Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Την 1η Ιουλίου 2019 ο στόχος να ξεκινήσει η πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας

Την 1η Ιουλίου 2019 ο στόχος να ξεκινήσει η πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας
Οι ενδιαφερόμενοι που δυνητικά υπολογίζονται σε 180 χιλιάδες θα έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα
Την 1η Ιουλίου 2019 έχει τεθεί ως στόχος να ξεκινήσει η πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Οι ενδιαφερόμενοι που δυνητικά υπολογίζονται σε 180 χιλιάδες θα έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά ώστε να ενταχθούν στον νέο νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 40% θα προέλθει από μεταφορά από τον παλαιό νόμο προστασίας πρώτης κατοικίας και κατά 60% θα ενταχθούν νέοι ενδιαφερόμενοι.
Υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό δημόσιο θα εισφέρει υπό την μορφή επιδότησης δόσης στον δανειολήπτη έως και 33% κατά μέσο όρο εφόσον ένα μη εξυπηρετούμενο στεγαστικό δάνειο καταστεί ενεργό.
Δυνητικά θα μπορούσαν οι τράπεζες να αυξήσουν τα έσοδα τους κατά 600 εκατ ευρώ.
50 εκατ για κάθε τράπεζα από την επιδότηση δόσης + 100 εκατ η συμμετοχή των δανειοληπτών (1/3 το κράτος 2/3 ο δανειολήπτης) συνολικά 150 εκατ Χ 4 μεγάλες τράπεζες = 600 εκατ ευρώ στο μέγιστο βαθμό.

Βάσει του νόμου προκειμένου ένα ακίνητο να τεθεί σε διαδικασία προστασίας θα πρέπει να καλύπτει τα εξής κριτήρια:

- 130.000 ευρώ εμπορική αξία ακινήτου φυσικού προσώπου
- 250.000 ευρώ αντικειμενική αξία ακινήτου,
- 175.000 ευρώ η αντικειμενική αξία των ακινήτων που αποτελούν εγγύηση για επιχειρηματικά δάνεια,
- 15.000 ευρώ το μέγιστο των καταθέσεων του οφειλέτη,
- 80.000 ευρώ, αξία ακινήτων πέραν της α’ κατοικίας για οφειλή δανείου πάνω από 20.000 ευρώ.
- 9,8 με 10 δισ. ευρώ από αρχική εκτίμηση 11 δισ. ευρώ δανείων θα είναι η περίμετρος που θα ενταχθούν στον νέο νόμο Κατσέλη

α) Το αιτούν φυσικό πρόσωπο έχει εμπράγματο δικαίωμα, αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο, κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα.

β) Δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, που απέρριψε αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 (Α’ 130) λόγω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας του αιτούντος ή που δέχθηκε την αίτηση, ακόμα κι αν ο οφειλέτης εξέπεσε κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 ή το σχέδιο διευθέτησης οφειλών καταγγέλθηκε κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010. Αν εκδόθηκε τέτοια απόφαση, το φυσικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει την αίτηση του άρθρου 5 μόνο αν πριν την άσκηση της αίτησής του και πριν την πάροδο της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 5 η απόφαση εξαφανίστηκε ή αναιρέθηκε ύστερα από παραδοχή ένδικου μέσου.

γ) Η αξία της προστατευόμενης κύριας κατοικίας, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5, δεν υπερβαίνει τα 175.000 ευρώ, αν στις οφειλές της παρ. 2 περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια, και τα 250.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση.

δ) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ.
Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για το σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.

ε) Αν το σύνολο των οφειλών των παρ. 2 έως 4 υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

στ) Οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντα και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

ζ) Υφίσταται τουλάχιστον μία οφειλή επιδεκτική ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6.

η) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης, των οφειλών των παρ. 2 και 3, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 5, δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

Οι όροι προστασίας καθορίζονται βάσει του Άρθρου 8 και είναι οι ακόλουθοι:

- Για την προστασία της κύριας κατοικίας του, ο αιτών καταβάλλει το 120% της αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά 2%.
Αν το 120% της αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
- Το ποσό της παρ. 1 καταβάλλεται σε χρονικό διάστημα 25 ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης.
- Αν ρυθμίζονται περισσότεροι από ένας πιστωτές, τότε η μηνιαία δόση, που προκύπτει κατά τις παρ. 1 και 2, επιμερίζεται μεταξύ των ρυθμιζόμενων πιστωτών, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους σε πλειστηρίασμα που θα προέκυπτε, αν η κύρια κατοικία πλειστηριαζόταν χωρίς έξοδα εκτέλεσης και χωρίς κατάταξη λοιπών πιστωτών, που δεν αναφέρονται στην αίτηση. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου: α) η προσημείωση υποθήκης εξομοιώνεται με την υποθήκη και κατατάσσεται με βάση τη χρονική της προτεραιότητα, β) αν απαίτηση πιστωτή με ειδικό προνόμιο δεν ικανοποιείται στο σύνολό της ως τέτοια, τότε για το απομένον τμήμα της συμμετέχει στην υποθετική κατάταξη κατά περίπτωση ως απαίτηση με γενικό προνόμιο ή ως μη προνομιούχος απαίτηση.

Αναφορικά με τη συνεισφορά του Δημοσίου ισχύουν τα ακόλουθα:

• Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές που προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8.
Η συνεισφορά του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη.  
Η συνεισφορά του Δημοσίου δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη.
• Η αίτηση του άρθρου 5 επέχει θέση αίτησης και για τη συνεισφορά του Δημοσίου. Με την υποβολή της αίτησης το Δημόσιο αποκτά πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και τα έγγραφα που ανταλλάσσονται μεταξύ του αιτούντα και των πιστωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας, καθώς και σε κάθε στοιχείο σχετικό με τη δίκη του άρθρου 10.
• Για να συνεισφέρει το Δημόσιο, πρέπει να ρυθμιστούν, συναινετικά ή δικαστικά, όλες οι οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 1 και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης να είναι σύμφωνο με το άρθρο 8.
• Η συνεισφορά του Δημοσίου διαρκεί για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση.
Οι προϋποθέσεις και το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως κάθε έτος.
Ο δικαιούχος μπορεί μετά την παρέλευση ενός έτους από τον αρχικό προσδιορισμό ή την τελευταία αναπροσαρμογή της συνεισφοράς να ζητήσει μεταρρύθμιση του ποσοστού συνεισφοράς, αν εξαιτίας μεταβολής των εισοδημάτων του, των εύλογων δαπανών διαβίωσης ή του επιτοκίου αναφοράς προκύπτει αδυναμία του να καταβάλει τη δική του συνεισφορά.
Ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο υποβολής της αίτησης του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 5.
Μέχρι την αποδοχή της αίτησης για αναπροσαρμογή της συνεισφοράς ο οφειλέτης οφείλει να συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό που τον βαρύνει σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση περί συνεισφοράς.
Η αναπροσαρμογή της συνεισφοράς δεν επηρεάζει τη μηνιαία δόση που λαμβάνουν οι πιστωτές κατά το άρθρο 8.
• Η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται, αν ο δικαιούχος καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που βαρύνει τον ίδιο, με αποτέλεσμα να θεμελιώνονται τα κατά το άρθρο 13 δικαιώματα του πιστωτή, ακόμα κι αν αυτά δεν ασκηθούν.
Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλει εγκαίρως το ποσό που βαρύνει τον ίδιο, ο θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει, εγγράφως ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τη θεμελίωση των δικαιωμάτων του άρθρου 13, το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει για τη συνεισφορά του Δημοσίου. Αν ο πιστωτής παραλείψει την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου και ασκηθούν από τον πιστωτή τα δικαιώματα του άρθρου 13, τότε ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο με το νόμιμο τόκο της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) τα ποσά που αυτό κατέβαλε από το χρόνο κατά τον οποίο ο πιστωτής όφειλε να είχε ενημερώσει το Δημόσιο.
• Καθυστέρηση του Δημοσίου να καταβάλλει την εγκριθείσα συνεισφορά μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του αιτούντα κατά το άρθρο 13, μόνο εφόσον το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση υπερβαίνει αθροιστικά την αξία εννέα μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς και ο πιστωτής έχει ενημερώσει τον οφειλέτη ως προς την υπερημερία του Δημοσίου το αργότερο έως τον έκτο μήνα υπερημερίας.
• Με την επιφύλαξη της παρ. 5, αν ο οφειλέτης εκπέσει κατά το άρθρο 13 ως προς οποιονδήποτε πιστωτή, το Ελληνικό Δημόσιο αναζητά από τον οφειλέτη όλα τα ποσά που κατέβαλε κατά το παρόν άρθρο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης