Παρά τις προσωπικές επιθέσεις έπραξα το καθήκον μου, υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας, αναφερόμενος στο α' εξάμηνο του 2015
Τον ρόλο τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) όσο και του ίδιου προσωπικά στην εξαιρετικά δύσκολη περίοδο του α’ εξαμήνου του 2015, ανέλυσε ο πρόεδρος της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Η τελευταία μπλόφα» των δημοσιογράφων Ελένης Βαρβιτσιώτη και Βικτώριας Δενδρινού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται σε εκείνη ακριβώς την περίοδο και στο πόσο κοντά βρέθηκε η Ελλάδα στην έξοδο από το ευρώ.
Ο κ. Στουρνάρας δεν απέφυγε στην ομιλία του τις προσωπικές αναφορές, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας μάλιστα στελέχη του εν λόγω κόμματος ότι εξαιτίας των ιδεοληψιών τους δίχασαν τον ελληνικό λαό σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς».
Χαρακτήρισε απόλυτα λανθασμένες τις ενέργειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατά το α’ εξάμηνο του 2015, ενώ υποστήριξε ότι ο ίδιος ως διοικητής της ΤτΕ, παρά τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, έδρασε πάντα στα πλαίσια του θεσμικού του ρόλου, προστατεύοντας τόσο την ελληνική οικονομία όσο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
«Αν μπόρεσα να τηρήσω τον όρκο μου και την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, και κυρίως μετά (στο μετά θα αναφερθώ πολύ λίγο στο κλείσιμο της παρέμβασής μου), το οφείλω στην αίσθηση του καθήκοντος, στη γενναία σύζυγό μου, Λίνα, που τράβηξε τα πάνδεινα αλλά άντεξε και όχι μόνο με ενθάρρυνε αλλά με πίεσε να συνεχίσω, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ειδικά στον Πρόεδρό της, Μάριο Ντράγκι, στο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος και τέλος, στις υγιείς κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό που στάθηκαν δίπλα μας», υποστήριξε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.
Αναλυτικά η ομιλία του προέδρου της ΤτΕ
Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι,
Θέλω να σας εξομολογηθώ ότι δυσκολεύτηκα στην αρχή να δεχτώ τη σημερινή πρόσκληση. Σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να αναλύσω με αντικειμενικότητα το βιβλίο των πολύ αγαπητών μου Ελένης Βαρβιτσιώτη και Βικτώριας Δενδρινού. Πρώτον, διότι συνδέομαι φιλικά και με τις δυο τις οποίες γνώρισα κυρίως μέσα από την σκληρή δουλειά που κάνουν τόσα χρόνια στις Βρυξέλες, και την οποία δουλειά τους εκτιμώ απεριόριστα. Δεύτερον, διότι η περίοδος, που πραγματεύεται το βιβλίο τους, δεν ήταν για μένα απλώς μια από τις κρισιμότερες περιόδους της μεταπολίτευσης. Ήταν ταυτόχρονα και μια περίοδος που ανέδειξε το ρόλο και τη συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος στη διατήρηση της ευστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και τελικά στην παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, και στην οποία περίοδο έτυχε να είμαι ο Διοικητής της. Δηλαδή, το βιβλίο τους αναφέρεται σε μια πολύ πρόσφατη περίοδο, κατά την οποία τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και εγώ, αφιερώσαμε ατέλειωτες ώρες και κοπιάσαμε πολύ για να μην φύγει το τρένο από τις ράγες. Και αυτό μέσα σε ένα κλίμα συνεχών αντεγκλήσεων, πιέσεων, συνεχών κλητεύσεών μου στη Βουλή σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, επίσημων ανακοινώσεων του Μεγάρου Μαξίμου ή ανεπίσημων non-papers και διαρροών εναντίον μου, και, τελικώς, προσπαθειών παρεμπόδισης του έργου μας μέσα από μεθοδεύσεις και διαδικασίες που δεν έχουν θέση σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Αν μπόρεσα να τηρήσω τον όρκο μου και την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, και κυρίως μετά (στο μετά θα αναφερθώ πολύ λίγο στο κλείσιμο της παρέμβασής μου), το οφείλω στην αίσθηση του καθήκοντος, στη γενναία σύζυγό μου, Λίνα, που τράβηξε τα πάνδεινα αλλά άντεξε και όχι μόνο με ενθάρρυνε αλλά με πίεσε να συνεχίσω, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ειδικά στον Πρόεδρό της, Μάριο Ντράγκι, στο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος και τέλος, στις υγιείς κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό που στάθηκαν δίπλα μας.
Ενέδωσα όμως στις πιέσεις της Ελένης και της Βικτώριας γιατί αισθάνθηκα ότι δεν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ την παρουσίαση αυτού του συγκλονιστικού χρονικού. Αυτό το βιβλίο σε καλεί να είσαι αντικειμενικός. Διότι αποτελεί από μόνο του μια συγκλονιστική και λεπτομερή καταγραφή όλων εκείνων των δραματικών μηνών που έζησε η χώρα μας από τα τέλη του 2014 και μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου 2015, με χρονολογική σειρά και εν είδει ημερολογίου. Έχοντας μιλήσει με δεκάδες πρωταγωνιστές, αλλά και αφανείς ήρωες, της περιόδου εκείνης, οι δύο συγγραφείς αφηγούνται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, τις γνωστές και άγνωστες πτυχές των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς, χωρίς να παίρνουν θέση, χωρίς να προβαίνουν σε αξιολογικές κρίσεις, χωρίς να αποκαλύπτουν τις πηγές τους, σαν καλές δημοσιογράφοι που είναι, και όπως επιβάλλει η δημοσιογραφική δεοντολογία. Παραθέτουν όμως γεγονότα και παρασκηνιακές συζητήσεις, την αυθεντικότητα των οποίων έχουν ελέγξει δύο και τρεις φορές, και τα οποία ουδείς έχει διαψεύσει. Αυτό εν κατακλείδι σημαίνει ότι το βιβλίο τους είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό ντοκουμέντο, η χρησιμότητα του οποίου θα είναι τεράστια για εκείνους που θα γράψουν την ιστορία της περιόδου αυτής. Πρέπει να το διαβάσει όμως ιδιαιτέρως η κάθε Ελληνίδα και ο κάθε Έλληνας για να μάθει και κυρίως για να μην λησμονήσει.
Το βιβλίο πιάνει το νήμα της αφήγησης από τα τέλη του 2014, όταν η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει, ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης, δοκιμασιών και θυσιών του ελληνικού λαού. Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω τότε σε δημόσιες τοποθετήσεις μου, βασική προϋπόθεση ολοκλήρωσης των προγραμμάτων ήταν η διατήρηση της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η άρνηση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων να αποδεχτούν ότι η κρίση ήταν κυρίως αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών μας στην οικονομική πολιτική, και ότι τα μνημόνια ήταν μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, είχε αποπροσανατολίσει από την αρχή την κοινή γνώμη. Δίχασε την ελληνική κοινωνία σε δύο στρατόπεδα, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, και έφερε στο προσκήνιο έναν ιδιότυπο λαϊκισμό καθώς και νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αρνήθηκαν να δουν την πραγματικότητα και στηρίχτηκαν σε μια λαϊκίστικη και ακραία ρητορική, ασκώντας ανεύθυνη αντιπολίτευση και εμποδίζοντας την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων προκειμένου να βγει η χώρα από την κρίση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι είμαστε η μόνη χώρα μέλος της ευρωζώνης που παρέμεινε για τόσο μεγάλο διάστημα σε πρόγραμμα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες που έκλεισαν σύντομα τις εκκρεμότητές τους.
Όλοι γνωρίζαμε το καλοκαίρι του 2012 όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Σαμαρά την επισφαλή θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Κανείς όμως δεν γνώριζε πόσο άμεσος και υπαρκτός ήταν ο κίνδυνος εξόδου που διέτρεχε. Όπως σωστά αποκαλύπτει το βιβλίο υπήρχε συγκεκριμένο plan B για την Ελλάδα το καλοκαίρι του 2012 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012 στις συναντήσεις του IMF στο Τόκυο. Τον κίνδυνο αυτό τον κατάλαβα ο ίδιος, ως Υπουργός Οικονομικών τότε, όπως και όλα τα άλλα μέλη της αποστολής που συνοδεύαμε τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά στην πρώτη επίσημη επίσκεψη στην Καγκελάριο Μέρκελ, τον Αύγουστο του 2012. Όταν λάβαμε στα χέρια μας τη λίστα με τις 80 μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν και έπρεπε να γίνουν μέχρι το επόμενο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, στο οποίο κρινόταν ουσιαστικά το μέλλον της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, συνειδητοποιήσαμε την ηράκλεια προσπάθεια που έπρεπε να καταβληθεί για να γίνουν σε δύο μήνες μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια και όμως τα καταφέραμε! Τα καταφέραμε γιατί δουλέψαμε όλοι σαν μία ομάδα ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης (θυμίζω ήταν κυβέρνηση τριών κομμάτων - ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), θέσης, αξιώματος, τίτλων, μία ομάδα που για δύο μήνες μαζευόταν κάθε μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου από το πρωί ως το βράδυ στην αίθουσα που τώρα γίνονται τα υπουργικά συμβούλια και τότε το είχαμε ονομάσει χάριν αστεϊσμού «War Room». Κάθε μέρα υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Πρωθυπουργού και τον καθοριστικό ρόλο του στενού του συνεργάτη Σταύρου Παπασταύρου, αλλά και του Χρήστου Σταϊκούρα, του Άκη Σκέρτσου, της Χριστίνας Παπακωνσταντίνου, του Πάνου Τσακλόγλου, και πολλών άλλων συνεργατών, συμβούλων και υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Οικονομικών, δουλέψαμε ως ομάδα και σε στενή συνεργασία με όλα τα Υπουργεία και τους θεσμούς και τα καταφέραμε. Κάτι που αποδεικνύει ότι, όταν δουλεύουμε με σύμπνοια, σύστημα, οργάνωση και πρόγραμμα ως ομάδα, μπορούμε να καταφέρουμε σπουδαία πράγματα.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, η οικονομική δραστηριότητα είχε αρχίσει για πρώτη φορά να σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τα δίδυμα ελλείμματα είχαν σχεδόν εξαλειφθεί και το τρίτο τρίμηνο του 2014 η ελληνική οικονομία ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη της ευρωζώνης. Επιπλέον, εξαιτίας της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς μας, οι εξαγωγές μας είχαν αυξήσει το μερίδιό τους στη διεθνή αγορά. Οι δείκτες ήταν ανοδικοί, η πρώτη απόπειρα εξόδου στις αγορές είχε στεφθεί με επιτυχία και ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι είχαν εδραιωθεί οι προϋποθέσεις για να βγούμε από την κρίση και να βαδίσουμε στο δρόμο της ανάπτυξης. Και εμείς στην Τράπεζα της Ελλάδος και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν τότε άνοδο του ΑΕΠ το 2015, με ανάλογες προοπτικές και για το 2016. Τότε ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να κλείσει η διαπραγμάτευση, γιατί η διαφορά που χώριζε τις δύο πλευρές ήταν πολύ μικρή, δραματικά μικρότερη από τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, που ήρθε μετά. Με το όφελος της στερνής γνώσης, δηλαδή γνωρίζοντας εκ των υστέρων τι ακολούθησε, μπορώ να πω ότι η ευθύνη των εταίρων της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλη για την εξέλιξη αυτή. Οι εμμονές τους, ιδιαίτερα ενός μέλους της τότε τρόικας, πληρώθηκαν ακριβά.
Οι εξελίξεις μετά τον Ιανουάριο του 2015 ανέτρεψαν το θετικό κλίμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται στην οικονομία την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο, και μετά από πολλές προσπάθειες και θυσίες. Αντί να γίνει το αυτονόητο, δηλαδή να συνεχιστούν οι προσπάθειες από εκεί που τις άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση και οι οποίες προσπάθειες είχαν αρχίσει να παράγουν ορατά και ουσιαστικά αποτελέσματα, επιχειρήθηκε από τη νέα κυβέρνηση μια διαπραγμάτευση εντελώς διαφορετική, που στηρίχθηκε στη ρήξη, βασισμένη στη λανθασμένη πεποίθηση ότι οι εταίροι της Ελλάδας και οι δανειστές της θα φοβηθούν μία ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία και την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Η πεποίθηση αυτή, όμως, ήταν εντελώς λανθασμένη, διότι το ευρώ είχε ήδη θωρακιστεί απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήδη από το 2012, με τη δημιουργία κατάλληλων μέσων πολιτικής, κυρίως με τα προγράμματα SMPs και OMTs της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τη δημιουργία του EFSF και μετά του (πληρέστερου) ESM, και βεβαίως της, έστω και ατελούς, τραπεζικής ένωσης. Επομένως, η χώρα οδηγήθηκε, μέσα από μια αδιέξοδη, ατέρμονη και ανερμάτιστη διαπραγμάτευση, σε μία παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας και στις δραματικές εξελίξεις που κορυφώθηκαν στα μέσα του 2015, πρώτα με το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια, με την επιβολή ελέγχων στις αναλήψεις μετρητών και τις μεταφορές κεφαλαίων, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Το ζητούμενο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν απλό. Η υπογραφή μιας συμφωνίας χρηματοδοτικής στήριξης, ώστε η χώρα μας να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο της πτώχευσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνέβαλε με όλες τις δυνάμεις της στην επίτευξη αυτού του στόχου, τη στιγμή που τα σύννεφα πύκνωναν πάνω από τη χώρα μας, και τόνιζε ότι μια τέτοια συμφωνία θα ήταν σε θέση να καλύψει το έδαφος που είχε χαθεί μέσα στους πρώτους μήνες του 2015 με τις ατέρμονες και εν πολλοίς ανερμάτιστες διαπραγματεύσεις, οι οποίες στηρίζονταν σε λανθασμένες παραδοχές για το τι θα πράξουν οι δανειστές.
Καθ΄ όλο το δύσκολο αυτό εξάμηνο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιτέλεσε το καθήκον της, που είναι, με βάση το Καταστατικό της και τους κανόνες του Ευρωσυστήματος, η διαφύλαξη της νομισματικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος:
• Ενημέρωνε με έγκυρα στοιχεία την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, καθώς και την κοινή γνώμη με τις Εκθέσεις και τις παρεμβάσεις της. Με τις ανακοινώσεις και τη συμμετοχή της στο δημόσιο διάλογο προσπάθησε να παρουσιάσει την πραγματική κατάσταση με έναν κατανοητό τρόπο, τις συνέπειες μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις, καθώς και να προσφέρει σε όλους τους πολίτες αξιόπιστη και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές και τις συνακόλουθες επιπτώσεις τους. Ιδιαίτερα δραματικές θυμάμαι ήταν οι προειδοποιήσεις που υπήρχαν στην Έκθεση της 17ης Ιουνίου 2015, μία ακριβώς ημέρα πριν το εξίσου δραματικό και τελικά αποτυχημένο Eurogroup του Ιουνίου, την οποία Έκθεση η τότε Πρόεδρος της Βουλής μου την επέστρεψε ως απαράδεκτη.
• Αντέδρασε άμεσα και με υπεύθυνο τρόπο ώστε να αποφευχθεί, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της νέας κυβέρνησης, ενδεχόμενη σύγκρουσή της με την ΕΚΤ, μετά τη δήλωση του τότε Υπουργού Οικονομικών προς τον Πρόεδρο του Eurogroup, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ότι η Ελλάδα δεν θα αποπληρώσει τα ομόλογα ANFA’s και SMPs του Ευρωσυστήματος.
• Απέστειλε μετέπειτα επιστολές, τόσο στον Πρωθυπουργό όσο και στους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς, παρέχοντας στοιχεία που δεν μπορούσαν τότε να δημοσιοποιηθούν για τις συνέπειες μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα στο τραπεζικό σύστημα, και τον κίνδυνο επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls). Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επαφές αυτές έγιναν και διά ζώσης.
• Παρείχε χρηματοδότηση στις τράπεζες μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA) εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά. Όταν έγινε αντιληπτό ότι οι διαπραγματεύσεις στο Eurogroup δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν (όπως τελικά έγινε) και συνεπώς η Ελλάδα δεν θα είχε την κάλυψη προγράμματος, η ΕΚΤ κατάργησε την επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων ως ενεχύρων για πράξεις χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών μέσα από τον κανονικό μηχανισμό χρηματοδότησής της. Από το σημείο αυτό και μετά, η παροχή ρευστότητας γινόταν από την ΤτΕ μέσω του ELA.
• Αντιστάθηκε επιτυχώς στις πιέσεις της κυβέρνησης να φορτώσει στις ελληνικές τράπεζες το ρίσκο της χρηματοδότησης του κρατικού ελλείμματος, παραβιάζοντας το όριο αγοράς εντόκων γραμματίων, μετά την διαφαινόμενη αποτυχία επίτευξης συμφωνίας στο Eurogroup.
• Φρόντισε για τον εφοδιασμό και του πιο απομακρυσμένου τραπεζικού υποκαταστήματος με τραπεζογραμμάτια. Σε κανένα ΑΤΜ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα, ειδικά μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και τις πρώτες ημέρες των capital controls, τότε που όλοι έσπευδαν να κάνουν αναλήψεις.
• Συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2015, χωρίς να σημειωθεί καμία αναταραχή στο πιστωτικό σύστημα.
• Υπέβαλε προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνεργασία με την κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
• Συνεργάστηκε αποτελεσματικά με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, και ολοκλήρωσε εγκαίρως τον έλεγχο ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (AQR) των τραπεζών.
• Συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων για τους συναλλασσόμενους, και στήριξε με το προσωπικό και την τεχνογνωσία της, τις εργασίες της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, μέσω της οποίας χορηγούντο οι άδειες για τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.
• Παρείχε στήριξη προς το Δημόσιο σε πολλές δραστηριότητές του, παραμένοντας πάντοτε εντός του πλαισίου της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει τις σχέσεις εθνικών κεντρικών τραπεζών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ και σε μία άγνωστη, ως επί το πλείστον, πτυχή της προσπάθειας που καταβάλλαμε στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνο το κρίσιμο εξάμηνο του 2015 για να στηρίξουμε το ελληνικό Δημόσιο και να αποφύγουμε την χρεοκοπία, και που ελπίζω, στην αναθεωρημένη έκδοση του ανά χείρας βιβλίου, να συμπεριληφθεί. Είναι ένα γεγονός που δεν πήρε ευρεία δημοσιότητα όταν συνέβη, αλλά αναδεικνύει τον υποστηρικτικό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος τη δύσκολη εκείνη περίοδο, και την εφευρετικότητα των στελεχών της. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπως γνωρίζετε, η χώρα μας αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα ρευστότητας κυρίως με την φυγή καταθέσεων, και δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, τόσο στο εσωτερικό (καταβολή μισθών και συντάξεων), όσο και στο εξωτερικό (αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων). Το 2015 ήταν μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη από αυτή την άποψη χρονιά, με την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, καταβολής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνολικά είκοσι ενός (21) χρεολυσίων ύψους SDR 7,3 δισεκ. (9,0 δισεκ ευρώ).
Να κάνω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι τα SDR (Special Drawing Rights – Ειδικά Τραβηχτικά Δικαιώματα) Holdings είναι διαθέσιμα των χωρών-μελών του ΔΝΤ, τα οποία «δημιουργούνται» μέσω της καταβολής αντίστοιχων ποσών από το ΔΝΤ στα μέλη του (SDR Allocations). Οι χώρες-μέλη, δηλαδή, έχουν μια αρχικά ισόποση απαίτηση και υποχρέωση έναντι του ΔΝΤ. Ο λογαριασμός των SDR Holdings τηρείται στο ΔΝΤ με σκοπό την κάλυψη μελλοντικών υποχρεώσεων από τόκους των μελών.
Μια από τις πιο πιεστικές περιπτώσεις αφορούσε εκείνο το διάστημα την υποχρέωση καταβολής στο ΔΝΤ στις 12 Μαΐου 2015 ενός χρεολυσίου, ύψους SDR 600,7 εκατ. (περίπου 750 εκατ. ευρώ). Γνωρίζοντας την έλλειψη ρευστότητας που αντιμετώπιζε η χώρα, έγιναν προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτή. Συγκεκριμένα, σε επικοινωνία μου με τον τότε εκπρόσωπο της χώρας στο ΔΝΤ Θάνο Κατσάμπα διερευνήθηκε το ενδεχόμενο χρήσης κεφαλαίων από τον λογαριασμό διαθεσίμων SDR Holdings του Ελληνικού Δημοσίου στο ΔΝΤ. Από την επικοινωνία αυτή προέκυψε ότι η χρήση των διαθεσίμων του λογαριασμού αυτού για την αποπληρωμή χρεολυσίου ήταν μεν εφικτή, καθώς δεν ήταν αντίθετη με το καταστατικό του Ταμείου, ωστόσο δεν υπήρχε αντίστοιχο διεθνές προηγούμενο. Για τον λόγο αυτό, η ενεργοποίηση της λύσης αυτής απαιτούσε την κατάλληλη προετοιμασία από πλευράς ΔΝΤ, κάτι που απαιτούσε επαρκή χρονικά περιθώρια.
Το Υπουργείο Οικονομικών μας ενημέρωσε δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την αποπληρωμή, την Παρασκευή 8 Μαΐου 2015, ότι η συνήθης διαδικασία αποπληρωμής ανεστάλη μέχρι νεωτέρας, λόγω μη επαρκούς υπολοίπου στα διαθέσιμα του Δημοσίου. Καθώς ο κίνδυνος αθέτησης της εν λόγω αποπληρωμής, στην ουσία δηλαδή χρεοκοπίας της χώρας, ήταν εμφανής, αποφασίστηκε η υλοποίηση της παραπάνω λύσης. Το Σαββατοκύριακο 9-10 Μαΐου 2015, τα αρμόδια στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και εγώ ήμασταν σε συνεχή επικοινωνία με τον κ. Κατσάμπα και τα στελέχη του ΔΝΤ, εξετάζοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις και διαδικασίες. Από τις εναλλακτικές λύσεις που προτάθηκαν από το ΔΝΤ, το Υπουργείο αποφάσισε την άντληση SDR 523,7 εκατ. από τον λογαριασμό SDR Holdings στο ΔΝΤ, ενώ το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 77 εκατ., καλύφθηκε από τα διαθέσιμα του Δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό, αποσοβήθηκε μια κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα, και η Τράπεζα της Ελλάδος προσέφερε πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση για την εξεύρεση λύσης στα πιεστικά προβλήματα με τα οποία ήταν αντιμέτωπη.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω για μία ακόμα φορά τα στελέχη και το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος που εργάστηκαν σκληρά, όχι μόνο εκείνο το Σαββατοκύριακο, αλλά ολόκληρο το διάστημα της κρίσης, για να επιτελέσουν το καθήκον τους, χωρίς να σκεφτούν ωράρια, Σαββατοκύριακα ή διακοπές και άδειες. Τους αξίζει μεγάλος έπαινος για τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση στο καθήκον τους.
Το ανά χείρας βιβλίο περιγράφει γλαφυρά, βήμα-βήμα, και με ανατριχιαστική ακρίβεια, τις ατέρμονες και ανερμάτιστες εν πολλοίς, όπως ήδη αναφέρθηκε, διαπραγματεύσεις του πρώτου εξαμήνου του 2015. Οι συνέπειες όμως αυτής της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης είχαν υψηλότατο κόστος για την ελληνική οικονομία. Σε σχετική ομιλία μου στη Βουλή, στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, είχα ισχυριστεί, βασιζόμενος στη σύγκριση των δυναμικών προβολών του δημόσιου χρέους που έκανε το ΔΝΤ αφενός στο τέλος του 2014 και αφετέρου τον Ιούλιο του 2015, ότι το κόστος αυτό ανέρχεται σε 86 δισεκ. Ευρώ περίπου.
Όποια μέθοδο και να χρησιμοποιήσει κάποιος, το κόστος προκύπτει πολύ σημαντικό. Ακόμα και αν αγνοηθούν εντελώς τα δυναμικά στοιχεία, η στατική ανάλυση, δηλαδή ανάλυση σε παρελθόντα χρόνο και με γεγενημένα αποτελέσματα, δείχνει κόστος κοντά στα 47 δισεκ. ευρώ, όπως υπολόγισε ο κ. Γιώργος Προκοπάκης σε άρθρο του στην Καθημερινή στις 26 Αυγούστου φέτος.
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση από αυτή την κατάσταση ήταν η αβεβαιότητα και η απώλεια της εμπιστοσύνης, που είχαμε καταφέρει να κερδίσουμε με πολύ κόπο ως τα τέλη του 2014. Ας μην ξεχνάμε ότι απωλέσθησαν 45 δισεκ. ευρώ περίπου καταθέσεων, επιβλήθηκαν έλεγχοι κεφαλαίων με σημαντικό πρόσθετο κόστος για την οικονομία, ενώ χρειάστηκαν νέα κεφάλαια για τις τράπεζες. Και αυτά μετά από δυο εκλογικές αναμετρήσεις, ένα δημοψήφισμα, και μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις χωρίς στόχο και αποτελέσματα. Τα μηνύματα που εξέπεμπε τότε η χώρα ήταν αντιφατικά, οι μπλόφες συνεχείς και προκαλούσαν σύγχυση στους εταίρους της. Στην «Τελευταία Μπλόφα» αυτό αποδεικνύεται πέραν κάθε αμφιβολίας.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μία δική μου προσθήκη που αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Έχει να κάνει με το τηλεφώνημα που δέχτηκε στις 6 Ιουλίου 2015, μία ημέρα ακριβώς μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ από τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο βιβλίο τους με τίτλο «Ένας πρόεδρος δεν έπρεπε να πει κάτι τέτοιο…» («Un président ne devrait pas dire ça...», εκδόσεις Stock, 2016) οι Γάλλοι δημοσιογράφοι Ζεράρ Νταβέ και Φαμπρίς Λομ, ο Ρώσος πρόεδρος εκμυστηρεύτηκε στον τότε πρόεδρο Ολάντ ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε υποβάλει αίτημα στη ρωσική για την εκτύπωση δραχμών, επειδή δεν διέθετε τις κατάλληλες εγκαταστάσεις για να το κάνει. Ο Πούτιν έκρινε σε εκείνη τη συγκυρία ότι όφειλε να ενημερώσει γι΄αυτό το θέμα τον Ολάντ, ενώ η τύχη της Ελλάδος κρεμόταν από μία κλωστή και βρισκόμασταν λίγες μέρες πριν από τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Ο Πούτιν διευκρίνισε βέβαια στον Ολάντ ότι η Ρωσία δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε κάτι τέτοιο. Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα από το βιβλίο σε ελληνική μετάφραση.
..Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης 9 Ιουλίου 2015, ο Φρανσουά Ολάντ ήταν εξομολογητικός. Μας διηγείται μια εκπληκτική ιστορία. «Ο Βλαντιμίρ Πούτιν», μας λέει τον «κάλεσε μυστηριωδώς», τρεις μέρες νωρίτερα, στις 6 Ιουλίου, την επομένη του δημοψηφίσματος που είχε διοργανώσει και κερδίσει ο Τσίπρας, για να του «δώσει μια πληροφορία».
Γεμάτος περιέργεια, ο Ολάντ, μας μεταφέρει τη συζήτηση του με τον οικοδεσπότη του Κρεμλίνου.
- Πούτιν: «Πρέπει να σου δώσω μια πληροφορία, για να μην υπάρχει παρεξήγηση ανάμεσά μας….»
- Ναι, κανένα πρόβλημα, πες μου, απαντά ο Ολάντ, πολύ περίεργος…
- Η Ελλάδα μας ζήτησε να τυπώσει δραχμές στην Ρωσία, γιατί δεν έχουν, πια, εκτυπωτικές μηχανές για να το κάνουν, επιβεβαιώνει ο Πούτιν.
Απόδειξη ότι η ελληνική ηγεσία, εκείνη τη χρονική στιγμή, εξέταζε καλά το ενδεχόμενο να φύγουν από την Ευρώπη, και κατά συνέπεια να ξανασυνδεθούν με το ιστορικό τους νόμισμα.
- «Τι τους απάντησες;» ρωτά ο Ολάντ
- Απάντησα ότι θα μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά εσύ τι σκέφτεσαι;
- «Είναι ένα κυρίαρχο κράτος η Ελλάδα, αν έβγαινε από τη ζώνη ευρώ, θα χρειαστεί χαρτονομίσματα, δεν θα με σόκαρε αν η Ρωσία το έκανε, θα απαντούσε έτσι σε ένα αίτημα», αυτοσχεδιάζει ο Ολάντ, όλο και περισσότερο αιφνιδιασμένος.
- «’Ηθελα να σου δώσω αυτή την πληροφορία, για να καταλάβεις καλά ότι δεν είναι καθόλου αυτή η πρόθεσή μας» καταλήγει ο Πούτιν, πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Περίεργο, αυτό το τηλεφώνημα, ο Πούτιν δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Τι μήνυμα ήθελε να περάσει ; « Αναρωτήθηκα γιατί μου το είπε αυτό» αναρωτιέται ο Ολάντ, μπροστά μας. « Ίσως για να μην θεωρηθεί υπεύθυνος ότι έσπρωξε την Ελλάδα εκτός της ζώνης ευρώ, και επίσης για να μου πει ότι αυτό ήταν ένας κίνδυνος και έπρεπε να γίνουν τα πάντα για να αποφευχθεί.»
Ο Ολάντ ήταν σίγουρος ότι αν ο Πούτιν έκανε αυτήν την εντυπωσιακή κίνηση προς το μέρος του, «ήταν με καλή πρόθεση». «Εξάλλου, την κράτησα για τον εαυτό μου».
Τέλος πάντων, όχι εντελώς.
Η αποκάλυψη αυτή των δυο Γάλλων δημοσιογράφων σε ένα βιβλίο τους που δημοσιεύθηκε το 2016 με περιεχόμενο συνομιλίες που είχαν με τον τέως Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ, και το οποίο δημοσιεύτηκε με τη συναίνεσή του, είναι ενδεικτική του χάους και πανικού που επικρατούσε στην Ελλάδα τις δύσκολες εκείνες μέρες και του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε η χώρα εκείνο το καλοκαίρι.
Προσθέτει επίσης ακόμα μία ένδειξη, στις τόσες άλλες που διαθέταμε τότε, ότι η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015, φλέρταρε επικίνδυνα με την επιστροφή στη δραχμή.
Η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015, με την ευρεία συναίνεση που διαμορφώθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, ανέκοψε τη δυσμενή και αβέβαιη πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς. Για να κερδηθεί όμως ξανά η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα απαιτήθηκε πολύς κόπος, μεγάλο κόστος και πολύς χρόνος. Και δυστυχώς η συνέχεια, που είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσει το περιεχόμενο ενός άλλου συναρπαστικού βιβλίου, μας επεφύλαξε ακόμα μεγαλύτερες και πιο δυσάρεστες εκπλήξεις, που μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται ευρύτερα γνωστές, αφού τα γεγονότα αυτά εκτυλίχθηκαν κυρίως στο παρασκήνιο. Διότι κατά την τότε κυβέρνηση, η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 ήταν μία ήττα, μία υποχώρηση από αυτά που πρέσβευε και έπραττε μέχρι τότε. ‘Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο, αυτή η ήττα και αυτή η υποχώρηση να αντισταθμιστούν από κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο ήταν η στοχοποίηση, με τρόπο εξωθεσμικό και φρικτό, που δεν χαρακτηρίζει το κράτος δικαίου ενός πολιτισμένου κράτους, των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης και γενικά προσώπων που δεν ήταν διατεθειμένα να παραβούν το καθήκον τους και να καταλύσουν την ανεξαρτησία των θεσμών που υπηρετούν. Και για να γίνει η πίεση στα πρόσωπα αυτά ακόμα μεγαλύτερη, η στοχοποίηση συμπεριέλαβε και μέλη της οικογένειάς τους, κάτι το οποίο δεν έχει προηγούμενο σε πολιτισμένα κράτη.
Δεν θα πω όμως περισσότερα γι’ αυτό, μιας και η Βουλή των Ελλήνων και η Δικαιοσύνη, έχουν ήδη αναλάβει την διερεύνηση των υποθέσεων αυτών. Είμαι βέβαιος ότι τόσο οι βουλευτές που έχουν επιφορτιστεί με το έργο αυτό, όσο και οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, θα ρίξουν άπλετο φως και θα αποκαλύψουν τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς καθώς και τους συνεργούς αυτών των αποτρόπαιων πράξεων ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί το κύρος των θεσμών.
Επανέρχομαι, όμως, κλείνοντας την παρέμβασή μου, στο χρονικό του βιβλίου που έχετε στα χέρια σας. Το βιβλίο της Ελένης και της Βικτώριας παρακολουθεί μέρα με τη μέρα όλες τις πτυχές των διαπραγματεύσεων εκείνης της περιόδου και εμείς οι αναγνώστες του παρακολουθούμε την εξέλιξη των γεγονότων σαν να βλέπουμε ένα καλογραμμένο θρίλερ – με τη διαφορά ότι εδώ γνωρίζουμε από πριν το αίσιο τέλος. Αυτό δεν εμποδίζει όμως το βιβλίο να προκαλεί στον αναγνώστη αισθήματα αγωνίας για τις εξελίξεις και να τον αναγκάζει να αναρωτιέται τι πρόκειται να συμβεί στις επόμενες σελίδες. Το πλήθος των στοιχείων και οι αποκαλύψεις είναι τόσο πυκνές, που ο αναγνώστης παρασύρεται σε μία συναρπαστική περιδίνηση ανάμεσα σε πρόσωπα που διαμορφώνουν τη σύγχρονη Ιστορία.
Είμαστε ευγνώμονες στις δυο Ελληνίδες δημοσιογράφους για το πόνημά τους αυτό, το οποίο είμαι βέβαιος ότι θα μείνει στην Ιστορία, επειδή γράφει Ιστορία.
www.bankingnews.gr
Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται σε εκείνη ακριβώς την περίοδο και στο πόσο κοντά βρέθηκε η Ελλάδα στην έξοδο από το ευρώ.
Ο κ. Στουρνάρας δεν απέφυγε στην ομιλία του τις προσωπικές αναφορές, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας μάλιστα στελέχη του εν λόγω κόμματος ότι εξαιτίας των ιδεοληψιών τους δίχασαν τον ελληνικό λαό σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς».
Χαρακτήρισε απόλυτα λανθασμένες τις ενέργειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατά το α’ εξάμηνο του 2015, ενώ υποστήριξε ότι ο ίδιος ως διοικητής της ΤτΕ, παρά τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, έδρασε πάντα στα πλαίσια του θεσμικού του ρόλου, προστατεύοντας τόσο την ελληνική οικονομία όσο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
«Αν μπόρεσα να τηρήσω τον όρκο μου και την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, και κυρίως μετά (στο μετά θα αναφερθώ πολύ λίγο στο κλείσιμο της παρέμβασής μου), το οφείλω στην αίσθηση του καθήκοντος, στη γενναία σύζυγό μου, Λίνα, που τράβηξε τα πάνδεινα αλλά άντεξε και όχι μόνο με ενθάρρυνε αλλά με πίεσε να συνεχίσω, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ειδικά στον Πρόεδρό της, Μάριο Ντράγκι, στο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος και τέλος, στις υγιείς κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό που στάθηκαν δίπλα μας», υποστήριξε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.
Αναλυτικά η ομιλία του προέδρου της ΤτΕ
Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι,
Θέλω να σας εξομολογηθώ ότι δυσκολεύτηκα στην αρχή να δεχτώ τη σημερινή πρόσκληση. Σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να αναλύσω με αντικειμενικότητα το βιβλίο των πολύ αγαπητών μου Ελένης Βαρβιτσιώτη και Βικτώριας Δενδρινού. Πρώτον, διότι συνδέομαι φιλικά και με τις δυο τις οποίες γνώρισα κυρίως μέσα από την σκληρή δουλειά που κάνουν τόσα χρόνια στις Βρυξέλες, και την οποία δουλειά τους εκτιμώ απεριόριστα. Δεύτερον, διότι η περίοδος, που πραγματεύεται το βιβλίο τους, δεν ήταν για μένα απλώς μια από τις κρισιμότερες περιόδους της μεταπολίτευσης. Ήταν ταυτόχρονα και μια περίοδος που ανέδειξε το ρόλο και τη συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος στη διατήρηση της ευστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και τελικά στην παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, και στην οποία περίοδο έτυχε να είμαι ο Διοικητής της. Δηλαδή, το βιβλίο τους αναφέρεται σε μια πολύ πρόσφατη περίοδο, κατά την οποία τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και εγώ, αφιερώσαμε ατέλειωτες ώρες και κοπιάσαμε πολύ για να μην φύγει το τρένο από τις ράγες. Και αυτό μέσα σε ένα κλίμα συνεχών αντεγκλήσεων, πιέσεων, συνεχών κλητεύσεών μου στη Βουλή σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, επίσημων ανακοινώσεων του Μεγάρου Μαξίμου ή ανεπίσημων non-papers και διαρροών εναντίον μου, και, τελικώς, προσπαθειών παρεμπόδισης του έργου μας μέσα από μεθοδεύσεις και διαδικασίες που δεν έχουν θέση σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Αν μπόρεσα να τηρήσω τον όρκο μου και την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, και κυρίως μετά (στο μετά θα αναφερθώ πολύ λίγο στο κλείσιμο της παρέμβασής μου), το οφείλω στην αίσθηση του καθήκοντος, στη γενναία σύζυγό μου, Λίνα, που τράβηξε τα πάνδεινα αλλά άντεξε και όχι μόνο με ενθάρρυνε αλλά με πίεσε να συνεχίσω, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ειδικά στον Πρόεδρό της, Μάριο Ντράγκι, στο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος και τέλος, στις υγιείς κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό που στάθηκαν δίπλα μας.
Ενέδωσα όμως στις πιέσεις της Ελένης και της Βικτώριας γιατί αισθάνθηκα ότι δεν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ την παρουσίαση αυτού του συγκλονιστικού χρονικού. Αυτό το βιβλίο σε καλεί να είσαι αντικειμενικός. Διότι αποτελεί από μόνο του μια συγκλονιστική και λεπτομερή καταγραφή όλων εκείνων των δραματικών μηνών που έζησε η χώρα μας από τα τέλη του 2014 και μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου 2015, με χρονολογική σειρά και εν είδει ημερολογίου. Έχοντας μιλήσει με δεκάδες πρωταγωνιστές, αλλά και αφανείς ήρωες, της περιόδου εκείνης, οι δύο συγγραφείς αφηγούνται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, τις γνωστές και άγνωστες πτυχές των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς, χωρίς να παίρνουν θέση, χωρίς να προβαίνουν σε αξιολογικές κρίσεις, χωρίς να αποκαλύπτουν τις πηγές τους, σαν καλές δημοσιογράφοι που είναι, και όπως επιβάλλει η δημοσιογραφική δεοντολογία. Παραθέτουν όμως γεγονότα και παρασκηνιακές συζητήσεις, την αυθεντικότητα των οποίων έχουν ελέγξει δύο και τρεις φορές, και τα οποία ουδείς έχει διαψεύσει. Αυτό εν κατακλείδι σημαίνει ότι το βιβλίο τους είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό ντοκουμέντο, η χρησιμότητα του οποίου θα είναι τεράστια για εκείνους που θα γράψουν την ιστορία της περιόδου αυτής. Πρέπει να το διαβάσει όμως ιδιαιτέρως η κάθε Ελληνίδα και ο κάθε Έλληνας για να μάθει και κυρίως για να μην λησμονήσει.
Το βιβλίο πιάνει το νήμα της αφήγησης από τα τέλη του 2014, όταν η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει, ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης, δοκιμασιών και θυσιών του ελληνικού λαού. Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω τότε σε δημόσιες τοποθετήσεις μου, βασική προϋπόθεση ολοκλήρωσης των προγραμμάτων ήταν η διατήρηση της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η άρνηση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων να αποδεχτούν ότι η κρίση ήταν κυρίως αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών μας στην οικονομική πολιτική, και ότι τα μνημόνια ήταν μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, είχε αποπροσανατολίσει από την αρχή την κοινή γνώμη. Δίχασε την ελληνική κοινωνία σε δύο στρατόπεδα, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, και έφερε στο προσκήνιο έναν ιδιότυπο λαϊκισμό καθώς και νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αρνήθηκαν να δουν την πραγματικότητα και στηρίχτηκαν σε μια λαϊκίστικη και ακραία ρητορική, ασκώντας ανεύθυνη αντιπολίτευση και εμποδίζοντας την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων προκειμένου να βγει η χώρα από την κρίση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι είμαστε η μόνη χώρα μέλος της ευρωζώνης που παρέμεινε για τόσο μεγάλο διάστημα σε πρόγραμμα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες που έκλεισαν σύντομα τις εκκρεμότητές τους.
Όλοι γνωρίζαμε το καλοκαίρι του 2012 όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Σαμαρά την επισφαλή θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Κανείς όμως δεν γνώριζε πόσο άμεσος και υπαρκτός ήταν ο κίνδυνος εξόδου που διέτρεχε. Όπως σωστά αποκαλύπτει το βιβλίο υπήρχε συγκεκριμένο plan B για την Ελλάδα το καλοκαίρι του 2012 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012 στις συναντήσεις του IMF στο Τόκυο. Τον κίνδυνο αυτό τον κατάλαβα ο ίδιος, ως Υπουργός Οικονομικών τότε, όπως και όλα τα άλλα μέλη της αποστολής που συνοδεύαμε τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά στην πρώτη επίσημη επίσκεψη στην Καγκελάριο Μέρκελ, τον Αύγουστο του 2012. Όταν λάβαμε στα χέρια μας τη λίστα με τις 80 μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν και έπρεπε να γίνουν μέχρι το επόμενο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, στο οποίο κρινόταν ουσιαστικά το μέλλον της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, συνειδητοποιήσαμε την ηράκλεια προσπάθεια που έπρεπε να καταβληθεί για να γίνουν σε δύο μήνες μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια και όμως τα καταφέραμε! Τα καταφέραμε γιατί δουλέψαμε όλοι σαν μία ομάδα ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης (θυμίζω ήταν κυβέρνηση τριών κομμάτων - ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), θέσης, αξιώματος, τίτλων, μία ομάδα που για δύο μήνες μαζευόταν κάθε μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου από το πρωί ως το βράδυ στην αίθουσα που τώρα γίνονται τα υπουργικά συμβούλια και τότε το είχαμε ονομάσει χάριν αστεϊσμού «War Room». Κάθε μέρα υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Πρωθυπουργού και τον καθοριστικό ρόλο του στενού του συνεργάτη Σταύρου Παπασταύρου, αλλά και του Χρήστου Σταϊκούρα, του Άκη Σκέρτσου, της Χριστίνας Παπακωνσταντίνου, του Πάνου Τσακλόγλου, και πολλών άλλων συνεργατών, συμβούλων και υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Οικονομικών, δουλέψαμε ως ομάδα και σε στενή συνεργασία με όλα τα Υπουργεία και τους θεσμούς και τα καταφέραμε. Κάτι που αποδεικνύει ότι, όταν δουλεύουμε με σύμπνοια, σύστημα, οργάνωση και πρόγραμμα ως ομάδα, μπορούμε να καταφέρουμε σπουδαία πράγματα.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, η οικονομική δραστηριότητα είχε αρχίσει για πρώτη φορά να σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τα δίδυμα ελλείμματα είχαν σχεδόν εξαλειφθεί και το τρίτο τρίμηνο του 2014 η ελληνική οικονομία ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη της ευρωζώνης. Επιπλέον, εξαιτίας της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς μας, οι εξαγωγές μας είχαν αυξήσει το μερίδιό τους στη διεθνή αγορά. Οι δείκτες ήταν ανοδικοί, η πρώτη απόπειρα εξόδου στις αγορές είχε στεφθεί με επιτυχία και ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι είχαν εδραιωθεί οι προϋποθέσεις για να βγούμε από την κρίση και να βαδίσουμε στο δρόμο της ανάπτυξης. Και εμείς στην Τράπεζα της Ελλάδος και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν τότε άνοδο του ΑΕΠ το 2015, με ανάλογες προοπτικές και για το 2016. Τότε ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να κλείσει η διαπραγμάτευση, γιατί η διαφορά που χώριζε τις δύο πλευρές ήταν πολύ μικρή, δραματικά μικρότερη από τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, που ήρθε μετά. Με το όφελος της στερνής γνώσης, δηλαδή γνωρίζοντας εκ των υστέρων τι ακολούθησε, μπορώ να πω ότι η ευθύνη των εταίρων της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλη για την εξέλιξη αυτή. Οι εμμονές τους, ιδιαίτερα ενός μέλους της τότε τρόικας, πληρώθηκαν ακριβά.
Οι εξελίξεις μετά τον Ιανουάριο του 2015 ανέτρεψαν το θετικό κλίμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται στην οικονομία την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο, και μετά από πολλές προσπάθειες και θυσίες. Αντί να γίνει το αυτονόητο, δηλαδή να συνεχιστούν οι προσπάθειες από εκεί που τις άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση και οι οποίες προσπάθειες είχαν αρχίσει να παράγουν ορατά και ουσιαστικά αποτελέσματα, επιχειρήθηκε από τη νέα κυβέρνηση μια διαπραγμάτευση εντελώς διαφορετική, που στηρίχθηκε στη ρήξη, βασισμένη στη λανθασμένη πεποίθηση ότι οι εταίροι της Ελλάδας και οι δανειστές της θα φοβηθούν μία ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία και την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Η πεποίθηση αυτή, όμως, ήταν εντελώς λανθασμένη, διότι το ευρώ είχε ήδη θωρακιστεί απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήδη από το 2012, με τη δημιουργία κατάλληλων μέσων πολιτικής, κυρίως με τα προγράμματα SMPs και OMTs της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τη δημιουργία του EFSF και μετά του (πληρέστερου) ESM, και βεβαίως της, έστω και ατελούς, τραπεζικής ένωσης. Επομένως, η χώρα οδηγήθηκε, μέσα από μια αδιέξοδη, ατέρμονη και ανερμάτιστη διαπραγμάτευση, σε μία παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας και στις δραματικές εξελίξεις που κορυφώθηκαν στα μέσα του 2015, πρώτα με το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια, με την επιβολή ελέγχων στις αναλήψεις μετρητών και τις μεταφορές κεφαλαίων, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Το ζητούμενο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν απλό. Η υπογραφή μιας συμφωνίας χρηματοδοτικής στήριξης, ώστε η χώρα μας να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο της πτώχευσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνέβαλε με όλες τις δυνάμεις της στην επίτευξη αυτού του στόχου, τη στιγμή που τα σύννεφα πύκνωναν πάνω από τη χώρα μας, και τόνιζε ότι μια τέτοια συμφωνία θα ήταν σε θέση να καλύψει το έδαφος που είχε χαθεί μέσα στους πρώτους μήνες του 2015 με τις ατέρμονες και εν πολλοίς ανερμάτιστες διαπραγματεύσεις, οι οποίες στηρίζονταν σε λανθασμένες παραδοχές για το τι θα πράξουν οι δανειστές.
Καθ΄ όλο το δύσκολο αυτό εξάμηνο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιτέλεσε το καθήκον της, που είναι, με βάση το Καταστατικό της και τους κανόνες του Ευρωσυστήματος, η διαφύλαξη της νομισματικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος:
• Ενημέρωνε με έγκυρα στοιχεία την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, καθώς και την κοινή γνώμη με τις Εκθέσεις και τις παρεμβάσεις της. Με τις ανακοινώσεις και τη συμμετοχή της στο δημόσιο διάλογο προσπάθησε να παρουσιάσει την πραγματική κατάσταση με έναν κατανοητό τρόπο, τις συνέπειες μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις, καθώς και να προσφέρει σε όλους τους πολίτες αξιόπιστη και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές και τις συνακόλουθες επιπτώσεις τους. Ιδιαίτερα δραματικές θυμάμαι ήταν οι προειδοποιήσεις που υπήρχαν στην Έκθεση της 17ης Ιουνίου 2015, μία ακριβώς ημέρα πριν το εξίσου δραματικό και τελικά αποτυχημένο Eurogroup του Ιουνίου, την οποία Έκθεση η τότε Πρόεδρος της Βουλής μου την επέστρεψε ως απαράδεκτη.
• Αντέδρασε άμεσα και με υπεύθυνο τρόπο ώστε να αποφευχθεί, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της νέας κυβέρνησης, ενδεχόμενη σύγκρουσή της με την ΕΚΤ, μετά τη δήλωση του τότε Υπουργού Οικονομικών προς τον Πρόεδρο του Eurogroup, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ότι η Ελλάδα δεν θα αποπληρώσει τα ομόλογα ANFA’s και SMPs του Ευρωσυστήματος.
• Απέστειλε μετέπειτα επιστολές, τόσο στον Πρωθυπουργό όσο και στους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς, παρέχοντας στοιχεία που δεν μπορούσαν τότε να δημοσιοποιηθούν για τις συνέπειες μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα στο τραπεζικό σύστημα, και τον κίνδυνο επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls). Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επαφές αυτές έγιναν και διά ζώσης.
• Παρείχε χρηματοδότηση στις τράπεζες μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA) εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά. Όταν έγινε αντιληπτό ότι οι διαπραγματεύσεις στο Eurogroup δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν (όπως τελικά έγινε) και συνεπώς η Ελλάδα δεν θα είχε την κάλυψη προγράμματος, η ΕΚΤ κατάργησε την επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων ως ενεχύρων για πράξεις χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών μέσα από τον κανονικό μηχανισμό χρηματοδότησής της. Από το σημείο αυτό και μετά, η παροχή ρευστότητας γινόταν από την ΤτΕ μέσω του ELA.
• Αντιστάθηκε επιτυχώς στις πιέσεις της κυβέρνησης να φορτώσει στις ελληνικές τράπεζες το ρίσκο της χρηματοδότησης του κρατικού ελλείμματος, παραβιάζοντας το όριο αγοράς εντόκων γραμματίων, μετά την διαφαινόμενη αποτυχία επίτευξης συμφωνίας στο Eurogroup.
• Φρόντισε για τον εφοδιασμό και του πιο απομακρυσμένου τραπεζικού υποκαταστήματος με τραπεζογραμμάτια. Σε κανένα ΑΤΜ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα, ειδικά μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και τις πρώτες ημέρες των capital controls, τότε που όλοι έσπευδαν να κάνουν αναλήψεις.
• Συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2015, χωρίς να σημειωθεί καμία αναταραχή στο πιστωτικό σύστημα.
• Υπέβαλε προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνεργασία με την κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
• Συνεργάστηκε αποτελεσματικά με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, και ολοκλήρωσε εγκαίρως τον έλεγχο ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (AQR) των τραπεζών.
• Συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων για τους συναλλασσόμενους, και στήριξε με το προσωπικό και την τεχνογνωσία της, τις εργασίες της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, μέσω της οποίας χορηγούντο οι άδειες για τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.
• Παρείχε στήριξη προς το Δημόσιο σε πολλές δραστηριότητές του, παραμένοντας πάντοτε εντός του πλαισίου της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει τις σχέσεις εθνικών κεντρικών τραπεζών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ και σε μία άγνωστη, ως επί το πλείστον, πτυχή της προσπάθειας που καταβάλλαμε στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνο το κρίσιμο εξάμηνο του 2015 για να στηρίξουμε το ελληνικό Δημόσιο και να αποφύγουμε την χρεοκοπία, και που ελπίζω, στην αναθεωρημένη έκδοση του ανά χείρας βιβλίου, να συμπεριληφθεί. Είναι ένα γεγονός που δεν πήρε ευρεία δημοσιότητα όταν συνέβη, αλλά αναδεικνύει τον υποστηρικτικό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος τη δύσκολη εκείνη περίοδο, και την εφευρετικότητα των στελεχών της. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπως γνωρίζετε, η χώρα μας αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα ρευστότητας κυρίως με την φυγή καταθέσεων, και δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, τόσο στο εσωτερικό (καταβολή μισθών και συντάξεων), όσο και στο εξωτερικό (αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων). Το 2015 ήταν μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη από αυτή την άποψη χρονιά, με την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, καταβολής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνολικά είκοσι ενός (21) χρεολυσίων ύψους SDR 7,3 δισεκ. (9,0 δισεκ ευρώ).
Να κάνω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι τα SDR (Special Drawing Rights – Ειδικά Τραβηχτικά Δικαιώματα) Holdings είναι διαθέσιμα των χωρών-μελών του ΔΝΤ, τα οποία «δημιουργούνται» μέσω της καταβολής αντίστοιχων ποσών από το ΔΝΤ στα μέλη του (SDR Allocations). Οι χώρες-μέλη, δηλαδή, έχουν μια αρχικά ισόποση απαίτηση και υποχρέωση έναντι του ΔΝΤ. Ο λογαριασμός των SDR Holdings τηρείται στο ΔΝΤ με σκοπό την κάλυψη μελλοντικών υποχρεώσεων από τόκους των μελών.
Μια από τις πιο πιεστικές περιπτώσεις αφορούσε εκείνο το διάστημα την υποχρέωση καταβολής στο ΔΝΤ στις 12 Μαΐου 2015 ενός χρεολυσίου, ύψους SDR 600,7 εκατ. (περίπου 750 εκατ. ευρώ). Γνωρίζοντας την έλλειψη ρευστότητας που αντιμετώπιζε η χώρα, έγιναν προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτή. Συγκεκριμένα, σε επικοινωνία μου με τον τότε εκπρόσωπο της χώρας στο ΔΝΤ Θάνο Κατσάμπα διερευνήθηκε το ενδεχόμενο χρήσης κεφαλαίων από τον λογαριασμό διαθεσίμων SDR Holdings του Ελληνικού Δημοσίου στο ΔΝΤ. Από την επικοινωνία αυτή προέκυψε ότι η χρήση των διαθεσίμων του λογαριασμού αυτού για την αποπληρωμή χρεολυσίου ήταν μεν εφικτή, καθώς δεν ήταν αντίθετη με το καταστατικό του Ταμείου, ωστόσο δεν υπήρχε αντίστοιχο διεθνές προηγούμενο. Για τον λόγο αυτό, η ενεργοποίηση της λύσης αυτής απαιτούσε την κατάλληλη προετοιμασία από πλευράς ΔΝΤ, κάτι που απαιτούσε επαρκή χρονικά περιθώρια.
Το Υπουργείο Οικονομικών μας ενημέρωσε δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την αποπληρωμή, την Παρασκευή 8 Μαΐου 2015, ότι η συνήθης διαδικασία αποπληρωμής ανεστάλη μέχρι νεωτέρας, λόγω μη επαρκούς υπολοίπου στα διαθέσιμα του Δημοσίου. Καθώς ο κίνδυνος αθέτησης της εν λόγω αποπληρωμής, στην ουσία δηλαδή χρεοκοπίας της χώρας, ήταν εμφανής, αποφασίστηκε η υλοποίηση της παραπάνω λύσης. Το Σαββατοκύριακο 9-10 Μαΐου 2015, τα αρμόδια στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και εγώ ήμασταν σε συνεχή επικοινωνία με τον κ. Κατσάμπα και τα στελέχη του ΔΝΤ, εξετάζοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις και διαδικασίες. Από τις εναλλακτικές λύσεις που προτάθηκαν από το ΔΝΤ, το Υπουργείο αποφάσισε την άντληση SDR 523,7 εκατ. από τον λογαριασμό SDR Holdings στο ΔΝΤ, ενώ το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 77 εκατ., καλύφθηκε από τα διαθέσιμα του Δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό, αποσοβήθηκε μια κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα, και η Τράπεζα της Ελλάδος προσέφερε πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση για την εξεύρεση λύσης στα πιεστικά προβλήματα με τα οποία ήταν αντιμέτωπη.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω για μία ακόμα φορά τα στελέχη και το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος που εργάστηκαν σκληρά, όχι μόνο εκείνο το Σαββατοκύριακο, αλλά ολόκληρο το διάστημα της κρίσης, για να επιτελέσουν το καθήκον τους, χωρίς να σκεφτούν ωράρια, Σαββατοκύριακα ή διακοπές και άδειες. Τους αξίζει μεγάλος έπαινος για τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση στο καθήκον τους.
Το ανά χείρας βιβλίο περιγράφει γλαφυρά, βήμα-βήμα, και με ανατριχιαστική ακρίβεια, τις ατέρμονες και ανερμάτιστες εν πολλοίς, όπως ήδη αναφέρθηκε, διαπραγματεύσεις του πρώτου εξαμήνου του 2015. Οι συνέπειες όμως αυτής της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης είχαν υψηλότατο κόστος για την ελληνική οικονομία. Σε σχετική ομιλία μου στη Βουλή, στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, είχα ισχυριστεί, βασιζόμενος στη σύγκριση των δυναμικών προβολών του δημόσιου χρέους που έκανε το ΔΝΤ αφενός στο τέλος του 2014 και αφετέρου τον Ιούλιο του 2015, ότι το κόστος αυτό ανέρχεται σε 86 δισεκ. Ευρώ περίπου.
Όποια μέθοδο και να χρησιμοποιήσει κάποιος, το κόστος προκύπτει πολύ σημαντικό. Ακόμα και αν αγνοηθούν εντελώς τα δυναμικά στοιχεία, η στατική ανάλυση, δηλαδή ανάλυση σε παρελθόντα χρόνο και με γεγενημένα αποτελέσματα, δείχνει κόστος κοντά στα 47 δισεκ. ευρώ, όπως υπολόγισε ο κ. Γιώργος Προκοπάκης σε άρθρο του στην Καθημερινή στις 26 Αυγούστου φέτος.
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση από αυτή την κατάσταση ήταν η αβεβαιότητα και η απώλεια της εμπιστοσύνης, που είχαμε καταφέρει να κερδίσουμε με πολύ κόπο ως τα τέλη του 2014. Ας μην ξεχνάμε ότι απωλέσθησαν 45 δισεκ. ευρώ περίπου καταθέσεων, επιβλήθηκαν έλεγχοι κεφαλαίων με σημαντικό πρόσθετο κόστος για την οικονομία, ενώ χρειάστηκαν νέα κεφάλαια για τις τράπεζες. Και αυτά μετά από δυο εκλογικές αναμετρήσεις, ένα δημοψήφισμα, και μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις χωρίς στόχο και αποτελέσματα. Τα μηνύματα που εξέπεμπε τότε η χώρα ήταν αντιφατικά, οι μπλόφες συνεχείς και προκαλούσαν σύγχυση στους εταίρους της. Στην «Τελευταία Μπλόφα» αυτό αποδεικνύεται πέραν κάθε αμφιβολίας.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μία δική μου προσθήκη που αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Έχει να κάνει με το τηλεφώνημα που δέχτηκε στις 6 Ιουλίου 2015, μία ημέρα ακριβώς μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ από τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο βιβλίο τους με τίτλο «Ένας πρόεδρος δεν έπρεπε να πει κάτι τέτοιο…» («Un président ne devrait pas dire ça...», εκδόσεις Stock, 2016) οι Γάλλοι δημοσιογράφοι Ζεράρ Νταβέ και Φαμπρίς Λομ, ο Ρώσος πρόεδρος εκμυστηρεύτηκε στον τότε πρόεδρο Ολάντ ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε υποβάλει αίτημα στη ρωσική για την εκτύπωση δραχμών, επειδή δεν διέθετε τις κατάλληλες εγκαταστάσεις για να το κάνει. Ο Πούτιν έκρινε σε εκείνη τη συγκυρία ότι όφειλε να ενημερώσει γι΄αυτό το θέμα τον Ολάντ, ενώ η τύχη της Ελλάδος κρεμόταν από μία κλωστή και βρισκόμασταν λίγες μέρες πριν από τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Ο Πούτιν διευκρίνισε βέβαια στον Ολάντ ότι η Ρωσία δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε κάτι τέτοιο. Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα από το βιβλίο σε ελληνική μετάφραση.
..Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης 9 Ιουλίου 2015, ο Φρανσουά Ολάντ ήταν εξομολογητικός. Μας διηγείται μια εκπληκτική ιστορία. «Ο Βλαντιμίρ Πούτιν», μας λέει τον «κάλεσε μυστηριωδώς», τρεις μέρες νωρίτερα, στις 6 Ιουλίου, την επομένη του δημοψηφίσματος που είχε διοργανώσει και κερδίσει ο Τσίπρας, για να του «δώσει μια πληροφορία».
Γεμάτος περιέργεια, ο Ολάντ, μας μεταφέρει τη συζήτηση του με τον οικοδεσπότη του Κρεμλίνου.
- Πούτιν: «Πρέπει να σου δώσω μια πληροφορία, για να μην υπάρχει παρεξήγηση ανάμεσά μας….»
- Ναι, κανένα πρόβλημα, πες μου, απαντά ο Ολάντ, πολύ περίεργος…
- Η Ελλάδα μας ζήτησε να τυπώσει δραχμές στην Ρωσία, γιατί δεν έχουν, πια, εκτυπωτικές μηχανές για να το κάνουν, επιβεβαιώνει ο Πούτιν.
Απόδειξη ότι η ελληνική ηγεσία, εκείνη τη χρονική στιγμή, εξέταζε καλά το ενδεχόμενο να φύγουν από την Ευρώπη, και κατά συνέπεια να ξανασυνδεθούν με το ιστορικό τους νόμισμα.
- «Τι τους απάντησες;» ρωτά ο Ολάντ
- Απάντησα ότι θα μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά εσύ τι σκέφτεσαι;
- «Είναι ένα κυρίαρχο κράτος η Ελλάδα, αν έβγαινε από τη ζώνη ευρώ, θα χρειαστεί χαρτονομίσματα, δεν θα με σόκαρε αν η Ρωσία το έκανε, θα απαντούσε έτσι σε ένα αίτημα», αυτοσχεδιάζει ο Ολάντ, όλο και περισσότερο αιφνιδιασμένος.
- «’Ηθελα να σου δώσω αυτή την πληροφορία, για να καταλάβεις καλά ότι δεν είναι καθόλου αυτή η πρόθεσή μας» καταλήγει ο Πούτιν, πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Περίεργο, αυτό το τηλεφώνημα, ο Πούτιν δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Τι μήνυμα ήθελε να περάσει ; « Αναρωτήθηκα γιατί μου το είπε αυτό» αναρωτιέται ο Ολάντ, μπροστά μας. « Ίσως για να μην θεωρηθεί υπεύθυνος ότι έσπρωξε την Ελλάδα εκτός της ζώνης ευρώ, και επίσης για να μου πει ότι αυτό ήταν ένας κίνδυνος και έπρεπε να γίνουν τα πάντα για να αποφευχθεί.»
Ο Ολάντ ήταν σίγουρος ότι αν ο Πούτιν έκανε αυτήν την εντυπωσιακή κίνηση προς το μέρος του, «ήταν με καλή πρόθεση». «Εξάλλου, την κράτησα για τον εαυτό μου».
Τέλος πάντων, όχι εντελώς.
Η αποκάλυψη αυτή των δυο Γάλλων δημοσιογράφων σε ένα βιβλίο τους που δημοσιεύθηκε το 2016 με περιεχόμενο συνομιλίες που είχαν με τον τέως Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ, και το οποίο δημοσιεύτηκε με τη συναίνεσή του, είναι ενδεικτική του χάους και πανικού που επικρατούσε στην Ελλάδα τις δύσκολες εκείνες μέρες και του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε η χώρα εκείνο το καλοκαίρι.
Προσθέτει επίσης ακόμα μία ένδειξη, στις τόσες άλλες που διαθέταμε τότε, ότι η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015, φλέρταρε επικίνδυνα με την επιστροφή στη δραχμή.
Η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015, με την ευρεία συναίνεση που διαμορφώθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, ανέκοψε τη δυσμενή και αβέβαιη πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς. Για να κερδηθεί όμως ξανά η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα απαιτήθηκε πολύς κόπος, μεγάλο κόστος και πολύς χρόνος. Και δυστυχώς η συνέχεια, που είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσει το περιεχόμενο ενός άλλου συναρπαστικού βιβλίου, μας επεφύλαξε ακόμα μεγαλύτερες και πιο δυσάρεστες εκπλήξεις, που μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται ευρύτερα γνωστές, αφού τα γεγονότα αυτά εκτυλίχθηκαν κυρίως στο παρασκήνιο. Διότι κατά την τότε κυβέρνηση, η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 ήταν μία ήττα, μία υποχώρηση από αυτά που πρέσβευε και έπραττε μέχρι τότε. ‘Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο, αυτή η ήττα και αυτή η υποχώρηση να αντισταθμιστούν από κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο ήταν η στοχοποίηση, με τρόπο εξωθεσμικό και φρικτό, που δεν χαρακτηρίζει το κράτος δικαίου ενός πολιτισμένου κράτους, των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης και γενικά προσώπων που δεν ήταν διατεθειμένα να παραβούν το καθήκον τους και να καταλύσουν την ανεξαρτησία των θεσμών που υπηρετούν. Και για να γίνει η πίεση στα πρόσωπα αυτά ακόμα μεγαλύτερη, η στοχοποίηση συμπεριέλαβε και μέλη της οικογένειάς τους, κάτι το οποίο δεν έχει προηγούμενο σε πολιτισμένα κράτη.
Δεν θα πω όμως περισσότερα γι’ αυτό, μιας και η Βουλή των Ελλήνων και η Δικαιοσύνη, έχουν ήδη αναλάβει την διερεύνηση των υποθέσεων αυτών. Είμαι βέβαιος ότι τόσο οι βουλευτές που έχουν επιφορτιστεί με το έργο αυτό, όσο και οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, θα ρίξουν άπλετο φως και θα αποκαλύψουν τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς καθώς και τους συνεργούς αυτών των αποτρόπαιων πράξεων ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί το κύρος των θεσμών.
Επανέρχομαι, όμως, κλείνοντας την παρέμβασή μου, στο χρονικό του βιβλίου που έχετε στα χέρια σας. Το βιβλίο της Ελένης και της Βικτώριας παρακολουθεί μέρα με τη μέρα όλες τις πτυχές των διαπραγματεύσεων εκείνης της περιόδου και εμείς οι αναγνώστες του παρακολουθούμε την εξέλιξη των γεγονότων σαν να βλέπουμε ένα καλογραμμένο θρίλερ – με τη διαφορά ότι εδώ γνωρίζουμε από πριν το αίσιο τέλος. Αυτό δεν εμποδίζει όμως το βιβλίο να προκαλεί στον αναγνώστη αισθήματα αγωνίας για τις εξελίξεις και να τον αναγκάζει να αναρωτιέται τι πρόκειται να συμβεί στις επόμενες σελίδες. Το πλήθος των στοιχείων και οι αποκαλύψεις είναι τόσο πυκνές, που ο αναγνώστης παρασύρεται σε μία συναρπαστική περιδίνηση ανάμεσα σε πρόσωπα που διαμορφώνουν τη σύγχρονη Ιστορία.
Είμαστε ευγνώμονες στις δυο Ελληνίδες δημοσιογράφους για το πόνημά τους αυτό, το οποίο είμαι βέβαιος ότι θα μείνει στην Ιστορία, επειδή γράφει Ιστορία.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών