«Η κρίση ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μια αρνητικής πορείας ετών», υποστήριξε ο κ. Γιώργος Προβόπουλος
Την εκτίμηση ότι «η μόνη λύση για την χώρα σήμερα περνά, κατ ανάγκη, μέσα από μια συνετή και συνεπή μακροοικονομική πολιτική, που δεν γεννά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη και διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα» εξέφρασε ο κ. Γιώργος Προβόπουλος, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πλαίσιο ομιλίας του, υπό τον τίτλο «ΤΙ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ : Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ».
Ο κ. Προβόπουλος ξεκίνησε την ομιλία του υπογραμμίζοντας πως «η κρίση ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μιας αρνητικής πορείας ετών», ενώ τόνισε ότι τα προβλήματα για την ελληνική οικονομία άρχισαν να οξύνονται μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ.
Κάνοντας μια μικρή αναδρομή, ο κ. Προβόπουλος ανέφερε πως «για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, υπογράφεται τον Μάιο του 2010 το πρώτο μνημόνιο, που εγκαινιάζει μια πορεία απότομης προσαρμογής», ωστόσο κατέστησε σαφές πως «δεν υπήρχε άλλη προσφορότερη εναλλακτική», καθώς μια ενδεχόμενη «έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν άκρως επώδυνη και ταπεινωτική από εθνική, κοινωνική και οικονομική άποψη».
Στα θετικά του Μνημονίου, ο τέως διοικητής της ΤτΕ, επισημαίνει ότι το τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε και αναδιατάχτηκε και έτσι προστατεύθηκε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Προβόπουλου:
«Θα επιχειρήσω να τοποθετηθώ σε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα, που αφορούν την οικονομική κρίση στη χώρα μας και να φωτίσω κάποιες πτυχές της.
Τα ερωτήματα αφορούν ουσιαστικά το τι προκάλεσε την ελληνική περιπέτεια, πως φθάσαμε στα Μνημόνια, αν μπορούσαμε να τα είχαμε αποφύγει και γιατί δεν είχαμε την επιτυχία που είχαν άλλες χώρες.
Tι προκάλεσε την ελληνική κρίση;
Η κρίση ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μια αρνητικής πορείας ετών.
Δεν ήρθε στα ξαφνικά.
Προηγήθηκε μια περίοδος κακοδιαχείρισης, σώρευσης μακροοικονομικών ανισορροπιών, που ήταν βέβαιο ότι, αργά η γρήγορα, θα οδηγούσαν σε εκτροχιασμό.
Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται στην περίοδο μετά την ένταξη στο ευρώ, όταν η οικονομία κινήθηκε στην βάση ενός στρεβλού παραγωγικού προτύπου, που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει διατηρήσιμη πρόοδο.
Στηρίχτηκε συγκεκριμένα στην εγχώρια ζήτηση, κυρίως στην κατανάλωση, που τροφοδοτήθηκε από δανεισμό.
Η παραγωγική βάση δεν προσαρμόστηκε ανάλογα και η ανταγωνιστικότητα υποχώρησε ραγδαία.
Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν σταθερά, ενώ τα φορολογικά έσοδα ήταν αδύνατο να τις παρακολουθήσουν, οδηγώντας έτσι σε μεγάλα ελλείμματα και σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος.
Η χώρα δεν αξιοποίησε τα χαμηλά επιτόκια της περιόδου για να τιθασεύσει το δημόσιο χρέος.
Αντίθετα, ο φθηνός δανεισμός την ενθάρρυνε σε ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό και τελικά σε υψηλότερο χρέος.
Στην πορεία αυτή, οι πολιτικές που ασκήθηκαν είχαν καθοριστικό ρόλο: διόγκωσαν το κράτος, διεύρυναν τις δαπάνες του, δεν βελτίωσαν όμως την αποτελεσματικότητά του.
Ουσιαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που ήταν απολύτως αναγκαίες, δεν έγιναν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν σποραδικά επιχειρήθηκαν κάποιες κρίσιμες αλλαγές, εγκαταλείφθηκαν όταν συνάντησαν σφοδρές αντιδράσεις στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.
Αυτό βεβαίως αντανακλά και τις πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερα τις πολιτισμικές πτυχές και τα γενεσιουργά αίτια της εκκολαπτόμενης τότε κρίσης.
Στη βάση αυτών των χρόνιων παθογενειών βρίσκεται η προβληματική σχέση με τους θεσμούς, η συμμόρφωση με τους οποίους δεν θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη.
Η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ανομία και η διαφθορά είναι φαινόμενα που συντηρούνται από αυτήν ακριβώς την σχέση.
Και αποτυπώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, τις μη οικονομικές πτυχές αλλά και αιτίες της μεγάλης κρίσης.
Με μια έννοια, τα οικονομικά μεγέθη αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου που είναι μόνο αυτή ορατή, πλην όμως υπάρχει κρυμμένο από κάτω αρκετό ακόμη βάθος.
Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την όποια αντλήθηκαν μέχρι σήμερα πόροι πολλών δεκάδων δισεκ. ευρώ.
Θεωρήσαμε ότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ συνεπάγεται δικαιώματα, όχι όμως και υποχρεώσεις.
Η προβληματική αυτή σχέση συνεχίστηκε δυστυχώς και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ.
Απολαύσαμε τα οφέλη του κοινού νομίσματος, αρνηθήκαμε όμως να συμμορφωθούμε με τους όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας και ισχυρής ανταγωνιστικότητας , που αυτό απαιτούσε.
Πως φθάσαμε στο Μνημόνιο;
Με την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα προβλήματα της χώρας οξύνθηκαν δραματικά.
Οι αγορές κινούμενες σε ένα πλαίσιο επαναξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου, που δεν απέκλειε πλέον την χρεοκοπία της χώρας, έθεταν νέους επαχθέστερους όρους δανεισμού.
Οι όροι αυτοί έγιναν κάποια στιγμή απαγορευτικοί.
Στις αρχές του 2010, έγινε φανερό ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να χρηματοδοτηθούν τα τεράστια ανοίγματα του δημοσίου από τις αγορές.
Για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, υπογράφεται τον Μάιο του 2010 το πρώτο μνημόνιο, που εγκαινιάζει μια πορεία απότομης προσαρμογής.
Το έργο της οικονομικής προσαρμογής ήταν εξαιρετικά δυσχερές, καθώς αντιμετώπιζε πολλαπλά ρίσκα και κινδύνους, ενώ απαιτούσε χρόνο, δεδομένης της οξύτητας των προβλημάτων.
Η χώρα ζούσε άλλωστε επί μακρόν πάνω από τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Έτσι το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που καλείτο να καταβάλει ήταν αναπόφευκτα οδυνηρό.
Δεν υπήρχε όμως άλλη προσφορότερη εναλλακτική.
Η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν άκρως επώδυνη και ταπεινωτική από εθνική, κοινωνική και οικονομική άποψη.
Μπορούσε να αποφευχθεί το Μνημόνιο ; Υπήρχε εναλλακτική λύση;
Όταν έγιναν πλέον φανερά τα αδιέξοδα της χώρας, η Ελλάδα βρέθηκε αποκλεισμένη από τις αγορές.
Έτσι το δίλημμα ήταν “άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ, η στήριξη από τους εταίρους με εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετώπιζαν τα αίτια της κρίσης;”
Η στήριξη από τους εταίρους ήταν η μόνη που εξασφάλιζε συντεταγμένη προσπάθεια για την υπέρβαση της κρίσης και την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Η επιλογή αυτή είχε ωστόσο μεγάλο κόστος, καθώς έπρεπε μέσα σε σύντομο χρόνο να θεραπευθούν οι μεγάλες ανισορροπίες και οι θεσμικές ανεπάρκειες.
Το κόστος όμως της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ θα ήταν πολλαπλάσιο.
Όπως υποστήριζα σε συνέντευξη μου στην Καθημερινή (31.12.2011): «Επιστροφή στη δραχμή ισοδυναμεί, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, με αληθινή κόλαση.
Γιατί ο διοικητικός μηχανισμός (π.χ. σχολεία, νοσοκομεία , στρατός) θα υπολειτουργεί.
Σοβαρές ελλείψεις θα παρουσιαστούν σε βασικά εισαγόμενα είδη, όπως καύσιμα , πρώτες ύλες, φάρμακα και τρόφιμα.
Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θα γίνουν αφόρητες.
Το βιοτικό επίπεδο θα κάνει βουτιά.
Το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί σημαντικά, ίσως και περισσότερο από 60%.
Στη συνέχεια θα υπάρξει κάποια εξισορρόπηση, όμως το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της μεταβατικής περιόδου θα είναι τεράστιο.
Και η όποια εξισορρόπηση θα έρθει ύστερα από απανωτές υποτιμήσεις, υπερπληθωρισμό, υψηλά δανειστικά επιτόκια και άνοδο της ανεργίας. Επιστροφή στη δραχμή σημαίνει ακόμα κοινωνικές εκρήξεις.
Και δεν είναι μόνο η οικονομική καταβύθιση.
Η αποκοπή της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο θα πλήξει καίρια τη διαπραγματευτική της ισχύ.
Θα αποδυναμώσει τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον».
Αυτά έλεγα τότε για το τι θα μας περίμενε, αν ακολουθούσαμε άλλη πορεία.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που υποστηρίζουν επίμονα ότι η επιστροφή στη δραχμή αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.
Προσωπικά διαφωνώ.
Θα υπενθυμίσω ότι στην δεκαετία του 1980 έγιναν δύο μεγάλες adhoc υποτιμήσεις, ενώ υπήρχε και η συνεχής διολίσθηση της δραχμής.
Κι όμως η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα.
Το όποιο πλεονέκτημα προσδίδει θεωρητικά η υποτίμηση είναι πρακτικά προσωρινό.
Γιατί ακολουθεί ένα πελώριο ανατιμητικό κύμα από τις εισαγωγές, που στο διάβα του αναζωπυρώνει τον πληθωρισμό, το κόστος εργασίας και το κόστος χρηματοδότησης.
Έτσι σύντομα εξανεμίζονται τα όποια πλεονεκτήματα και μάλιστα αντιστρέφονται σε μειονεκτήματα.
Γιατί στο τέλος παγιώνονται ο υψηλός πληθωρισμός, το υψηλό κόστος δανεισμού του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, μια γενικευμένη αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες.
Ποια άραγε οικονομία μπορεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί με τέτοιες συνθήκες;
Γι αυτό υποστηρίζω πως η μόνη λύση για την χώρα σήμερα περνά, κατ ανάγκη, μέσα από μια συνετή και συνεπή μακροοικονομική πολιτική, που δεν γεννά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη και διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα.
Περνά, επίσης, από ευέλικτες και ανταγωνιστικές αγορές, από αξιόπιστους και σύγχρονους θεσμούς.
Περνά, τέλος, από μια ευέλικτη, αποτελεσματική και φιλική για τους πολίτες και την επιχειρηματικότητα δημόσια διοίκηση.
Αυτά όμως προϋποθέτουν βαθιές μεταρρυθμίσεις, εκεί όπου επικρατούν αγκυλώσεις, εμπόδια και αναχρονισμός.
Το πρόβλημα της χώρας είναι ακριβώς αυτό: ότι δεν μπόρεσε να αλλάξει τις σκουριασμένες δομές της, να καταστήσει τις αγορές της ανταγωνιστικές, να αναδιατάξει εκ βάθρων έναν παλαιάς κοπής και νοοτροπίας διοικητικό μηχανισμό.
Πιστεύω πως μόνον με τολμηρές μεταρρυθμίσεις μπορεί η χώρα να προσδοκά βιώσιμη οικονομική και κοινωνική πρόοδο.
Ας αναρωτηθούμε όμως :αν δυσκολεύεται η χώρα να εφαρμόσει σήμερα τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ως μέλος μάλιστα μιας Νομισματικής Ένωσης, θα μπορούσε άραγε να τις εφαρμόσει μόνη της, χωρίς δηλαδή έξωθεν πίεση, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να χρησιμοποιεί την υποτίμηση ως όπλο «διόρθωσης» της χαμένης ανταγωνιστικότητας;
Θεωρώ ότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι εύκολη.
Που πετύχαμε και που αποτύχαμε με το Μνημόνιο;
Κατά αρχάς με το Μνημόνιο απετράπη μια άτακτη και ταπεινωτική χρεοκοπία και η οδυνηρή επιστροφή στη δραχμή.
Επίσης, εξαλείφτηκε προοδευτικά το τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα, καθώς και το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ανέλθει στο δυσθεώρητο 15% του ΑΕΠ .
Προωθήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό.
Το τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε και αναδιατάχτηκε.
Έτσι προστατεύθηκε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Από την άλλη πλευρά, η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική προκάλεσε βαθιά ύφεση.
Ήμουν εξ αρχής της άποψης ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να εστιαστεί κατά τα 2/3 στον έλεγχο-εκλογίκευση του δημόσιου τομέα και κατά το 1/3 στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, αποκλειστικά όμως μέσω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.
Αυτό δεν συνέβη.
Αντίθετα, αυξήθηκαν υπέρμετρα οι φόροι, ενώ στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών υπήρξαν συνεχείς καθυστερήσεις και μεγάλη διστακτικότητα.
Έτσι οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη ήταν οξύτερες.
Θα πρέπει ασφαλώς να αναρωτηθούμε γιατί το Μνημόνιο δεν είχε στην Ελλάδα το βαθμό επιτυχίας που είχε σε άλλες χώρες, όπως π.χ. την Ιρλανδία, την Κύπρο ή την Πορτογαλία.
Ασφαλώς το ελληνικό πρόβλημα ήταν σαφώς μεγαλύτερο.
Απαιτούσε, επομένως, πιο επίπονη προσπάθεια.
Ωστόσο υπάρχουν δύο καίριες διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τις άλλες χώρες.
Η πρώτη είναι ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν «πήρε πάνω της» την ευθύνη του προγράμματος, το οποίο φάνηκε ως έξωθεν επιβαλλόμενο. Άλλωστε η ίδια η χώρα δεν ετοίμασε ποτέ το δικό της businessplan.
Ποτέ δεν υπήρξε , με άλλα λόγια, ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο για τη διόρθωση των ανισορροπιών ,τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το «νέο παραγωγικό μοντέλο» δεν έγινε ευρύτερα κατανοητό τι είναι και πως λειτουργεί.
Επίσης δεν έχει υπάρξει –ακόμη μέχρι σήμερα- μια σοβαρή και νηφάλια συζήτηση για τα πραγματικά αίτια του προβλήματος, ώστε να έχουμε όλοι κοινή αντίληψη για το τι πήγε στραβά και πως διορθώνεται .
Η δεύτερη διαφοροποίηση αφορά την κάθετη διαίρεση του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας σε «Πράσινους και Βένετους»,σε «μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς».
Η απουσία της απαραίτητης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης μόνον αρνητικές συνέπειες είχε στην εξέλιξη των πραγμάτων.
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης η εκάστοτε αντιπολίτευση όχι μόνο αρνήθηκε να συναινέσει, αλλά καλλιέργησε συστηματικά την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στην αμεριμνησία της προ κρίσης εποχής, καταργώντας τις πολιτικές λιτότητας.
Έτσι έφτασε το μνημόνιο να θεωρείται από αρκετούς ως η αιτία της κρίσης και όχι ως η λύση των γενεσιουργών αιτιών της.
Zημιώθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το PSI και πόσο;
Θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στον γνωστό μύθο ότι τα ασφαλιστικά ταμεία κατέρρευσαν δήθεν λόγω του PSI.
Πράγματι το PSI είχε ως αποτέλεσμα την απομείωση της αξίας της περιουσίας τους.
Θα θυμίσω όμως, ότι το PSI αποτελούσε προϋπόθεση για το δεύτερο Μνημόνιο, που ψήφισε η Βουλή τον Φεβρουάριο του 2012 και προέβλεπε επιπλέον βοήθεια 130 δις ευρώ.
Η αναδιάρθρωση του χρέους και η δεύτερη συμφωνία χρηματοδοτικής στήριξης ανέκοψαν τότε μια τροχιά κατάρρευσης, στην οποία κινούνταν επικίνδυνα η ελληνική οικονομία.
Ενδεχόμενη αποτυχία της σχεδιαζόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους θα σήμαινε αυτομάτως την άτακτη χρεοκοπία της χώρας.
Σε αυτή την απευκταία περίπτωση, ολόκληρη η αξία της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων θα εξανεμιζόταν πλήρως.
Ας υποθέσουμε όμως ότι η περιουσία των ταμείων, με κάποιο μαγικό τρόπο, απέφευγε το κούρεμα.
Σε αυτή την περίπτωση, το χρέος της Κυβέρνησης θα ήταν ισόποσα μεγαλύτερο.
Όμως κυβέρνηση και ταμεία σχεδόν ταυτίζονται ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Σε ένα σύστημα, επομένως, συγκοινωνούντων δοχείων, τι πρακτική αξία θα είχε ποιος εκ των δύο, κυβέρνηση ή ταμεία, κέρδισε ή έχασε;
Με την ίδια λογική, τι εμποδίζει την κυβέρνηση, που ωφελήθηκε από το PSI, να αναπληρώσει τις απώλειες των ταμείων;
Στην πράξη άλλωστε αυτό γίνεται.
Ο κρατικός προϋπολογισμός έχει χρηματοδοτήσει τα ταμεία, μετά το PSI, με πόρους υψηλότερους από την απώλεια που υπέστησαν.
Αυτή βεβαίως η αφελής μυθολογία αποκρύπτει βολικά την πραγματική αιτία της κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων, που είναι τελείως άλλη.
Θα σημειώσω ότι στην αρχή της κρίσης υπολογίστηκε πως το κρυφό αναλογιστικό χρέος των ασφαλιστικών ταμείων ήταν της τάξης του 300-400% του ΑΕΠ.
Αυτό και μόνο δείχνει το μέγεθος του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης.
Ο δημιουργικός ρόλος της ΤτΕ στη διαχείριση της κρίσης
Σε αυτή την ταραχώδη περίοδο , η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο και κατάφερε:
• Να εξασφαλίσει στις τράπεζες επαρκή ρευστότητα σε μια φάση καταθετικών εκροών και αποκλεισμού τους από τις αγορές
• Να διαχειριστεί με ετοιμότητα τον εφοδιασμό των τραπεζών με μετρητά, αποκλείοντας έτσι εκ των προτέρων κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να πυροδοτήσει καταστάσεις τραπεζικού πανικού.
• Να εκμηδενίσει τον κίνδυνο μετάδοσης της κυπριακής κρίσης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα
• Να αποτρέψει μια ανοιχτή τραπεζική κρίση , που θα έσπρωχνε μοιραία τη χώρα εκτός Ευρωζώνης .
• Να ανακεφαλαιοποιήσει και να αναδιατάξει αναίμακτα το τραπεζικό σύστημα, χωρίς κανένας καταθέτης να υποστεί την παραμικρή απώλεια. Να αποτρέψει επίσης τα capital controls. Ως προς το τελευταίο σημείο αναφέρομαι βεβαίως στην περίοδο που ήμουν επικεφαλής της Τράπεζας Ελλάδος. Και το επισημαίνω αυτό γιατί τα capital controls θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί και ενωρίτερα, σε διάφορες φάσεις της κρίσης, κάτι όμως που επιτυχώς αποτρέψαμε.
Το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού συστήματος αποδείχθηκε τελικά πολύ χαμηλότερο του αρχικά σχεδιασθέντος.
Από τα διαθέσιμα 50 δισεκ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα 39, αφού τα 11 επιστράφηκαν στο EFSF.
Επίσης στις αρχές του 2014 , η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με κρατική βοήθεια, ξεπερνούσε τα 20 δισεκ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος θα μπορούσε την περίοδο εκείνη να πάρει πίσω το ποσό με το οποίο ενίσχυσε κεφαλαιακά τις τέσσερις τράπεζες (23,5 δισεκ.ευρώ).
Ενδεχομένως να μπορούσε να πάρει πίσω και κάτι παραπάνω, αργότερα, αν οι εξελίξεις στην οικονομία ήταν στη συνέχεια διαφορετικές.
Η επιδείνωση, όμως, των οικονομικών συνθηκών και η κορύφωση της αβεβαιότητας οδήγησαν μοιραία τις τράπεζες σε νέο γύρο ανακεφαλαιοποίησης και πρακτικά στην απώλεια της μετοχικής συνεισφοράς του κράτους.
Οδήγησαν επίσης και στα capital controls ,τις παρενέργειες των οποίων θα τις συναντούμε μπροστά μας για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την άρση τους.
Που βρισκόμαστε σήμερα; Ο δρόμος μπροστά μας
Σήμερα η ελληνική κρίση βρίσκεται στον έβδομο χρόνο της, χωρίς ακόμη να έχει τιθασευτεί.
Η κόπωση της κοινωνίας και του πολιτικού προσωπικού είναι εμφανής.
Η αισιοδοξία υποχωρεί και το μέλλον φαντάζει δύσκολο και αβέβαιο.
Το προσφυγικό πρόβλημα επιτείνει τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες και περιπλέκει τα προβλήματα.
Η Ευρώπη εξάλλου εμφανίζεται από την πλευρά της συχνά διαιρεμένη.
Όλα αυτά εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για την χώρα μας, που απαιτούν πολύ προσεκτικούς χειρισμούς.
Δεν πρέπει να υπάρχουν τόσα μέτωπα ανοικτά.
Η οικονομική αξιολόγηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα.
Τέταρτο Μνημόνιο δεν θα υπάρξει.
Οποιαδήποτε αδυναμία ή αποτυχία μοιραία θα μας οδηγήσει σε εθνικές περιπέτειες.
Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, και τους κινδύνους που απειλούν την χώρα.
Αντιθέτως, η χώρα αφού κλείσει τις εκκρεμότητες με την αξιολόγηση, θα πρέπει να οδηγηθεί τάχιστα σε ανάπτυξη με τις κατάλληλες υποστηρικτικές πολιτικές.
Τα μέτρα που προβλέπονται στο Μνημόνιο αποτελούν την αναγκαία όχι όμως και την επαρκή συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη.
Άρα απαιτείται ένας ευρύτερος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, προς ένα φιλικό, επενδυτικά και επιχειρηματικά, περιβάλλον, που δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα.
Ανάπτυξη χωρίς αξιόλογες επενδύσεις δεν γίνεται.
Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει πέσει σήμερα στο 11-12% από το 24-25% στα χρόνια προ κρίσης.
Χρειάζεται επομένως ένας διπλασιασμός των επενδύσεων για να μπορέσει η χώρα να ξαναβρεί τον δρόμο της ανάπτυξης, έχοντας εμπλουτίσει το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της , μεγάλο μέρος του οποίου απαξιώθηκε και καταστράφηκε στην περίοδο της κρίσης.
Κι επειδή η εγχώρια αποταμίευση δεν αρκεί για την χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων, μόνον σε ξένα κεφάλαια μπορούμε να προσβλέπουμε.
Όσο η ανάπτυξη καθυστερεί, νέες θέσεις απασχόλησης δεν δημιουργούνται, οι νέοι μας δεν βρίσκουν εργασία και αναζητούν σωτηρία στο εξωτερικό, η κοινωνική και πολιτική κόπωση μεγαλώνουν, η απαισιοδοξία παγιώνεται και ένας φαύλος κύκλος δημιουργείται.
Επίσης, οι δημοσιονομικοί στόχοι απομακρύνονται, στο βαθμό που εκφράζονται ως ποσοστά επί του ΑΕΠ, π.χ. δημόσιο έλλειμμα ή χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο παρανομαστής του κλάσματος έχει μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμητή.
Αρκεί να θυμίσω ότι η δραματική επιδείνωση του ποσοστού του δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ, από το 129% στο 180%, προέρχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πτώση του ΑΕΠ κατά 26% περίπου από το 2009 έως τα τέλη του 2015.
Όμως τυχόν επιδείνωση των δημοσιονομικών δεικτών θα οδηγήσει σε νέα φορολογικά βάρη ή περικοπές εισοδημάτων, όπως αυτές που είδαμε επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα ατελέσφορα.
Και ένας νέος φαύλος κύκλος συρρίκνωσης θα μπει σε λειτουργία.
Ανάπτυξη δεν πετυχαίνεται με ευχές και λόγια.
Χρειάζονται στοχευμένη προσπάθεια, σωστός σχεδιασμός, διαχειριστική αποτελεσματικότητα, πολιτικές που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Και φυσικά ένας διοικητικός μηχανισμός που υποβοηθεί και στηρίζει τη όλη προσπάθεια και δεν την υπονομεύει».
www.bankingnews.gr
Ο κ. Προβόπουλος ξεκίνησε την ομιλία του υπογραμμίζοντας πως «η κρίση ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μιας αρνητικής πορείας ετών», ενώ τόνισε ότι τα προβλήματα για την ελληνική οικονομία άρχισαν να οξύνονται μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ.
Κάνοντας μια μικρή αναδρομή, ο κ. Προβόπουλος ανέφερε πως «για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, υπογράφεται τον Μάιο του 2010 το πρώτο μνημόνιο, που εγκαινιάζει μια πορεία απότομης προσαρμογής», ωστόσο κατέστησε σαφές πως «δεν υπήρχε άλλη προσφορότερη εναλλακτική», καθώς μια ενδεχόμενη «έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν άκρως επώδυνη και ταπεινωτική από εθνική, κοινωνική και οικονομική άποψη».
Στα θετικά του Μνημονίου, ο τέως διοικητής της ΤτΕ, επισημαίνει ότι το τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε και αναδιατάχτηκε και έτσι προστατεύθηκε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Προβόπουλου:
«Θα επιχειρήσω να τοποθετηθώ σε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα, που αφορούν την οικονομική κρίση στη χώρα μας και να φωτίσω κάποιες πτυχές της.
Τα ερωτήματα αφορούν ουσιαστικά το τι προκάλεσε την ελληνική περιπέτεια, πως φθάσαμε στα Μνημόνια, αν μπορούσαμε να τα είχαμε αποφύγει και γιατί δεν είχαμε την επιτυχία που είχαν άλλες χώρες.
Tι προκάλεσε την ελληνική κρίση;
Η κρίση ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μια αρνητικής πορείας ετών.
Δεν ήρθε στα ξαφνικά.
Προηγήθηκε μια περίοδος κακοδιαχείρισης, σώρευσης μακροοικονομικών ανισορροπιών, που ήταν βέβαιο ότι, αργά η γρήγορα, θα οδηγούσαν σε εκτροχιασμό.
Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται στην περίοδο μετά την ένταξη στο ευρώ, όταν η οικονομία κινήθηκε στην βάση ενός στρεβλού παραγωγικού προτύπου, που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει διατηρήσιμη πρόοδο.
Στηρίχτηκε συγκεκριμένα στην εγχώρια ζήτηση, κυρίως στην κατανάλωση, που τροφοδοτήθηκε από δανεισμό.
Η παραγωγική βάση δεν προσαρμόστηκε ανάλογα και η ανταγωνιστικότητα υποχώρησε ραγδαία.
Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν σταθερά, ενώ τα φορολογικά έσοδα ήταν αδύνατο να τις παρακολουθήσουν, οδηγώντας έτσι σε μεγάλα ελλείμματα και σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος.
Η χώρα δεν αξιοποίησε τα χαμηλά επιτόκια της περιόδου για να τιθασεύσει το δημόσιο χρέος.
Αντίθετα, ο φθηνός δανεισμός την ενθάρρυνε σε ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό και τελικά σε υψηλότερο χρέος.
Στην πορεία αυτή, οι πολιτικές που ασκήθηκαν είχαν καθοριστικό ρόλο: διόγκωσαν το κράτος, διεύρυναν τις δαπάνες του, δεν βελτίωσαν όμως την αποτελεσματικότητά του.
Ουσιαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που ήταν απολύτως αναγκαίες, δεν έγιναν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν σποραδικά επιχειρήθηκαν κάποιες κρίσιμες αλλαγές, εγκαταλείφθηκαν όταν συνάντησαν σφοδρές αντιδράσεις στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.
Αυτό βεβαίως αντανακλά και τις πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερα τις πολιτισμικές πτυχές και τα γενεσιουργά αίτια της εκκολαπτόμενης τότε κρίσης.
Στη βάση αυτών των χρόνιων παθογενειών βρίσκεται η προβληματική σχέση με τους θεσμούς, η συμμόρφωση με τους οποίους δεν θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη.
Η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ανομία και η διαφθορά είναι φαινόμενα που συντηρούνται από αυτήν ακριβώς την σχέση.
Και αποτυπώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, τις μη οικονομικές πτυχές αλλά και αιτίες της μεγάλης κρίσης.
Με μια έννοια, τα οικονομικά μεγέθη αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου που είναι μόνο αυτή ορατή, πλην όμως υπάρχει κρυμμένο από κάτω αρκετό ακόμη βάθος.
Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την όποια αντλήθηκαν μέχρι σήμερα πόροι πολλών δεκάδων δισεκ. ευρώ.
Θεωρήσαμε ότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ συνεπάγεται δικαιώματα, όχι όμως και υποχρεώσεις.
Η προβληματική αυτή σχέση συνεχίστηκε δυστυχώς και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ.
Απολαύσαμε τα οφέλη του κοινού νομίσματος, αρνηθήκαμε όμως να συμμορφωθούμε με τους όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας και ισχυρής ανταγωνιστικότητας , που αυτό απαιτούσε.
Πως φθάσαμε στο Μνημόνιο;
Με την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα προβλήματα της χώρας οξύνθηκαν δραματικά.
Οι αγορές κινούμενες σε ένα πλαίσιο επαναξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου, που δεν απέκλειε πλέον την χρεοκοπία της χώρας, έθεταν νέους επαχθέστερους όρους δανεισμού.
Οι όροι αυτοί έγιναν κάποια στιγμή απαγορευτικοί.
Στις αρχές του 2010, έγινε φανερό ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να χρηματοδοτηθούν τα τεράστια ανοίγματα του δημοσίου από τις αγορές.
Για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, υπογράφεται τον Μάιο του 2010 το πρώτο μνημόνιο, που εγκαινιάζει μια πορεία απότομης προσαρμογής.
Το έργο της οικονομικής προσαρμογής ήταν εξαιρετικά δυσχερές, καθώς αντιμετώπιζε πολλαπλά ρίσκα και κινδύνους, ενώ απαιτούσε χρόνο, δεδομένης της οξύτητας των προβλημάτων.
Η χώρα ζούσε άλλωστε επί μακρόν πάνω από τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Έτσι το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που καλείτο να καταβάλει ήταν αναπόφευκτα οδυνηρό.
Δεν υπήρχε όμως άλλη προσφορότερη εναλλακτική.
Η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν άκρως επώδυνη και ταπεινωτική από εθνική, κοινωνική και οικονομική άποψη.
Μπορούσε να αποφευχθεί το Μνημόνιο ; Υπήρχε εναλλακτική λύση;
Όταν έγιναν πλέον φανερά τα αδιέξοδα της χώρας, η Ελλάδα βρέθηκε αποκλεισμένη από τις αγορές.
Έτσι το δίλημμα ήταν “άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ, η στήριξη από τους εταίρους με εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετώπιζαν τα αίτια της κρίσης;”
Η στήριξη από τους εταίρους ήταν η μόνη που εξασφάλιζε συντεταγμένη προσπάθεια για την υπέρβαση της κρίσης και την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Η επιλογή αυτή είχε ωστόσο μεγάλο κόστος, καθώς έπρεπε μέσα σε σύντομο χρόνο να θεραπευθούν οι μεγάλες ανισορροπίες και οι θεσμικές ανεπάρκειες.
Το κόστος όμως της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ θα ήταν πολλαπλάσιο.
Όπως υποστήριζα σε συνέντευξη μου στην Καθημερινή (31.12.2011): «Επιστροφή στη δραχμή ισοδυναμεί, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, με αληθινή κόλαση.
Γιατί ο διοικητικός μηχανισμός (π.χ. σχολεία, νοσοκομεία , στρατός) θα υπολειτουργεί.
Σοβαρές ελλείψεις θα παρουσιαστούν σε βασικά εισαγόμενα είδη, όπως καύσιμα , πρώτες ύλες, φάρμακα και τρόφιμα.
Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θα γίνουν αφόρητες.
Το βιοτικό επίπεδο θα κάνει βουτιά.
Το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί σημαντικά, ίσως και περισσότερο από 60%.
Στη συνέχεια θα υπάρξει κάποια εξισορρόπηση, όμως το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της μεταβατικής περιόδου θα είναι τεράστιο.
Και η όποια εξισορρόπηση θα έρθει ύστερα από απανωτές υποτιμήσεις, υπερπληθωρισμό, υψηλά δανειστικά επιτόκια και άνοδο της ανεργίας. Επιστροφή στη δραχμή σημαίνει ακόμα κοινωνικές εκρήξεις.
Και δεν είναι μόνο η οικονομική καταβύθιση.
Η αποκοπή της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο θα πλήξει καίρια τη διαπραγματευτική της ισχύ.
Θα αποδυναμώσει τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον».
Αυτά έλεγα τότε για το τι θα μας περίμενε, αν ακολουθούσαμε άλλη πορεία.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που υποστηρίζουν επίμονα ότι η επιστροφή στη δραχμή αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.
Προσωπικά διαφωνώ.
Θα υπενθυμίσω ότι στην δεκαετία του 1980 έγιναν δύο μεγάλες adhoc υποτιμήσεις, ενώ υπήρχε και η συνεχής διολίσθηση της δραχμής.
Κι όμως η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα.
Το όποιο πλεονέκτημα προσδίδει θεωρητικά η υποτίμηση είναι πρακτικά προσωρινό.
Γιατί ακολουθεί ένα πελώριο ανατιμητικό κύμα από τις εισαγωγές, που στο διάβα του αναζωπυρώνει τον πληθωρισμό, το κόστος εργασίας και το κόστος χρηματοδότησης.
Έτσι σύντομα εξανεμίζονται τα όποια πλεονεκτήματα και μάλιστα αντιστρέφονται σε μειονεκτήματα.
Γιατί στο τέλος παγιώνονται ο υψηλός πληθωρισμός, το υψηλό κόστος δανεισμού του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, μια γενικευμένη αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες.
Ποια άραγε οικονομία μπορεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί με τέτοιες συνθήκες;
Γι αυτό υποστηρίζω πως η μόνη λύση για την χώρα σήμερα περνά, κατ ανάγκη, μέσα από μια συνετή και συνεπή μακροοικονομική πολιτική, που δεν γεννά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη και διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα.
Περνά, επίσης, από ευέλικτες και ανταγωνιστικές αγορές, από αξιόπιστους και σύγχρονους θεσμούς.
Περνά, τέλος, από μια ευέλικτη, αποτελεσματική και φιλική για τους πολίτες και την επιχειρηματικότητα δημόσια διοίκηση.
Αυτά όμως προϋποθέτουν βαθιές μεταρρυθμίσεις, εκεί όπου επικρατούν αγκυλώσεις, εμπόδια και αναχρονισμός.
Το πρόβλημα της χώρας είναι ακριβώς αυτό: ότι δεν μπόρεσε να αλλάξει τις σκουριασμένες δομές της, να καταστήσει τις αγορές της ανταγωνιστικές, να αναδιατάξει εκ βάθρων έναν παλαιάς κοπής και νοοτροπίας διοικητικό μηχανισμό.
Πιστεύω πως μόνον με τολμηρές μεταρρυθμίσεις μπορεί η χώρα να προσδοκά βιώσιμη οικονομική και κοινωνική πρόοδο.
Ας αναρωτηθούμε όμως :αν δυσκολεύεται η χώρα να εφαρμόσει σήμερα τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ως μέλος μάλιστα μιας Νομισματικής Ένωσης, θα μπορούσε άραγε να τις εφαρμόσει μόνη της, χωρίς δηλαδή έξωθεν πίεση, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να χρησιμοποιεί την υποτίμηση ως όπλο «διόρθωσης» της χαμένης ανταγωνιστικότητας;
Θεωρώ ότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι εύκολη.
Που πετύχαμε και που αποτύχαμε με το Μνημόνιο;
Κατά αρχάς με το Μνημόνιο απετράπη μια άτακτη και ταπεινωτική χρεοκοπία και η οδυνηρή επιστροφή στη δραχμή.
Επίσης, εξαλείφτηκε προοδευτικά το τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα, καθώς και το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ανέλθει στο δυσθεώρητο 15% του ΑΕΠ .
Προωθήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό.
Το τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε και αναδιατάχτηκε.
Έτσι προστατεύθηκε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Από την άλλη πλευρά, η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική προκάλεσε βαθιά ύφεση.
Ήμουν εξ αρχής της άποψης ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να εστιαστεί κατά τα 2/3 στον έλεγχο-εκλογίκευση του δημόσιου τομέα και κατά το 1/3 στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, αποκλειστικά όμως μέσω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.
Αυτό δεν συνέβη.
Αντίθετα, αυξήθηκαν υπέρμετρα οι φόροι, ενώ στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών υπήρξαν συνεχείς καθυστερήσεις και μεγάλη διστακτικότητα.
Έτσι οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη ήταν οξύτερες.
Θα πρέπει ασφαλώς να αναρωτηθούμε γιατί το Μνημόνιο δεν είχε στην Ελλάδα το βαθμό επιτυχίας που είχε σε άλλες χώρες, όπως π.χ. την Ιρλανδία, την Κύπρο ή την Πορτογαλία.
Ασφαλώς το ελληνικό πρόβλημα ήταν σαφώς μεγαλύτερο.
Απαιτούσε, επομένως, πιο επίπονη προσπάθεια.
Ωστόσο υπάρχουν δύο καίριες διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τις άλλες χώρες.
Η πρώτη είναι ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν «πήρε πάνω της» την ευθύνη του προγράμματος, το οποίο φάνηκε ως έξωθεν επιβαλλόμενο. Άλλωστε η ίδια η χώρα δεν ετοίμασε ποτέ το δικό της businessplan.
Ποτέ δεν υπήρξε , με άλλα λόγια, ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο για τη διόρθωση των ανισορροπιών ,τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το «νέο παραγωγικό μοντέλο» δεν έγινε ευρύτερα κατανοητό τι είναι και πως λειτουργεί.
Επίσης δεν έχει υπάρξει –ακόμη μέχρι σήμερα- μια σοβαρή και νηφάλια συζήτηση για τα πραγματικά αίτια του προβλήματος, ώστε να έχουμε όλοι κοινή αντίληψη για το τι πήγε στραβά και πως διορθώνεται .
Η δεύτερη διαφοροποίηση αφορά την κάθετη διαίρεση του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας σε «Πράσινους και Βένετους»,σε «μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς».
Η απουσία της απαραίτητης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης μόνον αρνητικές συνέπειες είχε στην εξέλιξη των πραγμάτων.
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης η εκάστοτε αντιπολίτευση όχι μόνο αρνήθηκε να συναινέσει, αλλά καλλιέργησε συστηματικά την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στην αμεριμνησία της προ κρίσης εποχής, καταργώντας τις πολιτικές λιτότητας.
Έτσι έφτασε το μνημόνιο να θεωρείται από αρκετούς ως η αιτία της κρίσης και όχι ως η λύση των γενεσιουργών αιτιών της.
Zημιώθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το PSI και πόσο;
Θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στον γνωστό μύθο ότι τα ασφαλιστικά ταμεία κατέρρευσαν δήθεν λόγω του PSI.
Πράγματι το PSI είχε ως αποτέλεσμα την απομείωση της αξίας της περιουσίας τους.
Θα θυμίσω όμως, ότι το PSI αποτελούσε προϋπόθεση για το δεύτερο Μνημόνιο, που ψήφισε η Βουλή τον Φεβρουάριο του 2012 και προέβλεπε επιπλέον βοήθεια 130 δις ευρώ.
Η αναδιάρθρωση του χρέους και η δεύτερη συμφωνία χρηματοδοτικής στήριξης ανέκοψαν τότε μια τροχιά κατάρρευσης, στην οποία κινούνταν επικίνδυνα η ελληνική οικονομία.
Ενδεχόμενη αποτυχία της σχεδιαζόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους θα σήμαινε αυτομάτως την άτακτη χρεοκοπία της χώρας.
Σε αυτή την απευκταία περίπτωση, ολόκληρη η αξία της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων θα εξανεμιζόταν πλήρως.
Ας υποθέσουμε όμως ότι η περιουσία των ταμείων, με κάποιο μαγικό τρόπο, απέφευγε το κούρεμα.
Σε αυτή την περίπτωση, το χρέος της Κυβέρνησης θα ήταν ισόποσα μεγαλύτερο.
Όμως κυβέρνηση και ταμεία σχεδόν ταυτίζονται ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Σε ένα σύστημα, επομένως, συγκοινωνούντων δοχείων, τι πρακτική αξία θα είχε ποιος εκ των δύο, κυβέρνηση ή ταμεία, κέρδισε ή έχασε;
Με την ίδια λογική, τι εμποδίζει την κυβέρνηση, που ωφελήθηκε από το PSI, να αναπληρώσει τις απώλειες των ταμείων;
Στην πράξη άλλωστε αυτό γίνεται.
Ο κρατικός προϋπολογισμός έχει χρηματοδοτήσει τα ταμεία, μετά το PSI, με πόρους υψηλότερους από την απώλεια που υπέστησαν.
Αυτή βεβαίως η αφελής μυθολογία αποκρύπτει βολικά την πραγματική αιτία της κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων, που είναι τελείως άλλη.
Θα σημειώσω ότι στην αρχή της κρίσης υπολογίστηκε πως το κρυφό αναλογιστικό χρέος των ασφαλιστικών ταμείων ήταν της τάξης του 300-400% του ΑΕΠ.
Αυτό και μόνο δείχνει το μέγεθος του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης.
Ο δημιουργικός ρόλος της ΤτΕ στη διαχείριση της κρίσης
Σε αυτή την ταραχώδη περίοδο , η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο και κατάφερε:
• Να εξασφαλίσει στις τράπεζες επαρκή ρευστότητα σε μια φάση καταθετικών εκροών και αποκλεισμού τους από τις αγορές
• Να διαχειριστεί με ετοιμότητα τον εφοδιασμό των τραπεζών με μετρητά, αποκλείοντας έτσι εκ των προτέρων κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να πυροδοτήσει καταστάσεις τραπεζικού πανικού.
• Να εκμηδενίσει τον κίνδυνο μετάδοσης της κυπριακής κρίσης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα
• Να αποτρέψει μια ανοιχτή τραπεζική κρίση , που θα έσπρωχνε μοιραία τη χώρα εκτός Ευρωζώνης .
• Να ανακεφαλαιοποιήσει και να αναδιατάξει αναίμακτα το τραπεζικό σύστημα, χωρίς κανένας καταθέτης να υποστεί την παραμικρή απώλεια. Να αποτρέψει επίσης τα capital controls. Ως προς το τελευταίο σημείο αναφέρομαι βεβαίως στην περίοδο που ήμουν επικεφαλής της Τράπεζας Ελλάδος. Και το επισημαίνω αυτό γιατί τα capital controls θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί και ενωρίτερα, σε διάφορες φάσεις της κρίσης, κάτι όμως που επιτυχώς αποτρέψαμε.
Το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού συστήματος αποδείχθηκε τελικά πολύ χαμηλότερο του αρχικά σχεδιασθέντος.
Από τα διαθέσιμα 50 δισεκ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα 39, αφού τα 11 επιστράφηκαν στο EFSF.
Επίσης στις αρχές του 2014 , η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με κρατική βοήθεια, ξεπερνούσε τα 20 δισεκ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος θα μπορούσε την περίοδο εκείνη να πάρει πίσω το ποσό με το οποίο ενίσχυσε κεφαλαιακά τις τέσσερις τράπεζες (23,5 δισεκ.ευρώ).
Ενδεχομένως να μπορούσε να πάρει πίσω και κάτι παραπάνω, αργότερα, αν οι εξελίξεις στην οικονομία ήταν στη συνέχεια διαφορετικές.
Η επιδείνωση, όμως, των οικονομικών συνθηκών και η κορύφωση της αβεβαιότητας οδήγησαν μοιραία τις τράπεζες σε νέο γύρο ανακεφαλαιοποίησης και πρακτικά στην απώλεια της μετοχικής συνεισφοράς του κράτους.
Οδήγησαν επίσης και στα capital controls ,τις παρενέργειες των οποίων θα τις συναντούμε μπροστά μας για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την άρση τους.
Που βρισκόμαστε σήμερα; Ο δρόμος μπροστά μας
Σήμερα η ελληνική κρίση βρίσκεται στον έβδομο χρόνο της, χωρίς ακόμη να έχει τιθασευτεί.
Η κόπωση της κοινωνίας και του πολιτικού προσωπικού είναι εμφανής.
Η αισιοδοξία υποχωρεί και το μέλλον φαντάζει δύσκολο και αβέβαιο.
Το προσφυγικό πρόβλημα επιτείνει τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες και περιπλέκει τα προβλήματα.
Η Ευρώπη εξάλλου εμφανίζεται από την πλευρά της συχνά διαιρεμένη.
Όλα αυτά εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για την χώρα μας, που απαιτούν πολύ προσεκτικούς χειρισμούς.
Δεν πρέπει να υπάρχουν τόσα μέτωπα ανοικτά.
Η οικονομική αξιολόγηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα.
Τέταρτο Μνημόνιο δεν θα υπάρξει.
Οποιαδήποτε αδυναμία ή αποτυχία μοιραία θα μας οδηγήσει σε εθνικές περιπέτειες.
Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, και τους κινδύνους που απειλούν την χώρα.
Αντιθέτως, η χώρα αφού κλείσει τις εκκρεμότητες με την αξιολόγηση, θα πρέπει να οδηγηθεί τάχιστα σε ανάπτυξη με τις κατάλληλες υποστηρικτικές πολιτικές.
Τα μέτρα που προβλέπονται στο Μνημόνιο αποτελούν την αναγκαία όχι όμως και την επαρκή συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη.
Άρα απαιτείται ένας ευρύτερος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, προς ένα φιλικό, επενδυτικά και επιχειρηματικά, περιβάλλον, που δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα.
Ανάπτυξη χωρίς αξιόλογες επενδύσεις δεν γίνεται.
Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει πέσει σήμερα στο 11-12% από το 24-25% στα χρόνια προ κρίσης.
Χρειάζεται επομένως ένας διπλασιασμός των επενδύσεων για να μπορέσει η χώρα να ξαναβρεί τον δρόμο της ανάπτυξης, έχοντας εμπλουτίσει το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της , μεγάλο μέρος του οποίου απαξιώθηκε και καταστράφηκε στην περίοδο της κρίσης.
Κι επειδή η εγχώρια αποταμίευση δεν αρκεί για την χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων, μόνον σε ξένα κεφάλαια μπορούμε να προσβλέπουμε.
Όσο η ανάπτυξη καθυστερεί, νέες θέσεις απασχόλησης δεν δημιουργούνται, οι νέοι μας δεν βρίσκουν εργασία και αναζητούν σωτηρία στο εξωτερικό, η κοινωνική και πολιτική κόπωση μεγαλώνουν, η απαισιοδοξία παγιώνεται και ένας φαύλος κύκλος δημιουργείται.
Επίσης, οι δημοσιονομικοί στόχοι απομακρύνονται, στο βαθμό που εκφράζονται ως ποσοστά επί του ΑΕΠ, π.χ. δημόσιο έλλειμμα ή χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο παρανομαστής του κλάσματος έχει μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμητή.
Αρκεί να θυμίσω ότι η δραματική επιδείνωση του ποσοστού του δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ, από το 129% στο 180%, προέρχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πτώση του ΑΕΠ κατά 26% περίπου από το 2009 έως τα τέλη του 2015.
Όμως τυχόν επιδείνωση των δημοσιονομικών δεικτών θα οδηγήσει σε νέα φορολογικά βάρη ή περικοπές εισοδημάτων, όπως αυτές που είδαμε επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα ατελέσφορα.
Και ένας νέος φαύλος κύκλος συρρίκνωσης θα μπει σε λειτουργία.
Ανάπτυξη δεν πετυχαίνεται με ευχές και λόγια.
Χρειάζονται στοχευμένη προσπάθεια, σωστός σχεδιασμός, διαχειριστική αποτελεσματικότητα, πολιτικές που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Και φυσικά ένας διοικητικός μηχανισμός που υποβοηθεί και στηρίζει τη όλη προσπάθεια και δεν την υπονομεύει».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών