Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή τους επόμενης μήνες ο ESM να αγοράσει τα δάνεια που έχει χορηγήσει ο ESM προς την Ελλάδα και φθάνουν τα 21,3 δισεκ. ευρώ.
«Είναι πολύ πιθανό η έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος που εκπονεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μπλοκάρει τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup στις 23-24 Μαΐου.
Με βάση πολύ σοβαρές ενδείξεις η έκθεση βιωσιμότητας θα είναι ισχυρό σοκ καθώς το ΔΝΤ θα αναφέρει ότι η πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι ανεπαρκής και ελλιπής και δεν διασφαλίζει βιωσιμότητα».
Την δήλωση αυτή πραγματοποίησε πηγή προσκείμενη στο ΔΝΤ που μίλησε στο bankingnews επισημαίνοντας ωστόσο ότι με βάση το σενάριο μιας έκθεσης βιωσιμότητας που θα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους δεν το καθιστά βιώσιμο είναι πιθανό το ΔΝΤ να μην συμμετέχει στο τρίτο πρόγραμμα με 6-7 ή έως 10 δισεκ. κεφάλαια.
Το ΔΝΤ εκπονεί έκθεση βιωσιμότητας η οποία όπως έχει ανακοινωθεί θα ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2016.
Θα ποσοτικοποιηθούν και ποιοτικοποιηθούν τα μέτρα που προτείνει το Eurogroup.
Ωστόσο η πρώτη ανάλυση είναι η εξής, το ΔΝΤ δεν θεωρεί ότι με το προτεινόμενο σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να περιπλέξει ακόμη περισσότερο το ζήτημα του χρέους που ούτως ή άλλως ήταν στον αέρα καθώς η λύση θα εξεταστεί από το 2018 και όχι εμπροσθοβαρώς.
Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή τους επόμενης μήνες ο ESM να αγοράσει τα δάνεια που έχει χορηγήσει ο ESM προς την Ελλάδα και φθάνουν τα 21,3 δισεκ. ευρώ.
Τι αναφέρει η ΤτΕ για το ελληνικό χρέος
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης, η οποία έχει επισημανθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Εντούτοις, η λήψη μέτρων εν πολλοίς αναβάλλεται για το μέλλον και τελεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση της τήρησης των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουντην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Είναι γεγονός ότι έχουν γίνει αρκετές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα από το 2010 και έπειτα, όπως μετάθεση των λήξεων, μείωση επιτοκίων, περίοδοι χάριτος και αναβολή των πληρωμών τόκων.
Ως αποτέλεσμα αυτών των παραχωρήσεων, η σταθμισμένη διάρκεια του δημόσιου χρέους της Ελλάδος έχει αυξηθεί σε περισσότερα από 16 έτη και οι δαπάνες για τόκους σε ταμειακή βάση προβλέπεται να παραμείνουν κάτω από 3% του ΑΕΠ έως το 2022, όταν θα λήξει η δεκαετής αναβολή των πληρωμών τόκων επί του δανείου του ΕΤΧΣ.
Ως αποτέλεσμα της μακράς διάρκειας και της χαμηλής επιτοκιακής επιβάρυνσης, συχνά υποστηρίζεται ότι είναι δυνατόν να μετατεθεί χρονικά η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέχρι το 2022.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
• Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα.
• Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
• Τρίτον, όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) υπερβαίνει το επίπεδο του 100% του ΑΕΠ, όπως στην περίπτωση της Ελλάδος, τα μέτρα που μειώνουν την επιτοκιακή επιβάρυνση μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ό,τι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Επιπλέον, όπως παρατηρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,3 ένας πρόσθετος λόγος που καθιστά αναπόδραστη την αναδιάρθρωση του χρέους είναι ότι, βάσει της διεθνούς εμπειρίας και των ιστορικών επιδόσεων της Ελλάδος, η επίτευξη και διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι ρεαλιστική.
Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ προκρίνει μια δέσμη μέτρων αναδιάρθρωσης, η οποία περιλαμβάνει: (α) μετάθεση των λήξεων των δανείων, (β) αναβολή πληρωμών τόκων και (γ) υιοθέτηση σταθερών επιτοκίων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του ΔΝΤ με δάνεια του ΕΜΣ.
Τα μέτρα αυτά μπορούν να αντισταθμιστούν με: (α) μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2% του ΑΕΠ, (β) περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις.
Στα σενάρια που ακολουθούν, εκτιμάται η εξέλιξη των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης (Gross Financing Needs) ως αντιπροσωπευτικού κριτηρίου βιωσιμότητας του χρέους.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος κρίνεται ως βιώσιμο εφόσον οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπερνούν το 15% μεσοπρόθεσμα και το 20% μακροπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Με βάση πολύ σοβαρές ενδείξεις η έκθεση βιωσιμότητας θα είναι ισχυρό σοκ καθώς το ΔΝΤ θα αναφέρει ότι η πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι ανεπαρκής και ελλιπής και δεν διασφαλίζει βιωσιμότητα».
Την δήλωση αυτή πραγματοποίησε πηγή προσκείμενη στο ΔΝΤ που μίλησε στο bankingnews επισημαίνοντας ωστόσο ότι με βάση το σενάριο μιας έκθεσης βιωσιμότητας που θα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους δεν το καθιστά βιώσιμο είναι πιθανό το ΔΝΤ να μην συμμετέχει στο τρίτο πρόγραμμα με 6-7 ή έως 10 δισεκ. κεφάλαια.
Το ΔΝΤ εκπονεί έκθεση βιωσιμότητας η οποία όπως έχει ανακοινωθεί θα ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2016.
Θα ποσοτικοποιηθούν και ποιοτικοποιηθούν τα μέτρα που προτείνει το Eurogroup.
Ωστόσο η πρώτη ανάλυση είναι η εξής, το ΔΝΤ δεν θεωρεί ότι με το προτεινόμενο σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να περιπλέξει ακόμη περισσότερο το ζήτημα του χρέους που ούτως ή άλλως ήταν στον αέρα καθώς η λύση θα εξεταστεί από το 2018 και όχι εμπροσθοβαρώς.
Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή τους επόμενης μήνες ο ESM να αγοράσει τα δάνεια που έχει χορηγήσει ο ESM προς την Ελλάδα και φθάνουν τα 21,3 δισεκ. ευρώ.
Τι αναφέρει η ΤτΕ για το ελληνικό χρέος
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης, η οποία έχει επισημανθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Εντούτοις, η λήψη μέτρων εν πολλοίς αναβάλλεται για το μέλλον και τελεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση της τήρησης των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουντην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Είναι γεγονός ότι έχουν γίνει αρκετές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα από το 2010 και έπειτα, όπως μετάθεση των λήξεων, μείωση επιτοκίων, περίοδοι χάριτος και αναβολή των πληρωμών τόκων.
Ως αποτέλεσμα αυτών των παραχωρήσεων, η σταθμισμένη διάρκεια του δημόσιου χρέους της Ελλάδος έχει αυξηθεί σε περισσότερα από 16 έτη και οι δαπάνες για τόκους σε ταμειακή βάση προβλέπεται να παραμείνουν κάτω από 3% του ΑΕΠ έως το 2022, όταν θα λήξει η δεκαετής αναβολή των πληρωμών τόκων επί του δανείου του ΕΤΧΣ.
Ως αποτέλεσμα της μακράς διάρκειας και της χαμηλής επιτοκιακής επιβάρυνσης, συχνά υποστηρίζεται ότι είναι δυνατόν να μετατεθεί χρονικά η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέχρι το 2022.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
• Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα.
• Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
• Τρίτον, όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) υπερβαίνει το επίπεδο του 100% του ΑΕΠ, όπως στην περίπτωση της Ελλάδος, τα μέτρα που μειώνουν την επιτοκιακή επιβάρυνση μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ό,τι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Επιπλέον, όπως παρατηρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,3 ένας πρόσθετος λόγος που καθιστά αναπόδραστη την αναδιάρθρωση του χρέους είναι ότι, βάσει της διεθνούς εμπειρίας και των ιστορικών επιδόσεων της Ελλάδος, η επίτευξη και διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι ρεαλιστική.
Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ προκρίνει μια δέσμη μέτρων αναδιάρθρωσης, η οποία περιλαμβάνει: (α) μετάθεση των λήξεων των δανείων, (β) αναβολή πληρωμών τόκων και (γ) υιοθέτηση σταθερών επιτοκίων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του ΔΝΤ με δάνεια του ΕΜΣ.
Τα μέτρα αυτά μπορούν να αντισταθμιστούν με: (α) μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2% του ΑΕΠ, (β) περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις.
Στα σενάρια που ακολουθούν, εκτιμάται η εξέλιξη των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης (Gross Financing Needs) ως αντιπροσωπευτικού κριτηρίου βιωσιμότητας του χρέους.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος κρίνεται ως βιώσιμο εφόσον οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπερνούν το 15% μεσοπρόθεσμα και το 20% μακροπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών