«Απαραίτητη προϋπόθεση για μια βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και η εφαρμογή του προγράμματος», σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ
Για δαπανηρό ασφαλιστικό σύστημα, γενναιόδωρες συντάξεις και ανάγκη αναπροσαρμογών τους έκανε λόγο ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, παρεμβαίνοντας ουσιαστικό στο μείζον ζήτημα του Ασφαλιστικού, που είναι και ένα από τα αγκάθια στη διαπραγμάτευση ελληνικής κυβέρνησης-θεσμών.
Συγκεκριμένα, σε ομιλία του στο «The Economist First Insurance Forum» για τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης, ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στο «χρονίως προβληματικό ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που ενώ τουλάχιστον τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν νομοθετηθεί από το 2010, πολλές διατάξεις δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως και το σύστημα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος, στρεβλώσεις και αδικίες».
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «το σύστημα παραμένει δαπανηρό».
Ο ίδιος υποστήριξε ότι το ασφαλιστικό σύστημα δέχεται δημοσιονομικές πιέσεις, οι οποίες μπορεί να καταστεί αναγκαίο να μετριαστούν μέσω αναπροσαρμογών σε ορισμένες συντάξεις.
«Και τούτο διότι, αφενός, ορισμένες συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα παραμένουν σχετικά γενναιόδωρες, με βάση τόσο τα ελληνικά όσο και τα διεθνή δεδομένα», όπως ανέφερε.
Μάλιστα, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε πως «το πλαίσιο εκτυλισσόμενων περικοπών στις συντάξεις δείχνει ότι ένα επαρκές και, ταυτόχρονα, βιώσιμο “αμιγώς κοινωνικοασφαλιστικό” σύστημα δεν είναι οικονομικά εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα».
Όπως ανέφερε, «η οικειοποίηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών είναι δύσκολη, αλλά μπορεί να ενισχυθεί με πολιτικές που αυξάνουν το εισόδημα των συνταξιούχων στο μέλλον, παρέχοντας έτσι ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και μετριάζοντας τις κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή τον κίνδυνο αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων.
Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν την παράταση του εργασιακού βίου και την αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, την ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης ή, η μέθοδος που είναι συνηθέστερη και πιο πρόσφορη, τη συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που συσσωρεύονται στο πλαίσιο των δημόσιων συστημάτων του πρώτου πυλώνα με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα».
«Η οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να παρέχεται από μία και μόνη πηγή: τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που παρέχουν οι εργοδότες και οι προσωπικές αποταμιεύσεις είναι όλα τους απαραίτητα και συμπληρωματικά τμήματα ενός ενιαίου συστήματος που του διασφαλίζουν προσιτό κόστος, επάρκεια και βιωσιμότητα», τόνισε χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ, προσθέτοντας ότι «για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σύστημα, όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κατανοήσουν τους ρόλους τους: το κράτος δεν θα πρέπει να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών, οι εργοδότες θα πρέπει να πάψουν να παρερμηνεύουν το ρόλο τους και θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οφείλουν να παρέχουν ασφάλεια στους υπαλλήλους τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, αλλά και πέραν αυτής και κυρίως μετά τη συνταξιοδότησή τους, και οι πολίτες δεν θα πρέπει να ξεχνούν το ρόλο που διαδραματίζουν οι προσωπικές αποταμιεύσεις τους για τη δική τους οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση».
Μεταξύ άλλων, στην ομιλία του, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στο πεδίο της υγείας, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι «οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού δημόσιου καθολικού συστήματος υγείας που να καλύπτει τις “ανάγκες” του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των «επιθυμιών” του πληθυσμού σε μια επαρκώς ρυθμιζόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας.
Αν επιτύχουμε συναίνεση κατ’ αρχήν εννοιολογικά πάνω σε ένα τέτοιο σύστημα υγείας δύο βαθμίδων, το επόμενο βήμα θα είναι να συμφωνήσουμε σχετικά με τη διαφοροποίηση μεταξύ “αναγκών” και “επιθυμιών”».
ο διοικητής της ΤτΕ έκλεισε την ομιλία του, με αναφορά στις φυσικές καταστροφές.
Συγκεκριμένα, υποστήριξε - μεταξύ άλλων - πως «ιστορικά, λόγω του χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που χαρακτηρίζει την Ελλάδα, το κόστος των ζημιών από φυσικές καταστροφές βαρύνει κατ’ αρχήν τους ίδιους τους πληγέντες και η δυνατότητα και η έκταση τυχόν αποζημίωσής τους εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, κυρίως όμως από τα διαθέσιμα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.
Αναμφίβολα, το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία των πολιτών του.
Αλλά η πατερναλιστική στήριξη προς τους πολίτες που έχουν ανάγκη θα πρέπει να παρέχεται με τρόπο που να προστατεύει τους φορολογούμενους.
Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η δημιουργία μιας επαρκώς ρυθμιζόμενης αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης για αυτούς τους κινδύνους, στην οποία η συμμετοχή θα είναι υποχρεωτική.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι όλα τα παραπάνω – οι συντάξεις, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές – είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και πιστεύω ότι τα έχω αναδείξει ως περιοχές που μπορούν να ωφεληθούν από τις συνέργειες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Εξυπακούεται ότι η συνεργασία αυτή δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τους βραχυπρόθεσμους στόχους της κάθε κυβέρνησης, αλλά να εντάσσεται σε ένα μακρόπνοο πλαίσιο εθνικής πολιτικής.
Επίσης είναι απαραίτητο οι όροι αυτής της συνεργασίας να είναι σαφείς σε όλους τους συμμετέχοντες και διαφανείς για τα μέλη και τους δικαιούχους του κάθε συστήματος.
Φυσικά, αυτά τα συστήματα θα πρέπει να ενισχυθούν με τη θέσπιση ελάχιστων προϋποθέσεων και υψηλών προτύπων λειτουργίας που θα πρέπει να πληρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να συμμετάσχουν.
Κατάλληλες διαδικασίες αδειοδότησης, αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης κινδύνων, καθώς και υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση από αναγνωρισμένο αρμόδιο οργανισμό, είναι αποτελεσματικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της πρόσβασης στην αγορά, τα οποία βεβαίως πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με τους συγκεκριμένους ρόλους που θα αναλάβει η ιδιωτική ασφάλιση».
Αξίζει να αναφερθεί ότι νωρίτερα, ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαναλάβει την άποψη ότι προϋπόθεση για την επιστροφή σε μια διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, χωρίς άλλη καθυστέρηση, και η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος.
«Αυτή είναι η σημερινή πρόκληση, καθώς η έντονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος, που δυσχεραίνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ενίοτε οδηγεί ακόμη και σε παλινδρομήσεις», σημείωσε.
www.bankingnews.gr
Συγκεκριμένα, σε ομιλία του στο «The Economist First Insurance Forum» για τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης, ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στο «χρονίως προβληματικό ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που ενώ τουλάχιστον τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν νομοθετηθεί από το 2010, πολλές διατάξεις δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως και το σύστημα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος, στρεβλώσεις και αδικίες».
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «το σύστημα παραμένει δαπανηρό».
Ο ίδιος υποστήριξε ότι το ασφαλιστικό σύστημα δέχεται δημοσιονομικές πιέσεις, οι οποίες μπορεί να καταστεί αναγκαίο να μετριαστούν μέσω αναπροσαρμογών σε ορισμένες συντάξεις.
«Και τούτο διότι, αφενός, ορισμένες συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα παραμένουν σχετικά γενναιόδωρες, με βάση τόσο τα ελληνικά όσο και τα διεθνή δεδομένα», όπως ανέφερε.
Μάλιστα, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε πως «το πλαίσιο εκτυλισσόμενων περικοπών στις συντάξεις δείχνει ότι ένα επαρκές και, ταυτόχρονα, βιώσιμο “αμιγώς κοινωνικοασφαλιστικό” σύστημα δεν είναι οικονομικά εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα».
Όπως ανέφερε, «η οικειοποίηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών είναι δύσκολη, αλλά μπορεί να ενισχυθεί με πολιτικές που αυξάνουν το εισόδημα των συνταξιούχων στο μέλλον, παρέχοντας έτσι ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και μετριάζοντας τις κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή τον κίνδυνο αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων.
Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν την παράταση του εργασιακού βίου και την αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, την ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης ή, η μέθοδος που είναι συνηθέστερη και πιο πρόσφορη, τη συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που συσσωρεύονται στο πλαίσιο των δημόσιων συστημάτων του πρώτου πυλώνα με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα».
«Η οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να παρέχεται από μία και μόνη πηγή: τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που παρέχουν οι εργοδότες και οι προσωπικές αποταμιεύσεις είναι όλα τους απαραίτητα και συμπληρωματικά τμήματα ενός ενιαίου συστήματος που του διασφαλίζουν προσιτό κόστος, επάρκεια και βιωσιμότητα», τόνισε χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ, προσθέτοντας ότι «για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σύστημα, όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κατανοήσουν τους ρόλους τους: το κράτος δεν θα πρέπει να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών, οι εργοδότες θα πρέπει να πάψουν να παρερμηνεύουν το ρόλο τους και θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οφείλουν να παρέχουν ασφάλεια στους υπαλλήλους τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, αλλά και πέραν αυτής και κυρίως μετά τη συνταξιοδότησή τους, και οι πολίτες δεν θα πρέπει να ξεχνούν το ρόλο που διαδραματίζουν οι προσωπικές αποταμιεύσεις τους για τη δική τους οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση».
Μεταξύ άλλων, στην ομιλία του, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στο πεδίο της υγείας, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι «οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού δημόσιου καθολικού συστήματος υγείας που να καλύπτει τις “ανάγκες” του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των «επιθυμιών” του πληθυσμού σε μια επαρκώς ρυθμιζόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας.
Αν επιτύχουμε συναίνεση κατ’ αρχήν εννοιολογικά πάνω σε ένα τέτοιο σύστημα υγείας δύο βαθμίδων, το επόμενο βήμα θα είναι να συμφωνήσουμε σχετικά με τη διαφοροποίηση μεταξύ “αναγκών” και “επιθυμιών”».
ο διοικητής της ΤτΕ έκλεισε την ομιλία του, με αναφορά στις φυσικές καταστροφές.
Συγκεκριμένα, υποστήριξε - μεταξύ άλλων - πως «ιστορικά, λόγω του χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που χαρακτηρίζει την Ελλάδα, το κόστος των ζημιών από φυσικές καταστροφές βαρύνει κατ’ αρχήν τους ίδιους τους πληγέντες και η δυνατότητα και η έκταση τυχόν αποζημίωσής τους εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, κυρίως όμως από τα διαθέσιμα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.
Αναμφίβολα, το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία των πολιτών του.
Αλλά η πατερναλιστική στήριξη προς τους πολίτες που έχουν ανάγκη θα πρέπει να παρέχεται με τρόπο που να προστατεύει τους φορολογούμενους.
Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η δημιουργία μιας επαρκώς ρυθμιζόμενης αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης για αυτούς τους κινδύνους, στην οποία η συμμετοχή θα είναι υποχρεωτική.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι όλα τα παραπάνω – οι συντάξεις, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές – είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και πιστεύω ότι τα έχω αναδείξει ως περιοχές που μπορούν να ωφεληθούν από τις συνέργειες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Εξυπακούεται ότι η συνεργασία αυτή δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τους βραχυπρόθεσμους στόχους της κάθε κυβέρνησης, αλλά να εντάσσεται σε ένα μακρόπνοο πλαίσιο εθνικής πολιτικής.
Επίσης είναι απαραίτητο οι όροι αυτής της συνεργασίας να είναι σαφείς σε όλους τους συμμετέχοντες και διαφανείς για τα μέλη και τους δικαιούχους του κάθε συστήματος.
Φυσικά, αυτά τα συστήματα θα πρέπει να ενισχυθούν με τη θέσπιση ελάχιστων προϋποθέσεων και υψηλών προτύπων λειτουργίας που θα πρέπει να πληρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να συμμετάσχουν.
Κατάλληλες διαδικασίες αδειοδότησης, αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης κινδύνων, καθώς και υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση από αναγνωρισμένο αρμόδιο οργανισμό, είναι αποτελεσματικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της πρόσβασης στην αγορά, τα οποία βεβαίως πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με τους συγκεκριμένους ρόλους που θα αναλάβει η ιδιωτική ασφάλιση».
Αξίζει να αναφερθεί ότι νωρίτερα, ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαναλάβει την άποψη ότι προϋπόθεση για την επιστροφή σε μια διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, χωρίς άλλη καθυστέρηση, και η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος.
«Αυτή είναι η σημερινή πρόκληση, καθώς η έντονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος, που δυσχεραίνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ενίοτε οδηγεί ακόμη και σε παλινδρομήσεις», σημείωσε.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών