Ο διοικητής μιας κεντρικής τράπεζας μπορεί να απομακρυνθεί από το αξίωμα του «εάν δεν πληροί πλέον τους απαιτούμενους όρους για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα»
Απρόβλεπτες εξελίξεις, που μπορεί να παρασύρουν στη δίνη τους.... τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ενδέχεται να δρομολογήσει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την υπόθεση του Λετονού κεντρικού τραπεζίτη, ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στις 6 Απριλίου η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσον οι περιορισμοί που επέβαλε η Ρίγα στον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, Ilmars Rimsevics παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ.
Στον κ. Rimsevics έχει απαγορευτεί η άσκηση των καθηκόντων του και η έξοδος από τη χώρα και ως εκ τούτοι δεν μπορεί να μεταβεί στη Φρανκφούρτη για να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ.
Σε μια πρώτη ανάγνωση η προσφυγή της ΕΚΤ μοιάζει με κίνηση στήριξης στον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ενός σκανδάλου που συνταράσσει τη μικρή χώρα της Βαλτικής. Υπογραμμίζει όμως και την προσπάθεια της Φρανκφούρτης αφενός να προστατεύσει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ από πολιτικές παρεμβάσεις σε εθνικό επίπεδο και αφετέρου να αποσαφηνίσει τους όρους υπό τους οποίους οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών μπορούν να εκδιωχθούν ή να ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων τους.
Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβεται η ανάγκη της ΕΚΤ να καλύψει το κενό που έχει δημιουργήσει στο διοικητικό συμβούλιο η έλλειψη ενός μέλους το οποίο έχει τεθεί σε αργία.
Ο Λετονός τραπεζίτης έχει αρνηθεί τις κατηγορίες και τις αποδίδει σε πολιτικά κίνητρα.
Την ίδια πάνω – κάτω υπερασπιστική γραμμή έχει επιλέξει και ο Γιάννης Στουρνάρας σε σχέση με τις έρευνες που διεξάγει η δικαιοσύνη για το σκάνδαλο Novartis και τις άλλες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται.
Η επίκληση του πολιτικού διωγμού – που αποτελεί μόνιμη επωδό στις περισσότερες δικαστικές υποθέσεις με κεντρικούς τραπεζίτες – αρκεί για να τους απαλλάσσει από τις αμφιβολίες και να διατηρεί το «καλώς έχειν» για τη συνέχιση των καθηκόντων τους;
Ως που μπορεί να φθάσει η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των κορυφαίων αξιωματούχων της απέναντι στο εθνικό δίκαιο των χωρών – μελών της ευρωζώνης, που αρχίζει και που τελειώνει η προστασία; Στα ερωτήματα αυτά και όχι μόνο καλείται να δώσει απάντηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης ή των υποθέσεων που ταλανίζουν τη Δικαιοσύνη των χωρών μελών.
Ούτε πρόκειται να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα που θα παραχθούν από μία δικαστική διαδικασία.
Ωστόσο θα αποφανθεί είτε με τρόπο οριστικό είτε με τρόπο αόριστο για το καλώς έχειν της κίνησης της κυβέρνησης της Λετονίας ή περί του αντιθέτου.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μάνατζερ και των στελεχών των εμπορικών τραπεζών απαιτούν από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και ως ένα βαθμό την ίδια την ΕΚΤ να λαμβάνουν υπόψη τους τη φήμη των υποψηφίων στελεχών αλλά και τις διώξεις εναντίον τους, με σεβασμό, βέβαια πάντα, στο τεκμήριο της αθωότητας.
Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η ΤτΕ έχει αναστείλει την ιδιότητα στελεχών ή έχει ανακόψει τις υποψηφιότητες τους για κορυφαίες θέσεις ακόμη και όταν οι υποθέσεις τους βρίσκονται σε προανακριτικό στάδιο, μόνο με την υποψία και χωρίς να προϋπάρχει δικαστική απόφαση.
Υπάρχουν όμως και άλλες υποθέσεις, για τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδας δείχνει μεγαλύτερη επιείκεια.
Σε υψηλόβαθμα δικά της στελέχη, για παράδειγμα, τα οποία διατηρεί και προάγει παρά το γεγονός ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασης.
Ή σε άλλα στελέχη της, τα οποία έχουν χρησιμοποιήσει πρακτικές ίδιες με συναδέλφους τους σε εμπορικές τράπεζες, από τους οποίους όμως η ΤτΕ στέρησε το πιστοποιητικό καταλληλότητας, το γνωστό Fit and Proper, ενώ το διατήρησε για τους «δικούς» της κορυφαίους επόπτες με προβλήματα σε θέματα μετοχοδανείων.
Είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές όταν κανείς κρίνει κατά περίπτωση, μοιάζει σαν να εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά…
Αυτά τα δύο μέτρα και σταθμά θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά και η ΕΚΤ, ώστε τουλάχιστον το fit and proper των δικών της στελεχών και των αξιωματούχων στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να μη μοιάζει με «τοπίο στην ομίχλη» και να μην κινεί σχόλια και υποψίες για το πώς εποπτεύει και το αν οι επόπτες υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και ελέγχους που επιφυλάσσουν στους… λοιπούς τραπεζίτες.
Τίθεται, π.χ., θέμα για το «fit and proper» του Γ. Στουρνάρα ή αρκεί η καλή προσωπική γνώμη του επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi, για Έλληνα διοικητή;
Και για του λόγου του αληθές ας σημειωθεί πως μετά από την άσκηση προκαταρκτικών δικαστικών ερευνών ο κ. Draghi επιχείρησε αποχή από δηλώσεις σεβόμενος τους εγχώριους θεσμούς.
Ο διοικητής μιας κεντρικής τράπεζας μπορεί να απομακρυνθεί από το αξίωμα του «εάν δεν πληροί πλέον τους απαιτούμενους όρους για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα», αναφέρουν οι σχετικοί ευρωπαϊκοί κανονισμοί.
Πρόκειται για μία διατύπωση που αφήνει περιθώρια για διάφορες ερμηνείες από όλες τις πλευρές.
Η Wall Street Journal σε πρόσφατο άρθρο της αναφέρει ότι η προσφυγή της ΕΚΤ στο ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει τη δυσάρεστη θέση στην οποία έχει περιέλθει η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης.
Και ενώ η ίδια η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της διευκρινίζει ότι δεν έχει σκοπό να παρέμβει στην ποινική έρευνα για την υπόθεση στη Λετονία είναι σαφές ότι όσο δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες τόσο θα μπορεί να αμφισβητηθεί τόσο η ακεραιότητα, όσος και η ανεξαρτησία της.
www.bankingnews.gr
Στις 6 Απριλίου η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσον οι περιορισμοί που επέβαλε η Ρίγα στον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, Ilmars Rimsevics παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ.
Στον κ. Rimsevics έχει απαγορευτεί η άσκηση των καθηκόντων του και η έξοδος από τη χώρα και ως εκ τούτοι δεν μπορεί να μεταβεί στη Φρανκφούρτη για να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ.
Σε μια πρώτη ανάγνωση η προσφυγή της ΕΚΤ μοιάζει με κίνηση στήριξης στον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ενός σκανδάλου που συνταράσσει τη μικρή χώρα της Βαλτικής. Υπογραμμίζει όμως και την προσπάθεια της Φρανκφούρτης αφενός να προστατεύσει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ από πολιτικές παρεμβάσεις σε εθνικό επίπεδο και αφετέρου να αποσαφηνίσει τους όρους υπό τους οποίους οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών μπορούν να εκδιωχθούν ή να ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων τους.
Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβεται η ανάγκη της ΕΚΤ να καλύψει το κενό που έχει δημιουργήσει στο διοικητικό συμβούλιο η έλλειψη ενός μέλους το οποίο έχει τεθεί σε αργία.
Ο Λετονός τραπεζίτης έχει αρνηθεί τις κατηγορίες και τις αποδίδει σε πολιτικά κίνητρα.
Την ίδια πάνω – κάτω υπερασπιστική γραμμή έχει επιλέξει και ο Γιάννης Στουρνάρας σε σχέση με τις έρευνες που διεξάγει η δικαιοσύνη για το σκάνδαλο Novartis και τις άλλες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται.
Η επίκληση του πολιτικού διωγμού – που αποτελεί μόνιμη επωδό στις περισσότερες δικαστικές υποθέσεις με κεντρικούς τραπεζίτες – αρκεί για να τους απαλλάσσει από τις αμφιβολίες και να διατηρεί το «καλώς έχειν» για τη συνέχιση των καθηκόντων τους;
Ως που μπορεί να φθάσει η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των κορυφαίων αξιωματούχων της απέναντι στο εθνικό δίκαιο των χωρών – μελών της ευρωζώνης, που αρχίζει και που τελειώνει η προστασία; Στα ερωτήματα αυτά και όχι μόνο καλείται να δώσει απάντηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης ή των υποθέσεων που ταλανίζουν τη Δικαιοσύνη των χωρών μελών.
Ούτε πρόκειται να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα που θα παραχθούν από μία δικαστική διαδικασία.
Ωστόσο θα αποφανθεί είτε με τρόπο οριστικό είτε με τρόπο αόριστο για το καλώς έχειν της κίνησης της κυβέρνησης της Λετονίας ή περί του αντιθέτου.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μάνατζερ και των στελεχών των εμπορικών τραπεζών απαιτούν από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και ως ένα βαθμό την ίδια την ΕΚΤ να λαμβάνουν υπόψη τους τη φήμη των υποψηφίων στελεχών αλλά και τις διώξεις εναντίον τους, με σεβασμό, βέβαια πάντα, στο τεκμήριο της αθωότητας.
Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η ΤτΕ έχει αναστείλει την ιδιότητα στελεχών ή έχει ανακόψει τις υποψηφιότητες τους για κορυφαίες θέσεις ακόμη και όταν οι υποθέσεις τους βρίσκονται σε προανακριτικό στάδιο, μόνο με την υποψία και χωρίς να προϋπάρχει δικαστική απόφαση.
Υπάρχουν όμως και άλλες υποθέσεις, για τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδας δείχνει μεγαλύτερη επιείκεια.
Σε υψηλόβαθμα δικά της στελέχη, για παράδειγμα, τα οποία διατηρεί και προάγει παρά το γεγονός ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασης.
Ή σε άλλα στελέχη της, τα οποία έχουν χρησιμοποιήσει πρακτικές ίδιες με συναδέλφους τους σε εμπορικές τράπεζες, από τους οποίους όμως η ΤτΕ στέρησε το πιστοποιητικό καταλληλότητας, το γνωστό Fit and Proper, ενώ το διατήρησε για τους «δικούς» της κορυφαίους επόπτες με προβλήματα σε θέματα μετοχοδανείων.
Είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές όταν κανείς κρίνει κατά περίπτωση, μοιάζει σαν να εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά…
Αυτά τα δύο μέτρα και σταθμά θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά και η ΕΚΤ, ώστε τουλάχιστον το fit and proper των δικών της στελεχών και των αξιωματούχων στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να μη μοιάζει με «τοπίο στην ομίχλη» και να μην κινεί σχόλια και υποψίες για το πώς εποπτεύει και το αν οι επόπτες υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και ελέγχους που επιφυλάσσουν στους… λοιπούς τραπεζίτες.
Τίθεται, π.χ., θέμα για το «fit and proper» του Γ. Στουρνάρα ή αρκεί η καλή προσωπική γνώμη του επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi, για Έλληνα διοικητή;
Και για του λόγου του αληθές ας σημειωθεί πως μετά από την άσκηση προκαταρκτικών δικαστικών ερευνών ο κ. Draghi επιχείρησε αποχή από δηλώσεις σεβόμενος τους εγχώριους θεσμούς.
Ο διοικητής μιας κεντρικής τράπεζας μπορεί να απομακρυνθεί από το αξίωμα του «εάν δεν πληροί πλέον τους απαιτούμενους όρους για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα», αναφέρουν οι σχετικοί ευρωπαϊκοί κανονισμοί.
Πρόκειται για μία διατύπωση που αφήνει περιθώρια για διάφορες ερμηνείες από όλες τις πλευρές.
Η Wall Street Journal σε πρόσφατο άρθρο της αναφέρει ότι η προσφυγή της ΕΚΤ στο ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει τη δυσάρεστη θέση στην οποία έχει περιέλθει η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης.
Και ενώ η ίδια η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της διευκρινίζει ότι δεν έχει σκοπό να παρέμβει στην ποινική έρευνα για την υπόθεση στη Λετονία είναι σαφές ότι όσο δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες τόσο θα μπορεί να αμφισβητηθεί τόσο η ακεραιότητα, όσος και η ανεξαρτησία της.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών