Η δεύτερη φάση της ανακεφαλαιοποίησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και στην υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας
Tις πρώτες ενδείξεις ότι οι αγορές αρχίζουν να ξανανοίγουν για την Ελλάδα σκιαγράφησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος κατά την εναρκτήρια ομιλία του στο σεμινάριο υψηλού επιπέδου Eurofi 2014, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι είναι βέβαιος ότι η δεύτερη φάση της ανακεφαλαιοποίησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και στην υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, ουσιώδες χαρακτηριστικό της κρίσης ήταν η ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ δημόσιων οικονομικών και τραπεζικού τομέα. Από αυτή την αλληλεπίδραση προέκυψε ένα βασικό δίδαγμα, ότι δηλαδή μια αποτελεσματική οικονομική και νομισματική ένωση πρέπει να περιλαμβάνει και τραπεζική ένωση.
"Βασικός πυλώνας της τραπεζικής ένωσης στη ζώνη του ευρώ θα είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ).
Κατά την εκτίμησή μου, τα αποτελέσματα των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για τον ΕΜΕ είναι ικανοποιητικά.
Πρώτον, εξασφαλίζεται η δημιουργία ενός βιώσιμου τραπεζικού συστήματος για τη ζώνη του ευρώ μέσω της ομαλής εξυγίανσης προβληματικών τραπεζών έτσι ώστε να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δεύτερον, η απόφαση για το πότε είναι αναγκαία η εξυγίανση παραμένει στην αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το Εποπτικό Συμβούλιο διατηρεί επίσης το δικαίωμα να αποφανθεί ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα "βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης”.
Τρίτον, οι μηχανισμοί εξυγίανσης χρειάζονται αποτελεσματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που να επιτρέπουν την ταχεία και αποτελεσματική ολοκλήρωση της εξυγίανσης.
Στην Ελλάδα εξυγιάναμε 12 τράπεζες την τελευταία διετία. Καμία εξυγίανση δεν είχε ανακοινωθεί εκ των προτέρων. Έγιναν όλες κατά κανόνα μέσα σε ένα σαββατοκύριακο, ώστε να εξασφαλιστεί ομαλή και αδιατάρακτη μετάβαση για τους καταθέτες των σχετικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται στη συμφωνία πληροί αυτή την προϋπόθεση.
Τέλος, ο μηχανισμός εξυγίανσης χρειάζεται έναν αξιόπιστο μηχανισμό στήριξης (backstop).
Στην περίπτωση της Ελλάδος, πόροι του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής προορίζονταν ειδικά για την εξυγίανση και την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξαν ποτέ αμφιβολίες ότι είμαστε σε θέση να εξυγιάνουμε και να ανακεφαλαιοποιήσουμε τράπεζες.
Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκε ότι οι πόροι του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης θα σχηματιστούν από εισφορές που θα καταβάλουν οι τράπεζες στη διάρκεια μιας οκταετίας, με συγκέντρωση του μεγαλύτερου όγκου των εισφορών στα πρώτα χρόνια αυτής της περιόδου.
Ταυτόχρονα εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ρήτρα εξουσιοδότησης, ώστε να μπορεί το Ταμείο να ζητήσει μεταβατική χρηματοδότηση με δημόσιους πόρους.
Συνολικά, χαιρετίζω τη συμφωνία ως ένα βήμα προόδου προς την εξάλειψη του φαύλου κύκλου αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζών και δημόσιου τομέα, ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ.
Αναφορικά με τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε ότι βασικό χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάκαμψης της ζώνης του ευρώ είναι η υποχώρηση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ισχύει τόσο για τη ζώνη του ευρώ ως σύνολο όσο και για πολλές μεμονωμένες χώρες.
Επειδή η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι τραπεζοκεντρική, ο τραπεζικός δανεισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις ΜΜΕ, οι οποίες παράγουν τον κύριο όγκο αγαθών και υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, η συρρίκνωση των πιστώσεων οδηγεί στο ερώτημα: είναι βιώσιμη η ανάκαμψη όταν ο ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών χορηγήσεων είναι αρνητικός;
Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με διάφορες δράσεις και πρωτοβουλίες.
Θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου σε δύο σημεία.
Το πρώτο αφορά τη νομισματική πολιτική. Καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε τόσο συμβατικά όσο και μη συμβατικά μέτρα πολιτικής με στόχο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Ο όγκος της τραπεζικής χρηματοδότησης θα είχε συρρικνωθεί πολύ περισσότερο χωρίς την άφθονη παροχή ρευστότητας στις ευρωπαϊκές τράπεζες από το Ευρωσύστημα.
Η πτωτική πορεία των πραγματικών επιτοκίων, η οποία διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα πλησίον του 2%, σε συνδυασμό με τη δέσμευση της ΕΚΤ να διατηρήσει τη διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ζήτησης πιστώσεων στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.
Ωστόσο, απαιτείται ακόμη μεγάλη προσπάθεια στην πλευρά της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Με αυτή την παρατήρηση περνάω στο δεύτερο σημείο που πρέπει να προσεχθεί, δηλ. στην ανάγκη να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα.
Η εμπιστοσύνη αυτή υπονομεύθηκε από εκτιμήσεις ότι ορισμένες τράπεζες διατηρούσαν στους ισολογισμούς τους περιουσιακά στοιχεία αμφιβόλου ποιότητας.
Ο δημιουργούμενος πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου συνέβαλε στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, που περιόρισε τη δυνατότητα ορισμένων τραπεζών να χορηγούν νέες πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
Οι εποπτικές αρχές, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, χρησιμοποιούν εργαλεία – όπως, μεταξύ άλλων, ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, αξιολόγηση της ποιότητας του ενεργητικού και ασκήσεις διαφάνειας – για να αξιολογούν την ανθεκτικότητα των τραπεζών και να ζητούν, όπου χρειάζεται, από τις τραπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιό τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) και η συνολική αξιολόγηση που διεξάγεται θα δράσουν ως καταλύτης, ώστε η εξυγίανση των ισολογισμών να πραγματοποιηθεί γρηγορότερα και πιο ολοκληρωμένα.
Η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών είναι αναπόφευκτη και θα συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κάποιο βαθμό απομόχλευσης. Η απομόχλευση ωστόσο δεν οδηγεί αναγκαστικά σε πιστωτική συστολή.
Η “θετική” απομόχλευση που επιδιώκουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι μια διαδικασία όπου η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρήσουν στους ισολογισμούς τους τα επισφαλή δάνεια χωρίς να τα αναχρηματοδοτούν, οπότε απελευθερώνονται πόροι και οι τράπεζες μπορούν να χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις για να τα διοχετεύσουν σε παραγωγικές χρήσεις.
Και πάλι, η Ελλάδα αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα εφαρμογής αυτού του σεναρίου. Μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών το 2012, επακολούθησε διαδικασία μετασχηματισμού του τραπεζικού συστήματος, με σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων. Οι τράπεζες περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την προσφυγή τους στη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, σχηματίζοντας ταυτόχρονα προβλέψεις για επισφαλή δάνεια. Έτσι μπόρεσαν να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές.
Πρόσφατα ολοκληρώσαμε νέες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τις οποίες οι αγορές δέχθηκαν ιδιαίτερα θετικά. Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, δύο συστημικές τράπεζες πραγματοποίησαν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 3 δισεκ. ευρώ περίπου, πολύ μεγαλύτερου από το απαιτούμενο, και μάλιστα με σημαντική υπερκάλυψη.
Μία από αυτές προέβη επιπλέον σε έκδοση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών ύψους 500 εκατ. ευρώ διάρκειας τριών ετών.
Αυτές είναι οι πρώτες ενδείξεις ότι οι αγορές αρχίζουν να ξανανοίγουν για την Ελλάδα. Είμαι λοιπόν βέβαιος ότι η δεύτερη φάση της ανακεφαλαιοποίησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και στην υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας.
Όσον αφορά μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική, θα ήταν επιθυμητό σε ευρωπαϊκό επίπεδο να αναπτυχθούν πρότυπα της αγοράς που θα επιτρέψουν να αυξηθεί η σχετική σημασία των αγορών μετοχών και ομολόγων ως πηγών χρηματοδότησης.
Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει στην αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, θα συμβάλει σε μακροπρόθεσμη διατηρήσιμη ανάπτυξη και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του τομέα των επιχειρήσεων σε περιόδους εντάσεων στον τραπεζικό τομέα.
Η ανάπτυξη μιας αγοράς επαρκούς βάθους για τιτλοποιήσεις εταιρικών δανείων στην ΕΕ θα μπορούσε να μειώσει τις πιέσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, να οδηγήσει σε καλύτερο επιμερισμό των κινδύνων και να ενισχύσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών.
Για να ανακεφαλαιώσω, κατά γενική ομολογία η κρίση ανέδειξε αδυναμίες της αρχικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ.
Ωστόσο, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντέδρασαν στην κρίση με τολμηρές πολιτικές και σημαντικές μεταρρυθμίσεις της αρχικής αρχιτεκτονικής. Τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν ώστε η οικονομική και νομισματική ένωση να είναι πιο αποτελεσματική και ανθεκτική στις κρίσεις στο μέλλον.
Οι καρποί των προσπαθειών είναι ήδη εμφανείς σε επίπεδο της ζώνης του ευρώ, ιδίως στις αγορές κρατικών ομολόγων, όπου οι συνθήκες έχουν εξομαλυνθεί σε σημαντικό βαθμό.
Ορατά οφέλη υπάρχουν επίσης σε επιμέρους χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου η κρίση, παρόλο που ήταν βαθιά, αποτέλεσε αφορμή για την εξυγίανση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα και παράλληλα για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα αποφέρουν σημαντικά οφέλη στο μέλλον, κατέληξε ο κ. Προβόπουλος.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, ουσιώδες χαρακτηριστικό της κρίσης ήταν η ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ δημόσιων οικονομικών και τραπεζικού τομέα. Από αυτή την αλληλεπίδραση προέκυψε ένα βασικό δίδαγμα, ότι δηλαδή μια αποτελεσματική οικονομική και νομισματική ένωση πρέπει να περιλαμβάνει και τραπεζική ένωση.
"Βασικός πυλώνας της τραπεζικής ένωσης στη ζώνη του ευρώ θα είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ).
Κατά την εκτίμησή μου, τα αποτελέσματα των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για τον ΕΜΕ είναι ικανοποιητικά.
Πρώτον, εξασφαλίζεται η δημιουργία ενός βιώσιμου τραπεζικού συστήματος για τη ζώνη του ευρώ μέσω της ομαλής εξυγίανσης προβληματικών τραπεζών έτσι ώστε να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δεύτερον, η απόφαση για το πότε είναι αναγκαία η εξυγίανση παραμένει στην αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το Εποπτικό Συμβούλιο διατηρεί επίσης το δικαίωμα να αποφανθεί ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα "βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης”.
Τρίτον, οι μηχανισμοί εξυγίανσης χρειάζονται αποτελεσματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που να επιτρέπουν την ταχεία και αποτελεσματική ολοκλήρωση της εξυγίανσης.
Στην Ελλάδα εξυγιάναμε 12 τράπεζες την τελευταία διετία. Καμία εξυγίανση δεν είχε ανακοινωθεί εκ των προτέρων. Έγιναν όλες κατά κανόνα μέσα σε ένα σαββατοκύριακο, ώστε να εξασφαλιστεί ομαλή και αδιατάρακτη μετάβαση για τους καταθέτες των σχετικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται στη συμφωνία πληροί αυτή την προϋπόθεση.
Τέλος, ο μηχανισμός εξυγίανσης χρειάζεται έναν αξιόπιστο μηχανισμό στήριξης (backstop).
Στην περίπτωση της Ελλάδος, πόροι του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής προορίζονταν ειδικά για την εξυγίανση και την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξαν ποτέ αμφιβολίες ότι είμαστε σε θέση να εξυγιάνουμε και να ανακεφαλαιοποιήσουμε τράπεζες.
Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκε ότι οι πόροι του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης θα σχηματιστούν από εισφορές που θα καταβάλουν οι τράπεζες στη διάρκεια μιας οκταετίας, με συγκέντρωση του μεγαλύτερου όγκου των εισφορών στα πρώτα χρόνια αυτής της περιόδου.
Ταυτόχρονα εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ρήτρα εξουσιοδότησης, ώστε να μπορεί το Ταμείο να ζητήσει μεταβατική χρηματοδότηση με δημόσιους πόρους.
Συνολικά, χαιρετίζω τη συμφωνία ως ένα βήμα προόδου προς την εξάλειψη του φαύλου κύκλου αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζών και δημόσιου τομέα, ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ.
Αναφορικά με τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε ότι βασικό χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάκαμψης της ζώνης του ευρώ είναι η υποχώρηση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ισχύει τόσο για τη ζώνη του ευρώ ως σύνολο όσο και για πολλές μεμονωμένες χώρες.
Επειδή η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι τραπεζοκεντρική, ο τραπεζικός δανεισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις ΜΜΕ, οι οποίες παράγουν τον κύριο όγκο αγαθών και υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, η συρρίκνωση των πιστώσεων οδηγεί στο ερώτημα: είναι βιώσιμη η ανάκαμψη όταν ο ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών χορηγήσεων είναι αρνητικός;
Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με διάφορες δράσεις και πρωτοβουλίες.
Θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου σε δύο σημεία.
Το πρώτο αφορά τη νομισματική πολιτική. Καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε τόσο συμβατικά όσο και μη συμβατικά μέτρα πολιτικής με στόχο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Ο όγκος της τραπεζικής χρηματοδότησης θα είχε συρρικνωθεί πολύ περισσότερο χωρίς την άφθονη παροχή ρευστότητας στις ευρωπαϊκές τράπεζες από το Ευρωσύστημα.
Η πτωτική πορεία των πραγματικών επιτοκίων, η οποία διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα πλησίον του 2%, σε συνδυασμό με τη δέσμευση της ΕΚΤ να διατηρήσει τη διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ζήτησης πιστώσεων στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.
Ωστόσο, απαιτείται ακόμη μεγάλη προσπάθεια στην πλευρά της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Με αυτή την παρατήρηση περνάω στο δεύτερο σημείο που πρέπει να προσεχθεί, δηλ. στην ανάγκη να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα.
Η εμπιστοσύνη αυτή υπονομεύθηκε από εκτιμήσεις ότι ορισμένες τράπεζες διατηρούσαν στους ισολογισμούς τους περιουσιακά στοιχεία αμφιβόλου ποιότητας.
Ο δημιουργούμενος πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου συνέβαλε στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, που περιόρισε τη δυνατότητα ορισμένων τραπεζών να χορηγούν νέες πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
Οι εποπτικές αρχές, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, χρησιμοποιούν εργαλεία – όπως, μεταξύ άλλων, ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, αξιολόγηση της ποιότητας του ενεργητικού και ασκήσεις διαφάνειας – για να αξιολογούν την ανθεκτικότητα των τραπεζών και να ζητούν, όπου χρειάζεται, από τις τραπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιό τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) και η συνολική αξιολόγηση που διεξάγεται θα δράσουν ως καταλύτης, ώστε η εξυγίανση των ισολογισμών να πραγματοποιηθεί γρηγορότερα και πιο ολοκληρωμένα.
Η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών είναι αναπόφευκτη και θα συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κάποιο βαθμό απομόχλευσης. Η απομόχλευση ωστόσο δεν οδηγεί αναγκαστικά σε πιστωτική συστολή.
Η “θετική” απομόχλευση που επιδιώκουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι μια διαδικασία όπου η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρήσουν στους ισολογισμούς τους τα επισφαλή δάνεια χωρίς να τα αναχρηματοδοτούν, οπότε απελευθερώνονται πόροι και οι τράπεζες μπορούν να χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις για να τα διοχετεύσουν σε παραγωγικές χρήσεις.
Και πάλι, η Ελλάδα αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα εφαρμογής αυτού του σεναρίου. Μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών το 2012, επακολούθησε διαδικασία μετασχηματισμού του τραπεζικού συστήματος, με σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων. Οι τράπεζες περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την προσφυγή τους στη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, σχηματίζοντας ταυτόχρονα προβλέψεις για επισφαλή δάνεια. Έτσι μπόρεσαν να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές.
Πρόσφατα ολοκληρώσαμε νέες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τις οποίες οι αγορές δέχθηκαν ιδιαίτερα θετικά. Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, δύο συστημικές τράπεζες πραγματοποίησαν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 3 δισεκ. ευρώ περίπου, πολύ μεγαλύτερου από το απαιτούμενο, και μάλιστα με σημαντική υπερκάλυψη.
Μία από αυτές προέβη επιπλέον σε έκδοση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών ύψους 500 εκατ. ευρώ διάρκειας τριών ετών.
Αυτές είναι οι πρώτες ενδείξεις ότι οι αγορές αρχίζουν να ξανανοίγουν για την Ελλάδα. Είμαι λοιπόν βέβαιος ότι η δεύτερη φάση της ανακεφαλαιοποίησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και στην υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας.
Όσον αφορά μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική, θα ήταν επιθυμητό σε ευρωπαϊκό επίπεδο να αναπτυχθούν πρότυπα της αγοράς που θα επιτρέψουν να αυξηθεί η σχετική σημασία των αγορών μετοχών και ομολόγων ως πηγών χρηματοδότησης.
Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει στην αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, θα συμβάλει σε μακροπρόθεσμη διατηρήσιμη ανάπτυξη και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του τομέα των επιχειρήσεων σε περιόδους εντάσεων στον τραπεζικό τομέα.
Η ανάπτυξη μιας αγοράς επαρκούς βάθους για τιτλοποιήσεις εταιρικών δανείων στην ΕΕ θα μπορούσε να μειώσει τις πιέσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, να οδηγήσει σε καλύτερο επιμερισμό των κινδύνων και να ενισχύσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών.
Για να ανακεφαλαιώσω, κατά γενική ομολογία η κρίση ανέδειξε αδυναμίες της αρχικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ.
Ωστόσο, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντέδρασαν στην κρίση με τολμηρές πολιτικές και σημαντικές μεταρρυθμίσεις της αρχικής αρχιτεκτονικής. Τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν ώστε η οικονομική και νομισματική ένωση να είναι πιο αποτελεσματική και ανθεκτική στις κρίσεις στο μέλλον.
Οι καρποί των προσπαθειών είναι ήδη εμφανείς σε επίπεδο της ζώνης του ευρώ, ιδίως στις αγορές κρατικών ομολόγων, όπου οι συνθήκες έχουν εξομαλυνθεί σε σημαντικό βαθμό.
Ορατά οφέλη υπάρχουν επίσης σε επιμέρους χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου η κρίση, παρόλο που ήταν βαθιά, αποτέλεσε αφορμή για την εξυγίανση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα και παράλληλα για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα αποφέρουν σημαντικά οφέλη στο μέλλον, κατέληξε ο κ. Προβόπουλος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών