Μεταξύ επιχειρήσεων που αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις εκείνες που εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία εμφανίζουν κατά 62% αυξημένη πιθανότητα στρατηγικής αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, με αποτέλεσμα ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα να είναι ελαφρώς χαμηλότερος εκείνου της Κύπρου και ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ενδεικτικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, που αποτελούν και αντικείμενο του παρόντος πλαισίου, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων εκτοξεύθηκε από επίπεδα κάτω του 10% μέχρι και το 2010 σε 31,1% στο τέλος του 2015 (βλ. το διάγραμμα).
Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, το αντίστοιχο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων την ίδια περίοδο διαμορφώθηκε σε 44,7%.
Αναμφισβήτητα, η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης των ανωτέρω ποσοστών σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στους οποίους μπορεί να αποδοθεί μέρος της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ένας από αυτούς, κατά γενική ομολογία, είναι η συνειδητή επιλογή ενός δανειολήπτη να μην εξοφλήσει κάποιες από τις υποχρεώσεις του ενώ μπορεί, προκειμένου να κατευθύνει τα διαθέσιμα κεφάλαιά του σε άλλες δραστηριότητες
(κατανάλωση, επένδυση, αποταμίευση κ.λπ.).
Ένας τέτοιος δανειολήπτης χαρακτηρίζεται ως “στρατηγικός κακοπληρωτής”, μία έννοια που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στη βιβλιογραφία μετά την απαρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αναταραχής το 2007.
Στην πλειονότητά τους οι σχετικές μελέτες αφορούν τη στεγαστική και δευτερευόντως την καταναλωτική πίστη.
Η σχετική βιβλιογραφία αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια με έναυσμα την πληθώρα των περιπτώσεων, ιδίως στις ΗΠΑ, όπου οι δανειολήπτες συνειδητά επέλεγαν να μην αποπληρώνουν τα στεγαστικά τους δάνεια όταν η αξία του ακινήτου τους έπεφτε κάτω από την αξία του δανείου ή από μία σειρά δανειακών υποχρεώσεων (π.χ. δάνειο αυτοκινήτου, καταναλωτικό δάνειο) επέλεγαν συνειδητά ποιες να εξυπηρετήσουν και ποιες όχι.
Σε αντίθεση με την αυξανόμενη βιβλιογραφία για τη στεγαστική πίστη, η έλλειψη δεδομένων έχει ως αποτέλεσμα να είναι ελάχιστες οι μελέτες διεθνώς που εξετάζουν τη στρατηγική επιλογή της μη εξυπηρέτησης επιχειρηματικών δανείων.
Μια οικονομικά λογική προσέγγιση για την ταυτοποίηση των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι ο προσδιορισμός της ικανότητας του δανειολήπτη να εξυπηρετεί τις δανειακές του υποχρεώσεις και η αντιστοίχιση της ικανότητας αυτής με την πραγματική συναλλακτική συμπεριφορά, δηλαδή την ομαλή ή μη εξυπηρέτηση των δανείων του. Προφανώς, μια επιχείρηση με ισχυρά χρηματοοικονομικά δεδομένα που δεν αποπληρώνει τα δάνειά της μπορεί με σχετική ασφάλεια να χαρακτηριστεί ως στρατηγικός κακοπληρωτής, σε αντίθεση με κάποια η οποία εμφανίζει αντικειμενική δυσκολία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της.
Η διερεύνηση της σχετικής συμπεριφοράς των ελληνικών επιχειρήσεων προσεγγίστηκε με τη μελέτη δείγματος περίπου 13 χιλιάδων επιχειρήσεων με υπόλοιπα δανείων ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2010-2015.
Για τις επιχειρήσεις αυτές εξετάστηκε κατά πόσον υπήρχε καθυστέρηση εξυπηρέτησης των δανείων τους για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και, εφόσον υπήρχε καθυστέρηση, εξετάστηκε αν αυτή οφειλόταν σε αντικειμενική δυσκολία ή ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
Στις περιπτώσεις όπου φάνηκε να υπάρχει επιλογή αθέτησης, διερευνήθηκαν πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής.
Ως τάξη μεγέθους, το εν λόγω δείγμα επιχειρήσεων είχε στο τέλος του 2015 συνολικό υπόλοιπο δανείων περίπου 57 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισεκ. ευρώ περίπου ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Όσον αφορά την οικονομική ικανότητα της επιχείρησης να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, αυτή προσεγγίστηκε από την κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων βάσει της εσωτερικής κλίμακας πιστωτικής αξιολόγησης που εφάρμοζε η κάθε τράπεζα. Για την ομογενοποίηση των δεδομένων, καθώς κάθε τράπεζα ακολουθεί τη δική της αξιολόγηση, χρησιμοποιήθηκε μια κοινή κλίμακα πιστωτικής αξιολόγησης, βάσει της οποίας διαχωρίστηκε το δείγμα σε επιχειρήσεις που είχαν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (μικρή πιθανότητα αθέτησης) και χαμηλή διαβάθμιση (υψηλή πιθανότητα αθέτησης).
Δημιουργήθηκε και μια τρίτη κατηγοριοποίηση για τις επιχειρήσεις εκείνες που είχαν δάνεια από περισσότερες από μία τράπεζες και η μέση πιστοληπτική αξιολόγηση από όλες τις τράπεζες δεν επέτρεπε την εύκολη κατάταξή τους στις ανωτέρω δύο κατηγορίες.
Οι επιχειρήσεις που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και δεν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους κρίθηκαν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ για εκείνες που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία χαμηλής διαβάθμισης η μη αποπληρωμή κρίθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής δυσκολίας.
Για δε τις επιχειρήσεις που είχαν ταξινομηθεί στην τρίτη κατηγορία διαβάθμισης, κριτήριο διαχωρισμού σε στρατηγικούς κακοπληρωτές ή μη αποτέλεσε η συναλλακτική τους συμπεριφορά, δηλαδή το αν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους σε τουλάχιστον μία τράπεζα και αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους στις υπόλοιπες.
Από τη μελέτη του δείγματος προκύπτει ότι την περίοδο 2010-2015 μία στις έξι επιχειρήσεις κατά μέσο όρο εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή (βλ. το διάγραμμα).
Το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών με δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να διατηρείται σχετικά σταθερό σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, εξέλιξη ωστόσο που οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του ποσοστού των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών αντισταθμίστηκε από το συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών με αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους, ως αποτέλεσμα των συνθηκών ύφεσης και έλλειψης ρευστότητας.
Τα ανωτέρω ευρήματα δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τη γεωγραφική κατανομή, ενώ όσον αφορά την κλαδική κατανομή, χωρίς να υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κλάδων, φαίνεται ότι συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό στρατηγικών κακοπληρωτών εμφανίζεται σε κλάδους που σχετίζονται με τις κατασκευές και την αγορά ακινήτων, αλλά και σε εκείνους της βιομηχανίας, των πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Όσον αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης συμπεριφοράς στρατηγικού κακοπληρωτή, φαίνεται ότι επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό ή χαμηλή αξία εξασφαλίσεων ή υψηλή κερδοφορία είναι πιθανότερο να εμφανιστούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Ίδια συμπεριφορά φαίνεται να έχουν και οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και ηλικίας.
Ενδεικτικά, φαίνεται ότι οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις έχουν 30% μεγαλύτερη πιθανότητα από τις μικρού ή μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις να γίνουν στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ μεταξύ επιχειρήσεων που αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις εκείνες που εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία εμφανίζουν κατά 62% αυξημένη πιθανότητα στρατηγικής αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Επιχειρησιακοί στόχοι και στρατηγική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η διατήρηση του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων σε υψηλό επίπεδο για παρατεταμένη χρονική περίοδο έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο στα θεμελιώδη μεγέθη και τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα όσο και ευρύτερα στην οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνική συνοχή.
Έτσι, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί εύλογα βασική προτεραιότητα για την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και για την ΕΚΤ, καθώς αρκετές χώρες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και η Ισπανία, καταγράφουν υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος, πέρα από τις επιμέρους εθνικές πρωτοβουλίες, η ΕΚΤ έθεσε το Σεπτέμβριο του 2016 σε διαβούλευση ένα έγγραφο κατευθύνσεων προς τις τράπεζες σχετικά με τη διαχείριση και παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι εν λόγω οδηγίες συνδέονται με ολόκληρο τον κύκλο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και καλύπτουν θεματικές ενότητες, όπως η διαμόρφωση στρατηγικής για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η εσωτερική οργάνωση των τραπεζών, η διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης, η καταγραφή και παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο σχηματισμός προβλέψεων και η διενέργεια διαγραφών και τέλος η αποτίμηση των εξασφαλίσεων.
Οι ελληνικές τράπεζες ήδη εφαρμόζουν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατευθύνσεων, δεδομένου του ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42/2014 της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί, σύμφωνα και με τον παραπάνω οδηγό, η χάραξη, παρακολούθηση και επίτευξη συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων ανά χρονικό ορίζοντα, ανά χαρτοφυλάκιο και ανά τρόπο διαχείρισης (π.χ. μέσω ρύθμισης, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, μεταβίβασης κ.λπ.).
H Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο καθορισμού και παρακολούθησης εννέα επιχειρησιακών στόχων (τρεις με στόχευση σε αποτελέσματα και έξι με στόχευση σε συγκεκριμένες δράσεις – βλ. τον πίνακα), καθώς και βασικών δεικτών απόδοσης.
Οι επιχειρησιακοί αυτοί στόχοι συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ με καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το γ’ τρίμηνο του 2016 έως το 2019.
Αντίστοιχο πλαίσιο έχει διαμορφωθεί και για τις υπόλοιπες τράπεζες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η Τράπεζα Αττικής και οι δύο μεγαλύτερες συνεταιριστικές τράπεζες, η Παγκρήτια και η Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων, έχουν συμφωνήσει με την Τράπεζα της Ελλάδος να τηρούν και τους εννέα επιχειρησιακούς στόχους, ενώ οι μικρότερες τράπεζες θα εφαρμόζουν μόνο κάποιους από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας.
Η πορεία επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων θα παρακολουθείται για όλες τις τράπεζες ανά τρίμηνο και θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εποπτικής αξιολόγησης.
Από το τέλος Νοεμβρίου και κάθε τρίμηνο, θα αναρτάται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος έκθεση σχετικά με την πορεία επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων για το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Το Σεπτέμβριο κάθε έτους οι τράπεζες θα υποβάλλουν εκ νέου τους επιχειρησιακούς τους στόχους με τριμηνιαία ανάλυση για το επόμενο έτος, μαζί με τα αναθεωρημένα στρατηγικά επιχειρηματικά σχέδια, και θα μπορούν να αναθεωρούν τους υπάρχοντες επιχειρησιακούς τους στόχους με κατάλληλη αιτιολόγηση.
Οι στόχοι θα αναφέρονται τόσο στο συνολικό χαρτοφυλάκιο (σε ατομική βάση) όσο και ανά κατηγορία, δηλ. στεγαστικά (31% του συνολικού χαρτοφυλακίου), καταναλωτικά (11% του συνολικού χαρτοφυλακίου), επιχειρηματικά δάνεια (58% του συνολικού χαρτοφυλακίου).
Για την τελευταία αυτή κατηγορία θα υπάρχει και επιμέρους ανάλυση για επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους και ελεύθερους επαγγελματίες με κύκλο εργασιών μικρότερο από 2,5 εκατ. ευρώ, μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 2,5 εκατ. ευρώ και κάτω των 50 εκατ. ευρώ, μεγάλες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ και ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Οι στόχοι αυτοί θεωρήθηκε ότι είναι οι πιο αποτελεσματικοί για την παρακολούθηση της επίδοσης των τραπεζών ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του τρόπου που αυτή επιτυγχάνεται, με γνώμονα την παροχή βιώσιμων και ουσιαστικών λύσεων ρύθμισης στους δανειολήπτες.
Συνοδεύονται δε και από μια σειρά βασικών δεικτών απόδοσης, οι οποίοι έχουν πλέον ενσωματωθεί στο νέο εποπτικό πλαίσιο αναφοράς της Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής 102/30.8.2016.
Σύμφωνα με τα στρατηγικά επιχειρηματικά σχέδια για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν υποβάλει οι τράπεζες και την ετήσια αναθεώρηση των επιχειρησιακών στόχων που θα γίνεται κάθε Σεπτέμβριο, οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί για σωρευτική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων την περίοδο Ιουνίου 2016- Δεκεμβρίου 2019, ύψους περίπου 40 δισεκ. ευρώ ή κατά 38%, με το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης να δρομολογείται για τα έτη 2018 και 2019 (βλ. το διάγραμμα).
Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις δανείων.
Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017.
Ως προς τη συμβολή των επιμέρους χαρτοφυλακίων, η μείωση των υπολοίπων μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερη στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Όσον αφορά τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, η μείωση εκτιμάται ότι θα είναι περίπου η ίδια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά σημαντικά μεγαλύτερη στο χαρτοφυλάκιο καταναλωτικών δανείων όσον αφορά την ποσοστιαία μεταβολή.
Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει σε 34%, ενώ ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών προς το σύνολο δανείων σε 20%.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι μία σημαντική προσδιοριστική παράμετρος την οποία έχουν χρησιμοποιήσει οι τράπεζες για τη διαμόρφωση των παραπάνω επιχειρησιακών στόχων είναι το εκτιμώμενο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας για τα επόμενα έτη και η επάνοδος της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ενδεικτικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, που αποτελούν και αντικείμενο του παρόντος πλαισίου, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων εκτοξεύθηκε από επίπεδα κάτω του 10% μέχρι και το 2010 σε 31,1% στο τέλος του 2015 (βλ. το διάγραμμα).
Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, το αντίστοιχο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων την ίδια περίοδο διαμορφώθηκε σε 44,7%.
Αναμφισβήτητα, η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης των ανωτέρω ποσοστών σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στους οποίους μπορεί να αποδοθεί μέρος της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ένας από αυτούς, κατά γενική ομολογία, είναι η συνειδητή επιλογή ενός δανειολήπτη να μην εξοφλήσει κάποιες από τις υποχρεώσεις του ενώ μπορεί, προκειμένου να κατευθύνει τα διαθέσιμα κεφάλαιά του σε άλλες δραστηριότητες
(κατανάλωση, επένδυση, αποταμίευση κ.λπ.).
Ένας τέτοιος δανειολήπτης χαρακτηρίζεται ως “στρατηγικός κακοπληρωτής”, μία έννοια που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στη βιβλιογραφία μετά την απαρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αναταραχής το 2007.
Στην πλειονότητά τους οι σχετικές μελέτες αφορούν τη στεγαστική και δευτερευόντως την καταναλωτική πίστη.
Η σχετική βιβλιογραφία αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια με έναυσμα την πληθώρα των περιπτώσεων, ιδίως στις ΗΠΑ, όπου οι δανειολήπτες συνειδητά επέλεγαν να μην αποπληρώνουν τα στεγαστικά τους δάνεια όταν η αξία του ακινήτου τους έπεφτε κάτω από την αξία του δανείου ή από μία σειρά δανειακών υποχρεώσεων (π.χ. δάνειο αυτοκινήτου, καταναλωτικό δάνειο) επέλεγαν συνειδητά ποιες να εξυπηρετήσουν και ποιες όχι.
Σε αντίθεση με την αυξανόμενη βιβλιογραφία για τη στεγαστική πίστη, η έλλειψη δεδομένων έχει ως αποτέλεσμα να είναι ελάχιστες οι μελέτες διεθνώς που εξετάζουν τη στρατηγική επιλογή της μη εξυπηρέτησης επιχειρηματικών δανείων.
Μια οικονομικά λογική προσέγγιση για την ταυτοποίηση των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι ο προσδιορισμός της ικανότητας του δανειολήπτη να εξυπηρετεί τις δανειακές του υποχρεώσεις και η αντιστοίχιση της ικανότητας αυτής με την πραγματική συναλλακτική συμπεριφορά, δηλαδή την ομαλή ή μη εξυπηρέτηση των δανείων του. Προφανώς, μια επιχείρηση με ισχυρά χρηματοοικονομικά δεδομένα που δεν αποπληρώνει τα δάνειά της μπορεί με σχετική ασφάλεια να χαρακτηριστεί ως στρατηγικός κακοπληρωτής, σε αντίθεση με κάποια η οποία εμφανίζει αντικειμενική δυσκολία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της.
Η διερεύνηση της σχετικής συμπεριφοράς των ελληνικών επιχειρήσεων προσεγγίστηκε με τη μελέτη δείγματος περίπου 13 χιλιάδων επιχειρήσεων με υπόλοιπα δανείων ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2010-2015.
Για τις επιχειρήσεις αυτές εξετάστηκε κατά πόσον υπήρχε καθυστέρηση εξυπηρέτησης των δανείων τους για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και, εφόσον υπήρχε καθυστέρηση, εξετάστηκε αν αυτή οφειλόταν σε αντικειμενική δυσκολία ή ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
Στις περιπτώσεις όπου φάνηκε να υπάρχει επιλογή αθέτησης, διερευνήθηκαν πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής.
Ως τάξη μεγέθους, το εν λόγω δείγμα επιχειρήσεων είχε στο τέλος του 2015 συνολικό υπόλοιπο δανείων περίπου 57 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισεκ. ευρώ περίπου ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Όσον αφορά την οικονομική ικανότητα της επιχείρησης να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, αυτή προσεγγίστηκε από την κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων βάσει της εσωτερικής κλίμακας πιστωτικής αξιολόγησης που εφάρμοζε η κάθε τράπεζα. Για την ομογενοποίηση των δεδομένων, καθώς κάθε τράπεζα ακολουθεί τη δική της αξιολόγηση, χρησιμοποιήθηκε μια κοινή κλίμακα πιστωτικής αξιολόγησης, βάσει της οποίας διαχωρίστηκε το δείγμα σε επιχειρήσεις που είχαν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (μικρή πιθανότητα αθέτησης) και χαμηλή διαβάθμιση (υψηλή πιθανότητα αθέτησης).
Δημιουργήθηκε και μια τρίτη κατηγοριοποίηση για τις επιχειρήσεις εκείνες που είχαν δάνεια από περισσότερες από μία τράπεζες και η μέση πιστοληπτική αξιολόγηση από όλες τις τράπεζες δεν επέτρεπε την εύκολη κατάταξή τους στις ανωτέρω δύο κατηγορίες.
Οι επιχειρήσεις που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και δεν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους κρίθηκαν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ για εκείνες που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία χαμηλής διαβάθμισης η μη αποπληρωμή κρίθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής δυσκολίας.
Για δε τις επιχειρήσεις που είχαν ταξινομηθεί στην τρίτη κατηγορία διαβάθμισης, κριτήριο διαχωρισμού σε στρατηγικούς κακοπληρωτές ή μη αποτέλεσε η συναλλακτική τους συμπεριφορά, δηλαδή το αν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους σε τουλάχιστον μία τράπεζα και αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους στις υπόλοιπες.
Από τη μελέτη του δείγματος προκύπτει ότι την περίοδο 2010-2015 μία στις έξι επιχειρήσεις κατά μέσο όρο εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή (βλ. το διάγραμμα).
Το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών με δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να διατηρείται σχετικά σταθερό σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, εξέλιξη ωστόσο που οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του ποσοστού των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών αντισταθμίστηκε από το συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών με αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους, ως αποτέλεσμα των συνθηκών ύφεσης και έλλειψης ρευστότητας.
Τα ανωτέρω ευρήματα δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τη γεωγραφική κατανομή, ενώ όσον αφορά την κλαδική κατανομή, χωρίς να υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κλάδων, φαίνεται ότι συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό στρατηγικών κακοπληρωτών εμφανίζεται σε κλάδους που σχετίζονται με τις κατασκευές και την αγορά ακινήτων, αλλά και σε εκείνους της βιομηχανίας, των πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Όσον αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης συμπεριφοράς στρατηγικού κακοπληρωτή, φαίνεται ότι επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό ή χαμηλή αξία εξασφαλίσεων ή υψηλή κερδοφορία είναι πιθανότερο να εμφανιστούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Ίδια συμπεριφορά φαίνεται να έχουν και οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και ηλικίας.
Ενδεικτικά, φαίνεται ότι οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις έχουν 30% μεγαλύτερη πιθανότητα από τις μικρού ή μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις να γίνουν στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ μεταξύ επιχειρήσεων που αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις εκείνες που εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία εμφανίζουν κατά 62% αυξημένη πιθανότητα στρατηγικής αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Επιχειρησιακοί στόχοι και στρατηγική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η διατήρηση του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων σε υψηλό επίπεδο για παρατεταμένη χρονική περίοδο έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο στα θεμελιώδη μεγέθη και τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα όσο και ευρύτερα στην οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνική συνοχή.
Έτσι, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί εύλογα βασική προτεραιότητα για την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και για την ΕΚΤ, καθώς αρκετές χώρες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και η Ισπανία, καταγράφουν υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος, πέρα από τις επιμέρους εθνικές πρωτοβουλίες, η ΕΚΤ έθεσε το Σεπτέμβριο του 2016 σε διαβούλευση ένα έγγραφο κατευθύνσεων προς τις τράπεζες σχετικά με τη διαχείριση και παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι εν λόγω οδηγίες συνδέονται με ολόκληρο τον κύκλο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και καλύπτουν θεματικές ενότητες, όπως η διαμόρφωση στρατηγικής για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η εσωτερική οργάνωση των τραπεζών, η διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης, η καταγραφή και παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο σχηματισμός προβλέψεων και η διενέργεια διαγραφών και τέλος η αποτίμηση των εξασφαλίσεων.
Οι ελληνικές τράπεζες ήδη εφαρμόζουν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατευθύνσεων, δεδομένου του ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42/2014 της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί, σύμφωνα και με τον παραπάνω οδηγό, η χάραξη, παρακολούθηση και επίτευξη συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων ανά χρονικό ορίζοντα, ανά χαρτοφυλάκιο και ανά τρόπο διαχείρισης (π.χ. μέσω ρύθμισης, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, μεταβίβασης κ.λπ.).
H Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο καθορισμού και παρακολούθησης εννέα επιχειρησιακών στόχων (τρεις με στόχευση σε αποτελέσματα και έξι με στόχευση σε συγκεκριμένες δράσεις – βλ. τον πίνακα), καθώς και βασικών δεικτών απόδοσης.
Οι επιχειρησιακοί αυτοί στόχοι συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ με καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το γ’ τρίμηνο του 2016 έως το 2019.
Αντίστοιχο πλαίσιο έχει διαμορφωθεί και για τις υπόλοιπες τράπεζες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η Τράπεζα Αττικής και οι δύο μεγαλύτερες συνεταιριστικές τράπεζες, η Παγκρήτια και η Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων, έχουν συμφωνήσει με την Τράπεζα της Ελλάδος να τηρούν και τους εννέα επιχειρησιακούς στόχους, ενώ οι μικρότερες τράπεζες θα εφαρμόζουν μόνο κάποιους από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας.
Η πορεία επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων θα παρακολουθείται για όλες τις τράπεζες ανά τρίμηνο και θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εποπτικής αξιολόγησης.
Από το τέλος Νοεμβρίου και κάθε τρίμηνο, θα αναρτάται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος έκθεση σχετικά με την πορεία επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων για το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Το Σεπτέμβριο κάθε έτους οι τράπεζες θα υποβάλλουν εκ νέου τους επιχειρησιακούς τους στόχους με τριμηνιαία ανάλυση για το επόμενο έτος, μαζί με τα αναθεωρημένα στρατηγικά επιχειρηματικά σχέδια, και θα μπορούν να αναθεωρούν τους υπάρχοντες επιχειρησιακούς τους στόχους με κατάλληλη αιτιολόγηση.
Οι στόχοι θα αναφέρονται τόσο στο συνολικό χαρτοφυλάκιο (σε ατομική βάση) όσο και ανά κατηγορία, δηλ. στεγαστικά (31% του συνολικού χαρτοφυλακίου), καταναλωτικά (11% του συνολικού χαρτοφυλακίου), επιχειρηματικά δάνεια (58% του συνολικού χαρτοφυλακίου).
Για την τελευταία αυτή κατηγορία θα υπάρχει και επιμέρους ανάλυση για επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους και ελεύθερους επαγγελματίες με κύκλο εργασιών μικρότερο από 2,5 εκατ. ευρώ, μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 2,5 εκατ. ευρώ και κάτω των 50 εκατ. ευρώ, μεγάλες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ και ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Οι στόχοι αυτοί θεωρήθηκε ότι είναι οι πιο αποτελεσματικοί για την παρακολούθηση της επίδοσης των τραπεζών ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του τρόπου που αυτή επιτυγχάνεται, με γνώμονα την παροχή βιώσιμων και ουσιαστικών λύσεων ρύθμισης στους δανειολήπτες.
Συνοδεύονται δε και από μια σειρά βασικών δεικτών απόδοσης, οι οποίοι έχουν πλέον ενσωματωθεί στο νέο εποπτικό πλαίσιο αναφοράς της Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής 102/30.8.2016.
Σύμφωνα με τα στρατηγικά επιχειρηματικά σχέδια για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν υποβάλει οι τράπεζες και την ετήσια αναθεώρηση των επιχειρησιακών στόχων που θα γίνεται κάθε Σεπτέμβριο, οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί για σωρευτική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων την περίοδο Ιουνίου 2016- Δεκεμβρίου 2019, ύψους περίπου 40 δισεκ. ευρώ ή κατά 38%, με το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης να δρομολογείται για τα έτη 2018 και 2019 (βλ. το διάγραμμα).
Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις δανείων.
Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017.
Ως προς τη συμβολή των επιμέρους χαρτοφυλακίων, η μείωση των υπολοίπων μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερη στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Όσον αφορά τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, η μείωση εκτιμάται ότι θα είναι περίπου η ίδια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά σημαντικά μεγαλύτερη στο χαρτοφυλάκιο καταναλωτικών δανείων όσον αφορά την ποσοστιαία μεταβολή.
Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει σε 34%, ενώ ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών προς το σύνολο δανείων σε 20%.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι μία σημαντική προσδιοριστική παράμετρος την οποία έχουν χρησιμοποιήσει οι τράπεζες για τη διαμόρφωση των παραπάνω επιχειρησιακών στόχων είναι το εκτιμώμενο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας για τα επόμενα έτη και η επάνοδος της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών