«Θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη καλύτερο εάν για παράδειγμα η Ελλάδα δρομολογούσε δύο ή τρεις εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις στο επόμενο διάστημα»
Στην εκτίμηση πως το τρέχον έτος «είναι αρκετά νωρίς» για να βγει η Ελλάδα στις διεθνείς χρηματαγορές προχώρησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος –την ίδια στιγμή– αναφέρθηκε με ιδιαίτερα επικριτικό ύφος για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και τα υπέρογκα πλεονάσματα που παρουσιάζουν τόσο στο εμπορικό, όσο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
«Θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη καλύτερο εάν για παράδειγμα η Ελλάδα δρομολογούσε δύο ή τρεις εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις στο επόμενο διάστημα.
Αυτό θα βοηθούσε περισσότερο για την έξοδο στις αγορές αργότερα», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Οικονομικών, μιλώντας στη Wall Street Journal.
Να σημειωθεί ότι ο κ. Στουρνάρας δεν έχει τοποθετηθεί δημοσίως μετά τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών, στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017.
Περί αυτού, ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για έλλειψη σαφήνειας σε ότι αφορά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, καθώς «χωρίς μια συμφωνία για την ελάφρυνση θα μπορούσε να υπάρξει νέα διάσωση.
Εάν οι εταίροι της Ελλάδας δεν καταφέρουν να αποσαφηνίσουν τη θέση τους για το χρέος και εάν η Ελλάδα δεν μπορέσει να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές με λογικά επιτόκια εξαιτίας αυτού, τότε φοβάμαι ότι θα είναι αναπόφευκτο άλλο ένα πρόγραμμα διάσωσης.
Αλλά κανείς δεν το θέλει αυτό».
Βέβαια, σημείωσε όπως η συμφωνία θα βοηθήσει να μειωθεί η αβεβαιότητα για τους επενδυτές και να ενθαρρυνθούν οι καταθέτες να τοποθετήσουν περισσότερα χρήματα στις ελληνικές τράπεζες.
Ταυτόχρονα, απηύθυνε κάλεσμα στην κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς, όπως εκτιμά, αυτό θα βοηθήσει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Στα της Ευρωζώνης, έστρεψε τα «βέλη» του στο Βορρά και ειδικότερα στις χώρες – δανειστές της Ελλάδας –όπως η Γερμανία– τονίζοντας πως με τα υπέρογκα πλεονάσματα στο εμπορικό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, «θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης».
Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ο κεντρικός τραπεζίτη, «αύξαναν τα πλεονάσματά τους την περίοδο που άλλοι προσπαθούσαμε (σσ: η Ελλάδα) να μειώσουμε τα ελλείμματά μας».
Η Wall Street Journal, στο σχετικό της δημοσίευμα, επισημαίνει πως «μετά από πολύμηνη καθυστέρηση, η ελληνική κυβέρνηση έκλεισε μια συμφωνία τον Ιούνιο 2017 με τους διεθνείς πιστωτές της η οποία περιλαμβάνει την ελάχιστη δυνατή ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματός της το 2018, αλλά αναβάλλει τυχόν τελικές αποφάσεις.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας αναμένεται να λήξει τον Αύγουστο του 2018 και στη συνέχεια η χώρα θα χρειαστεί να συγκεντρώσει χρήματα από ιδιώτες επενδυτές ή να επιστρέψει στους πιστωτές του δημόσιου τομέα για ένα νέο σχέδιο διάσωσης.
Οι επενδυτές πιθανότατα θα ζητούσαν απόδοση περίπου 5% ετησίως, πολύ περισσότερο από ό, τι η Αθήνα πληρώνει τους πιστωτές της στο πλαίσιο των συμφωνιών διάσωσης».
Ο 60χρονος κ. Στουρνάρας, ο οποίος ανέλαβε το αξίωμα του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της χώρας το 2014, υπερασπίστηκε εκ νέου την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση του ευρώ, αλλά παρότρυνε τους ισχυρούς εξαγωγείς –όπως η Γερμανία– να πραγματοποιήσουν οικονομικές αναθεωρήσεις, με στόχο την ενίσχυση των εισαγωγών και των επενδύσεων:
«Κανείς δεν λέει στη Γερμανία να μειώσει τις εξαγωγές της».
Η αμερικανική εφημερίδα σχολιάζει σε αυτό το σημείο πως ο κ. Στουρνάρας έπρεπε να επιβάλει ένα ευρύ φάσμα περικοπών λιτότητας και οικονομικών αναθεωρήσεων ως υπουργός Οικονομικών, συμπεριλαμβανομένου ενός οδυνηρού φόρου ακίνητης περιουσίας (σσ: ΕΝΦΙΑ), που σύμφωνα με πολλούς οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία να χάσει τις εκλογές.
Από την άφιξη στην εξουσία το 2015, το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και ο ηγέτης του, κ. Αλέξης Τσίπρας, αγωνίστηκαν να συνεργαστούν με τον επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, ο οποίος επέκρινε την απροθυμία του κόμματος να εφαρμόσει τους όρους του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας.
Η κόντρα κλιμακώθηκε το 2016, όταν η αστυνομία έψαξε εκτενώς επιχείρηση που ανήκε στη σύζυγο του κ. Στουρνάρα.
Οι εντάσεις έχουν χαλαρώσει από τότε.
Ο κ. Στουρνάρας είπε επίσης πως η Ε.Κ.Τ. θα μπορούσε ακόμα να αλλάξει γνώμη και να συζητήσει την ένταξη της χώρας στο QE το 2017, με την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και οι πιστωτές θα καταλήξουν σε συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους.
Για το πρόγραμμα του QE συνολικά, ο κ. Στουρνάρας δεν προεξόφλησε ένα απότομο tapering.
«Νομίζω ότι οι αγορές υπερ-αντιδρούν.
Δεν πρέπει να υπονομεύσουμε την ανάκαμψη κάνοντας βιαστικές κινήσεις, και δεν υπάρχει καμία ανάγκη γι 'αυτό.
Ο πυρήνας του πληθωρισμού δεν αυξάνεται, δεν βλέπουμε επίσης προβλήματα χρηματοπιστωτικής αστάθειας».
Βέβαια, ο κ. Στουρνάρας τόνισε τους συνεχιζόμενους οικονομικούς κινδύνους, όπως οι χαμηλότερες τιμές των βασικών προϊόντων και το ασθενέστερο δολάριο, το οποίο πλήττει μεγάλους εξαγωγείς της ευρωζώνης.
www.bankingnews.gr
«Θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη καλύτερο εάν για παράδειγμα η Ελλάδα δρομολογούσε δύο ή τρεις εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις στο επόμενο διάστημα.
Αυτό θα βοηθούσε περισσότερο για την έξοδο στις αγορές αργότερα», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Οικονομικών, μιλώντας στη Wall Street Journal.
Να σημειωθεί ότι ο κ. Στουρνάρας δεν έχει τοποθετηθεί δημοσίως μετά τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών, στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017.
Περί αυτού, ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για έλλειψη σαφήνειας σε ότι αφορά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, καθώς «χωρίς μια συμφωνία για την ελάφρυνση θα μπορούσε να υπάρξει νέα διάσωση.
Εάν οι εταίροι της Ελλάδας δεν καταφέρουν να αποσαφηνίσουν τη θέση τους για το χρέος και εάν η Ελλάδα δεν μπορέσει να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές με λογικά επιτόκια εξαιτίας αυτού, τότε φοβάμαι ότι θα είναι αναπόφευκτο άλλο ένα πρόγραμμα διάσωσης.
Αλλά κανείς δεν το θέλει αυτό».
Βέβαια, σημείωσε όπως η συμφωνία θα βοηθήσει να μειωθεί η αβεβαιότητα για τους επενδυτές και να ενθαρρυνθούν οι καταθέτες να τοποθετήσουν περισσότερα χρήματα στις ελληνικές τράπεζες.
Ταυτόχρονα, απηύθυνε κάλεσμα στην κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς, όπως εκτιμά, αυτό θα βοηθήσει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Στα της Ευρωζώνης, έστρεψε τα «βέλη» του στο Βορρά και ειδικότερα στις χώρες – δανειστές της Ελλάδας –όπως η Γερμανία– τονίζοντας πως με τα υπέρογκα πλεονάσματα στο εμπορικό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, «θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης».
Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ο κεντρικός τραπεζίτη, «αύξαναν τα πλεονάσματά τους την περίοδο που άλλοι προσπαθούσαμε (σσ: η Ελλάδα) να μειώσουμε τα ελλείμματά μας».
Η Wall Street Journal, στο σχετικό της δημοσίευμα, επισημαίνει πως «μετά από πολύμηνη καθυστέρηση, η ελληνική κυβέρνηση έκλεισε μια συμφωνία τον Ιούνιο 2017 με τους διεθνείς πιστωτές της η οποία περιλαμβάνει την ελάχιστη δυνατή ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματός της το 2018, αλλά αναβάλλει τυχόν τελικές αποφάσεις.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας αναμένεται να λήξει τον Αύγουστο του 2018 και στη συνέχεια η χώρα θα χρειαστεί να συγκεντρώσει χρήματα από ιδιώτες επενδυτές ή να επιστρέψει στους πιστωτές του δημόσιου τομέα για ένα νέο σχέδιο διάσωσης.
Οι επενδυτές πιθανότατα θα ζητούσαν απόδοση περίπου 5% ετησίως, πολύ περισσότερο από ό, τι η Αθήνα πληρώνει τους πιστωτές της στο πλαίσιο των συμφωνιών διάσωσης».
Ο 60χρονος κ. Στουρνάρας, ο οποίος ανέλαβε το αξίωμα του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της χώρας το 2014, υπερασπίστηκε εκ νέου την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση του ευρώ, αλλά παρότρυνε τους ισχυρούς εξαγωγείς –όπως η Γερμανία– να πραγματοποιήσουν οικονομικές αναθεωρήσεις, με στόχο την ενίσχυση των εισαγωγών και των επενδύσεων:
«Κανείς δεν λέει στη Γερμανία να μειώσει τις εξαγωγές της».
Η αμερικανική εφημερίδα σχολιάζει σε αυτό το σημείο πως ο κ. Στουρνάρας έπρεπε να επιβάλει ένα ευρύ φάσμα περικοπών λιτότητας και οικονομικών αναθεωρήσεων ως υπουργός Οικονομικών, συμπεριλαμβανομένου ενός οδυνηρού φόρου ακίνητης περιουσίας (σσ: ΕΝΦΙΑ), που σύμφωνα με πολλούς οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία να χάσει τις εκλογές.
Από την άφιξη στην εξουσία το 2015, το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και ο ηγέτης του, κ. Αλέξης Τσίπρας, αγωνίστηκαν να συνεργαστούν με τον επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, ο οποίος επέκρινε την απροθυμία του κόμματος να εφαρμόσει τους όρους του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας.
Η κόντρα κλιμακώθηκε το 2016, όταν η αστυνομία έψαξε εκτενώς επιχείρηση που ανήκε στη σύζυγο του κ. Στουρνάρα.
Οι εντάσεις έχουν χαλαρώσει από τότε.
Ο κ. Στουρνάρας είπε επίσης πως η Ε.Κ.Τ. θα μπορούσε ακόμα να αλλάξει γνώμη και να συζητήσει την ένταξη της χώρας στο QE το 2017, με την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και οι πιστωτές θα καταλήξουν σε συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους.
Για το πρόγραμμα του QE συνολικά, ο κ. Στουρνάρας δεν προεξόφλησε ένα απότομο tapering.
«Νομίζω ότι οι αγορές υπερ-αντιδρούν.
Δεν πρέπει να υπονομεύσουμε την ανάκαμψη κάνοντας βιαστικές κινήσεις, και δεν υπάρχει καμία ανάγκη γι 'αυτό.
Ο πυρήνας του πληθωρισμού δεν αυξάνεται, δεν βλέπουμε επίσης προβλήματα χρηματοπιστωτικής αστάθειας».
Βέβαια, ο κ. Στουρνάρας τόνισε τους συνεχιζόμενους οικονομικούς κινδύνους, όπως οι χαμηλότερες τιμές των βασικών προϊόντων και το ασθενέστερο δολάριο, το οποίο πλήττει μεγάλους εξαγωγείς της ευρωζώνης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών