Άρθρο της Βασιλικής Μελέτη Τραπεζικός, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Msc University of Strasbourg
Η υπό εξέλιξη διεθνοποιημένη οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει σημαντικό αντίκτυπο στον τραπεζικό κλάδο, με εμφανείς επιπτώσεις σε όρους δανειοδοτήσεων, κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και αποκλίσεις ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και ελληνικό μοντέλο.
Οι νέες αυτές συνθήκες, μετά τις πολιτκές των μνημονίων και τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, επέφεραν αναπόφευκτα μεταβολές στη δομή, οργάνωση και λειτουργία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Είναι γεγονός ότι η εφαρμοζόμενη ευρωπαϊκή πρακτική, στην παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, ενθαρρύνει την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην αγορά εργασίας και την υπό όρους επέκταση όσων υπογράφονται σε επίπεδο κλάδου, με μοναδικό «δίχτυ ασφαλείας» το νομοθετημένο κατώτατο μισθό για τις ελάχιστες αμοιβές κάθε ατομικής και επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας.
Μάλιστα, οι ίδιες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, παρά τις ολοένα αυξανόμενες ανισότητες εντός και μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης, χρησιμοποιούν την κρίση προς όφελός τους, καθώς προσπαθούν να μειώσουν τα κεκτημένα δικαιώματα και τις υπάρχουσες εγγυήσεις σε βάρος των εργαζομένων στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα σήμερα κυριαρχούν ατομικές συμβάσεις (σχεδόν για τους 8 στους 10 εργαζομένους) και επιχειρησιακές (υπεγράφησαν 163 εντός του πρώτου πενταμήνου του 2016), με ελάχιστες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές (6 και 3 αντίστοιχα) να δεσμεύουν μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που τις υπογράφουν, προκαλώντας σαφείς όρους άνισου ανταγωνισμού.
Με την αποδυνάμωση των κλαδικών ΣΣΕ στο σύνολο της οικονομίας, μετά και τις αλλεπάλληλες μνημονιακές ανατροπές στην εργατική νομοθεσία, η ψήφιση νομοθετικού πλαισίου, με σκοπό την παράδοση των Ελληνικών τραπεζών στον απόλυτο έλεγχο των δανειστών υπήρξε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία περαιτέρω ανατροπής του επιχειρηματικού και εργασιακού τραπεζικού τοπίου.
Στη λογική του σταδιακού αφελληνισμού του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και παρά την υπογραφή νέας κλαδικής ΣΣΕ ΟΤΟΕ – Τραπεζών τον Μάρτιο 2016, κινείται και η προσπάθεια «εκπαραθύρωσης» των εκπροσώπων των εργαζομένων και λοιπών παραγωγικών φορέων από τα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών.
Δυσχερής εξέλιξη που έρχεται να αποσταθεροποιήσει το υφιστάμενο συνδικαλιστικό πλαίσιο διεκδίκησης της προστασίας εισοδήματος και απασχόλησης του κλάδου.
Έτσι, σταδιακά ανοίγει η «κερκόπορτα» για να ναρκοθετηθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, να επέλθουν συντομότερα η εσωτερική υποτίμηση των αμοιβών και οι αλλαγές των συνταξιοδοτικών διακαιωμάτων, που εσχάτως επέβαλαν οι Ν. 4336/2015 και 4387/2016, αλλά και να περιορισθούν κεκτημένα δεκαετιών, απορρέοντα από διαχρονικές ΣΣΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αδικίας από νομοθετική μεταβολή, εν μέσω Γ’ Μνημονίου, γυναίκες τραπεζικοί – μητέρες ανηλίκων τέκνων, οι οποίες, με τη βεβαιότητα ισχύος των προγενέστερων ηλικιακών ορίων, αποχώρησαν με τη διαδικασία της εθελούσιας εξόδου, παρότι είχαν τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων και εν αναμονεί συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, τελικώς απώλεσαν τόσο το προνόμιο της συνταξιοδότησής τους όσο και το εργατικό τους ακόμη εισόδημα, λόγω λύσης της εργασιακής τους σχέσης με τον εργοδότη.
Παράλληλα, η επιχειρούμενη από την ΕΕ και την τρόικα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συνεχούς μείωσης του κόστους εργασίας οδηγεί αναμφίβολα τις αγορές κεφαλαίων και εργασίας σε αδιέξοδο και το τραπεζικό σύστημα σε απαξίωση και μαρασμό.
Υπενθυμίζεται ως προς την «αποψίλωση» του προσωπικού των τραπεζών, μόνο για την πενταετία 2008 – 2013, επί του συνόλου των τραπεζικών οργανισμών της ευρωζώνης, καταγράφηκε μείωση της απασχόλησης στις τράπεζες σε ποσοστό 7,8%, δηλαδή κατά 174.629 λιγότερους εργαζομένους.
Η συρρίκνωση οφείλεται αφενός στα κύματα διαδοχικών αναδιαρθρώσεων, αφετέρου στην παρατηρούμενη τάση απομόχλευσης - σχετικού περιορισμού του τραπεζικού τομέα έναντι του σκιώδους παρατραπεζικού, και της ανάγκης για περιστολή δαπανών προσωπικού μέσω προγραμμάτων συνταξιοδότησης ή πρόωρης αποχώρησης.
Ενδεικτικά, στην εγχώρια αγορά αναδιαρθρώθηκαν, μεταβιβάστηκαν και εξυγιάνθηκαν, μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Απριλίου 2015, 12 συνολικά εμπορικές τράπεζες, όπου απασχολούντο 22.659 εργαζόμενοι το 2012, και το ίδιο διάστημα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας 6 συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ 8 ξένες τράπεζες διέκοψαν τη λειτουργία τους στη χώρα μας. Ενώ έπεται και συνέχεια με μεγάλες ανατροπές.
Καθόσον η πορεία των αναδιαρθρώσεων στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο βρίσκεται ακόμη σε φάση εσωτερικής αναδιάταξης εταιρικών δυνάμεων, είναι πλέον επιτακτική ανάγκη - τώρα περισσότερο από ποτέ- να αντιστραφεί η συνεχιζόμενη υποβάθμιση του καθεστώτος εργασίας των απασχολούμενων στις τράπεζες, αλλά και ευρύτερα. Προς την κατεύθυνση αυτή, απαιτείται σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος για να στηριχθεί η πραγματική οικονομία, διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους αδιακρίτως, διαρκής παρέμβαση της ΟΤΟΕ για επαναπρόσληψη του απολυμένου προσωπικού των συνεταιριστικών τραπεζών, ενεργοποίηση και εφαρμογή κανονισμού εργασίας στις συστημικές τράπεζες, παροχή αξιοπρεπών και συλλογικά συμφωνημένων αμοιβών και τήρηση ωραρίου, με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με τις αρχές της κοινωνικής βιωσιμότητας.
Η επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η συνολική επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με ενισχυμένο το ρόλο των συνδικάτων, είναι μονόδρομος επιβίωσης για τον κόσμο της εργασίας.
www.bankingnews.gr
Οι νέες αυτές συνθήκες, μετά τις πολιτκές των μνημονίων και τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, επέφεραν αναπόφευκτα μεταβολές στη δομή, οργάνωση και λειτουργία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Είναι γεγονός ότι η εφαρμοζόμενη ευρωπαϊκή πρακτική, στην παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, ενθαρρύνει την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην αγορά εργασίας και την υπό όρους επέκταση όσων υπογράφονται σε επίπεδο κλάδου, με μοναδικό «δίχτυ ασφαλείας» το νομοθετημένο κατώτατο μισθό για τις ελάχιστες αμοιβές κάθε ατομικής και επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας.
Μάλιστα, οι ίδιες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, παρά τις ολοένα αυξανόμενες ανισότητες εντός και μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης, χρησιμοποιούν την κρίση προς όφελός τους, καθώς προσπαθούν να μειώσουν τα κεκτημένα δικαιώματα και τις υπάρχουσες εγγυήσεις σε βάρος των εργαζομένων στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα σήμερα κυριαρχούν ατομικές συμβάσεις (σχεδόν για τους 8 στους 10 εργαζομένους) και επιχειρησιακές (υπεγράφησαν 163 εντός του πρώτου πενταμήνου του 2016), με ελάχιστες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές (6 και 3 αντίστοιχα) να δεσμεύουν μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που τις υπογράφουν, προκαλώντας σαφείς όρους άνισου ανταγωνισμού.
Με την αποδυνάμωση των κλαδικών ΣΣΕ στο σύνολο της οικονομίας, μετά και τις αλλεπάλληλες μνημονιακές ανατροπές στην εργατική νομοθεσία, η ψήφιση νομοθετικού πλαισίου, με σκοπό την παράδοση των Ελληνικών τραπεζών στον απόλυτο έλεγχο των δανειστών υπήρξε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία περαιτέρω ανατροπής του επιχειρηματικού και εργασιακού τραπεζικού τοπίου.
Στη λογική του σταδιακού αφελληνισμού του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και παρά την υπογραφή νέας κλαδικής ΣΣΕ ΟΤΟΕ – Τραπεζών τον Μάρτιο 2016, κινείται και η προσπάθεια «εκπαραθύρωσης» των εκπροσώπων των εργαζομένων και λοιπών παραγωγικών φορέων από τα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών.
Δυσχερής εξέλιξη που έρχεται να αποσταθεροποιήσει το υφιστάμενο συνδικαλιστικό πλαίσιο διεκδίκησης της προστασίας εισοδήματος και απασχόλησης του κλάδου.
Έτσι, σταδιακά ανοίγει η «κερκόπορτα» για να ναρκοθετηθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, να επέλθουν συντομότερα η εσωτερική υποτίμηση των αμοιβών και οι αλλαγές των συνταξιοδοτικών διακαιωμάτων, που εσχάτως επέβαλαν οι Ν. 4336/2015 και 4387/2016, αλλά και να περιορισθούν κεκτημένα δεκαετιών, απορρέοντα από διαχρονικές ΣΣΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αδικίας από νομοθετική μεταβολή, εν μέσω Γ’ Μνημονίου, γυναίκες τραπεζικοί – μητέρες ανηλίκων τέκνων, οι οποίες, με τη βεβαιότητα ισχύος των προγενέστερων ηλικιακών ορίων, αποχώρησαν με τη διαδικασία της εθελούσιας εξόδου, παρότι είχαν τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων και εν αναμονεί συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, τελικώς απώλεσαν τόσο το προνόμιο της συνταξιοδότησής τους όσο και το εργατικό τους ακόμη εισόδημα, λόγω λύσης της εργασιακής τους σχέσης με τον εργοδότη.
Παράλληλα, η επιχειρούμενη από την ΕΕ και την τρόικα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συνεχούς μείωσης του κόστους εργασίας οδηγεί αναμφίβολα τις αγορές κεφαλαίων και εργασίας σε αδιέξοδο και το τραπεζικό σύστημα σε απαξίωση και μαρασμό.
Υπενθυμίζεται ως προς την «αποψίλωση» του προσωπικού των τραπεζών, μόνο για την πενταετία 2008 – 2013, επί του συνόλου των τραπεζικών οργανισμών της ευρωζώνης, καταγράφηκε μείωση της απασχόλησης στις τράπεζες σε ποσοστό 7,8%, δηλαδή κατά 174.629 λιγότερους εργαζομένους.
Η συρρίκνωση οφείλεται αφενός στα κύματα διαδοχικών αναδιαρθρώσεων, αφετέρου στην παρατηρούμενη τάση απομόχλευσης - σχετικού περιορισμού του τραπεζικού τομέα έναντι του σκιώδους παρατραπεζικού, και της ανάγκης για περιστολή δαπανών προσωπικού μέσω προγραμμάτων συνταξιοδότησης ή πρόωρης αποχώρησης.
Ενδεικτικά, στην εγχώρια αγορά αναδιαρθρώθηκαν, μεταβιβάστηκαν και εξυγιάνθηκαν, μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Απριλίου 2015, 12 συνολικά εμπορικές τράπεζες, όπου απασχολούντο 22.659 εργαζόμενοι το 2012, και το ίδιο διάστημα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας 6 συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ 8 ξένες τράπεζες διέκοψαν τη λειτουργία τους στη χώρα μας. Ενώ έπεται και συνέχεια με μεγάλες ανατροπές.
Καθόσον η πορεία των αναδιαρθρώσεων στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο βρίσκεται ακόμη σε φάση εσωτερικής αναδιάταξης εταιρικών δυνάμεων, είναι πλέον επιτακτική ανάγκη - τώρα περισσότερο από ποτέ- να αντιστραφεί η συνεχιζόμενη υποβάθμιση του καθεστώτος εργασίας των απασχολούμενων στις τράπεζες, αλλά και ευρύτερα. Προς την κατεύθυνση αυτή, απαιτείται σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος για να στηριχθεί η πραγματική οικονομία, διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους αδιακρίτως, διαρκής παρέμβαση της ΟΤΟΕ για επαναπρόσληψη του απολυμένου προσωπικού των συνεταιριστικών τραπεζών, ενεργοποίηση και εφαρμογή κανονισμού εργασίας στις συστημικές τράπεζες, παροχή αξιοπρεπών και συλλογικά συμφωνημένων αμοιβών και τήρηση ωραρίου, με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με τις αρχές της κοινωνικής βιωσιμότητας.
Η επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η συνολική επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με ενισχυμένο το ρόλο των συνδικάτων, είναι μονόδρομος επιβίωσης για τον κόσμο της εργασίας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών