Προϋπόθεση για τη βελτίωση της ρευστότητας της οικονομίας είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα
Την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσεις, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς εφαρμογής του προγράμματος, διατύπωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του με τίτλο «Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο», στην παρουσίαση του βιβλίου «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα» των Π. Τσακλόγλου, Γ. Οικονομίδη, Γ. Παγουλάτου, Χ. Τριαντόπουλου και Α. Φιλιππόπουλου.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως «η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομία, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου».
Ο διοικητής της ΤτΕ επισήμανε, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, πως «το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν το δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι της μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά.
Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγάλο βαθμό, αλλού σε μικρό, σε όλες τις άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα».
«Όλα αυτά συνέβησαν και πράγματι δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, εκτιμώντας, «όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν η αδυναμία σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος να αντιπαρατεθεί στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής σε τομείς όπως η φορολογία, η απελευθέρωση των αγορών και η συνακόλουθη ενίσχυση των υγιών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, και τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς τις διεθνείς αγορές».
Ο κ. Στουρνάρας παραδέχτηκε στην ομιλία του πως «η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάσθηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας», υπογράμμισε, ωστόσο, πως «και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, επιτυγχάνοντας:
• Ταχύτατη και πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο 2013-2015 το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε και καταγράφηκαν πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2001. Επίσης, το “διαρθρωτικό” πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2009-2015. Δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση του οικονομικού κύκλου, η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν διπλάσια από αυτή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη, τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ.
• Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2000-2009.
• Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
• Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 19% το 2009 σε 32% σήμερα.
• Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και την φυγή των καταθέσεων.
• Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων καθώς και στη δημόσια διοίκηση».
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
«Η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος», είπε.
«Το εύρος και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας», υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας, ενώ για το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων σημείωσε: «Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης».
«Από αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η κυριότερη επίδραση των μεταρρυθμίσεων αφορά την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής», προσέθεσε ο ίδιος.
Όπως διευκρίνισε ο κ. Στουρνάρας:
• Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που οδηγούν σε μείωση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,5% και σε αύξηση της απασχόλησης και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 3% και 4,5% αντίστοιχα.
• Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω της άρσης ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί σε μειώσεις του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Mια μείωση του περιθωρίου κέρδους των μη εμπορεύσιμων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4% και σε αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών επενδύσεων κατά 3,7% και 7% αντίστοιχα.
• Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση για να προκύψουν τα προαναφερθέντα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία είναι η αξιόπιστη και χωρίς καθυστερήσεις ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν εκπληρωθούν μόνο τα 2/3 των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών και εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, τα σωρευτικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις τα τρία πρώτα χρόνια της υλοποίησης σε όρους ΑΕΠ είναι κατά περίπου 4% μικρότερα σε σύγκριση με την περίπτωση όπου το 100% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιούνται μέσα στον ορίζοντα της πενταετίας.
Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
• Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροχρόνια συμπληρωματικά οφέλη για το πραγματικό ΑΕΠ κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 4%, όταν μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
• Τα μέγιστα οφέλη της τάξης του 4% προκύπτουν όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη, ακολουθούμενα από οφέλη της τάξης του 1% όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από εργασία.
Ακόμα, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε πως «ως αποτέλεσμα των αλλαγών που έχουν εφαρμοσθεί διαφαίνεται ήδη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.
Συγκεκριμένα, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 10% περίπου την περίοδο 2010-2015, με αποτέλεσμα η παραγωγή αυτών των αγαθών και υπηρεσιών να γίνει πιο επικερδής.
Ως εκ τούτου, το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια».
Επιπλέον, επισήμανε ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας».
Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, ωστόσο κατέστησε σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών.
Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και αταλάντευτη συνέπεια.
Μπροστά μας βρίσκονται μεγάλα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά από ότι στο παρελθόν».
www.bankingnews.gr
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως «η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομία, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου».
Ο διοικητής της ΤτΕ επισήμανε, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, πως «το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν το δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι της μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά.
Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγάλο βαθμό, αλλού σε μικρό, σε όλες τις άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα».
«Όλα αυτά συνέβησαν και πράγματι δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, εκτιμώντας, «όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν η αδυναμία σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος να αντιπαρατεθεί στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής σε τομείς όπως η φορολογία, η απελευθέρωση των αγορών και η συνακόλουθη ενίσχυση των υγιών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, και τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς τις διεθνείς αγορές».
Ο κ. Στουρνάρας παραδέχτηκε στην ομιλία του πως «η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάσθηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας», υπογράμμισε, ωστόσο, πως «και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, επιτυγχάνοντας:
• Ταχύτατη και πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο 2013-2015 το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε και καταγράφηκαν πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2001. Επίσης, το “διαρθρωτικό” πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2009-2015. Δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση του οικονομικού κύκλου, η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν διπλάσια από αυτή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη, τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ.
• Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2000-2009.
• Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
• Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 19% το 2009 σε 32% σήμερα.
• Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και την φυγή των καταθέσεων.
• Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων καθώς και στη δημόσια διοίκηση».
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
«Η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος», είπε.
«Το εύρος και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας», υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας, ενώ για το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων σημείωσε: «Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης».
«Από αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η κυριότερη επίδραση των μεταρρυθμίσεων αφορά την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής», προσέθεσε ο ίδιος.
Όπως διευκρίνισε ο κ. Στουρνάρας:
• Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που οδηγούν σε μείωση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,5% και σε αύξηση της απασχόλησης και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 3% και 4,5% αντίστοιχα.
• Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω της άρσης ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί σε μειώσεις του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Mια μείωση του περιθωρίου κέρδους των μη εμπορεύσιμων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4% και σε αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών επενδύσεων κατά 3,7% και 7% αντίστοιχα.
• Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση για να προκύψουν τα προαναφερθέντα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία είναι η αξιόπιστη και χωρίς καθυστερήσεις ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν εκπληρωθούν μόνο τα 2/3 των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών και εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, τα σωρευτικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις τα τρία πρώτα χρόνια της υλοποίησης σε όρους ΑΕΠ είναι κατά περίπου 4% μικρότερα σε σύγκριση με την περίπτωση όπου το 100% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιούνται μέσα στον ορίζοντα της πενταετίας.
Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
• Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροχρόνια συμπληρωματικά οφέλη για το πραγματικό ΑΕΠ κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 4%, όταν μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
• Τα μέγιστα οφέλη της τάξης του 4% προκύπτουν όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη, ακολουθούμενα από οφέλη της τάξης του 1% όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από εργασία.
Ακόμα, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε πως «ως αποτέλεσμα των αλλαγών που έχουν εφαρμοσθεί διαφαίνεται ήδη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.
Συγκεκριμένα, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 10% περίπου την περίοδο 2010-2015, με αποτέλεσμα η παραγωγή αυτών των αγαθών και υπηρεσιών να γίνει πιο επικερδής.
Ως εκ τούτου, το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια».
Επιπλέον, επισήμανε ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας».
Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, ωστόσο κατέστησε σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών.
Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και αταλάντευτη συνέπεια.
Μπροστά μας βρίσκονται μεγάλα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά από ότι στο παρελθόν».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών