Είναι ευθύνη των διοικήσεων των τραπεζών να αποφασίσουν τις στρατηγικές οδούς για να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη υποστηρίζει ο Andrea Enria
Νίπτει τας χείρας η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζών, όπως προκύπτει από την απάντηση του Andrea Enria, προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου σε ερώτηση του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρη Παπαδημούλη.
Ο Andrea Enria επισημαίνει πως η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες των ελληνικών τραπεζών και ότι «είναι ευθύνη των διοικήσεων των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν, ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη».
Παράλληλα σημειώνει πως το εν λόγω ζήτημα «δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ» και ότι «εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή»,
Η ερώτηση του κ.Παπαδημούλη:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Dimitrios Papadimoulis (GUE/NGL)
Θέμα: Αυξήσεις στις προμήθειες τραπεζών
Πρόσφατα δημοσιεύματα αναδεικνύουν την αναπροσαρμογή των χρεώσεων στις ελληνικές τράπεζες, κάνοντας λόγο για νέες αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζών -και ειδικότερα επί των διατραπεζικών συναλλαγών. Οι νέες αυξήσεις αναμένεται να εφαρμοστούν από τέλος Οκτωβρίου και να ολοκληρωθούν ως το τέλος του έτους, με στόχο την αντιστάθμιση των απωλειών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τα έσοδα τόκων, αλλά και την κάλυψη των εξόδων έκδοσης καρτών και κωδικών PIN.
Ερωτάται η ΕΚΤ:
- Έχει λάβει γνώση της αναμόρφωσης της πολιτικής χρεώσεων των ελληνικών τραπεζών και πώς την εκτιμά, σε σχέση με τα ισχύοντα στα λοιπά κράτη-μέλη;
- Σκοπεύει να προτείνει μέτρα περιορισμού της επιβάρυνσης των καταναλωτών, αλλά και ενθάρρυνσης των συναλλαγών μέσω εναλλακτικών δικτύων, με άλλα μέσα;
- Σε ποιο ύψος υπολογίζει το ενδεχόμενο κόστος επιβάρυνσης των κατόχων καρτών των ελληνικών τραπεζών από την επιβολή της νέας πολιτικής;
Η απάντηση του Andrea Enria
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 24 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ.
Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών.
Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες.
Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών.
Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις.
Με εκτίμηση,
Andrea Enria.
Από τις 26 Νοεμβρίου, το bankingnews είχε αποκαλύψει το θέμα με τις παρεμβάσεις από ΕΚΤ και SSM για τις προμήθειες των ελληνικών τραπεζών, στο παρακάτω δημοσίευμα:
Παρέμβαση ΕΚΤ με πολλαπλούς αποδέκτες: Οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών δεν θεωρούνται υψηλές σε σχέση με την Ευρωζώνη
Μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες στέλνουν η ΕΚΤ και ο SSM (ο μόνιμος εποπτικός μηχανισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών) με επίκεντρο της προμήθειες των ελληνικών τραπεζών.
Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών δεν είναι από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη.
Η απάντηση των ΕΚΤ και SSM έρχεται λίγο διάστημα μετά από τις καταδρομικές εφόδους στις ελληνικές τράπεζες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Καλλιεργήθηκε δηλαδή η εντύπωση ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει καρτέλ, ωστόσο έρχονται οι ΕΚΤ και SSM δικαιώνουν τις ελληνικές τράπεζες.
Όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφή στην απάντηση που απέστειλε ο επικεφαλής του SSM, Andrea Enria, σε αντίστοιχη επιστολή-ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημ. Παπαδημούλη.
Σε αυτήν τονίζεται ότι:
«Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 24 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ.
Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών.
Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες.
Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών.
Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις.
Με εκτίμηση,
Andrea Enria».
www.bankingnews.gr
Ο Andrea Enria επισημαίνει πως η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες των ελληνικών τραπεζών και ότι «είναι ευθύνη των διοικήσεων των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν, ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη».
Παράλληλα σημειώνει πως το εν λόγω ζήτημα «δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ» και ότι «εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή»,
Η ερώτηση του κ.Παπαδημούλη:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Dimitrios Papadimoulis (GUE/NGL)
Θέμα: Αυξήσεις στις προμήθειες τραπεζών
Πρόσφατα δημοσιεύματα αναδεικνύουν την αναπροσαρμογή των χρεώσεων στις ελληνικές τράπεζες, κάνοντας λόγο για νέες αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζών -και ειδικότερα επί των διατραπεζικών συναλλαγών. Οι νέες αυξήσεις αναμένεται να εφαρμοστούν από τέλος Οκτωβρίου και να ολοκληρωθούν ως το τέλος του έτους, με στόχο την αντιστάθμιση των απωλειών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τα έσοδα τόκων, αλλά και την κάλυψη των εξόδων έκδοσης καρτών και κωδικών PIN.
Ερωτάται η ΕΚΤ:
- Έχει λάβει γνώση της αναμόρφωσης της πολιτικής χρεώσεων των ελληνικών τραπεζών και πώς την εκτιμά, σε σχέση με τα ισχύοντα στα λοιπά κράτη-μέλη;
- Σκοπεύει να προτείνει μέτρα περιορισμού της επιβάρυνσης των καταναλωτών, αλλά και ενθάρρυνσης των συναλλαγών μέσω εναλλακτικών δικτύων, με άλλα μέσα;
- Σε ποιο ύψος υπολογίζει το ενδεχόμενο κόστος επιβάρυνσης των κατόχων καρτών των ελληνικών τραπεζών από την επιβολή της νέας πολιτικής;
Η απάντηση του Andrea Enria
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 24 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ.
Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών.
Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες.
Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών.
Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις.
Με εκτίμηση,
Andrea Enria.
Από τις 26 Νοεμβρίου, το bankingnews είχε αποκαλύψει το θέμα με τις παρεμβάσεις από ΕΚΤ και SSM για τις προμήθειες των ελληνικών τραπεζών, στο παρακάτω δημοσίευμα:
Παρέμβαση ΕΚΤ με πολλαπλούς αποδέκτες: Οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών δεν θεωρούνται υψηλές σε σχέση με την Ευρωζώνη
Μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες στέλνουν η ΕΚΤ και ο SSM (ο μόνιμος εποπτικός μηχανισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών) με επίκεντρο της προμήθειες των ελληνικών τραπεζών.
Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών δεν είναι από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη.
Η απάντηση των ΕΚΤ και SSM έρχεται λίγο διάστημα μετά από τις καταδρομικές εφόδους στις ελληνικές τράπεζες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Καλλιεργήθηκε δηλαδή η εντύπωση ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει καρτέλ, ωστόσο έρχονται οι ΕΚΤ και SSM δικαιώνουν τις ελληνικές τράπεζες.
Όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφή στην απάντηση που απέστειλε ο επικεφαλής του SSM, Andrea Enria, σε αντίστοιχη επιστολή-ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημ. Παπαδημούλη.
Σε αυτήν τονίζεται ότι:
«Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 24 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ.
Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών.
Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες.
Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών.
Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις.
Με εκτίμηση,
Andrea Enria».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών