Το λάθος είναι ότι όλες οι πολιτικές έχουν ως στόχο να προστατέψουν τις τράπεζες και όχι τους κατόχους υποθηκών - εγγυήσεων επιδεινώνοντας το χάσμα μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων
Όταν μια τράπεζα καταρρέει οι λύσεις είναι ή κρατικοποιείται ή μειώνονται οι αξίες των ακινήτων ώστε οι ιδιώτες να συμμετάσχουν σε αυξήσεις κεφαλαίου αναφέρει ο μεγαλοεπενδυτής George Soros
Σε άρθρο του αναλύει το μοντέλο ανακεφαλαιοποίησης των αμερικανικών τραπεζών το 2008 και τονίζει ότι έγιναν λάθη στην διαδικασία που έπληξε την αξιοπιστία της αμερικανικής οικονομίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν ο Hank Paulson, εισήγαγε το Πρόγραμμα στήριξης των αγορών ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων το γνωστό TARP.
Μέσω του προγράμματος αυτού πρότεινε τη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων για τη διάσωση των τραπεζών, αλλά χωρίς στόχος να είναι ο μετοχικός έλεγχος των τραπεζών.
Εκείνη την εποχή, είχα υποστηρίξει αναφέρει ο Soros ότι μια πολύ πιο αποτελεσματική και δίκαιη χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων θα ήταν η μείωση της αξίας των εγγυήσεων κυρίως ακινήτων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως εξασφαλίσεις για δάνεια.
Η μείωση των εξασφαλίσεων θα είχε ως στόχο να εναρμονιστεί με την αντίστοιχη μείωση της αξίας των ακινήτων.
Επειδή τα ίδια κεφάλαια θα μπορούσαν να υποστηρίξουν έναν ισολογισμό που θα ήταν 20 φορές μεγαλύτερος, τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια θα μπορούσαν να είχαν συμβάλλει στην αποκατάσταση της υγείας ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Paulson έκανε λάθος, κάλεσε τους επικεφαλής μεγάλων τραπεζών και τους ανάγκασε να πάρουν τα χρήματα δηλαδή από το πακέτο των 700 δισεκ.
Αλλά με αυτόν τον τρόπο στιγμάτισε τις τράπεζες ως κεφαλαιακά αδύναμες.
Λίγους μήνες αργότερα, με την κυβέρνηση του Obama, είχα ζητήσει να δοθούν κεφάλαια σε αδύναμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να καταγραφούν οι υποθήκες σε μια ρεαλιστική αγοραία αξία προκειμένου να βοηθήσει την οικονομία να ανακάμψει.
Η κυβέρνηση τότε διατύπωσε αντιρρήσεις και θεωρούσε πολιτικά απαράδεκτη μια τέτοια προοπτική, διότι θα σήμαινε εθνικοποίηση τραπεζών.
Μια τέτοια πολιτική είναι σοσιαλιστική και η Αμερική δεν είναι μια σοσιαλιστική χώρα, ανέφερε η αμερικανική κυβέρνηση.
Απελευθερώνοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τα υπερτιμημένα περιουσιακά τους στοιχεία, οι αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν ήδη επιλέξει να κοινωνικοποιήσουν το μειονέκτημα ή πιο απλά να μεταφέρουν το πρόβλημα στον αμερικανό φορολογούμενο πολίτη.
Εάν υιοθετήσουν την πρόταση μου, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι χρεών θα είχαν υποστεί μεγαλύτερες απώλειες και όχι τα νοικοκυριά.
Αναγνώρισα ένα πρόβλημα με την πρότασή μου:
η παροχή βοήθειας στους υπερχρεωμένους κατόχους υποθηκών θα έβρισκε αντίσταση από τους πολλούς ιδιοκτήτες σπιτιών που είχαν υποθηκεύσει τα σπίτια τους για τα δάνεια.
Στη Μεγάλη Βρετανία, ο τότε πρωθυπουργός Gordon Brown, πήρε την απόφαση ότι οι αδύναμες κεφαλαιακά τράπεζες θα πρέπει να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια.
Τους δόθηκε η ευκαιρία να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά, αλλά υπήρξε προειδοποίηση ότι το Υπουργείο Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου θα επένδυε κεφάλαια εάν αποτύγχαναν να συγκεντρώσουν κεφάλαια από τους ιδιώτες.
Η Royal Bank of Scotland και η Lloyds TSB χρειάστηκαν κυβερνητική υποστήριξη.
Οι αυξήσεις κεφαλαίου με συμμετοχή το βρετανικό δημόσιο συνοδεύτηκαν από περιορισμούς στις αμοιβές των διοικήσεων των τραπεζών και παύση διανομής μερισμάτων.
Σε αντίθεση με τις μεθόδους του Paulson, οι τράπεζες δεν θα στιγματίζονταν εάν μπορούσαν να δανειστούν από τις αγορές.
Παρομοίως, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω της εταιρείας Reconstruction Finance Corporation (RFC) και διαχειρίστηκαν την αναδιάρθρωση των στεγαστικών δανείων.
Το λάθος είναι ότι όλες οι πολιτικές έχουν ως στόχο να προστατέψουν τις τράπεζες και όχι τους κατόχους υποθηκών επιδεινώνοντας το χάσμα μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ.
www.bankingnews.gr
Σε άρθρο του αναλύει το μοντέλο ανακεφαλαιοποίησης των αμερικανικών τραπεζών το 2008 και τονίζει ότι έγιναν λάθη στην διαδικασία που έπληξε την αξιοπιστία της αμερικανικής οικονομίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν ο Hank Paulson, εισήγαγε το Πρόγραμμα στήριξης των αγορών ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων το γνωστό TARP.
Μέσω του προγράμματος αυτού πρότεινε τη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων για τη διάσωση των τραπεζών, αλλά χωρίς στόχος να είναι ο μετοχικός έλεγχος των τραπεζών.
Εκείνη την εποχή, είχα υποστηρίξει αναφέρει ο Soros ότι μια πολύ πιο αποτελεσματική και δίκαιη χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων θα ήταν η μείωση της αξίας των εγγυήσεων κυρίως ακινήτων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως εξασφαλίσεις για δάνεια.
Η μείωση των εξασφαλίσεων θα είχε ως στόχο να εναρμονιστεί με την αντίστοιχη μείωση της αξίας των ακινήτων.
Επειδή τα ίδια κεφάλαια θα μπορούσαν να υποστηρίξουν έναν ισολογισμό που θα ήταν 20 φορές μεγαλύτερος, τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια θα μπορούσαν να είχαν συμβάλλει στην αποκατάσταση της υγείας ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Paulson έκανε λάθος, κάλεσε τους επικεφαλής μεγάλων τραπεζών και τους ανάγκασε να πάρουν τα χρήματα δηλαδή από το πακέτο των 700 δισεκ.
Αλλά με αυτόν τον τρόπο στιγμάτισε τις τράπεζες ως κεφαλαιακά αδύναμες.
Λίγους μήνες αργότερα, με την κυβέρνηση του Obama, είχα ζητήσει να δοθούν κεφάλαια σε αδύναμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να καταγραφούν οι υποθήκες σε μια ρεαλιστική αγοραία αξία προκειμένου να βοηθήσει την οικονομία να ανακάμψει.
Η κυβέρνηση τότε διατύπωσε αντιρρήσεις και θεωρούσε πολιτικά απαράδεκτη μια τέτοια προοπτική, διότι θα σήμαινε εθνικοποίηση τραπεζών.
Μια τέτοια πολιτική είναι σοσιαλιστική και η Αμερική δεν είναι μια σοσιαλιστική χώρα, ανέφερε η αμερικανική κυβέρνηση.
Απελευθερώνοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τα υπερτιμημένα περιουσιακά τους στοιχεία, οι αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν ήδη επιλέξει να κοινωνικοποιήσουν το μειονέκτημα ή πιο απλά να μεταφέρουν το πρόβλημα στον αμερικανό φορολογούμενο πολίτη.
Εάν υιοθετήσουν την πρόταση μου, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι χρεών θα είχαν υποστεί μεγαλύτερες απώλειες και όχι τα νοικοκυριά.
Αναγνώρισα ένα πρόβλημα με την πρότασή μου:
η παροχή βοήθειας στους υπερχρεωμένους κατόχους υποθηκών θα έβρισκε αντίσταση από τους πολλούς ιδιοκτήτες σπιτιών που είχαν υποθηκεύσει τα σπίτια τους για τα δάνεια.
Στη Μεγάλη Βρετανία, ο τότε πρωθυπουργός Gordon Brown, πήρε την απόφαση ότι οι αδύναμες κεφαλαιακά τράπεζες θα πρέπει να αντλήσουν πρόσθετα κεφάλαια.
Τους δόθηκε η ευκαιρία να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά, αλλά υπήρξε προειδοποίηση ότι το Υπουργείο Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου θα επένδυε κεφάλαια εάν αποτύγχαναν να συγκεντρώσουν κεφάλαια από τους ιδιώτες.
Η Royal Bank of Scotland και η Lloyds TSB χρειάστηκαν κυβερνητική υποστήριξη.
Οι αυξήσεις κεφαλαίου με συμμετοχή το βρετανικό δημόσιο συνοδεύτηκαν από περιορισμούς στις αμοιβές των διοικήσεων των τραπεζών και παύση διανομής μερισμάτων.
Σε αντίθεση με τις μεθόδους του Paulson, οι τράπεζες δεν θα στιγματίζονταν εάν μπορούσαν να δανειστούν από τις αγορές.
Παρομοίως, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω της εταιρείας Reconstruction Finance Corporation (RFC) και διαχειρίστηκαν την αναδιάρθρωση των στεγαστικών δανείων.
Το λάθος είναι ότι όλες οι πολιτικές έχουν ως στόχο να προστατέψουν τις τράπεζες και όχι τους κατόχους υποθηκών επιδεινώνοντας το χάσμα μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών