Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

ΤτΕ: Απαραίτητη η άρση των capital controls - Επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις και τράπεζες

tags :
ΤτΕ: Απαραίτητη η άρση των capital controls - Επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις και τράπεζες
Η υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το 2017 θα συμβάλουν στην περαιτέρω ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης
Η ύπαρξη των capital controls αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Είναι συνεπώς απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών.
Αυτό αναφέρει στην έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας ότι οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.

Σε πορεία σταθεροποίησης το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

H σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης το 2016 μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και οι βελτιωτικές τροποποιήσεις των κεφαλαιακών περιορισμών συνέβαλαν στην καταγραφή εισροών καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ιδίως εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Συνολικά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2016 και Απριλίου 2017, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,5 δισεκ. ευρώ, με αποτέλεσμα το αντίστοιχο υπόλοιπο να διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 2017 σε 119 δισεκ. ευρώ.
Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους πραγματοποιήθηκαν εκροές καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Το 2016 και στις αρχές του 2017 όλα τα τραπεζικά επιτόκια υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους.
Σε ονομαστικούς όρους, ωστόσο, τα επιτόκια καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης αυξήθηκαν ελαφρά, εξέλιξη που είναι συνεπής με τη συνεχιζόμενη διεύρυνση του περιθωρίου διαμεσολάβησης λόγω των επισφαλειών, την
ίδια στιγμή που το κόστος δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υποχωρεί.
Παράλληλα, η πιστωτική συστολή φαίνεται να φθάνει στο τέλος της όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ενώ και ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά κοντεύει να μηδενιστεί.
Στη διάρκεια του 2016 και στις αρχές του 2017 οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά σε σημαντικό βαθμό και των εταιρικών ομολόγων, ακολούθησαν γενικά καθοδική πορεία, παρά τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.
Αντιστοίχως, ανοδική είναι η τάση που ακολουθούν τους τελευταίους τρεις μήνες οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Στις 8 Ιουνίου 2017 το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες διαμορφώθηκε στο ποσό των 44,2 δισεκ. ευρώ, έναντι 50,7 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2016.
Η μείωση του ανώτατου ορίου αντανακλά τις θετικές εξελίξεις στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, λαμβανομένων υπόψη των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.

Το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε κέρδη προ φόρων

Οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την εν γένει ευρωστία των τραπεζών υπήρξαν ευνοϊκές.
Το 2016 οι εγχώριες τράπεζες κατέγραψαν κέρδη προ φόρων, σε σύγκριση με ζημίες κατά τις αμέσως προηγούμενες χρονιές, ενώ μειώθηκε ελαφρώς το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκαν.
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν σημαντική αύξηση, λόγω ευνοϊκών εξελίξεων τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και σε εκείνο των εξόδων.
Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, η σημαντική αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων και η μείωση της προσφυγής των πιστωτικών ιδρυμάτων στην έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, που είχαν ως συνέπεια τη μείωση των εξόδων για τόκους.
Επίσης, η αυξημένη χρήση των τερματικών αποδοχής καρτών και η αποπληρωμή μέρους των ομολόγων του Πυλώνα ΙΙ του ν. 3723/2008 ενίσχυσαν τα καθαρά έσοδα από προμήθειες.
Τέλος, θετική επίδραση είχαν η καταγραφή έκτακτων κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις και η συγκράτηση του λειτουργικού κόστους.
Μετά από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις, οι τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη πριν από φόρους (39 εκατ. ευρώ) κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων έναντι επισφαλών απαιτήσεων.
Ωστόσο, τα συνολικά αποτελέσματα επηρεάστηκαν από ζημίες, οι οποίες αφορούσαν κυρίως αποεπένδυση των ελληνικών τραπεζών από θυγατρικές του εξωτερικού.

Μικρή υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων

Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α’ τρίμηνο του 2016.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισεκ. ευρώ (2015: 108 δισεκ. ευρώ).
Η βελτίωση αυτή ήταν αποτέλεσμα αφενός διαγραφών δανείων και αφετέρου του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, μετά από αναδιάρθρωση της οφειλής, να εξυπηρετούνται, αντισταθμίζοντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αποπληρωμές δανείων και τις εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 42,2% για τα στεγαστικά δάνεια, 45,0% για τα επιχειρηματικά και 54,2% για τα καταναλωτικά δάνεια.
Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).
Ειδικότερα όσον αφορά τις ενέργειες εκ μέρους των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, διαπιστώνεται διεύρυνση της προσφυγής σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (για παράδειγμα, επιμήκυνση της αποπληρωμής ή/και μείωση του επιτοκίου) και γενικότερα οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο προς την εκπλήρωση των τεθέντων επιχειρησιακών στόχων, ιδίως για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων.
Ανησυχητικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση.
Το πρώτο τρίμηνο του 2017, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων
(cure rate).
Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, φθάνοντας στο 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016.
Εφόσον όμως προστεθεί στις προβλέψεις και η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα.
Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί.
Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 16,9% (Δεκέμβριος 2015: 16,2%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%).
Η υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το 2017 θα συμβάλουν στην περαιτέρω ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, η οποία, σε συνδυασμό με τη δρομολογηθείσα χαλάρωση των περιορισμών, θα υποβοηθήσει την επιστροφή και άλλων καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και σε υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης.
Οι προαναφερθείσες αναμενόμενες εξελίξεις θα συμβάλουν σε ενίσχυση της προσφοράς και της ζήτησης τραπεζικής χρηματοδότησης.

Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων

Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν το 2015 για να ανακόψουν τις ισχυρές τάσεις φυγής κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε.
Ήταν ένα αναγκαίο μέτρο άμεσης παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Έκτοτε, και στο βαθμό που περιοριζόταν η αβεβαιότητα, χαλάρωσαν σταδιακά για να διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Οι περιορισμοί είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες πρέπει να αποτιμηθούν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, έχει αναλάβει τη δέσμευση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις αυτές και η σχετική μελέτη είναι υπό εκπόνηση.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα.
Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Είναι συνεπώς απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών.
Οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης