμούς και υποθέσεις, αν δεν μειωθεί, σημαντικά, το ασφάλιστρο κινδύνου, οι επιπρόσθετοι τόκοι, που θα απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους, πιθανά να προσεγγίσουν τα €22 δισεκ. περίπου για την πενταετία. Αν, δε, τα διατραπεζικά επιτόκια σε ευρώ, επίσης, αυξηθούν, η επιπρόσθετη επιβάρυνση μπορεί να φτάσει τα €12 – 13 δισεκ. για την πενταετία. Αντιλαμβανόμαστε όλοι γιατί το ουσιαστικότερο αναπτυξιακό και σταθεροποιητικό μέτρο για την Οικονομία είναι η μείωση του χρέους και κυρίως του ασφαλίστρου κινδύνου.
Επιπλέον, η ανησυχία των αγορών για την πιστοληπτική ικανότητα του Δημόσιου Τομέα τροφοδοτεί την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και το φόβο. Σε τέτοιο περιβάλλον, οι εγχώριες καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες αναβάλλονται, ξένες παραγωγικές επενδύσεις απομακρύνονται, επιταχύνοντας, έτσι, τη διαδικασία της ύφεσης. Παράλληλα, η εγχώρια ρευστότητα κατευθύνεται σταδιακά στο εξωτερικό μέσω εκροής κεφαλαίων, που σε συνδυασμό με την κερδοσκοπία και τη στενότητα στη διατραπεζική αγορά χρήματος, που επιταχύνεται από τη σημαντική μείωση της έκθεσης ξένων Τραπεζών στην Ελλάδα, δημιουργούν πιστωτική ασφυξία στο τραπεζικό σύστημα. Αποτέλεσμα θα είναι η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων και η πιστωτική απομόχλευση. Η ύφεση και η ανεργία, σε αυτή την περίπτωση, θα έχουν μεγάλη διάρκεια και βάθος.
Να σημειωθεί ότι με τις επικρατούσες συνθήκες και τις συνεχείς υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης περιορίζονται, επίσης, οι δυνατότητες συναλλαγών καθώς και άντλησης κεφαλαίων από τις ελληνικές Τράπεζες και τις επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές, απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς μας παρουσίας. Παράλληλα, το Δημόσιο και οι Τράπεζες ανταγωνίζονται στις εγχώριες αγορές για την περιορισμένη ρευστότητα.
Προκύπτουν, έτσι, ανερχόμενα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού με τους δανειζόμενους, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, να επιβραδύνουν ή να αναβάλουν τις επενδυτικές ή καταναλωτικές τους δαπάνες, ενώ θα σημειωθεί, επιπροσθέτως, αύξηση των επισφαλειών και αδυναμία αποπληρωμής τραπεζικών υποχρεώσεων. Ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος θα τεθεί σε λειτουργία για τις Τράπεζες, για τους δανειζόμενους και τελικά για την πραγματική οικονομία. Αυτή η κλασσική υποκατάσταση του ιδιωτικού τομέα από το Δημόσιο (crowding-out effect) υπονομεύει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας και οδηγεί σε συνθήκες μονιμότερης αποεπένδυσης, οικονομικής ύφεσης και μαρασμού. Επιπρόσθετα, οι Ελληνικές Τράπεζες δεν θα είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με αντίστοιχες ξένες, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Σταδιακά, ο ρόλος και η αξία τους θα υποβαθμίζεται, υπονομεύοντας τις προοπτικές εξωστρέφειας και ανάπτυξης της Οικονομίας.
Ο μόνος δρόμος, που απομένει για να αντιμετωπίσουμε την κρίση, διότι δεν διαθέτουμε πια τα εργαλεία του επιτοκίου και της συναλλαγματικής ισοτιμίας λόγω συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη, είναι η επιτυχής αντιμετώπιση της δημοσιονομικής εκτροπής, οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, τις ΔΕΚΟ, τον τομέα της υγείας, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την κοινωνική πολιτική, παράλληλα με την άνθιση της επιχειρηματικότητας, των ιδιωτικών επενδύσεων, της οικονομικής εξωστρέφειας, της προσέλευσης ξένων παραγωγικών επενδύσεων. Η δημοσιονομική εκτροπή οφείλεται, κυρίως, στην εκρηκτική αύξηση των δαπανών από 42,9% του ΑΕΠ το 2006 σε 52% του ΑΕΠ το 2009. Άρα, η προσέγγιση του προβλήματος δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε συνεχείς επιπρόσθετες αντιαναπτυξιακές φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά σε σημαντική μείωση και των δαπανών.
Είναι μονόδρομος για την έξοδο από την ύφεση και την κρίση να συνδυάσουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή με βαθιές μεταρρυθμίσεις, με ιδιωτικές επενδύσεις και ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό οικονομικό πρότυπο. Το κράτος δεν έχει πια περιθώρια να ηγηθεί της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αυτό το τρίπτυχο διασφαλίζει τη διατηρήσιμη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και είναι, τελικά, ουσιαστική προϋπόθεση για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι και το ιδιωτικό είναι εθνικό. Αυτή θα είναι μία μεγάλη αλλαγή.
Είναι γνωστό ότι η συνεισφορά του κρατικού προϋπολογισμού στο συνταξιοδοτικού σύστημα αυξήθηκε από €8.9 δισεκ. το 2005 σε €15.8 δισεκ. το 2009 (6.6% του ΑΕΠ) με εκρηκτική μελλοντική δυναμική. Εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι οι επιπρόσθετες επιπτώσεις από τη γήρανση του Ελληνικού πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες θα είναι για τα επόμενα 40 χρόνια 12.5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για την Ελλάδα έναντι 2.8 μονάδων στην Ευρωζώνη, αντίστοιχα. Δηλαδή, έχουμε μπροστά μας ένα τεράστιο ζήτημα να αντιμετωπίσουμε.
Δεν μπορούμε, επίσης, να συνεχίσουμε με τον ΟΣΕ να έχει ετήσιο έλλειμμα ένα δισεκατομμύριο ευρώ (!!), έσοδα μόνο €130 εκατ. και χρέος κοντά στα €10 δισεκ. και την ΕΡΤ να έχει €200 εκατ. έλλειμμα το χρόνο, ενώ 5.000 (!!) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, 135 Νοσοκομεία και πάνω από 2.000 Δήμοι και δημοτικές και άλλες επιχειρήσεις να επιβαρύνουν ανεξέλεγκτα, μέσα σε ένα λογιστικό και εποπτικό χάος, με τα διευρυνόμενα ελλείμματά τους τον Έλληνα φορολογούμενο. Το «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικά συγκεκριμένο περιεχόμενο με χρονοδιάγραμμα με μορφή, που η αγορά μεταφράζει σε πειστική δέσμευση για ανάκτηση της χαμένης μας αξιοπιστίας. Πρέπει να περιορίσουμε τις ΔΕΚΟ, που είναι κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικές, να επιβάλουμε οικονομική πειθαρχία, αυστηρό έλεγχο, διαφάνεια και λογοδοσία.
Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η πιο δύσκολη πρόκληση είναι η αλλαγή στη νοοτροπία μας και η αντιμετώπιση των κοινωνικών παθογενειών, που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Καλούμαστε να υλοποιήσουμε ένα οδυνηρό, μακροχρόνιο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής, που κατά βάθος δεν το πιστεύουμε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι ως κοινωνία, πλούσιοι και φτωχοί, ως πολιτικό σύστημα να το αποδεχτούμε.
Καλούμαστε να αλλάξουμε νοοτροπία στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής αυτογνωσίας, μακριά από ιδεοληψίες, την αμεριμνησία και τις εμμονές του χθες. Η χρεοκοπία δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και γενικότερα του θεσμικού, κοινωνικού και πολιτικού προτύπου πάνω στο οποίο κτίστηκαν οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και πρακτικές.
Για όλα τα κακά του τόπου, δεν μπορεί πια να φταίει συνεχώς το μεγάλο κεφάλαιο, μόνον οι άλλοι, μόνον οι ξένοι. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κοροϊδεύοντας συνεχώς τον κόσμο, τις αγορές και τους εταίρους μας. Αυτό εννοούσαν και οι τελευταίοι με τη φράση “the game is over”.
Εδώ που φτάσαμε, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Χωρίς επανεκκίνηση της οικονομίας και οικονομική ανάπτυξη δεν υπάρχει μονιμότερη αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος με άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων. Βασικός πυλώνας για το τελευταίο είναι η οικονομική εξωστρέφεια, οι ιδιωτικές επενδύσεις, η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Αλλά για να υλοποιήσουμε μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει πρώτα να την πιστέψουμε και να την υιοθετήσουμε, μετατρέποντας την σε βασικό πολιτικό και οικονομικό στόχο.
Για την προώθηση αυτών των πρωτοβουλιών και για την κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, προτείνω τη δημιουργία τριών Εθνικών Συμβουλίων με σημαντική συμμετοχή φορέων και προσωπικοτήτων του ιδιωτικού τομέα, που θα αναλάβουν και θα δεσμευθούν σε συνεργασία με την Κυβέρνηση, το αργότερο εντός τριών μηνών, να επεξεργασθούν και να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, ένα νέο οδικό χάρτη με στόχους, μέτρα, προϋποθέσεις και χρονοδιαγράμματα για τη διαμόρφωση ενιαίας εθνικής στρατηγικής σε τρεις τομείς: α) την ανάδειξη και προώθηση της οικονομικής εξωστρέφειας της χώρας, β) την άνθιση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά από εννέα συνεχόμενα τρίμηνα πτωτικής πορείας και την προσέλκυση ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και γ) τη ριζική αναδιάρθρωση και αποτελεσματική οικονομική λειτουργία του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
Ας μην ξεχνούμε, επίσης, πως το τραπεζικό μας σύστημα είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας επενδυτής στην Νοτιοανατολική Ευρώπη την τελευταία 20ετία, με επενδύσεις κοντά στα € 50 δισεκ., 45 χιλιάδες εργαζόμενους και 3.500 υποκαταστήματα σε 10 χώρες. Η στρατηγική επέκτασης των τραπεζών στις χώρες της Νότιας, Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, αποτελεί το σπουδαιότερο άξονα εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αξιολογείται.
Για να έχουμε ένα νέο ξεκίνημα πρέπει όλοι, κοινωνία, τράπεζες, επιχειρήσεις, να συστρατευθούμε σε μια κοινή προσπάθεια. Δεν μπορούμε να κάνουμε νέο ξεκίνημα έχοντας τους μισούς «απέναντι» από τους υπόλοιπους μισούς. Δεν μπορεί για όλα να φταίνε οι Τράπεζες, που παρά τις ενστάσεις της κοινωνίας για τη συμπεριφορά τους, έχουν συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου, κυρίως έχουν την πρόθεση και τη δέσμευση να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Δεν υπάρχουν, πλέον, περιθώρια στείρων αντεγκλήσεων και ανταγωνισμών. Κράτος, κοινωνία και επιχειρηματικός τομέας οφείλουν να συμπλεύσουν προς ένα κοινό στόχο για την έξοδο από την κρίση και με κοινή στρατηγική για την ενεργοποίηση ενός νέου κύκλου διατηρήσιμης ανάπτυξης και ευημερίας. Αντί για αργό θάνατο ένας νέος κύκλος αισιοδοξίας και ζωής να επικρατήσει στον τόπο μας.
Νικόλαος Καραμούζης
Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος ομίλου Eurobank EFG
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς
Τμήμα Χρηματοοικονομικής & Διοικητικής Τραπεζικής
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής
Η χώρα μας αντιμετωπίζει, σήμερα, ένα μεγάλο έλλειμμα διεθνούς αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης, μια σημαντική δημοσιονομική εκτροπή, ένα διευρυμένο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την απειλή να διολισθήσει σε παρατεταμένη οικονομική κρίση και ύφεση. Κυρίως, όμως, βρίσκεται τελευταία αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή, διεθνή, κερδοσκοπική επίθεση, που εδράζει, σε μεγάλο βαθμό, στο μέγεθος των ανισορροπιών, που δημιουργήσαμε, αλλά, κυρίως, στο ότι η χώρα μας δεν θα έχει τη δύναμη και τη θέληση να αναλάβει την ευθύνη για να βγει από το σημερινό αδιέξοδο. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αν έχουν συνέχεια και συνέπεια, θα αντιστρέψουν το σημερινό αφόρητο διεθνές κλίμα, αν και η διεθνής κερδοσκοπία ενθαρρύνεται από το ατελές ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο αλληλεγγύης και τον περιορισμένο ρόλο της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.
Η επιτυχής αντιμετώπιση των σημερινών μεγάλων προβλημάτων απαιτεί τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες και ανάληψη κινδύνων, ολόπλευρη και ειλικρινή ενημέρωση, χωρίς ωραιοποιήσεις και πολιτικές σκοπιμότητες, κοινωνικές συναινέσεις πάνω στα νέα δεδομένα, με αλλαγή νοοτροπίας και αντιλήψεων και κινητοποίηση και συστράτευση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Είναι κρίσιμο να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, με δικές μας πρωτοβουλίες, χωρίς εξωτερική εποπτεία και επιτροπεία, χωρίς ξένα δάνεια και ευρωομόλογα σχεδιασμένα μόνο για τη σωτηρία μας, χωρίς συμβιβασμούς και ταπεινώσεις, προασπιζόμενοι τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά μας επιτεύγματα, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά μας. Ο άλλος δρόμος θα είναι οδυνηρός, αφήνοντας βαθύ στίγμα για δεκαετίες σε εμάς και τα παιδιά μας και θα οπισθοδρομήσει τη χώρα και τα εθνικά της συμφέροντα πολλά χρόνια πίσω.
Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος στραγγαλίζουν σιγά-σιγά το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας, στερούν από την ανάπτυξη πολύτιμους πόρους, γι’ αυτό οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε δυναμικά και αποφασιστικά, σήμερα, ως το σπουδαιότερο αναπτυξιακό μέτρο, ως την αποτελεσματικότερη πρωτοβουλία για την πραγματική προάσπιση των συμφερόντων των ασθενέστερων στρωμάτων, μακριά από λαϊκισμούς και καταστροφικές ιδεοληψίες και εμμονές.
Το υπερβολικό ασφάλιστρο κινδύνου για δανεισμό (spread), που πληρώνουμε σήμερα (350 μονάδες βάσης πάνω από τη Γερμανία και 230 μονάδες βάσης πάνω από την Πορτογαλία), σε συνδυασμό με την πιθανή μελλοντική αυξητική πορεία των διεθνών επιτοκίων, δημιουργούν, με τα σημερινά δεδομένα, εκρηκτική ανοδική δυναμική για το Δημόσιο χρέος και τους τόκους. Οι τόκοι θα απορροφούν σταδιακά όλο και περισσότερους πολύτιμους πόρους από τον προϋπολογισμό, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις δημόσιες επενδύσεις και την κοινωνική πολιτική, ενώ θα καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή όλο και πιο αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής, βαθαίνοντας έτσι την ύφεση, την ανεργία, τις κοινωνικές εντάσεις και τον οικονομικό φαύλο κύκλο.
Με βάση κάποιους προσωπικούς, ενδεικτικούς υπολογισμούς και υποθέσεις, αν δεν μειωθεί, σημαντικά, το ασφάλιστρο κινδύνου, οι επιπρόσθετοι τόκοι, που θα απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους, πιθανά να προσεγγίσουν τα €22 δισεκ. περίπου για την πενταετία. Αν, δε, τα διατραπεζικά επιτόκια σε ευρώ, επίσης, αυξηθούν, η επιπρόσθετη επιβάρυνση μπορεί να φτάσει τα €12 – 13 δισεκ. για την πενταετία. Αντιλαμβανόμαστε όλοι γιατί το ουσιαστικότερο αναπτυξιακό και σταθεροποιητικό μέτρο για την Οικονομία είναι η μείωση του χρέους και κυρίως του ασφαλίστρου κινδύνου.
Επιπλέον, η ανησυχία των αγορών για την πιστοληπτική ικανότητα του Δημόσιου Τομέα τροφοδοτεί την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και το φόβο. Σε τέτοιο περιβάλλον, οι εγχώριες καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες αναβάλλονται, ξένες παραγωγικές επενδύσεις απομακρύνονται, επιταχύνοντας, έτσι, τη διαδικασία της ύφεσης. Παράλληλα, η εγχώρια ρευστότητα κατευθύνεται σταδιακά στο εξωτερικό μέσω εκροής κεφαλαίων, που σε συνδυασμό με την κερδοσκοπία και τη στενότητα στη διατραπεζική αγορά χρήματος, που επιταχύνεται από τη σημαντική μείωση της έκθεσης ξένων Τραπεζών στην Ελλάδα, δημιουργούν πιστωτική ασφυξία στο τραπεζικό σύστημα. Αποτέλεσμα θα είναι η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων και η πιστωτική απομόχλευση. Η ύφεση και η ανεργία, σε αυτή την περίπτωση, θα έχουν μεγάλη διάρκεια και βάθος.
Να σημειωθεί ότι με τις επικρατούσες συνθήκες και τις συνεχείς υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης περιορίζονται, επίσης, οι δυνατότητες συναλλαγών καθώς και άντλησης κεφαλαίων από τις ελληνικές Τράπεζες και τις επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές, απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς μας παρουσίας. Παράλληλα, το Δημόσιο και οι Τράπεζες ανταγωνίζονται στις εγχώριες αγορές για την περιορισμένη ρευστότητα.
Προκύπτουν, έτσι, ανερχόμενα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού με τους δανειζόμενους, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, να επιβραδύνουν ή να αναβάλουν τις επενδυτικές ή καταναλωτικές τους δαπάνες, ενώ θα σημειωθεί, επιπροσθέτως, αύξηση των επισφαλειών και αδυναμία αποπληρωμής τραπεζικών υποχρεώσεων. Ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος θα τεθεί σε λειτουργία για τις Τράπεζες, για τους δανειζόμενους και τελικά για την πραγματική οικονομία. Αυτή η κλασσική υποκατάσταση του ιδιωτικού τομέα από το Δημόσιο (crowding-out effect) υπονομεύει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας και οδηγεί σε συνθήκες μονιμότερης αποεπένδυσης, οικονομικής ύφεσης και μαρασμού. Επιπρόσθετα, οι Ελληνικές Τράπεζες δεν θα είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με αντίστοιχες ξένες, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Σταδιακά, ο ρόλος και η αξία τους θα υποβαθμίζεται, υπονομεύοντας τις προοπτικές εξωστρέφειας και ανάπτυξης της Οικονομίας.
Ο μόνος δρόμος, που απομένει για να αντιμετωπίσουμε την κρίση, διότι δεν διαθέτουμε πια τα εργαλεία του επιτοκίου και της συναλλαγματικής ισοτιμίας λόγω συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη, είναι η επιτυχής αντιμετώπιση της δημοσιονομικής εκτροπής, οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, τις ΔΕΚΟ, τον τομέα της υγείας, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την κοινωνική πολιτική, παράλληλα με την άνθιση της επιχειρηματικότητας, των ιδιωτικών επενδύσεων, της οικονομικής εξωστρέφειας, της προσέλευσης ξένων παραγωγικών επενδύσεων. Η δημοσιονομική εκτροπή οφείλεται, κυρίως, στην εκρηκτική αύξηση των δαπανών από 42,9% του ΑΕΠ το 2006 σε 52% του ΑΕΠ το 2009. Άρα, η προσέγγιση του προβλήματος δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε συνεχείς επιπρόσθετες αντιαναπτυξιακές φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά σε σημαντική μείωση και των δαπανών.
Είναι μονόδρομος για την έξοδο από την ύφεση και την κρίση να συνδυάσουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή με βαθιές μεταρρυθμίσεις, με ιδιωτικές επενδύσεις και ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό οικονομικό πρότυπο. Το κράτος δεν έχει πια περιθώρια να ηγηθεί της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αυτό το τρίπτυχο διασφαλίζει τη διατηρήσιμη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και είναι, τελικά, ουσιαστική προϋπόθεση για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι και το ιδιωτικό είναι εθνικό. Αυτή θα είναι μία μεγάλη αλλαγή.
Είναι γνωστό ότι η συνεισφορά του κρατικού προϋπολογισμού στο συνταξιοδοτικού σύστημα αυξήθηκε από €8.9 δισεκ. το 2005 σε €15.8 δισεκ. το 2009 (6.6% του ΑΕΠ) με εκρηκτική μελλοντική δυναμική. Εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι οι επιπρόσθετες επιπτώσεις από τη γήρανση του Ελληνικού πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες θα είναι για τα επόμενα 40 χρόνια 12.5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για την Ελλάδα έναντι 2.8 μονάδων στην Ευρωζώνη, αντίστοιχα. Δηλαδή, έχουμε μπροστά μας ένα τεράστιο ζήτημα να αντιμετωπίσουμε.
Δεν μπορούμε, επίσης, να συνεχίσουμε με τον ΟΣΕ να έχει ετήσιο έλλειμμα ένα δισεκατομμύριο ευρώ (!!), έσοδα μόνο €130 εκατ. και χρέος κοντά στα €10 δισεκ. και την ΕΡΤ να έχει €200 εκατ. έλλειμμα το χρόνο, ενώ 5.000 (!!) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, 135 Νοσοκομεία και πάνω από 2.000 Δήμοι και δημοτικές και άλλες επιχειρήσεις να επιβαρύνουν ανεξέλεγκτα, μέσα σε ένα λογιστικό και εποπτικό χάος, με τα διευρυνόμενα ελλείμματά τους τον Έλληνα φορολογούμενο. Το «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικά συγκεκριμένο περιεχόμενο με χρονοδιάγραμμα με μορφή, που η αγορά μεταφράζει σε πειστική δέσμευση για ανάκτηση της χαμένης μας αξιοπιστίας. Πρέπει να περιορίσουμε τις ΔΕΚΟ, που είναι κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικές, να επιβάλουμε οικονομική πειθαρχία, αυστηρό έλεγχο, διαφάνεια και λογοδοσία.
Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η πιο δύσκολη πρόκληση είναι η αλλαγή στη νοοτροπία μας και η αντιμετώπιση των κοινωνικών παθογενειών, που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Καλούμαστε να υλοποιήσουμε ένα οδυνηρό, μακροχρόνιο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής, που κατά βάθος δεν το πιστεύουμε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι ως κοινωνία, πλούσιοι και φτωχοί, ως πολιτικό σύστημα να το αποδεχτούμε.
Καλούμαστε να αλλάξουμε νοοτροπία στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής αυτογνωσίας, μακριά από ιδεοληψίες, την αμεριμνησία και τις εμμονές του χθες. Η χρεοκοπία δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και γενικότερα του θεσμικού, κοινωνικού και πολιτικού προτύπου πάνω στο οποίο κτίστηκαν οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και πρακτικές.
Για όλα τα κακά του τόπου, δεν μπορεί πια να φταίει συνεχώς το μεγάλο κεφάλαιο, μόνον οι άλλοι, μόνον οι ξένοι. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κοροϊδεύοντας συνεχώς τον κόσμο, τις αγορές και τους εταίρους μας. Αυτό εννοούσαν και οι τελευταίοι με τη φράση “the game is over”.
Εδώ που φτάσαμε, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Χωρίς επανεκκίνηση της οικονομίας και οικονομική ανάπτυξη δεν υπάρχει μονιμότερη αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος με άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων. Βασικός πυλώνας για το τελευταίο είναι η οικονομική εξωστρέφεια, οι ιδιωτικές επενδύσεις, η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Αλλά για να υλοποιήσουμε μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει πρώτα να την πιστέψουμε και να την υιοθετήσουμε, μετατρέποντας την σε βασικό πολιτικό και οικονομικό στόχο.
Για την προώθηση αυτών των πρωτοβουλιών και για την κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, προτείνω τη δημιουργία τριών Εθνικών Συμβουλίων με σημαντική συμμετοχή φορέων και προσωπικοτήτων του ιδιωτικού τομέα, που θα αναλάβουν και θα δεσμευθούν σε συνεργασία με την Κυβέρνηση, το αργότερο εντός τριών μηνών, να επεξεργασθούν και να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, ένα νέο οδικό χάρτη με στόχους, μέτρα, προϋποθέσεις και χρονοδιαγράμματα για τη διαμόρφωση ενιαίας εθνικής στρατηγικής σε τρεις τομείς: α) την ανάδειξη και προώθηση της οικονομικής εξωστρέφειας της χώρας, β) την άνθιση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά από εννέα συνεχόμενα τρίμηνα πτωτικής πορείας και την προσέλκυση ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και γ) τη ριζική αναδιάρθρωση και αποτελεσματική οικονομική λειτουργία του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
Ας μην ξεχνούμε, επίσης, πως το τραπεζικό μας σύστημα είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας επενδυτής στην Νοτιοανατολική Ευρώπη την τελευταία 20ετία, με επενδύσεις κοντά στα € 50 δισεκ., 45 χιλιάδες εργαζόμενους και 3.500 υποκαταστήματα σε 10 χώρες. Η στρατηγική επέκτασης των τραπεζών στις χώρες της Νότιας, Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, αποτελεί το σπουδαιότερο άξονα εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αξιολογείται.
Για να έχουμε ένα νέο ξεκίνημα πρέπει όλοι, κοινωνία, τράπεζες, επιχειρήσεις, να συστρατευθούμε σε μια κοινή προσπάθεια. Δεν μπορούμε να κάνουμε νέο ξεκίνημα έχοντας τους μισούς «απέναντι» από τους υπόλοιπους μισούς. Δεν μπορεί για όλα να φταίνε οι Τράπεζες, που παρά τις ενστάσεις της κοινωνίας για τη συμπεριφορά τους, έχουν συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου, κυρίως έχουν την πρόθεση και τη δέσμευση να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Δεν υπάρχουν, πλέον, περιθώρια στείρων αντεγκλήσεων και ανταγωνισμών. Κράτος, κοινωνία και επιχειρηματικός τομέας οφείλουν να συμπλεύσουν προς ένα κοινό στόχο για την έξοδο από την κρίση και με κοινή στρατηγική για την ενεργοποίηση ενός νέου κύκλου διατηρήσιμης ανάπτυξης και ευημερίας. Αντί για αργό θάνατο ένας νέος κύκλος αισιοδοξίας και ζωής να επικρατήσει στον τόπο μας.
Νικόλαος Καραμούζης
Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος ομίλου Eurobank EFG
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς
Τμήμα Χρηματοοικονομικής & Διοικητικής Τραπεζικής
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής
Σχόλια αναγνωστών