Η εξειδίκευση των μέτρων για την αναδιάρθρωση του χρέους είναι ένα από τα βήματα για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές
«Το 2018 θα πρέπει να σηματοδοτήσει το τέλος της περιόδου των ''μνημονίων'', την επαναφορά στην ομαλότητα, την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη.
Η κατάσταση της οικονομίας σήμερα επιτρέπει να προβλέψουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εφικτή.
Οι προκλήσεις όμως που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλές».
Αυτό αναφέρει σε άρθρο του στο Βήμα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας ότι «κυρίαρχο ζήτημα τους επόμενους μήνες είναι η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με διατηρήσιμους όρους, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018».
Σύμφωνα με τον ίδιο τα βήματα που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι:
Πρώτον, η αδιατάρακτη συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος.
Είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα οι μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.
Δεύτερον, η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους.
Αυτό θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τρίτον, η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνάρτηση με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών.
«Αυτά θα συμβάλουν οπωσδήποτε στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης.
Βαρύνουσα σημασία θα έχει, ωστόσο, να περιγραφεί με σχετική ακρίβεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, πρώτον, η μορφή της εποπτείας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και, δεύτερον, αν θα υπάρξει και με ποιους όρους χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων μετά την ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος» επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας.
Όπως τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ, όσον αφορά το πρώτο, είναι ήδη γνωστό ότι, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι να αποπληρώσει πλήρως το 75% των επισήμων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, τον ΕΤΧΣ (EFSF) και τον ΕΜΣ (ESM).
Δεν είναι ακόμα γνωστή η μορφή της χρηματοδοτικής στήριξης που ενδεχομένως θα αποφασιστεί.
Εκτιμάται πάντως ότι, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εγγυάται την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ (ESM), εάν και εφόσον χρειαστεί, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Αυτό παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
«Όλα τα παραπάνω είναι αναντικατάστατες (sine qua non) προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης.
Σημαντικότερο, όμως, απ' όλα είναι να διαμορφώσουμε σήμερα ένα δικό μας σχέδιο για το μέλλον.
Ένα σχέδιο για την ανάπτυξη, το οποίο θα τηρεί την αιρεσιμότητα που θα υπάρχει, σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις για το χρέος, την εποπτεία και τη χρηματοδοτική στήριξη, αλλά δεν θα περιορίζεται μόνο σε αυτό» τονίζει ο ίδιος.
Η κατάσταση της οικονομίας σήμερα επιτρέπει να προβλέψουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εφικτή.
Οι προκλήσεις όμως που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλές».
Αυτό αναφέρει σε άρθρο του στο Βήμα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας ότι «κυρίαρχο ζήτημα τους επόμενους μήνες είναι η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με διατηρήσιμους όρους, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018».
Σύμφωνα με τον ίδιο τα βήματα που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι:
Πρώτον, η αδιατάρακτη συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος.
Είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα οι μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.
Δεύτερον, η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους.
Αυτό θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τρίτον, η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνάρτηση με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών.
«Αυτά θα συμβάλουν οπωσδήποτε στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης.
Βαρύνουσα σημασία θα έχει, ωστόσο, να περιγραφεί με σχετική ακρίβεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, πρώτον, η μορφή της εποπτείας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και, δεύτερον, αν θα υπάρξει και με ποιους όρους χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων μετά την ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος» επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας.
Όπως τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ, όσον αφορά το πρώτο, είναι ήδη γνωστό ότι, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι να αποπληρώσει πλήρως το 75% των επισήμων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, τον ΕΤΧΣ (EFSF) και τον ΕΜΣ (ESM).
Δεν είναι ακόμα γνωστή η μορφή της χρηματοδοτικής στήριξης που ενδεχομένως θα αποφασιστεί.
Εκτιμάται πάντως ότι, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εγγυάται την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ (ESM), εάν και εφόσον χρειαστεί, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Αυτό παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
«Όλα τα παραπάνω είναι αναντικατάστατες (sine qua non) προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης.
Σημαντικότερο, όμως, απ' όλα είναι να διαμορφώσουμε σήμερα ένα δικό μας σχέδιο για το μέλλον.
Ένα σχέδιο για την ανάπτυξη, το οποίο θα τηρεί την αιρεσιμότητα που θα υπάρχει, σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις για το χρέος, την εποπτεία και τη χρηματοδοτική στήριξη, αλλά δεν θα περιορίζεται μόνο σε αυτό» τονίζει ο ίδιος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών