Άρθρο του Σαράντου Λέκκα οικονομολόγου για την τραπεζική κρίση
Η δημοσιοποίηση των stress test των συστημικών ευρωπαϊκών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στα τέλη Ιουλίου 2016 αντί να καθησυχάσει τις αγορές και τους επενδύτες πυροδότησε πωλήσεις των τραπεζικών μετοχών και σενάρια τραπεζικών ναυαγίων.
Το προβλήματα των τραπεζικών ιδρυμάτων του νότου λίγο πολύ ήταν γνωστά και κατά βάση οφείλονται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απότοκο των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται με σκοπό την επιστροφή στην δημοσιονομική ορθοδοξία.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά και οι λάθος επενδυτικές επιλογές και η διαφθορά οδήγησαν ιστορικές τράπεζες όπως την ιταλική Monte dei Paschi, την αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου και την τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας σε αρνητικά κεφάλαια και ως εκ τούτο σε πρόγραμμα κεφαλαιακής αποκατάστασης .
Τα αποτελέσματα των stress test όμως ανέδειξαν και τα προβλήματα των τραπεζικών ιδρυμάτων του βορρά και ειδικότερα των μεγάλων γερμανικών τραπεζών επιβεβαιώνοντας το ΔΝΤ που θεωρεί την Deutsche Bank ως την μεγαλύτερη συστημική τραπεζική απειλή του πλανήτη.
Σκοπός του άρθρου δεν είναι η αιτιολογική βάση των πεσιμιστικών προβλέψεων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ούτε ο αντίκτυπος των αρνητικών επιτοκίων που αναδείχτηκαν ως πηγή κινδύνου από τον αμερικανικό παράγοντα αλλά η ανάδειξη των παραμέτρων πάνω στα οποία στηρίζονται τα stress test.
Κυρίως η ανάδειξη του πιο αποτελεσματικού test διάκρισης μιας τράπεζας σε υγιή ή προβληματική και κυρίως του πιο αποτελεσματικού test που δείχνει τις αντοχές αλλά και την βιωσιμότητα μιας τράπεζας σε δύσκολες συνθήκες .
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν βασικά δυο τεχνικές μέτρησης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τα επίπεδα μόχλευσης και ο δεύτερος με τους κινδύνους του τραπεζικού κεφαλαίου από την δραστηριοποίηση του σε ένα οικονομικό περιβάλλον .
Εμπειρικές μελέτες την τελευταία 5ετια έχουν δείξει ότι οι συντελεστές μόχλευσης του τραπεζικού κεφαλαίου είναι πιο αποτελεσματικοί και πιο φερέγγυοι στην διάκριση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε προβληματικά και μη.
Μην ξεχνούμε ότι test κατά την περίοδο πριν την οικονομική κρίση του 2007-2009 έδειχναν ότι με βάση τον επιχειρηματικό κίνδυνο πολλές αμερικανικές τράπεζες ήταν καλά κεφαλαιοποιημένες.
Λίγο μετά χρεοκόπησαν .
Εάν τα test ελάμβαναν ως πρακτική μέτρησης της βιωσιμότητας τα επίπεδα μόχλευσης τότε θα διαπιστώνονταν το πρόβλημα και ενδεχόμενα τα μέτρα πρόληψης να ήταν διαφορετικά .
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται ακόμη και σήμερα το λάθος που έκαναν οι αμερικανοί πριν την κρίση , ρίχνοντας βάρος στον κίνδυνο του κεφαλαίου που έχει να κάνει με τις εσωτερικές συνθήκες ενός κράτους .
Τα test του 2014 και του 2016 αλλά και αυτά που προηγήθηκαν κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο με τη ΕΚΤ να αδιαφορεί για την αλλαγή της παγκοσμίας τάσης που θεωρεί ως ιδανική μέτρηση της βιωσιμότητας αυτή με το συντελεστή μόχλευσης .
Οι αμερικανοί ήδη από το 2012 δεν λαμβάνουν υπόψη τους κίνδυνους επιχειρηματικότητας προσχωρώντας στη Καναδική σχόλη αποτίμησης της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων .
Να θυμίσουμε ότι οι καναδοί είχαν μηδαμινές τραπεζικές απώλειες από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 αφού υπολόγιζαν την αναγκαία κεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους με βάση τα επίπεδα μόχλευσης τους.
O όρος μόχλευση αναφέρεται στην σχέση ανάμεσα στα ίδια κεφάλαια μιας επιχείρησης , στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας τράπεζας και στο σύνολο του ενεργητικού της.
Μας αποκαλύπτει στην ουσία πως μιας τράπεζα χρησιμοποιεί τα κεφάλαια της ως μηχανισμό απόκτησης περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ενεργητικό της
Μια τράπεζα θεωρείται ότι έχει καλό δείκτη μόχλευσης όταν αυτός είναι μεγαλύτερος του 5%, σε απλά ελληνικά όταν από τα 1000 € που δανείζει τα 50 € είναι δικά της κεφάλαια .
Ποσοστά μόχλευσης κάτω του 5% εκθέτουν τις τράπεζες σε μεγάλους κινδύνους ιδιαίτερα σε περιόδους που υφεσιακές καταστάσεις οδηγούν αρκετούς δανειολήπτες σε αθετήσεις πληρωμών και της πτώσης των τιμών των ακινήτων.
Οι περισσότερες επενδυτικές αλλά και εμπορικές τράπεζες στις ΗΠΑ την περίοδο της κρίσης 2007-2009 χρεοκόπησαν επειδή ο δείκτης μόχλευσης ήταν κάτω του 3%.
Ήδη η Τράπεζα της Αγγλίας έχει ανακοινώσει ότι να νέα test για τις τράπεζες της θα γίνουν με βάση τα επίπεδα μόχλευσης.
Ήταν ευκαιρία για την ΕΚΤ να υιοθετήσει την παγκόσμια πεπατημένη όμως γνωρίζοντας ότι τα επίπεδα μόχλευσης των τραπεζών των ισχυρών κρατών της ευρωζώνης ήταν σε υψηλά επίπεδα και παράλληλα γνωρίζοντας ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στις ίδιες χώρες ήταν καλό, προσανατολίστηκε σε test με άξονα τους κεφαλαιακούς κινδύνους ώστε να μην αναδειχθούν τα προβλήματα ανακεφαλαιοποίησης που υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Η ΕΚΤ έπρεπε να κάνει άλμα αξιοπιστίας όπως έκαναν όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχικών αξιών που ακολούθησε τα αποτελέσματα των test οφείλεται ακριβώς σε αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας και στο βαθμό που οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης έχουν στοχοποιήσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και δει το γερμανικό απαιτείται η παρέμβαση της αοράτου χειρός για να μην υπάρξει τραπεζικός Αρμαγεδδών.
Σαράντος Λέκκας
Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Το προβλήματα των τραπεζικών ιδρυμάτων του νότου λίγο πολύ ήταν γνωστά και κατά βάση οφείλονται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απότοκο των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται με σκοπό την επιστροφή στην δημοσιονομική ορθοδοξία.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά και οι λάθος επενδυτικές επιλογές και η διαφθορά οδήγησαν ιστορικές τράπεζες όπως την ιταλική Monte dei Paschi, την αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου και την τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας σε αρνητικά κεφάλαια και ως εκ τούτο σε πρόγραμμα κεφαλαιακής αποκατάστασης .
Τα αποτελέσματα των stress test όμως ανέδειξαν και τα προβλήματα των τραπεζικών ιδρυμάτων του βορρά και ειδικότερα των μεγάλων γερμανικών τραπεζών επιβεβαιώνοντας το ΔΝΤ που θεωρεί την Deutsche Bank ως την μεγαλύτερη συστημική τραπεζική απειλή του πλανήτη.
Σκοπός του άρθρου δεν είναι η αιτιολογική βάση των πεσιμιστικών προβλέψεων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ούτε ο αντίκτυπος των αρνητικών επιτοκίων που αναδείχτηκαν ως πηγή κινδύνου από τον αμερικανικό παράγοντα αλλά η ανάδειξη των παραμέτρων πάνω στα οποία στηρίζονται τα stress test.
Κυρίως η ανάδειξη του πιο αποτελεσματικού test διάκρισης μιας τράπεζας σε υγιή ή προβληματική και κυρίως του πιο αποτελεσματικού test που δείχνει τις αντοχές αλλά και την βιωσιμότητα μιας τράπεζας σε δύσκολες συνθήκες .
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν βασικά δυο τεχνικές μέτρησης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τα επίπεδα μόχλευσης και ο δεύτερος με τους κινδύνους του τραπεζικού κεφαλαίου από την δραστηριοποίηση του σε ένα οικονομικό περιβάλλον .
Εμπειρικές μελέτες την τελευταία 5ετια έχουν δείξει ότι οι συντελεστές μόχλευσης του τραπεζικού κεφαλαίου είναι πιο αποτελεσματικοί και πιο φερέγγυοι στην διάκριση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε προβληματικά και μη.
Μην ξεχνούμε ότι test κατά την περίοδο πριν την οικονομική κρίση του 2007-2009 έδειχναν ότι με βάση τον επιχειρηματικό κίνδυνο πολλές αμερικανικές τράπεζες ήταν καλά κεφαλαιοποιημένες.
Λίγο μετά χρεοκόπησαν .
Εάν τα test ελάμβαναν ως πρακτική μέτρησης της βιωσιμότητας τα επίπεδα μόχλευσης τότε θα διαπιστώνονταν το πρόβλημα και ενδεχόμενα τα μέτρα πρόληψης να ήταν διαφορετικά .
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται ακόμη και σήμερα το λάθος που έκαναν οι αμερικανοί πριν την κρίση , ρίχνοντας βάρος στον κίνδυνο του κεφαλαίου που έχει να κάνει με τις εσωτερικές συνθήκες ενός κράτους .
Τα test του 2014 και του 2016 αλλά και αυτά που προηγήθηκαν κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο με τη ΕΚΤ να αδιαφορεί για την αλλαγή της παγκοσμίας τάσης που θεωρεί ως ιδανική μέτρηση της βιωσιμότητας αυτή με το συντελεστή μόχλευσης .
Οι αμερικανοί ήδη από το 2012 δεν λαμβάνουν υπόψη τους κίνδυνους επιχειρηματικότητας προσχωρώντας στη Καναδική σχόλη αποτίμησης της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων .
Να θυμίσουμε ότι οι καναδοί είχαν μηδαμινές τραπεζικές απώλειες από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 αφού υπολόγιζαν την αναγκαία κεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους με βάση τα επίπεδα μόχλευσης τους.
O όρος μόχλευση αναφέρεται στην σχέση ανάμεσα στα ίδια κεφάλαια μιας επιχείρησης , στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας τράπεζας και στο σύνολο του ενεργητικού της.
Μας αποκαλύπτει στην ουσία πως μιας τράπεζα χρησιμοποιεί τα κεφάλαια της ως μηχανισμό απόκτησης περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ενεργητικό της
Μια τράπεζα θεωρείται ότι έχει καλό δείκτη μόχλευσης όταν αυτός είναι μεγαλύτερος του 5%, σε απλά ελληνικά όταν από τα 1000 € που δανείζει τα 50 € είναι δικά της κεφάλαια .
Ποσοστά μόχλευσης κάτω του 5% εκθέτουν τις τράπεζες σε μεγάλους κινδύνους ιδιαίτερα σε περιόδους που υφεσιακές καταστάσεις οδηγούν αρκετούς δανειολήπτες σε αθετήσεις πληρωμών και της πτώσης των τιμών των ακινήτων.
Οι περισσότερες επενδυτικές αλλά και εμπορικές τράπεζες στις ΗΠΑ την περίοδο της κρίσης 2007-2009 χρεοκόπησαν επειδή ο δείκτης μόχλευσης ήταν κάτω του 3%.
Ήδη η Τράπεζα της Αγγλίας έχει ανακοινώσει ότι να νέα test για τις τράπεζες της θα γίνουν με βάση τα επίπεδα μόχλευσης.
Ήταν ευκαιρία για την ΕΚΤ να υιοθετήσει την παγκόσμια πεπατημένη όμως γνωρίζοντας ότι τα επίπεδα μόχλευσης των τραπεζών των ισχυρών κρατών της ευρωζώνης ήταν σε υψηλά επίπεδα και παράλληλα γνωρίζοντας ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στις ίδιες χώρες ήταν καλό, προσανατολίστηκε σε test με άξονα τους κεφαλαιακούς κινδύνους ώστε να μην αναδειχθούν τα προβλήματα ανακεφαλαιοποίησης που υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Η ΕΚΤ έπρεπε να κάνει άλμα αξιοπιστίας όπως έκαναν όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχικών αξιών που ακολούθησε τα αποτελέσματα των test οφείλεται ακριβώς σε αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας και στο βαθμό που οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης έχουν στοχοποιήσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και δει το γερμανικό απαιτείται η παρέμβαση της αοράτου χειρός για να μην υπάρξει τραπεζικός Αρμαγεδδών.
Σαράντος Λέκκας
Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών