Όπως τόνισε ο Ν. Καραμούζης, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ
Η Ελλάδα διαθέτει σταθερό και αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα, τόνισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νικόλαος Καραμούζης, κατά την ομιλία του
στο Συνέδριο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου με θέμα «Η Επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας: Επενδύσεις-Καινοτομία-Ανάπτυξη».
Όσον αφορά τα επισφαλή δάνεια των τραπεζών, ο πρόεδρος της ΕΕΤ σημείωσε ότι ανέρχονται σε 100 δισ. ευρώ.
Όπως τόνισε ο Ν. Καραμούζης, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΤ, η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας θα είναι υποτονική, αν δεν συνοδευτεί από ξένες επενδύσεις.
«Η κινητήριο δύναμης επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη θα είναι ο ιδιωτικό τομέας», υπογράμμισε ο Νίκος Καραμούζης, κάνοντας λόγο για μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης, εφόσον συνοδευτεί από επενδύσεις και εξωστρέφεια.
Ειδικότερα για τις γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, εκτίμησε ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο ενίσχυσης.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διαμορφώσει μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση κατά τα καλύτερα διεθνή πρότυπα, διατηρούν υψηλούς βασικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, που βελτιώνονται οργανικά τα τελευταία τρίμηνα, ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
Επίσης επισήμανε ότι οι ελληνικές τράπεζες βελτιώνουν τις συνθήκες ρευστότητας και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και σταθεροποίησαν το ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων με τάσεις αποκλιμάκωσης το τελευταίο τρίμηνο.
Όλοι οι σώφρονες και καλοπροαίρετοι άνθρωποι κατανοούν ότι το πρόβλημα των NPEs/NPLs είναι μεγάλο και δεν μπορεί να λυθεί «εν μια νυκτί».
Χρειάζεται χρόνος, δέσμευση στην επίτευξη των στόχων, στενότερη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, δίκαιη μεταχείριση των πελατών και καμία επιείκεια για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Καραμούζης.
Έχουμε μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις που δημιουργεί η υποχρέωση συμμόρφωσης στο νέο κανονιστικό πλαίσιο (π.χ. IFRS9), τα stress tests, αλλά και οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό χώρο, που καθιστούν επιτακτική ανάγκη το ριζικό μετασχηματισμό, ως συνθήκη επιβίωσης.
Θα τις αντιμετωπίσουμε από θέση ισχύος και με γνώμονα τα συμφέροντα των μετόχων μας, των καταθετών μας, των πελατών μας, του προσωπικού μας και της ελληνικής οικονομίας που χρειάζεται ένα εύρωστο και ισχυρό τραπεζικό σύστημα, πυλώνα χρηματοδότησης της ανάπτυξης και στήριξης των πελατών, τόνισε ο πρόεδρος της ΕΕΤ και της Eurobank.
Η ομιλία του Ν. Καραμούζη
Κύριε Πρόεδρε και κύριε Γενικέ Διευθυντή του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου,
Κύριε Πρόεδρε της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
Κύριοι εκπρόσωποι των Τραπεζών και Φορέων,
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να απευθυνθώ στο φετινό συνέδριο Capital and Vision και όλους εσάς που μας τιμάτε με την παρουσία σας.
Η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οχτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής.
Ωστόσο, πρόσφατα και ιδιαίτερα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του Τρίτου Προγράμματος Στήριξης διαφαίνεται ότι, οι συνθήκες στις αγορές και στην οικονομία βελτιώνονται, και το επενδυτικό ενδιαφέρον, εγχώριο και διεθνές, αυξάνεται.
Πλέουμε σε ηρεμότερα νερά.
Μετά από χρόνια οικονομικής δυσπραγίας έχουμε την ευκαιρία να οργανώσουμε την έξοδο μας από την κρίση και την επιστροφή μας σε διατηρήσιμους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αρκεί να αναλάβουμε πειστικές και ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής.
Κυρίες και κύριοι,
παρά το άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής και την πρόοδο που έχει συντελεστεί
η χώρα παραμένει ακόμα σε καθεστώς Μνημονίου μετά από οκτώ χρόνια, σε μία παγίδα αργά βελτιούμενης οικονομικής ανάκαμψης και δεν έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο της οικονομικής στασιμότητας.
H Ελλάδα, για παράδειγμα, παρ’ ότι έχει υλοποιήσει πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή και έχει βελτιώσει ταχύτερα τους δείκτες ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Πορτογαλία, για να δανειστεί διεθνώς
συνεχίζει να πληρώνει 2,5% ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα πριμ κινδύνου σε σχέση με την τελευταία,
να μην έχει ακόμη απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, και να αξιολογείται από τους διεθνείς οίκους 5 ή 6 βαθμίδες χειρότερα στη διεθνή πιστοληπτική διαβάθμιση σε σύγκριση ξανά με την Πορτογαλία.
Τίθενται λοιπόν τα εύλογα ερωτήματα:
γιατί οι διεθνείς αγορές, οι πολίτες, οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές συνεχίζουν να έχουν σημαντικό βαθμό προβληματισμού για την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
Το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο έντονο αν αναλογιστούμε ότι σταδιακά διαμορφώνονται στη χώρα μια σειρά από χαρακτηριστικά που, υπό προϋποθέσεις καθιστούν την Ελλάδα έναν ελκυστικό προορισμό για ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις, αλλά και για επιταχυνόμενη παραγωγική δραστηριότητα.
Να αναφερθώ εν τάχει στα 12 κυριότερα πλεονεκτήματα:
1. η Ελλάδα είναι μια χώρα δημοκρατική και ειρηνική,
μια κοινωνία ανοικτή,
με μοναδική γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση,
με μεγάλη ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά,
θεσμική και πολιτική σταθερότητα που εγγυάται η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και σε όλους τους άλλους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς.
2. Ο πολιτικός κίνδυνος της χώρας μειώνεται καθώς όλοι οι δυνητικοί συμμέτοχοι σε κυβερνητικά σχήματα, η συντριπτική πλειοψηφία του κοινοβουλίου και η κοινωνική πλειοψηφία αποδέχονται ή δεν αμφισβητούν την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Και παράλληλα η κοινωνία φαίνεται ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικών επενδύσεων, με αρνητική άποψη για τον οικονομικό ρόλο του κράτους.
3. Η χώρα διαθέτει συναλλαγματική, τραπεζική και νομισματική σταθερότητα που διασφαλίζεται από την ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),
4. Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα που διασφαλίζεται βάσει του Ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης και ιδιαίτερα για την Ελλάδα μέσω και των πρόσφατων συμφωνιών με τους πιστωτές.
5. Η χώρα διαθέτει εξειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό και ανταγωνιστικό κόστος εργασίας.
6. Η σημαντική μείωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ακινήτων και κινητών αξιών την τελευταία δεκαετία δημιουργεί ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες.
7. Το εν εξελίξει μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
8. Οι συνθήκες ρευστότητας και σταθερότητας στον τραπεζικό τομέα βελτιώνονται σταδιακά και οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να μειώσουν το σημαντικό ύψος επισφαλών δανείων περίπου €100 δισ., η διαχείριση και η εξυγίανση των οποίων απαιτεί σημαντικά εγχώρια και ξένα ίδια και δανειακά ιδιωτικά κεφαλαία.
9. Η χώρα έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, σε κρίσιμους θεσμούς και, σε μικρότερο βαθμό στην αγορά προϊόντων.
10. Σημαντικοί χρηματοοικονομικοί πόροι είναι διαθέσιμοι από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία ύψους € 36 δις για την Ελλάδα, για την περίοδο 2014-2020 και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που κατευθύνονται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων.
11. Έχουν ήδη γίνει σημαντικές επενδύσεις αναβάθμισης των υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικοί άξονες, σιδηρόδρομος) και πλήθος άλλων που βρίσκονται σε εξέλιξη, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό πλαίσιο για προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και παραγωγική δραστηριότητα.
12. Έχει διασφαλιστεί η ανεξάρτητη διαχείριση των δημοσίων εσόδων και της δημόσιας περιουσίας, με τη δημιουργία και λειτουργία ανεξάρτητων οργανισμών ή αρχών.
Αν όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα βελτιούμενο πλαίσιο για επενδύσεις και παραγωγική δραστηριότητα, τι μας κρατάει δέσμιους στη στασιμότητα και δε βιώνουμε μια επιστροφή σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά;
Κυρίες και Κύριοι,
Aν και έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος για την εξάλειψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη δημιουργία ενός καλύτερου επενδυτικού και παραγωγικού κλίματος, στην Ελλάδα, κυρίως λόγω του μεγέθους των προβλημάτων που μας κληροδότησε η κρίση, διαφαίνεται ότι, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ένα τεράστιο επενδυτικό και παραγωγικό άλμα, ένα μεταρρυθμιστικό και επενδυτικό σοκ, με σημαντικές τομές και πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής.
Θα αναφερθώ πρώτα συνοπτικά στις κοινά (νομίζω) αποδεκτές προϋποθέσεις, εξόδου από την κρίση και επιστροφής σε επενδυτική & παραγωγική ανάκαμψη.
Πρώτον, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών απαιτεί την επιστροφή της χώρας σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, επί τουλάχιστον μία δεκαετία. Άρα, επιστροφή σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής.
Δεύτερον, η βασική κινητήριος δύναμη της επιστροφής της χώρας στην ανάπτυξη θα είναι ο ιδιωτικός τομέας, διότι ο δημόσιος τομέας υπόκειται σε αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά κυρίως διότι το κράτος επιχειρηματίας πέθανε με την κρίση και επιπλέον ο δημόσιος τομέας νοσεί σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, οργάνωσης, νοοτροπίας και διοίκησης, είναι κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικός, αποτελώντας τροχοπέδη στον υγιή μετασχηματισμό της οικονομίας.
Τρίτον, η ιδιωτική κατανάλωση προσεγγίζοντας το 70% του ΑΕΠ σήμερα, ύψος ρεκόρ στην ευρωζώνη, δεν προσφέρει αναπτυξιακή δυναμική ενώ η δημόσια κατανάλωση λόγω των περιοριστικών δημοσιονομικών κανόνων δεν έχει περιθώρια περαιτέρω αύξησης.
Ως εκ τούτου, η αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση οφείλει να στηριχθεί κυρίως στις ιδιωτικές επενδύσεις, τις εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών και την τεχνολογική αναβάθμιση των παραγωγικών υποδομών.
Ενδεικτικά να αναφέρω ότι, με πρόχειρους υπολογισμούς, χρειαζόμαστε γύρω στα € 75-80δισ. καθαρών επενδύσεων για να επιστρέψουμε στα επίπεδα ΑΕΠ του 2010.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο 30% του ΑΕΠ σήμερα, από 19% το 2009 βελτιώθηκε κυρίως λόγω της κάθετης πτώσης του ΑΕΠ, υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου της ευρωζώνης που είναι στο 45%, παραμένουμε δηλαδή ακόμα μια σχετικά κλειστή οικονομία.
Τέταρτον, χρειαζόμαστε σημαντικές εισροές ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων, καθώς
η συνολική εγχώρια αποταμίευση έχει καταρρεύσει στο 10% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 23% στην ευρωζώνη.
Το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει στενότητα, κενό ρευστότητας, με τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα να υπερβαίνουν το υπόλοιπο των καταθέσεων κατά €65 δισ. περίπου, κυρίως λόγω της φυγής καταθέσεων ύψους €124 δισ. κατά τη διάρκεια της κρίσης.
και η τραπεζική χρηματοδότηση ακολουθεί πτωτική πορεία.
Συνεπώς, χωρίς την προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων και εισροών κεφαλαίων, η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας θα παραμείνει υποτονική, χωρίς οξυγόνο, ρευστότητα και δυναμική.
Άρα, η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας θα πρέπει να εμπεριέχει και τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ελκυστικού πλαισίου για την προσέλκυση σημαντικών ξένων μεγάλων επενδύσεων και κεφαλαίων, συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Απαιτείται πρωτίστως σταθερό θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον και φορολογικά κίνητρα και υπεραποσβέσεις, αλλά και σύγχρονες υποδομές προσέλκυσης και υλοποίησης επενδύσεων.
Ενδεικτικά μόνο να αναφέρω ένα παράδειγμα απαιτούμενης μεταρρύθμισης. Η διαχείριση των τριών φορέων “Enterprise in Greece”, ΕΟΤ και “One Stop Shop” να τεθεί υπό ενιαία πολιτική εποπτεία, να χάσει το δημόσιο χαρακτήρα της και να αποτελέσει τη δημιουργική σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Στόχος να μετασχηματιστούν σε σύγχρονους θεσμούς προσέλκυσης και υλοποίησης ξένων επενδύσεων και προώθησης της εικόνας και των επενδυτικών και παραγωγικών ευκαιριών στην Ελλάδα.
Επίσης, η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αξιοποίησης της δημόσιας γης σε επιλεγμένες περιοχές και με προεγκεκριμένες χρήσεις και άδειες λειτουργίας θα βοηθούσε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Σήμερα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις περιορίζονται κατά μέσο όρο στο εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό 1,5% του ΑΕΠ, όταν κάποιες χώρες έχουν ξένες άμεσες επενδύσεις ως και 8% του αντίστοιχου ΑΕΠ.
Αλλά, αν υποθέσουμε ότι ικανοποιούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, τελικά τι μας κρατάει πίσω; Ποιοι παράγοντες αποτρέπουν το ξεκίνημα μιας δυναμικής αναπτυξιακής ώθησης;
Μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων και προκλήσεων συνθέτουν κατά τη γνώμη μου τα μεγάλα εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν και να αποτελέσουν τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής.
Πρώτον, χρειαζόμαστε μια γενναία και ουσιαστική δημοσιονομική, φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση και εδραίωση της φορολογικής σταθερότητας μέσω νομοθετικής δέσμευσης, εγκεκριμένη από ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η δημοσιονομική μεταρρύθμιση θα συμπεριλαμβάνει:
χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές,
χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές,
δραστικό περιορισμό της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης,
μείωση των δημοσίων δαπανών και της σπατάλης,
αύξηση των δημοσίων επενδύσεων,
βιώσιμη αναδιάρθρωση του Δημόσιου Χρέους και του ασφαλιστικού, και
περιορισμό των εξοντωτικών μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Παρά την πρόοδο που σημειώνεται πρόσφατα, στον τομέα της φοροδιαφυγής έχει έρθει η ώρα να αναλάβουμε ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες.
Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να καθιερώσουμε ότι:
- όλες οι συναλλαγές και πληρωμές των επιχειρήσεων να γίνονται μόνο με ηλεκτρονικά μέσα και οι μισθοδοσίες και οι ασφαλιστικές εισφορές να πληρώνονται υποχρεωτικά μέσω Τραπεζών για κάθε νομική υπόσταση επιχειρηματικής δράσης, καμία συναλλαγή σε μετρητά. Ουσιαστικά θέτουμε, μετά από μία μεταβατική περίοδο, τέλος στη χρήση μετρητών από όλες τις επιχειρήσεις.
Δεύτερον, πειστική διασφάλιση της διαχρονικής δημοσιονομικής σταθερότητας ως σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό αγαθό, με εισαγωγή δεσμευτικών διατάξεων στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση αναφορικά με το ανώτατο ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του Δημόσιου Χρέους με στόχο τη διαχρονική διασφάλιση της αξιοπιστίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Τρίτον, η βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, της συνέπειας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών, διότι αποτελούν κομβικές παραμέτρους μιας επιτυχούς και αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής.
Ατυχώς, τα τελευταία χρόνια η χώρα με τη συμπεριφορά της (π.χ. απουσία πολιτικών συναινέσεων γύρω από τις μεταρρυθμίσεις, το έλλειμα ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων, οι παλινδρομήσεις και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, το «παιχνίδι με τη δραχμή») δεν κατόρθωσε η χώρα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να διαμορφώσει συνθήκες αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής με αποτέλεσμα,
το υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής και η καθυστέρηση εξόδου από την κρίση,
Οι συνθήκες σήμερα σαφώς βελτιώνονται, αλλά απέχουμε πολύ από την πλήρη ανάκτηση της αξιοπιστίας που χάνεται εύκολα αλλά ανακτάται δύσκολα και βάσει μετρήσιμης προόδου.
Τέταρτον, μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και εξοντωτικές υποχρεώσεις για δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα 5 χρόνια.
H εκτίμηση μη βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους δεν μπορεί να επικρέμαται πάνω από την οικονομία, να είμαστε δέσμιοι αυτού του προβληματισμού των αγορών και συνεχώς να τροφοδοτούνται αβεβαιότητες. Πρέπει να υπάρξει πειστική λύση εντός του 2018.
Παράλληλα, πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε με τους πιστωτές, έναντι δέσμευσης επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, τη μείωση της υποχρέωσης για δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2023, σε 2% ετησίως, ένας ρεαλιστικός στόχος, φιλικός για την ανάπτυξη, που τον αποδέχεται και το ΔΝΤ.
Πέμπτον, παρά τη σημαντική βελτίωση που καταγράφεται στις συνθήκες λειτουργίας των τραπεζών, η αποκατάσταση της κανονικότητας και της σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ιδιαίτερα η αποκατάσταση της ικανότητας του τραπεζικού συστήματος, να χρηματοδοτεί την οικονομία και την ανάπτυξη με ανταγωνιστικούς όρους και να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Είναι κομβική αλλαγή για την ώθηση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Είμαι βέβαιος ότι,
Με υψηλά επιτόκια,
αρνητική πιστωτική επέκταση,
περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές,
περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, και
υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων,
η ανάπτυξη θα παραμένει αναιμική.
Έκτον, σημαντική μεταρρύθμιση του Δημοσίου Τομέα εν γένει και της Δημόσιας Διοίκησης ειδικότερα, που είναι γραφειοκρατική και αναποτελεσματική, μη φιλική προς το ιδιωτικό επιχειρείν και τις επενδύσεις, ο μεγάλος ασθενής της οικονομικής ζωής της χώρας και ανασχετικός παράγοντας για την αναπτυξιακή προοπτική.
Έβδομον, η διαμόρφωση ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για παραγωγικές δραστηριότητες και η διαμόρφωση ενός ελκυστικού πλαισίου για την προσέλκυση σημαντικών ξένων και εγχώριων επενδύσεων.
Όλοι γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Έχουν χιλιο-συζητηθεί, αλλά ριζική λύση δεν έχει υλοποιηθεί.
Από την αδειοδότηση και λειτουργία των επιχειρήσεων στο χωροταξικό σχεδιασμό, τις χρήσεις γης, τις περιβαλλοντικές διατάξεις,
Από την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και τις μη μισθολογικές επιβαρύνσεις των αμοιβών, στη φορολογική αστάθεια και πολυπλοκότητα,
Από την αντιεπενδυτική κουλτούρα που χαρακτηρίζει τμήμα των δημόσιων λειτουργών μέχρι τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά.
Όγδοον, διεύρυνση και επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων και συμμετοχών του δημοσίου.
Κρίσιμη μεταβλητή για την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των αγορών στη δέσμευσή μας να εξυγιάνουμε την Ελληνική οικονομία.
Κυρίες και Κύριοι,
Κλείνοντας να αναφερθώ στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Λέγονται και ακούγονται πολλά.
Οι συνθήκες και οι επιδόσεις τους ελληνικού τραπεζικού συστήματος βελτιώνονται σταθερά.
Έχουμε άριστη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, τους μόνους αρμόδιους να αξιολογήσουν τη χρηματοοικονομική υγεία και κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Σήμερα, υπάρχει πλήρης συμμόρφωση των Ελληνικών τραπεζών με τις υποχρεώσεις του νέου, αυστηρότερου και απαιτητικότερου εποπτικού πλαισίου που διαμορφώνει η ΕΚΤ, ο SSM και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Παρά το κλίμα αβεβαιότητας, την οικονομική στασιμότητα και τη διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων,
Οι ελληνικές τράπεζες
έχουν διαμορφώσει μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση κατά τα καλύτερα διεθνή πρότυπα,
διατηρούν υψηλούς βασικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, που βελτιώνονται οργανικά τα τελευταία τρίμηνα,
Βελτιώνουν τις συνθήκες ρευστότητας και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, όπως πιστοποιείται:
από την πρόσφατη έκδοση καλυμμένων ομολογιών,
τη σταδιακή επιστροφή καταθέσεων,
το σημαντικό ύψος των repos που έχουν συνάψει στις διεθνείς αγορές, και
την εντυπωσιακή μείωση της εξάρτησής τους για χρηματοδότηση από τον ELA.
Σταθεροποίησαν το ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων με τάσεις αποκλιμάκωσης το τελευταίο τρίμηνο, και έχουν δεσμευθεί σ’ ένα σημαντικό τριετές πρόγραμμα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ύψους σήμερα € 102 δισ., κατά 38% ή € 40δισ. που υλοποιείται με συνέπεια, ιδιαίτερα τώρα που υπάρχει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, το απόθεμα προβλέψεων ύψους € 53δισ. που έχει ήδη σχηματιστεί προσφέρει ένα ικανοποιητικό δείκτη κάλυψης επισφαλειών με βάση τα διεθνή δεδομένα.
Όλοι οι σώφρονες και καλοπροαίρετοι άνθρωποι κατανοούν ότι το πρόβλημα των NPEs/NPLs είναι μεγάλο και δεν μπορεί να λυθεί «εν μια νυκτί».
Χρειάζεται χρόνος, δέσμευση στην επίτευξη των στόχων, στενότερη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, δίκαιη μεταχείριση των πελατών και καμία επιείκεια για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Έχουμε μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις που δημιουργεί η υποχρέωση συμμόρφωσης στο νέο κανονιστικό πλαίσιο (π.χ. IFRS9),
τα stress tests, αλλά και οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό χώρο, που καθιστούν επιτακτική ανάγκη το ριζικό μετασχηματισμό, ως συνθήκη επιβίωσης.
Θα τις αντιμετωπίσουμε από θέση ισχύος και με γνώμονα τα συμφέροντα των μετόχων μας, των καταθετών μας, των πελατών μας, του προσωπικού μας και της ελληνικής οικονομίας που χρειάζεται ένα εύρωστο και ισχυρό τραπεζικό σύστημα, πυλώνα χρηματοδότησης της ανάπτυξης και στήριξης των πελατών.
Πάνω απ’ όλα όμως για ν’ αντιμετωπίσουμε της προκλήσεις, χρειαζόμαστε καλό οικονομικό κλίμα, πολιτική σταθερότητα, ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
www.bankingnews.gr
στο Συνέδριο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου με θέμα «Η Επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας: Επενδύσεις-Καινοτομία-Ανάπτυξη».
Όσον αφορά τα επισφαλή δάνεια των τραπεζών, ο πρόεδρος της ΕΕΤ σημείωσε ότι ανέρχονται σε 100 δισ. ευρώ.
Όπως τόνισε ο Ν. Καραμούζης, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΤ, η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας θα είναι υποτονική, αν δεν συνοδευτεί από ξένες επενδύσεις.
«Η κινητήριο δύναμης επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη θα είναι ο ιδιωτικό τομέας», υπογράμμισε ο Νίκος Καραμούζης, κάνοντας λόγο για μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης, εφόσον συνοδευτεί από επενδύσεις και εξωστρέφεια.
Ειδικότερα για τις γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, εκτίμησε ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο ενίσχυσης.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διαμορφώσει μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση κατά τα καλύτερα διεθνή πρότυπα, διατηρούν υψηλούς βασικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, που βελτιώνονται οργανικά τα τελευταία τρίμηνα, ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
Επίσης επισήμανε ότι οι ελληνικές τράπεζες βελτιώνουν τις συνθήκες ρευστότητας και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και σταθεροποίησαν το ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων με τάσεις αποκλιμάκωσης το τελευταίο τρίμηνο.
Όλοι οι σώφρονες και καλοπροαίρετοι άνθρωποι κατανοούν ότι το πρόβλημα των NPEs/NPLs είναι μεγάλο και δεν μπορεί να λυθεί «εν μια νυκτί».
Χρειάζεται χρόνος, δέσμευση στην επίτευξη των στόχων, στενότερη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, δίκαιη μεταχείριση των πελατών και καμία επιείκεια για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Καραμούζης.
Έχουμε μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις που δημιουργεί η υποχρέωση συμμόρφωσης στο νέο κανονιστικό πλαίσιο (π.χ. IFRS9), τα stress tests, αλλά και οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό χώρο, που καθιστούν επιτακτική ανάγκη το ριζικό μετασχηματισμό, ως συνθήκη επιβίωσης.
Θα τις αντιμετωπίσουμε από θέση ισχύος και με γνώμονα τα συμφέροντα των μετόχων μας, των καταθετών μας, των πελατών μας, του προσωπικού μας και της ελληνικής οικονομίας που χρειάζεται ένα εύρωστο και ισχυρό τραπεζικό σύστημα, πυλώνα χρηματοδότησης της ανάπτυξης και στήριξης των πελατών, τόνισε ο πρόεδρος της ΕΕΤ και της Eurobank.
Η ομιλία του Ν. Καραμούζη
Κύριε Πρόεδρε και κύριε Γενικέ Διευθυντή του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου,
Κύριε Πρόεδρε της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
Κύριοι εκπρόσωποι των Τραπεζών και Φορέων,
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να απευθυνθώ στο φετινό συνέδριο Capital and Vision και όλους εσάς που μας τιμάτε με την παρουσία σας.
Η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οχτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής.
Ωστόσο, πρόσφατα και ιδιαίτερα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του Τρίτου Προγράμματος Στήριξης διαφαίνεται ότι, οι συνθήκες στις αγορές και στην οικονομία βελτιώνονται, και το επενδυτικό ενδιαφέρον, εγχώριο και διεθνές, αυξάνεται.
Πλέουμε σε ηρεμότερα νερά.
Μετά από χρόνια οικονομικής δυσπραγίας έχουμε την ευκαιρία να οργανώσουμε την έξοδο μας από την κρίση και την επιστροφή μας σε διατηρήσιμους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αρκεί να αναλάβουμε πειστικές και ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής.
Κυρίες και κύριοι,
παρά το άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής και την πρόοδο που έχει συντελεστεί
η χώρα παραμένει ακόμα σε καθεστώς Μνημονίου μετά από οκτώ χρόνια, σε μία παγίδα αργά βελτιούμενης οικονομικής ανάκαμψης και δεν έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο της οικονομικής στασιμότητας.
H Ελλάδα, για παράδειγμα, παρ’ ότι έχει υλοποιήσει πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή και έχει βελτιώσει ταχύτερα τους δείκτες ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Πορτογαλία, για να δανειστεί διεθνώς
συνεχίζει να πληρώνει 2,5% ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα πριμ κινδύνου σε σχέση με την τελευταία,
να μην έχει ακόμη απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, και να αξιολογείται από τους διεθνείς οίκους 5 ή 6 βαθμίδες χειρότερα στη διεθνή πιστοληπτική διαβάθμιση σε σύγκριση ξανά με την Πορτογαλία.
Τίθενται λοιπόν τα εύλογα ερωτήματα:
γιατί οι διεθνείς αγορές, οι πολίτες, οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές συνεχίζουν να έχουν σημαντικό βαθμό προβληματισμού για την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
Το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο έντονο αν αναλογιστούμε ότι σταδιακά διαμορφώνονται στη χώρα μια σειρά από χαρακτηριστικά που, υπό προϋποθέσεις καθιστούν την Ελλάδα έναν ελκυστικό προορισμό για ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις, αλλά και για επιταχυνόμενη παραγωγική δραστηριότητα.
Να αναφερθώ εν τάχει στα 12 κυριότερα πλεονεκτήματα:
1. η Ελλάδα είναι μια χώρα δημοκρατική και ειρηνική,
μια κοινωνία ανοικτή,
με μοναδική γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση,
με μεγάλη ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά,
θεσμική και πολιτική σταθερότητα που εγγυάται η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και σε όλους τους άλλους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς.
2. Ο πολιτικός κίνδυνος της χώρας μειώνεται καθώς όλοι οι δυνητικοί συμμέτοχοι σε κυβερνητικά σχήματα, η συντριπτική πλειοψηφία του κοινοβουλίου και η κοινωνική πλειοψηφία αποδέχονται ή δεν αμφισβητούν την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Και παράλληλα η κοινωνία φαίνεται ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικών επενδύσεων, με αρνητική άποψη για τον οικονομικό ρόλο του κράτους.
3. Η χώρα διαθέτει συναλλαγματική, τραπεζική και νομισματική σταθερότητα που διασφαλίζεται από την ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),
4. Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα που διασφαλίζεται βάσει του Ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης και ιδιαίτερα για την Ελλάδα μέσω και των πρόσφατων συμφωνιών με τους πιστωτές.
5. Η χώρα διαθέτει εξειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό και ανταγωνιστικό κόστος εργασίας.
6. Η σημαντική μείωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ακινήτων και κινητών αξιών την τελευταία δεκαετία δημιουργεί ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες.
7. Το εν εξελίξει μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
8. Οι συνθήκες ρευστότητας και σταθερότητας στον τραπεζικό τομέα βελτιώνονται σταδιακά και οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να μειώσουν το σημαντικό ύψος επισφαλών δανείων περίπου €100 δισ., η διαχείριση και η εξυγίανση των οποίων απαιτεί σημαντικά εγχώρια και ξένα ίδια και δανειακά ιδιωτικά κεφαλαία.
9. Η χώρα έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, σε κρίσιμους θεσμούς και, σε μικρότερο βαθμό στην αγορά προϊόντων.
10. Σημαντικοί χρηματοοικονομικοί πόροι είναι διαθέσιμοι από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία ύψους € 36 δις για την Ελλάδα, για την περίοδο 2014-2020 και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που κατευθύνονται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων.
11. Έχουν ήδη γίνει σημαντικές επενδύσεις αναβάθμισης των υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικοί άξονες, σιδηρόδρομος) και πλήθος άλλων που βρίσκονται σε εξέλιξη, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό πλαίσιο για προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και παραγωγική δραστηριότητα.
12. Έχει διασφαλιστεί η ανεξάρτητη διαχείριση των δημοσίων εσόδων και της δημόσιας περιουσίας, με τη δημιουργία και λειτουργία ανεξάρτητων οργανισμών ή αρχών.
Αν όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα βελτιούμενο πλαίσιο για επενδύσεις και παραγωγική δραστηριότητα, τι μας κρατάει δέσμιους στη στασιμότητα και δε βιώνουμε μια επιστροφή σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά;
Κυρίες και Κύριοι,
Aν και έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος για την εξάλειψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη δημιουργία ενός καλύτερου επενδυτικού και παραγωγικού κλίματος, στην Ελλάδα, κυρίως λόγω του μεγέθους των προβλημάτων που μας κληροδότησε η κρίση, διαφαίνεται ότι, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ένα τεράστιο επενδυτικό και παραγωγικό άλμα, ένα μεταρρυθμιστικό και επενδυτικό σοκ, με σημαντικές τομές και πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής.
Θα αναφερθώ πρώτα συνοπτικά στις κοινά (νομίζω) αποδεκτές προϋποθέσεις, εξόδου από την κρίση και επιστροφής σε επενδυτική & παραγωγική ανάκαμψη.
Πρώτον, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών απαιτεί την επιστροφή της χώρας σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, επί τουλάχιστον μία δεκαετία. Άρα, επιστροφή σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής.
Δεύτερον, η βασική κινητήριος δύναμη της επιστροφής της χώρας στην ανάπτυξη θα είναι ο ιδιωτικός τομέας, διότι ο δημόσιος τομέας υπόκειται σε αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά κυρίως διότι το κράτος επιχειρηματίας πέθανε με την κρίση και επιπλέον ο δημόσιος τομέας νοσεί σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, οργάνωσης, νοοτροπίας και διοίκησης, είναι κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικός, αποτελώντας τροχοπέδη στον υγιή μετασχηματισμό της οικονομίας.
Τρίτον, η ιδιωτική κατανάλωση προσεγγίζοντας το 70% του ΑΕΠ σήμερα, ύψος ρεκόρ στην ευρωζώνη, δεν προσφέρει αναπτυξιακή δυναμική ενώ η δημόσια κατανάλωση λόγω των περιοριστικών δημοσιονομικών κανόνων δεν έχει περιθώρια περαιτέρω αύξησης.
Ως εκ τούτου, η αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση οφείλει να στηριχθεί κυρίως στις ιδιωτικές επενδύσεις, τις εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών και την τεχνολογική αναβάθμιση των παραγωγικών υποδομών.
Ενδεικτικά να αναφέρω ότι, με πρόχειρους υπολογισμούς, χρειαζόμαστε γύρω στα € 75-80δισ. καθαρών επενδύσεων για να επιστρέψουμε στα επίπεδα ΑΕΠ του 2010.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο 30% του ΑΕΠ σήμερα, από 19% το 2009 βελτιώθηκε κυρίως λόγω της κάθετης πτώσης του ΑΕΠ, υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου της ευρωζώνης που είναι στο 45%, παραμένουμε δηλαδή ακόμα μια σχετικά κλειστή οικονομία.
Τέταρτον, χρειαζόμαστε σημαντικές εισροές ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων, καθώς
η συνολική εγχώρια αποταμίευση έχει καταρρεύσει στο 10% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 23% στην ευρωζώνη.
Το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει στενότητα, κενό ρευστότητας, με τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα να υπερβαίνουν το υπόλοιπο των καταθέσεων κατά €65 δισ. περίπου, κυρίως λόγω της φυγής καταθέσεων ύψους €124 δισ. κατά τη διάρκεια της κρίσης.
και η τραπεζική χρηματοδότηση ακολουθεί πτωτική πορεία.
Συνεπώς, χωρίς την προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων και εισροών κεφαλαίων, η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας θα παραμείνει υποτονική, χωρίς οξυγόνο, ρευστότητα και δυναμική.
Άρα, η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας θα πρέπει να εμπεριέχει και τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ελκυστικού πλαισίου για την προσέλκυση σημαντικών ξένων μεγάλων επενδύσεων και κεφαλαίων, συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Απαιτείται πρωτίστως σταθερό θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον και φορολογικά κίνητρα και υπεραποσβέσεις, αλλά και σύγχρονες υποδομές προσέλκυσης και υλοποίησης επενδύσεων.
Ενδεικτικά μόνο να αναφέρω ένα παράδειγμα απαιτούμενης μεταρρύθμισης. Η διαχείριση των τριών φορέων “Enterprise in Greece”, ΕΟΤ και “One Stop Shop” να τεθεί υπό ενιαία πολιτική εποπτεία, να χάσει το δημόσιο χαρακτήρα της και να αποτελέσει τη δημιουργική σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Στόχος να μετασχηματιστούν σε σύγχρονους θεσμούς προσέλκυσης και υλοποίησης ξένων επενδύσεων και προώθησης της εικόνας και των επενδυτικών και παραγωγικών ευκαιριών στην Ελλάδα.
Επίσης, η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αξιοποίησης της δημόσιας γης σε επιλεγμένες περιοχές και με προεγκεκριμένες χρήσεις και άδειες λειτουργίας θα βοηθούσε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Σήμερα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις περιορίζονται κατά μέσο όρο στο εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό 1,5% του ΑΕΠ, όταν κάποιες χώρες έχουν ξένες άμεσες επενδύσεις ως και 8% του αντίστοιχου ΑΕΠ.
Αλλά, αν υποθέσουμε ότι ικανοποιούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, τελικά τι μας κρατάει πίσω; Ποιοι παράγοντες αποτρέπουν το ξεκίνημα μιας δυναμικής αναπτυξιακής ώθησης;
Μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων και προκλήσεων συνθέτουν κατά τη γνώμη μου τα μεγάλα εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν και να αποτελέσουν τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής.
Πρώτον, χρειαζόμαστε μια γενναία και ουσιαστική δημοσιονομική, φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση και εδραίωση της φορολογικής σταθερότητας μέσω νομοθετικής δέσμευσης, εγκεκριμένη από ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η δημοσιονομική μεταρρύθμιση θα συμπεριλαμβάνει:
χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές,
χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές,
δραστικό περιορισμό της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης,
μείωση των δημοσίων δαπανών και της σπατάλης,
αύξηση των δημοσίων επενδύσεων,
βιώσιμη αναδιάρθρωση του Δημόσιου Χρέους και του ασφαλιστικού, και
περιορισμό των εξοντωτικών μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Παρά την πρόοδο που σημειώνεται πρόσφατα, στον τομέα της φοροδιαφυγής έχει έρθει η ώρα να αναλάβουμε ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες.
Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να καθιερώσουμε ότι:
- όλες οι συναλλαγές και πληρωμές των επιχειρήσεων να γίνονται μόνο με ηλεκτρονικά μέσα και οι μισθοδοσίες και οι ασφαλιστικές εισφορές να πληρώνονται υποχρεωτικά μέσω Τραπεζών για κάθε νομική υπόσταση επιχειρηματικής δράσης, καμία συναλλαγή σε μετρητά. Ουσιαστικά θέτουμε, μετά από μία μεταβατική περίοδο, τέλος στη χρήση μετρητών από όλες τις επιχειρήσεις.
Δεύτερον, πειστική διασφάλιση της διαχρονικής δημοσιονομικής σταθερότητας ως σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό αγαθό, με εισαγωγή δεσμευτικών διατάξεων στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση αναφορικά με το ανώτατο ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του Δημόσιου Χρέους με στόχο τη διαχρονική διασφάλιση της αξιοπιστίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Τρίτον, η βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, της συνέπειας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών, διότι αποτελούν κομβικές παραμέτρους μιας επιτυχούς και αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής.
Ατυχώς, τα τελευταία χρόνια η χώρα με τη συμπεριφορά της (π.χ. απουσία πολιτικών συναινέσεων γύρω από τις μεταρρυθμίσεις, το έλλειμα ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων, οι παλινδρομήσεις και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, το «παιχνίδι με τη δραχμή») δεν κατόρθωσε η χώρα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να διαμορφώσει συνθήκες αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής με αποτέλεσμα,
το υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής και η καθυστέρηση εξόδου από την κρίση,
Οι συνθήκες σήμερα σαφώς βελτιώνονται, αλλά απέχουμε πολύ από την πλήρη ανάκτηση της αξιοπιστίας που χάνεται εύκολα αλλά ανακτάται δύσκολα και βάσει μετρήσιμης προόδου.
Τέταρτον, μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και εξοντωτικές υποχρεώσεις για δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα 5 χρόνια.
H εκτίμηση μη βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους δεν μπορεί να επικρέμαται πάνω από την οικονομία, να είμαστε δέσμιοι αυτού του προβληματισμού των αγορών και συνεχώς να τροφοδοτούνται αβεβαιότητες. Πρέπει να υπάρξει πειστική λύση εντός του 2018.
Παράλληλα, πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε με τους πιστωτές, έναντι δέσμευσης επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, τη μείωση της υποχρέωσης για δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2023, σε 2% ετησίως, ένας ρεαλιστικός στόχος, φιλικός για την ανάπτυξη, που τον αποδέχεται και το ΔΝΤ.
Πέμπτον, παρά τη σημαντική βελτίωση που καταγράφεται στις συνθήκες λειτουργίας των τραπεζών, η αποκατάσταση της κανονικότητας και της σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ιδιαίτερα η αποκατάσταση της ικανότητας του τραπεζικού συστήματος, να χρηματοδοτεί την οικονομία και την ανάπτυξη με ανταγωνιστικούς όρους και να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Είναι κομβική αλλαγή για την ώθηση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Είμαι βέβαιος ότι,
Με υψηλά επιτόκια,
αρνητική πιστωτική επέκταση,
περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές,
περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, και
υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων,
η ανάπτυξη θα παραμένει αναιμική.
Έκτον, σημαντική μεταρρύθμιση του Δημοσίου Τομέα εν γένει και της Δημόσιας Διοίκησης ειδικότερα, που είναι γραφειοκρατική και αναποτελεσματική, μη φιλική προς το ιδιωτικό επιχειρείν και τις επενδύσεις, ο μεγάλος ασθενής της οικονομικής ζωής της χώρας και ανασχετικός παράγοντας για την αναπτυξιακή προοπτική.
Έβδομον, η διαμόρφωση ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για παραγωγικές δραστηριότητες και η διαμόρφωση ενός ελκυστικού πλαισίου για την προσέλκυση σημαντικών ξένων και εγχώριων επενδύσεων.
Όλοι γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Έχουν χιλιο-συζητηθεί, αλλά ριζική λύση δεν έχει υλοποιηθεί.
Από την αδειοδότηση και λειτουργία των επιχειρήσεων στο χωροταξικό σχεδιασμό, τις χρήσεις γης, τις περιβαλλοντικές διατάξεις,
Από την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και τις μη μισθολογικές επιβαρύνσεις των αμοιβών, στη φορολογική αστάθεια και πολυπλοκότητα,
Από την αντιεπενδυτική κουλτούρα που χαρακτηρίζει τμήμα των δημόσιων λειτουργών μέχρι τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά.
Όγδοον, διεύρυνση και επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων και συμμετοχών του δημοσίου.
Κρίσιμη μεταβλητή για την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των αγορών στη δέσμευσή μας να εξυγιάνουμε την Ελληνική οικονομία.
Κυρίες και Κύριοι,
Κλείνοντας να αναφερθώ στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Λέγονται και ακούγονται πολλά.
Οι συνθήκες και οι επιδόσεις τους ελληνικού τραπεζικού συστήματος βελτιώνονται σταθερά.
Έχουμε άριστη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, τους μόνους αρμόδιους να αξιολογήσουν τη χρηματοοικονομική υγεία και κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Σήμερα, υπάρχει πλήρης συμμόρφωση των Ελληνικών τραπεζών με τις υποχρεώσεις του νέου, αυστηρότερου και απαιτητικότερου εποπτικού πλαισίου που διαμορφώνει η ΕΚΤ, ο SSM και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Παρά το κλίμα αβεβαιότητας, την οικονομική στασιμότητα και τη διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων,
Οι ελληνικές τράπεζες
έχουν διαμορφώσει μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση κατά τα καλύτερα διεθνή πρότυπα,
διατηρούν υψηλούς βασικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, που βελτιώνονται οργανικά τα τελευταία τρίμηνα,
Βελτιώνουν τις συνθήκες ρευστότητας και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, όπως πιστοποιείται:
από την πρόσφατη έκδοση καλυμμένων ομολογιών,
τη σταδιακή επιστροφή καταθέσεων,
το σημαντικό ύψος των repos που έχουν συνάψει στις διεθνείς αγορές, και
την εντυπωσιακή μείωση της εξάρτησής τους για χρηματοδότηση από τον ELA.
Σταθεροποίησαν το ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων με τάσεις αποκλιμάκωσης το τελευταίο τρίμηνο, και έχουν δεσμευθεί σ’ ένα σημαντικό τριετές πρόγραμμα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ύψους σήμερα € 102 δισ., κατά 38% ή € 40δισ. που υλοποιείται με συνέπεια, ιδιαίτερα τώρα που υπάρχει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, το απόθεμα προβλέψεων ύψους € 53δισ. που έχει ήδη σχηματιστεί προσφέρει ένα ικανοποιητικό δείκτη κάλυψης επισφαλειών με βάση τα διεθνή δεδομένα.
Όλοι οι σώφρονες και καλοπροαίρετοι άνθρωποι κατανοούν ότι το πρόβλημα των NPEs/NPLs είναι μεγάλο και δεν μπορεί να λυθεί «εν μια νυκτί».
Χρειάζεται χρόνος, δέσμευση στην επίτευξη των στόχων, στενότερη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, δίκαιη μεταχείριση των πελατών και καμία επιείκεια για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Έχουμε μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις που δημιουργεί η υποχρέωση συμμόρφωσης στο νέο κανονιστικό πλαίσιο (π.χ. IFRS9),
τα stress tests, αλλά και οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό χώρο, που καθιστούν επιτακτική ανάγκη το ριζικό μετασχηματισμό, ως συνθήκη επιβίωσης.
Θα τις αντιμετωπίσουμε από θέση ισχύος και με γνώμονα τα συμφέροντα των μετόχων μας, των καταθετών μας, των πελατών μας, του προσωπικού μας και της ελληνικής οικονομίας που χρειάζεται ένα εύρωστο και ισχυρό τραπεζικό σύστημα, πυλώνα χρηματοδότησης της ανάπτυξης και στήριξης των πελατών.
Πάνω απ’ όλα όμως για ν’ αντιμετωπίσουμε της προκλήσεις, χρειαζόμαστε καλό οικονομικό κλίμα, πολιτική σταθερότητα, ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών