Μονόδρομος η συνέπεια και η επιμονή στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ
Την ανάγκη ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο συνέδριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή με θέμα «Κρίση - Μεταρρυθμίσεις - Ανάπτυξη».
Σύμφωνα με τον Έλληνα τραπεζίτη, για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017 και μετά, απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει περισσότερο από ένα έτος.
«Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα, που έχει αρχίσει εδώ και μήνες να επιδρά δυσμενώς σε όλους τους δείκτες της οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω όλους ανεξαιρέτως τους στόχους του τρέχοντος έτους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος επισήμανε πως «μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στα ακόλουθα:
1ον Άρση των εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.
2ον Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, με έμφαση στην αποπληρωμή των δανείων των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών». Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτοβουλίες για την καθιέρωση ενός πλαισίου διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους, που θα χαρακτηρίζεται από ταχύτερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες.
Αυτές οι πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
• Τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, με σκοπό τη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου ενδείκνυται, ευελιξία στην αντιμετώπιση των συνεργάσιμων δανειοληπτών, που δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
• Μια σειρά από στόχους και βασικούς δείκτες επιδόσεων, με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019.
Πέρα από τις δράσεις που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, προβλέπονται να θεσμοθετηθούν άμεσα και οι ακόλουθες:
• Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.
• Τροποποίηση της νομοθεσίας για ζητήματα που σχετίζονται με:
- τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
- τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων, κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
- τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων, κατά την αναδιάρθρωση δανείων και την εξυγίανση επιχειρήσεων,
- τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες, και
- τη διαμόρφωση ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμών.
Η διαφαινόμενη ήδη συνεργασία τραπεζών με διεθνή επενδυτικά σχήματα για πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, αναμένεται να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο και μέσω της ίδιας διαδικασίας, αναδιαρθρώνονται και πολλές βιώσιμες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην επιβίωση παλαιών επιχειρήσεων, που είναι μεν υγιείς αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, στη δημιουργία νέων, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και, εν γένει, στην οικονομική ανάπτυξη.
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο περνά μέσα από την επιτυχή αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
3ον Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων.
Η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα θετικό βήμα, καθώς τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν το δημόσιο χρέος, έως το 2060 κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου χρέος κατά 5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, είναι συμβατή η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως για παράδειγμα με επιμήκυνση της μέσης σταθμισμένης περιόδου αποπληρωμής των τόκων του EFSF κατά 8,5 χρόνια.
Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα συμβάλουν στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.
4ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με:
(α) επανεξέταση όλων των δημοσίων δαπανών με σκοπό την επαναστόχευσή τους, την ενίσχυση των ποικίλων μηχανισμών κινήτρων που εμπεριέχονται σε αυτές και τελικά τη μείωσή τους,
(β) την αξιολόγηση των δομών του Δημοσίου και των δημόσιων οργανισμών,
(γ) την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και
(δ) τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
5ον Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης καθώς και η αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας θα συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας, επενεργώντας θετικά και στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές».
Ο κ. Στουρνάρας κατέστησε σαφές πως η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση.
«Η κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη υλοποιηθεί είναι πλούσια», ανέφερε, ενώ επισήμανε ότι «η πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση, ούτε στην αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου είναι πια καθολική».
«Η συνέπεια και η επιμονή στη μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι μονόδρομος», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε, πάντως, ότι «είναι βεβαίως αντιληπτό πως, όσον αφορά τα κόστη και οφέλη των μεταρρυθμίσεων, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα χρονικής ασυνέπειας.
Δηλαδή, ενώ συνήθως το όποιο κόστος είναι άμεσο, το όφελος είναι μακροχρόνιο.
Έτσι, ο ορίζοντας απόδοσης των μεταρρυθμίσεων υπερβαίνει συνήθως τον πολιτικό ορίζοντα μιας κυβέρνησης.
Αυτό είναι ένα σημαντικό αντικίνητρο για μεταρρυθμίσεις διεθνώς και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο και στην Ελλάδα τα τελευταία έτη.
Αυτό εξηγεί επίσης και γιατί κάποιες μεταρρυθμίσεις, ενώ νομοθετήθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν. Επιπλέον, το κόστος αφορά λίγους και το όφελος πολλούς.
Οι λίγοι που ενδεχομένως χάνουν άμεσα από μια μεταρρύθμιση εναντιώνονται και παρεμβαίνουν με σφοδρότητα στο δημόσιο διάλογο, ενώ οι πολλοί που ωφελούνται δεν την υπερασπίζονται με την ίδια θέρμη. Και αυτές οι αντίθετες δυνάμεις εξηγούν την αδράνεια του status quo.
Όμως, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί πέρα από τις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης (περιλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος), στην αγορά ενέργειας, στα επαγγέλματα που ακόμα παραμένουν ουσιαστικά σε καθεστώς προστασίας, στους τομείς ανθρώπινων πόρων και κοινωνικής προστασίας, και στο χώρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν σε στρατηγικούς κακοπληρωτές».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας προσπάθησε να περιγράψει το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα για την Ελλάδα.
Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, ο διοικητής της ΤτΕ παραθέτει τους κλάδους, πάνω στους οποίους η Ελλάδα «μπορεί και πρέπει να βασιστεί για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης».
Οι κλάδοι αυτοί συνάδουν με τα κλασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, παράλληλα όμως είναι δεκτικοί καινοτομιών που είναι συνεπείς με τις τεχνολογικές δυνατότητες της Ελλάδας, και είναι:
• Πρωτογενής τομέας (Γεωργία, Κτηνοτροφία, Αλιεία)
• Μεταποίηση
• Ενέργεια
• Μεταφορές
• Περιβαλλοντική Βιομηχανία
• Πληροφορική και Επικοινωνίες
• Τουρισμός
• Ποντοπόρος Ναυτιλία
• Υγεία
Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως σημαντική παράμετρος της αναπτυξιακής προοπτικής κάθε χώρας είναι το ανθρώπινο κεφάλαιό της.
«Η Ελλάδα διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων, διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων», είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, προσθέτοντας ότι σημαντικός αριθμός Ελλήνων επιστημόνων δραστηριοποιείται στο εξωτερικό.
«Αυτός ο πλούτος για τη χώρα δεν έχει αξιοποιηθεί για δεκαετίες.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub) με οικονομία βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία.
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι η αιχμή του δόρατος της παραγωγικής τους βάσης.
Τα καινοτόμα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αυτά ανακαλύπτουν βρίσκουν διέξοδο στην εμπορική εκμετάλλευσή τους. Εδώ λείπει, με λίγες εξαιρέσεις, η νοοτροπία της καινοτόμου δραστηριότητας στις επιχειρήσεις.
Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια, συνεργασία δηλαδή με την επιστημονική κοινότητα.
Η Πολιτεία οφείλει να άρει τους περιορισμούς που εμποδίζουν τα πανεπιστήμια να επωφεληθούν από την παραγόμενη σε αυτά καινοτομία και να επιδιώξουν από μόνα τους την εύρεση πόρων από τον ιδιωτικό τομέα.
Απαιτείται επίσης από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις νοοτροπία του επιχειρηματικού ρίσκου, της επένδυσης σε καινοτόμες δραστηριότητες, που θα αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου.
Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευτεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων Ελλήνων επιστημόνων», είπε χαρακτηριστικά.
Άμεσες ξένες επενδύσεις
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε, ακόμα, πως «στο περιβάλλον χρονίζουσας χαμηλής εγχώριας αποταμίευσης, η οποία δεν είναι από μόνη της αρκετή να χρηματοδοτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδύσεων και συνεπώς να στηρίξει ταχεία ανάπτυξη, πρέπει να προστεθεί και η μείωση των επενδύσεων: Πριν την κρίση οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν 24% του ΑΕΠ, σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 11%.
Γι αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνεπάγονται επίσης σημαντικά πρόσθετα οφέλη για την ελληνική οικονομία: εισαγωγή νέων τεχνολογιών και προώθηση της καινοτομίας, αναβάθμιση του αποθέματος κεφαλαίου (υλικού και ανθρώπινου), ανάπτυξη νέων κλάδων και προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ειδικότερα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν τις εξαγωγές συνιστούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού προτύπου.
Η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, η μεταφορά τεχνογνωσίας και πληροφοριών για τις εξωτερικές αγορές, καθώς και η αξιοποίηση πιο σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών ανάλογων με εκείνες που χρησιμοποιούν ξένοι ανταγωνιστές με στόχο τη στροφή προς πιο σύνθετα προϊόντα, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τον εξαγωγικό δυναμισμό τους».
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον Έλληνα τραπεζίτη, για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017 και μετά, απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει περισσότερο από ένα έτος.
«Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα, που έχει αρχίσει εδώ και μήνες να επιδρά δυσμενώς σε όλους τους δείκτες της οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω όλους ανεξαιρέτως τους στόχους του τρέχοντος έτους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος επισήμανε πως «μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στα ακόλουθα:
1ον Άρση των εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.
2ον Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, με έμφαση στην αποπληρωμή των δανείων των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών». Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτοβουλίες για την καθιέρωση ενός πλαισίου διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους, που θα χαρακτηρίζεται από ταχύτερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες.
Αυτές οι πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
• Τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, με σκοπό τη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου ενδείκνυται, ευελιξία στην αντιμετώπιση των συνεργάσιμων δανειοληπτών, που δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
• Μια σειρά από στόχους και βασικούς δείκτες επιδόσεων, με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019.
Πέρα από τις δράσεις που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, προβλέπονται να θεσμοθετηθούν άμεσα και οι ακόλουθες:
• Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.
• Τροποποίηση της νομοθεσίας για ζητήματα που σχετίζονται με:
- τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
- τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων, κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
- τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων, κατά την αναδιάρθρωση δανείων και την εξυγίανση επιχειρήσεων,
- τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες, και
- τη διαμόρφωση ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμών.
Η διαφαινόμενη ήδη συνεργασία τραπεζών με διεθνή επενδυτικά σχήματα για πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, αναμένεται να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο και μέσω της ίδιας διαδικασίας, αναδιαρθρώνονται και πολλές βιώσιμες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην επιβίωση παλαιών επιχειρήσεων, που είναι μεν υγιείς αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, στη δημιουργία νέων, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και, εν γένει, στην οικονομική ανάπτυξη.
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο περνά μέσα από την επιτυχή αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
3ον Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων.
Η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα θετικό βήμα, καθώς τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν το δημόσιο χρέος, έως το 2060 κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου χρέος κατά 5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, είναι συμβατή η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως για παράδειγμα με επιμήκυνση της μέσης σταθμισμένης περιόδου αποπληρωμής των τόκων του EFSF κατά 8,5 χρόνια.
Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα συμβάλουν στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.
4ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με:
(α) επανεξέταση όλων των δημοσίων δαπανών με σκοπό την επαναστόχευσή τους, την ενίσχυση των ποικίλων μηχανισμών κινήτρων που εμπεριέχονται σε αυτές και τελικά τη μείωσή τους,
(β) την αξιολόγηση των δομών του Δημοσίου και των δημόσιων οργανισμών,
(γ) την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και
(δ) τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
5ον Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης καθώς και η αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας θα συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας, επενεργώντας θετικά και στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές».
Ο κ. Στουρνάρας κατέστησε σαφές πως η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση.
«Η κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη υλοποιηθεί είναι πλούσια», ανέφερε, ενώ επισήμανε ότι «η πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση, ούτε στην αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου είναι πια καθολική».
«Η συνέπεια και η επιμονή στη μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι μονόδρομος», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε, πάντως, ότι «είναι βεβαίως αντιληπτό πως, όσον αφορά τα κόστη και οφέλη των μεταρρυθμίσεων, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα χρονικής ασυνέπειας.
Δηλαδή, ενώ συνήθως το όποιο κόστος είναι άμεσο, το όφελος είναι μακροχρόνιο.
Έτσι, ο ορίζοντας απόδοσης των μεταρρυθμίσεων υπερβαίνει συνήθως τον πολιτικό ορίζοντα μιας κυβέρνησης.
Αυτό είναι ένα σημαντικό αντικίνητρο για μεταρρυθμίσεις διεθνώς και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο και στην Ελλάδα τα τελευταία έτη.
Αυτό εξηγεί επίσης και γιατί κάποιες μεταρρυθμίσεις, ενώ νομοθετήθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν. Επιπλέον, το κόστος αφορά λίγους και το όφελος πολλούς.
Οι λίγοι που ενδεχομένως χάνουν άμεσα από μια μεταρρύθμιση εναντιώνονται και παρεμβαίνουν με σφοδρότητα στο δημόσιο διάλογο, ενώ οι πολλοί που ωφελούνται δεν την υπερασπίζονται με την ίδια θέρμη. Και αυτές οι αντίθετες δυνάμεις εξηγούν την αδράνεια του status quo.
Όμως, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί πέρα από τις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης (περιλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος), στην αγορά ενέργειας, στα επαγγέλματα που ακόμα παραμένουν ουσιαστικά σε καθεστώς προστασίας, στους τομείς ανθρώπινων πόρων και κοινωνικής προστασίας, και στο χώρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν σε στρατηγικούς κακοπληρωτές».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας προσπάθησε να περιγράψει το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα για την Ελλάδα.
Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, ο διοικητής της ΤτΕ παραθέτει τους κλάδους, πάνω στους οποίους η Ελλάδα «μπορεί και πρέπει να βασιστεί για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης».
Οι κλάδοι αυτοί συνάδουν με τα κλασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, παράλληλα όμως είναι δεκτικοί καινοτομιών που είναι συνεπείς με τις τεχνολογικές δυνατότητες της Ελλάδας, και είναι:
• Πρωτογενής τομέας (Γεωργία, Κτηνοτροφία, Αλιεία)
• Μεταποίηση
• Ενέργεια
• Μεταφορές
• Περιβαλλοντική Βιομηχανία
• Πληροφορική και Επικοινωνίες
• Τουρισμός
• Ποντοπόρος Ναυτιλία
• Υγεία
Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως σημαντική παράμετρος της αναπτυξιακής προοπτικής κάθε χώρας είναι το ανθρώπινο κεφάλαιό της.
«Η Ελλάδα διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων, διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων», είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, προσθέτοντας ότι σημαντικός αριθμός Ελλήνων επιστημόνων δραστηριοποιείται στο εξωτερικό.
«Αυτός ο πλούτος για τη χώρα δεν έχει αξιοποιηθεί για δεκαετίες.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub) με οικονομία βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία.
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι η αιχμή του δόρατος της παραγωγικής τους βάσης.
Τα καινοτόμα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αυτά ανακαλύπτουν βρίσκουν διέξοδο στην εμπορική εκμετάλλευσή τους. Εδώ λείπει, με λίγες εξαιρέσεις, η νοοτροπία της καινοτόμου δραστηριότητας στις επιχειρήσεις.
Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια, συνεργασία δηλαδή με την επιστημονική κοινότητα.
Η Πολιτεία οφείλει να άρει τους περιορισμούς που εμποδίζουν τα πανεπιστήμια να επωφεληθούν από την παραγόμενη σε αυτά καινοτομία και να επιδιώξουν από μόνα τους την εύρεση πόρων από τον ιδιωτικό τομέα.
Απαιτείται επίσης από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις νοοτροπία του επιχειρηματικού ρίσκου, της επένδυσης σε καινοτόμες δραστηριότητες, που θα αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου.
Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευτεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων Ελλήνων επιστημόνων», είπε χαρακτηριστικά.
Άμεσες ξένες επενδύσεις
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε, ακόμα, πως «στο περιβάλλον χρονίζουσας χαμηλής εγχώριας αποταμίευσης, η οποία δεν είναι από μόνη της αρκετή να χρηματοδοτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδύσεων και συνεπώς να στηρίξει ταχεία ανάπτυξη, πρέπει να προστεθεί και η μείωση των επενδύσεων: Πριν την κρίση οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν 24% του ΑΕΠ, σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 11%.
Γι αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνεπάγονται επίσης σημαντικά πρόσθετα οφέλη για την ελληνική οικονομία: εισαγωγή νέων τεχνολογιών και προώθηση της καινοτομίας, αναβάθμιση του αποθέματος κεφαλαίου (υλικού και ανθρώπινου), ανάπτυξη νέων κλάδων και προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ειδικότερα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν τις εξαγωγές συνιστούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού προτύπου.
Η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, η μεταφορά τεχνογνωσίας και πληροφοριών για τις εξωτερικές αγορές, καθώς και η αξιοποίηση πιο σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών ανάλογων με εκείνες που χρησιμοποιούν ξένοι ανταγωνιστές με στόχο τη στροφή προς πιο σύνθετα προϊόντα, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τον εξαγωγικό δυναμισμό τους».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών