Η ΤτΕ υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα σε 2%, σε συνδυασμό με μείωση των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
«Έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που θέλω να μεταφέρω απόψε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.
Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια».
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε σήμερα, Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του στην παρουσίαση του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων» και όχι μιας δυσμενούς συγκυρίας.
Ειδικότερα, το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο», υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ.
«Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα», προσέθεσε ο κ. Στουρνάρας, επισημαίνοντας, πάντως, πως «η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, που, όμως, παρέμεινε αναξιοποίητη.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο διοικητής της ΤτΕ, επισήμανε πως «τα μνημόνια, και όσα επακολούθησαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Παράλληλα, επιδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό να θεραπευθούν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Εξασφάλισαν, επίσης, τον απαραίτητο δανεισμό, προκειμένου να αποτραπεί η χρεοκοπία.
Οι πολιτικές, όμως, αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, έχουν συζητηθεί αναλυτικά.
Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης, που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά την προσαρμογή.
Πιστεύω, όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων για την έξοδο από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η φορολογία, το ασφαλιστικό, η απελευθέρωση των αγορών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και, τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής στις διεθνείς αγορές».
Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάστηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Με άλλα λόγια, οι θυσίες δεν πήγαν χαμένες».
Ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για θεαματική δημοσιονομική βελτίωση, «η οποία εκτιμάται ότι, για το 2016, αντανακλάται σε πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης κοντά στο 2% του ΑΕΠ, έχει και μία άλλη διάσταση:
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην αρχή της κρίσης, δηλαδή το 2009, ήταν κοντά στο 10% του ΑΕΠ και ο τελικός στόχος για το 2018 είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που θέλω να μεταφέρω απόψε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια.
Αυτή η θεαματική προσαρμογή έχει ωστόσο επιτευχθεί δυσανάλογα από την πλευρά των φορολογικών εσόδων.
Η εστίαση του δημοσιονομικού μίγματος στην πλευρά των εσόδων παραμένει εντονότατη και στον Προϋπολογισμό του 2017, ο οποίος περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις για φέτος ύψους περίπου 2,6 δισ. ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά (κατά 94%) στο σκέλος των φορολογικών εσόδων, μέσω φορολογικών μέτρων.
Αυτό εγείρει ερωτηματικά για το κατά πόσο το δημοσιονομικό μίγμα μπορεί να θεωρηθεί αναπτυξιακό σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα σε 2%, σε συνδυασμό με μείωση των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Γνωρίζω τη μεγάλη δυσκολία των διαπραγματεύσεων στο σημείο αυτό, αλλά έχει σημασία η Κεντρική Τράπεζα της χώρας να ενώσει τη φωνή της με όσους διεκδικούν αυτή τη βελτίωση».
Πάντως, όπως κατέστησε σαφές, «η δημοσιονομική προσαρμογή από μόνη της δεν επαρκεί για τη βιώσιμη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους».
Οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα του χρέους αναμφίβολα αποτιμώνται θετικά, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, αν και έχουν ήδη γίνει σημαντικές ευνοϊκές προσαρμογές στους όρους δανεισμού από το 2010 και έπειτα, και ιδιαίτερα το 2012, ωστόσο υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
• Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα. Ήδη παρατηρείται μια αντιστροφή της τάσης μείωσης των επιτοκίων παγκοσμίως από το 4ο τρίμηνο του 2016.
• Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
• Τρίτον, όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος: Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει).
• Την ίδια επίδραση στη δυναμική του χρέους με μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου έχει και μια αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ. Καθώς, όμως, η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι μέσο αλλά αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής, θα περιοριστώ μόνο στην εξέταση μέτρων, που μειώνουν το μεσοσταθμικό επιτόκιο, και θα εξηγήσω πως ενδεικτικά μπορούμε να βελτιώσουμε τους αναπτυξιακούς ρυθμούς.
• Το μεσοσταθμικό επιτόκιο προκύπτει ως ο λόγος των πληρωμών τόκων προς το υπόλοιπο του χρέους. Μπορεί να μειωθεί με δυο τρόπους: (α) άμεσα, με απευθείας μείωση του επιτοκίου δανεισμού, (β) έμμεσα, με μετάθεση των πληρωμών τόκων στο μέλλον. Όπως όμως είναι γνωστό, τα περιθώρια για περαιτέρω μείωση επιτοκίων είναι περιορισμένα, (διότι είναι ήδη πολύ χαμηλά) ιδιαίτερα όσον αφορά τα δάνεια από τον EFSF και τον ESM. Κάποια μικρή μείωση (έως 50 μονάδες βάσης) μπορεί να γίνει στο επιτόκιο των διακρατικών δανείων και σε μικρό μέρος των δανείων του EFSF. Άρα πρέπει να εξευρεθούν άλλες λύσεις για τη μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως «η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι κρίσιμη για την ομαλή χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του Δημόσιου και την απρόσκοπτη εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2017, χωρίς την προσφυγή σε πρακτικές του παρελθόντος για την άντληση ρευστότητας από τα διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης, που επιβαρύνουν την πραγματική οικονομία και επηρεάζουν κατ’ επέκταση την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και να συμβάλει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Παράλληλα, προς την ίδια κατεύθυνση δύναται να συμβάλει και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που, ούτως ή άλλως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εφαρμοστεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα, και θα ολοκληρωθεί η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ».
Ο κ. Στουρνάρας κατέληξε πως: «Η κρίση χρέους είναι μια ευκαιρία για αλλαγή νοοτροπίας, από το πολιτικό σύστημα μέχρι και τον τελευταίο πολίτη αυτής της χώρας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταφέρει η χώρα να κάνει μια νέα αρχή είναι η δημιουργία μιας «συλλογικής συνείδησης» ότι το δημόσιο χρέος είναι ευθύνη όλων μας και του καθένα μας ξεχωριστά.
Αυτό είναι ακριβώς που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «Ρικαρντιανή Ισοδυναμία», και σημαίνει απλά ότι όταν το Δημόσιο αυξάνει με μη βιώσιμο τρόπο τα χρέη του σήμερα, θα κληθούν οι φορολογούμενοι να αποπληρώσουν το λογαριασμό στο μέλλον.
Τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη βιωσιμότητά του.
Για να πετύχουν το στόχο τους, πρέπει απαραιτήτως να συνδυαστούν με μακρόπνοες αναπτυξιακές πολιτικές.
Η στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να υποστηριχθεί με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα απελευθερώσουν υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις, θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση του παρονομαστή.
Τέλος, η σημερινή γενιά καλείται να διαχειριστεί το ελληνικό χρέος, όχι να το διευθετήσει.
Υπό την προϋπόθεση ότι η διαχείριση αυτή θα είναι επιτυχής, το ελληνικό χρέος θα διευθετηθεί οριστικά, ενδεχομένως, από την επόμενη γενιά Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι δεν θα έχουν συμμετάσχει στη δημιουργία του προβλήματος.
Αυτό μας διδάσκει η Ιστορία, όχι μόνο του ελληνικού χρέους, αλλά και άλλων χωρών.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό πρέπει να στηρίξουμε την προσπάθεια που καταβάλλεται σήμερα, προκειμένου να μετατραπεί η ευρωζώνη σε μια ολοκληρωμένη Οικονομική Ένωση με επιμερισμό κινδύνων αλλά και υποχρεώσεων μεταξύ των κρατών-μελών.
Εν κατακλείδι, η απάντηση στις προκλήσεις του σήμερα είναι περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη, και πιο υπεύθυνη συμπεριφορά από όλους μας».
www.bankingnews.gr
Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια».
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε σήμερα, Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του στην παρουσίαση του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων» και όχι μιας δυσμενούς συγκυρίας.
Ειδικότερα, το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο», υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ.
«Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα», προσέθεσε ο κ. Στουρνάρας, επισημαίνοντας, πάντως, πως «η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, που, όμως, παρέμεινε αναξιοποίητη.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο διοικητής της ΤτΕ, επισήμανε πως «τα μνημόνια, και όσα επακολούθησαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Παράλληλα, επιδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό να θεραπευθούν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Εξασφάλισαν, επίσης, τον απαραίτητο δανεισμό, προκειμένου να αποτραπεί η χρεοκοπία.
Οι πολιτικές, όμως, αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, έχουν συζητηθεί αναλυτικά.
Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης, που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά την προσαρμογή.
Πιστεύω, όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων για την έξοδο από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η φορολογία, το ασφαλιστικό, η απελευθέρωση των αγορών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και, τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής στις διεθνείς αγορές».
Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάστηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Με άλλα λόγια, οι θυσίες δεν πήγαν χαμένες».
Ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για θεαματική δημοσιονομική βελτίωση, «η οποία εκτιμάται ότι, για το 2016, αντανακλάται σε πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης κοντά στο 2% του ΑΕΠ, έχει και μία άλλη διάσταση:
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην αρχή της κρίσης, δηλαδή το 2009, ήταν κοντά στο 10% του ΑΕΠ και ο τελικός στόχος για το 2018 είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που θέλω να μεταφέρω απόψε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια.
Αυτή η θεαματική προσαρμογή έχει ωστόσο επιτευχθεί δυσανάλογα από την πλευρά των φορολογικών εσόδων.
Η εστίαση του δημοσιονομικού μίγματος στην πλευρά των εσόδων παραμένει εντονότατη και στον Προϋπολογισμό του 2017, ο οποίος περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις για φέτος ύψους περίπου 2,6 δισ. ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά (κατά 94%) στο σκέλος των φορολογικών εσόδων, μέσω φορολογικών μέτρων.
Αυτό εγείρει ερωτηματικά για το κατά πόσο το δημοσιονομικό μίγμα μπορεί να θεωρηθεί αναπτυξιακό σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα σε 2%, σε συνδυασμό με μείωση των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Γνωρίζω τη μεγάλη δυσκολία των διαπραγματεύσεων στο σημείο αυτό, αλλά έχει σημασία η Κεντρική Τράπεζα της χώρας να ενώσει τη φωνή της με όσους διεκδικούν αυτή τη βελτίωση».
Πάντως, όπως κατέστησε σαφές, «η δημοσιονομική προσαρμογή από μόνη της δεν επαρκεί για τη βιώσιμη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους».
Οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα του χρέους αναμφίβολα αποτιμώνται θετικά, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, αν και έχουν ήδη γίνει σημαντικές ευνοϊκές προσαρμογές στους όρους δανεισμού από το 2010 και έπειτα, και ιδιαίτερα το 2012, ωστόσο υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
• Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα. Ήδη παρατηρείται μια αντιστροφή της τάσης μείωσης των επιτοκίων παγκοσμίως από το 4ο τρίμηνο του 2016.
• Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
• Τρίτον, όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος: Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει).
• Την ίδια επίδραση στη δυναμική του χρέους με μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου έχει και μια αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ. Καθώς, όμως, η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι μέσο αλλά αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής, θα περιοριστώ μόνο στην εξέταση μέτρων, που μειώνουν το μεσοσταθμικό επιτόκιο, και θα εξηγήσω πως ενδεικτικά μπορούμε να βελτιώσουμε τους αναπτυξιακούς ρυθμούς.
• Το μεσοσταθμικό επιτόκιο προκύπτει ως ο λόγος των πληρωμών τόκων προς το υπόλοιπο του χρέους. Μπορεί να μειωθεί με δυο τρόπους: (α) άμεσα, με απευθείας μείωση του επιτοκίου δανεισμού, (β) έμμεσα, με μετάθεση των πληρωμών τόκων στο μέλλον. Όπως όμως είναι γνωστό, τα περιθώρια για περαιτέρω μείωση επιτοκίων είναι περιορισμένα, (διότι είναι ήδη πολύ χαμηλά) ιδιαίτερα όσον αφορά τα δάνεια από τον EFSF και τον ESM. Κάποια μικρή μείωση (έως 50 μονάδες βάσης) μπορεί να γίνει στο επιτόκιο των διακρατικών δανείων και σε μικρό μέρος των δανείων του EFSF. Άρα πρέπει να εξευρεθούν άλλες λύσεις για τη μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως «η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι κρίσιμη για την ομαλή χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του Δημόσιου και την απρόσκοπτη εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2017, χωρίς την προσφυγή σε πρακτικές του παρελθόντος για την άντληση ρευστότητας από τα διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης, που επιβαρύνουν την πραγματική οικονομία και επηρεάζουν κατ’ επέκταση την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και να συμβάλει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Παράλληλα, προς την ίδια κατεύθυνση δύναται να συμβάλει και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που, ούτως ή άλλως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εφαρμοστεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα, και θα ολοκληρωθεί η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ».
Ο κ. Στουρνάρας κατέληξε πως: «Η κρίση χρέους είναι μια ευκαιρία για αλλαγή νοοτροπίας, από το πολιτικό σύστημα μέχρι και τον τελευταίο πολίτη αυτής της χώρας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταφέρει η χώρα να κάνει μια νέα αρχή είναι η δημιουργία μιας «συλλογικής συνείδησης» ότι το δημόσιο χρέος είναι ευθύνη όλων μας και του καθένα μας ξεχωριστά.
Αυτό είναι ακριβώς που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «Ρικαρντιανή Ισοδυναμία», και σημαίνει απλά ότι όταν το Δημόσιο αυξάνει με μη βιώσιμο τρόπο τα χρέη του σήμερα, θα κληθούν οι φορολογούμενοι να αποπληρώσουν το λογαριασμό στο μέλλον.
Τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη βιωσιμότητά του.
Για να πετύχουν το στόχο τους, πρέπει απαραιτήτως να συνδυαστούν με μακρόπνοες αναπτυξιακές πολιτικές.
Η στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να υποστηριχθεί με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα απελευθερώσουν υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις, θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση του παρονομαστή.
Τέλος, η σημερινή γενιά καλείται να διαχειριστεί το ελληνικό χρέος, όχι να το διευθετήσει.
Υπό την προϋπόθεση ότι η διαχείριση αυτή θα είναι επιτυχής, το ελληνικό χρέος θα διευθετηθεί οριστικά, ενδεχομένως, από την επόμενη γενιά Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι δεν θα έχουν συμμετάσχει στη δημιουργία του προβλήματος.
Αυτό μας διδάσκει η Ιστορία, όχι μόνο του ελληνικού χρέους, αλλά και άλλων χωρών.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό πρέπει να στηρίξουμε την προσπάθεια που καταβάλλεται σήμερα, προκειμένου να μετατραπεί η ευρωζώνη σε μια ολοκληρωμένη Οικονομική Ένωση με επιμερισμό κινδύνων αλλά και υποχρεώσεων μεταξύ των κρατών-μελών.
Εν κατακλείδι, η απάντηση στις προκλήσεις του σήμερα είναι περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη, και πιο υπεύθυνη συμπεριφορά από όλους μας».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών